ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 2029
13 Ιουνίου, 1990
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 317/89).
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Eμπιστευτικές εκθέσεις — Παρατυπίες — Παρατυπίες κατά τη σύνταξη — Δυνατότητα αγνόησης των παρατυπιών από την E.Δ.Y.
Aίτηση Aκυρώσεως — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Aπόδειξη — Δεν αποδείχθηκε με επαρκή βεβαιότητα στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Yπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Προϊσταμένου — Aξία και βαρύτητα.
Aίτηση Aκυρώσεως — Λόγοι ακυρώσεως — Έκδηλη υπεροχή.
O αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Eργατικού Λειτουργού 1ης Tάξεως.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τη Νομολογία μας, η Επιτροπή μπορεί να αγνοεί μέρος των εμπιστευτικών εκθέσεων όταν αυτό το μέρος πάσχει από κάποια παρατυπία με την προϋπόθεση όμως ότι η παρατυπία δεν επηρεάζει το κύρος ολόκληρης της έκθεσης.
Στην υπό εκδίκαση υπόθεση η επέμβαση του Προσυπογράφοντος Λειτουργού δε μετέβαλε με κανένα τρόπο την εικόνα υπηρεσίας των υπαλλήλων. Σε όλες τις περιπτώσεις οι παρατυπίες δεν είναι ουσιώδεις και εν πάση περιπτώσει θεραπεύτηκαν από την Ε.Δ.Υ. με την απόφασή της να αγνοήσει τις αλλαγές.
Με βάση τα πιο πάνω και τη νομολογία, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αγνοήσει το μέρος των σχετικών εκθέσεων που ετοιμάστηκε κατά παράβαση των διατάξεων της εγκυκλίου 491/79 ήταν νόμιμη και ορθή.
2. Διοικητική πράξη ακυρώνεται εάν αποδειχθεί έλλειψη αμεροληψίας.
Στην υπό εκδίκαση υπόθεση η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους από τον ανάδοχο του παιδιού του επιβεβαιώθηκε και από τον προσυπογράφοντα λειτουργό ο οποίος αν διαφωνούσε με την αξιολόγηση του αιτητή ως "εξαίρετου" θα μπορούσε να κάνει τις τροποποιήσεις του. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν έγινε οποιαδήποτε αλλαγή. Ενισχυτικό της άποψης ότι ο αξιολογών λειτουργός δεν ήταν μεροληπτικός στην αξιολόγησή του είναι και το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας σύστησε το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος για προαγωγή. Επομένως κρίνεται ότι οι ισχυρισμοί για έλλειψη αντικειμενικότητας δεν έχουν αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα.
3. Ο Προϊστάμενος του Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να ανταποκριθεί κάποιος υποψήφιος στις ανάγκες της θέσης (Republic v. Harris (1985) 3(A) C.L.R. 106). H σύσταση του αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.
4. Είναι γενική αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Christoforou v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2413,
Louca ν. Savva and Others (1989) 3(A) C.L.R. 672,
Republic v. Haris (1985) 3(A) C.L.R. 106,
Hadjiioannou v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1041,
Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1253.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση του Eργατικού Λειτουργού 1ης Tάξης, Tμήμα Eργασίας, αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Βασιλειάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Ν. Λοΐζου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Π. Αριστείδου.
Cur. adv. vult.
XATZHTΣAΓΓAPHΣ, Δ.: Με την προσφυγή του αυτή ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 1. Αντώνιου Π. Κονή και 2. Παναγιώτη Α. Αριστείδου στη μόνιμη θέση Εργατικού Λειτουργού 1ης Τάξης (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Εργασίας. Η θέση αυτή είναι θέση προαγωγής.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή του προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως Ε.Δ.Υ.) με αριθμό 233/59/ΧΙ και ημερομηνία 28.6.88, ζήτησε την πλήρωση τριών κενών θέσεων Εργατικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, στο Τμήμα Εργασίας.
Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρίασή της ημερομηνίας 11.7.88 έχοντας υπόψη τις Κανονιστικές Διατάξεις που διέπουν τη σύσταση, τις αρμοδιότητες και τη μέθοδο ενέργειας Τμηματικών Επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 36 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν.33/67), όπως τροποποιήθηκε, απέστειλε στον Πρόεδρο της αρμόδιας Τμηματικής Επιτροπής κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή μαζί με τους φακέλους των εμπιστευτικών εκθέσεων και το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Ο Πρόεδρος της Τμηματικής Επιτροπής με επιστολή του με αριθμό Τ.Ε. 2/83/Α και ημερομηνία 2.11.88 υπόβαλε στην Ε.Δ.Υ. την έκθεση της Τμηματικής Επιτροπής η οποία σύστησε κατ' αλφαβητική σειρά 12 από τους υποψηφίους για προαγωγή, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και ο αιτητής.
Η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρίασή της με ημερομηνία 27.1.89 επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης των τριών θέσεων. Αρχικά ασχολήθηκε με τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων και αποφάσισε να μη ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις που έγιναν από τους Προσυπογράφοντες Λειτουργούς στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Αντώνιου Κονή για τα έτη 1983 και 1987 και του αιτητή για το 1980, δεδομένου ότι δεν είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες της παραγράφου 9 της Εγκυκλίου 491 και έτσι αποφασίστηκε να ληφθούν υπόψη οι αξιολογήσεις των Αξιολογούντων Λειτουργών μόνο.
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. άκουσε τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας ο οποίος σύστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη και κάποιο άλλο υποψήφιο.
Κατόπιν τούτου η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τα στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων σύμφωνα με την πιο πάνω απόφασή της και αφού έλαβε υπόψη τα πορίσματα της Τμηματικής Επιτροπής και τη σύσταση του Διευθυντή, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους αποφάσισε να προαγάγει τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη και κάποιο άλλο υποψήφιο στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Εργατικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, Τμήμα Εργασίας.
Σαν αποτέλεσμα ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή βασιζόμενος στα πιο κάτω νομικά σημεία:
"(α) Η απόφαση πάσχει γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η αρχή της προαγωγής του καλύτερου από τους διαθέσιμους υποψηφίους.
(β) Η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.
(γ) Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε που πάσχει νομικά γιατί στηρίκτηκε σε γεγονότα που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή σε ενέργειες έξω από την όλη αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ. και/ή του Τμηματάρχη και/ή αντίθετα στο Νόμο.
(δ) Η απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού και/ή συγκαλυμμένης δίωξης του αιτητή και παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και την αρχή της ίσης μεταχείρησης.
(ε) Η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο.
(στ) Η απόφαση παραγνώρισε τις ειδικές γνώσεις, τα προσόντα του αιτητή, την εξαίρετη προσφορά του και την αξία του.
(ζ) Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη ή στερείται της δέουσας αιτιολογίας."
Ένας από τους κύριους νομικούς λόγους για ακύρωση που προβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή αφορά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μη ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις που έγιναν από τους Προσυπογράφοντες Λειτουργούς στις εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Αντώνιου Κονή για τα έτη 1983 και 1987, και του αιτητή για το έτος 1980 επειδή δεν είχαν τηρηθεί οι πρόνοιες της Κανονιστικής Διάταξης 9 της Εγκυκλίου 491/79 που διέπει τον τρόπο υποβολής των εμπιστευτικών εκθέσεων από τον Προσυπογράφοντα Λειτουργό. Αυτό, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι παράνομο και αναρμόδιο. Η εμπιστευτική έκθεση αποτελεί ενιαίο έγγραφο το οποίο δεν μπορεί να διασπαστεί και εφόσον η αρμοδιότητα για την κατάρτισή της ανήκει σε άλλο όργανο η Ε.Δ.Υ. δεν είχε εξουσία επέμβασης, παρά μόνο μπορούσε να επιστρέψει τις παράτυπες εκθέσεις στο αρμόδιο όργανο για να συμπληρωθούν νόμιμα.
Σύμφωνα με τη Νομολογία μας, η Επιτροπή μπορεί να αγνοεί μέρος των εμπιστευτικών εκθέσεων όταν αυτό το μέρος πάσχει από κάποια παρατυπία με την προϋπόθεση όμως ότι η παρατυπία δεν επηρεάζει το κύρος ολόκληρης της έκθεσης.
Παραπέμπω στην απόφαση Christoforou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2413 όπου ο τότε Δικαστής και τώρα Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λοΐζου τόνισε τα ακόλουθα: (σελ. 2423)
"The respondent Commission went on to say that at the examination of the confidential reports of the candidates it noted that the countersigning officer changed the confidential reports for the year 1983 of the aforementioned candidates. The Commission observed further that these changes were made by the countersigning officer without previous consultation with the reporting officer contrary to the Regulatory Orders. For that reason it decided to take into consideration only the assessment of the reporting officer. Anything that might be wrong was clearly put right both by the Director, the departmental Board and the respondent Commission. This ground also fails."
Eπίσης παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 777 και 780 Louca v. Savva and Others (1989) 3(A) C.L.R. 672.
"Irrespective of the above the respondent Commission obviously out of caution decided to disregard such part of the reports which related to the countersigning by the newly appointed acting Head of Department, though in our view it could have considered them as a whole. This it may, in certain circumstances be able to do whenever it considers that any confidential report before it suffers from any irregularity of a non material kind, that is to exclude such part of the report it considers irregular."
Στην υπό εκδίκαση υπόθεση η επέμβαση του Προσυπογράφοντος Λειτουργού δε μετέβαλε με κανένα τρόπο την εικόνα υπηρεσίας των υπαλλήλων. Οι αλλαγές αναφορικά με τον αιτητή για την έκθεση 1980 αφορούν επί μέρους αλλαγές, όμως η γενική του βαθμολογία παρέμεινε η ίδια, δηλαδή "Λίαν Καλός". Όσον αφορά τις εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Αντώνιου Κονή, οι αλλαγές αυτές δεν επέφεραν μεταβολή στη συνολική βαθμολογία του η οποία παρέμεινε για το 1983 "Λίαν Καλός" και για το 1987 "Εξαίρετος". Το συμπέρασμα είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις οι παρατυπίες δεν είναι ουσιώδεις και εν πάση περιπτώσει θεραπεύτηκαν από την Ε.Δ.Υ. με την απόφασή της να αγνοήσει τις αλλαγές.
Με βάση τα πιο πάνω και τη νομολογία όπως την εξέθεσα κρίνω ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αγνοήσει το μέρος των σχετικών εκθέσεων που ετοιμάστηκε κατά παράβαση των διατάξεων της εγκυκλίου 491/79 ήταν νόμιμη και ορθή.
Το δεύτερο θέμα που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο δικηγόρος του αιτητή είναι ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Π. Αριστείδου για τα έτη 1989 - 1988 που ετοιμάστηκαν από τον κ. Κολοκοτρώνη σαν αξιολογών λειτουργός είναι προϊόντα ευνοϊκής μεταχείρησης, εφόσον ο κ. Κολοκοτρώνης είναι ανάδοχος του παιδιού του ενδιαφερόμενου μέρους.
Όπως φαίνεται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις του ενδιαφερόμενου μέρους οι προηγούμενοι αξιολογούντες λειτουργοί για τα έτη 1981-1983, τον αξιολόγησαν "Λίαν Καλό" και για τα έτη 1984-1988 ο κ. Κολοκοτρώνης τον αξιολόγησε σαν "Εξαίρετο".
Διοικητική πράξη ακυρώνεται εάν αποδειχθεί έλλειψη αμεροληψίας. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Louca v. Savva and Others (ανωτέρω):
"The general principle is that the organs participating in any particular administrative process must appear to act impartially which cannot be said to be the case when there exists any special tie or relationship which relates to the persons involved in the process or to its outcome. (See Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 at 449). But any lack of impartiality must be established with sufficient certainty from facts emanating from official records or by safe inferences drawn from such facts. (See Othonos v. The Republic (1989) 3 C.L.R. 475) and invariably bias always depends on the facts of the case. The fact that a person may make a report in respect of a close relation or even his brother, does not per se invalidate the administrative process and even though it should be avoided, in a country of the size of Cyprus it may not always be possible to avoid the possibility of a person serving under a close relative, though in such a case it would be expected that the relationship will be disclosed. (See Petsas v. The Republic, 3 R.S.C.C. 60 at p. 63).
In any event it is clear from the facts that the assessment made for the years in question by her close relative is, as is also stated by the trial Court 'on the whole similar to that made by other reporting officers' therefore it cannot be said that such reports were in any way biased since the assessment contained therein does not differ from the general picture presented by this interested party throughout her career and in any case as also found by the trial Court, 'it would be difficult to discern any disposition of favour on the part' of the reporting officer towards this interested party. As we have found therefore no evidence of bias, this ground of appeal succeeds."
Στην υπό εκδίκαση υπόθεση η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους από τον ανάδοχο του παιδιού του επιβεβαιώθηκε και από τον προσυπογράφοντα λειτουργό ο οποίος αν διαφωνούσε με την αξιολόγηση του αιτητή ως "εξαίρετου" θα μπορούσε να κάνει τις τροποποιήσεις του. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν έγινε οποιαδήποτε αλλαγή. Ενισχυτικό της άποψης ότι ο αξιολογών λειτουργός δεν ήταν μεροληπτικός στην αξιολόγησή του είναι και το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Αριστείδου για προαγωγή. Επομένως κρίνω ότι οι ισχυρισμοί για έλλειψη αντικειμενικότητας δεν έχουν αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα.
Προβάλλεται τέλος ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε τη νομική αρχή για επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου, δηλαδή του αιτητή ο οποίος εισηγείται πως απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερόμενων προσώπων όσον αφορά τα προσόντα και την αξία. Η αρχαιότητα των ενδιαφερόμενων προσώπων έναντι του αιτητή είναι παραδεκτή.
Οι προαγωγές αποφασίζονται σύμφωνα με το άρθρο 44(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1967 βάσει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Εργατικού Λειτουργού 1ης Τάξης καθορίζει σαν απαιτούμενο προσόν τριετή τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Εργατικού Λειτουργού 2ης Τάξης, προσόν το οποίο κατέχουν τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα διάφορα σεμινάρια που παρακολούθησε ο αιτητής δεν αποτελούν πλεονέκτημα βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, επομένως ο αιτητής δεν απέδειξε οποιαδήποτε υπεροχή έναντι των ενδιαφερόμενων μερών όσον αφορά τα προσόντα.
Σύγκριση των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους Αριστείδου φανερώνει ότι έχουν την ίδια αξιολόγηση στις εμπιστευτικές εκθέσεις, τα δε τελευταία πέντε χρόνια παρουσιάζονται ως εξαίρετοι. Επιπρόσθετα το ενδιαφερόμενο μέρος Αριστείδου συστήθηκε για προαγωγή από το Διευθυντή του Τμήματος.
Ο Προϊστάμενος του Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση να κρίνει τις ανάγκες της υπηρεσίας και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να ανταποκριθεί κάποιος υποψήφιος στις ανάγκες της θέσης (Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106. Η σύσταση του αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Αριστείδου ο οποίος έχει τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, είναι αρχαιότερος του αιτητή και όσον αφορά την αξία έχει επιπλέον τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος.
Όσον αφορά τη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους Kονή και του αιτητή, πάλιν ο αιτητής κατά τη γνώμη μου απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή. Αν και ο αιτητής έχει συνολικά καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις εντούτοις το ενδιαφερόμενο μέρος έχει τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος ο οποίος ορθά τόνισε ότι έχει σταθερά ψηλή απόδοση, στα δε τελευταία τρία χρόνια χαρακτηρίζεται ως εξαίρετος, κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και είναι αρχαιότερος του αιτητή.
Είναι γενική αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή (Hadjioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041). Η υπεροχή, όπως αποφασίστηκε στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 522 Rolis Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1253:
"... τεκμηριώνεται ως έκδηλη όταν μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων και σύγκριση μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου, η υπεροχή του αιτητή είναι αντικειμενικά αναντίλεκτη και αυταπόδεικτη."
Συνεκτιμώντας τις διεκδικήσεις τόσον του αιτητή όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους Κονή δεν μπορεί να λεχθεί ανεπιφύλακτα ότι ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο πολύ ώστε ο διορισμός του να ήταν επιβεβλημένος εξ αντικειμένου.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω κρίνω ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προάξει τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις και ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.