ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 44
11 Ιανουαρίου, 1990
[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 304/89).
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού — Κανονισμός 24(3) των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Yπηρεσίας) Κανονισμοί του 1970 — Επιδόματα Εξωτερικού — Καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο με έγκριση του Υπουργού Οικονομικών — Ο Υπουργός εγκρίνει όχι μόνο τη χορήγηση αλλά και το ύψος του επιδόματος — Η απάντηση του Κ.Ο.Τ. προς τον αιτητή πως το αίτημά του αναφορικά με το επίδομά του εβρίσκετο προς μελέτη στον Υπουργό Οικονομικών, είναι πράξη πληροφοριακή και στερείται εκτελεστότητας.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την επιστολή-απάντηση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού προς αυτόν, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για αύξηση του επιδόματος εξωτερικού που ελάμβανε, ευρίσκετο στον Υπουργό Οικονομικών για μελέτη και έγκριση.
Από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση τέθηκε προδικαστική ένσταση, πως η επίδικη απόφαση δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση, αλλά ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι οι πράξεις πληροφοριακού περιεχομένου στερούνται των χαρακτηριστικών εκτελεστής διοικητικής πράξεως, επειδή δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διοικουμένων και αφήνουν το νομικό καθεστώς ανεπηρέαστο.
Πληροφοριακές εξάλλου είναι οι πράξεις που δεν περιέχουν οποιαδήποτε απόφαση, αλλά πληροφορία ως προς ορισμένο ζήτημα.
Το ερώτημα επομένως, που πρέπει να απαντηθεί, εξειδικεύεται στο κατά πόσον η απάντηση του Οργανισμού αποτελούσε άρνηση άσκησης αρμοδιότητας δυνάμει του νόμου, οπότε πρόκειται σαφώς για εκτελεστή διοικητική πράξη, ή αν πληροφορούσε απλώς τον αιτητή για το κατά νόμον αρμόδιο όργανο, που είναι πράξη πληροφοριακή και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικού ελέγχου. Για το σκοπό αυτό απαιτείται ουσιαστική εξέταση του θέματος, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του νόμου.
Η νομοθετική ρύθμιση του θέματος προκύπτει από τον Κανονισμό 24(3) των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Yπηρεσίας), Kανονισμών του 1970, ΚΔΠ 829/70, που προνοεί τα ακόλουθα:
"Εις υπάλληλον τοποθετούμενον εις θέσιν εκτός της περιοχής της Δημοκρατίας, χορηγείται τη εγκρίσει του Υπουργού Οικονομικών, επίδομα εξωτερικού. Το επίδομα τούτο, όπερ ποικίλλει κατά χώραν και κατά βαθμόν, καθορίζεται παρά του Διοικητικού Συμβουλίου."
Η ορθή ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού, είναι ότι το εκάστοτε ύψος των επιδομάτων εξωτερικού, που καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση, υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Οικονομικών. O Yπούργος Οικονομικών, είτε εγκρίνει το ποσόν, είτε το μειώνει και/ή το αυξάνει.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ, δεν απεμπόλησε τις εξουσίες που είχε με βάση τον Κανονισμό 24(3) και δεν εκχώρησε παράνομα και αντικανονικά τις εξουσίες του, σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, κατά παράβαση του κανονισμού αυτού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ, στη συνεδρία του στις 11/12/1980, απεφάσισε όπως για τους υπαλλήλους του Οργανισμού που υπηρετούν στο Εξωτερικό, είτε επί μονίμου βάσεως, είτε επί συμβολαίω, εφαρμόζονται από την 1/1/1980, οι εκάστοτε εγκρινόμενοι Κανονισμοί, που αφορούν την παροχή επιδομάτων εξωτερικού στους υπαλλήλους εξωτερικού της Δημόσιας Yπηρεσίας.
Mε βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού, η τελική έγκριση των επιδομάτων εξωτερικού πρέπει να γίνεται κατά τον τρόπο που έχει ανωτέρω εξηγηθεί και δεν είναι δυνατή η μονομερής διευθέτησή τους από τον Κ.Ο.Τ.
Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η επίδικη διοικητική απόφαση δεν μπορεί παρά να κριθεί ως πληροφοριακής φύσεως, έξω από τα όρια του αναθεωρητικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, η προσφυγή δεν μπορεί να ευσταθήσει και πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Phylaktides v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1328,
Foodpax Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1922,
Hadjikyriakos and Sons Ltd v. Republic (1971) 3 C.L.R. 286.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των Kαθ' ων η αίτηση με την οποία αρνήθηκαν να ασκήσουν την εξουσία τους για αναθεώρηση του ύψους των επιδομάτων εξωτερικού του αιτητή και να προβούν σε αναδρομική καταβολή της ζημιάς που υπέστηκε λόγω της δραστικής μείωσης των επιδομάτων.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Α. Δικηγορόπουλος, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
KOYPPHΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει στην υπόθεση αυτή, την απόφαση του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ), όπως περιέχεται στις επιστολές προς το δικηγόρο του ημερ. 20.2.89 και 26.4.89, με την οποία οι καθ' ων η αίτηση αρνήθηκαν να ασκήσουν την εξουσία τους για αναθεώρηση του ύψους επιδομάτων εξωτερικού του αιτητή και να προβούν σε αναδρομική καταβολή από 1.1.87 της ζημιάς που υπέστη λόγω της δραστικής μείωσης των επιδομάτων.
Παράλληλα, ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι είναι άκυρη η άρνηση και η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να προβούν σε αναθεώρηση των επιδομάτων εξωτερικού του αιτητή και επιστροφή στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από την 1.1.87, καθώς και σε αναδρομική καταβολή της ζημιάς που υπέστη ο αιτητής.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εκτέθηκαν στο Δικαστήριο στις γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινήσεις των δικηγόρων, προκύπτουν τα πιο κάτω.
Ο αιτητής προσλήφθηκε με σύμβαση στη θέση Τουριστικού Λειτουργού στον ΚΟΤ στις Βρυξέλλες. Τη θέση Τουριστικού Λειτουργού κατείχε με σύμβαση ο αιτητής και κατά την περίοδο 1980-83, παραιτήθηκε όμως από αυτή για προσωπικούς λόγους. Στις 15.4.86, ο αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση Τουριστικού Λειτουργού, με έδρα το Άμστερνταμ, με επιπρόσθετα καθήκοντα τη διεύθυνση και εποπτεία της λειτουργίας του Γραφείου του Κ.Ο.Τ. στις Βρυξέλλες. Στον αιτητή, λόγω της υπηρεσίας του στο εξωτερικό, καταβάλλετο Γενικό και Ειδικό επίδομα εξωτερικού και κάθε μήνα πληροφορείτο με τηλεμήνυμα από τους καθ' ων η αίτηση, για τις συνολικές απολαβές του, με αναλυτική αναφορά στο βασικό μισθό, τιμαριθμικό επίδομα, στα άλλα επιδόματα και αποκοπές.
Στις 30.3.87, ο αιτητής αντί του συνήθους ολικού μισθού του, έλαβε ποσό που ήταν κατώτερο από το ήμισυ του μισθού αυτού.
Από επιστολή που εστάλη στον αιτητή από τους καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 28.3.87 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), φαίνεται ότι τα επιδόματα εξωτερικού για την Ολλανδία, είχαν μειωθεί από την 1.1.87, σχεδόν κατά 50% και ότι από το μισθό του αιτητή για το Μάρτιο, είχε αφαιρεθεί η διαφορά του Ιανουαρίου 1987.
Διακυμάνσεις παρουσίασαν τα επιδόματα του αιτητή και για άλλους μήνες με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, να περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση. Το Νοέμβριο 1987, η πτώση των επιδομάτων επηρέασε και υπαλλήλους που υπηρετούσαν σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση, να προβούν σε διαβήματα προς τα Υπουργεία Εμπορίου και Βιομηχανίας και Οικονομικών, για τη λύση του προβλήματος. Πρέπει να σημειωθεί, ότι στο μεταξύ, το Υπουργείο Οικονομικών είχε προβεί σε ειδική αναθεώρηση του θέματος των επιδομάτων του αιτητή. (Επ. ημ. 7.8.87, Τεκμήριο 5 στην ένσταση).
Ο αιτητής από τις 14.4.87, απέστειλε σειρά επιστολών στους αιτητές, εκθέτοντας τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και με αίτημα την επιστροφή των επιδομάτων στα παλιά επίπεδα. Σε απάντηση, οι καθ' ων η αίτηση πληροφορούσαν τον αιτητή ότι το θέμα εμελετάτο.
Τέλος, ο δικηγόρος του αιτητή, με επιστολές του ημ. 7.2.89 και 3.3.89, επανέφερε το θέμα υποβάλλοντας αίτημα για να επανέλθουν τα επιδόματα του αιτητή στα προηγούμενα επίπεδα και αναδρομική κάλυψη εντόκως της ζημιάς που είχε υποστεί ο αιτητής.
Απαντώντας στις 26.4.89, οι καθ' ων η αίτηση επανέλαβαν ότι το θέμα μελετάται από το Υπουργείο Οικονομικών και ανέφεραν ότι αρμόδιος για την τελική έγκριση του ύψους του επιδόματος των υπαλλήλων που υπηρετούν στο εξωτερικό, είναι ο Υπουργός Οικονομικών και ότι ο Κ.Ο.Τ. δεν μπορεί να προχωρήσει μονομερώς σε οποιαδήποτε αναθεώρηση του ύψους των επιδομάτων ή να προβεί σε αναδρομική καταβολή τυχόν διαφορών.
Εναντίον της απόφασης αυτής στρέφεται κατά πρώτο λόγο η προσφυγή, με κύριους λόγους ακύρωσης τους πιο κάτω:
(1) Παραβίαση από τους καθ' ων η αίτηση του καν. 24(3) των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1970, που προνοεί ότι τα επιδόματα εξωτερικού των Υπαλλήλων του Κ.Ο.Τ., καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ.. Οι καθ' ων η αίτηση, απεμπόλησαν την εξουσίαν αυτή και παρέπεμψαν το θέμα για απόφαση στο Υπουργείο Οικονομικών.
(2) Οι καθ' ων η αίτηση, καταπάτησαν κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή και ενήργησαν υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης, σε βάρος του αιτητή.
(3) Υπήρξε κατά τη λήψη της απόφασης, πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας υπό τις περιστάσεις, έρευνας.
Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, αμφισβητεί την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ισχυρίζεται ότι οι επιστολές που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής, είναι πληροφοριακού ή επιβεβαιωτικού χαρακτήρα και επομένως δεν εμπίπτουν στον αναθεωρητικό έλεγχο του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Κατ' ακολουθίαν, η προσφυγή είναι και εκπρόθεσμη, εφόσον η εκτελεστή διοικητική πράξη δεν προσβλήθηκε στο χρόνο που προνοείται στο άρθρο 146.
Ειδικότερα, ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι κάθε επιστολή του Κ.Ο.Τ. αναφορικά με τα επιδόματα και το μισθό του αιτητή, αποτελούσε εκτελεστή πράξη και εν πάση περιπτώσει, η θέση του Κ.Ο.Τ. είχε διατυπωθεί στην επιστολή προς τον αιτητή ημερομηνίας 13.1.89, (παράρτημα 17 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή) και οι επιστολές με ημερομηνία 20.2.89 και 26.4.89 δεν περιέχουν απόφαση που να δημιουργεί άλλη κατάσταση από αυτή που γνώριζε ήδη ο αιτητής.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατατέθηκε από το δικηγόρο του αιτητή σειρά τεκμηρίων προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί τη μόνη απάντηση του Κ.Ο.Τ. σε επανειλημμένες διαμαρτυρίες και αιτήματα του αιτητή και η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη. Τα salary advices και οι άλλες επιστολές του ΚΟΤ αποτελούσαν απλή πληροφοριακή ενημέρωση του αιτητή.
Από τη σειρά αυτή των τεκμηρίων και τα άλλα στοιχεία που ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγονται τα εξής:
Ο αιτητής πληροφορήθηκε για τη μείωση του επιδόματος εξωτερικού και τις αναδρομικές αποκοπές από τις απολαβές του, με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση στις 28.3.87 (τεκμήριο 1).
Από τις 14.4.87 μέχρι και τις 3.3.89, ο αιτητής έστειλε σωρείαν επιστολών (δέκα συνολικά) στους καθ' ων η αίτηση, ζητώντας επάνοδο των επιδομάτων στα παλαιά επίπεδα και ίση μεταχείριση με άλλους συναδέλφους. Στις επιστολές αυτές, γίνεται εκτενής αναφορά στις συνθήκες διαβίωσης στην Ολλανδία, σε συσχετισμό με άλλες χώρες (βλ. ειδικότερα επιστολή ημ. 8.5.87). Η απάντηση του ΚΟΤ στις διαμαρτυρίες και παραστάσεις του αιτητή, συνοψίζεται στα μηνιαία salary advices, στην επιστολή ημερομηνίας 28.3.87, για την οποία έγινε λόγος ενωρίτερα και τέσσερις άλλες επιστολές ημερομηνίας 20.11.87 (Παράρτημα 16 στην αγόρευση του αιτητή), 13.1.89 (Παράρτημα 17) και 2.3.89 (Τεκμήριο 7 στην ένσταση). Στις επιστολές αυτές (με εξαίρεση τις δύο τελευταίες που αποτελούν τη βάση της προσφυγής), δε δίδεται συγκεκριμένη απάντηση στον αιτητή. Στην επιστολή ημερομηνίας 20.11.87, αναφέρεται απλώς ότι το θέμα ευρίσκεται ενώπιον του Υπουργείου Οικονομικών και επιφυλάσσεται ενημέρωση του αιτητή με τη λήψη της απόφασης. Στην επιστολή ημερομηνίας 14.7.88, γίνεται αναφορά στις διάφορες ενέργειες του Οργανισμού, που είχαν σαν αποτέλεσμα κάποια αύξηση στα επιδόματα του αιτητή. Στις 13.1.89, ο ΚΟΤ απαντά στον αιτητή ότι για τον υπολογισμό των επιδομάτων εξωτερικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας το Multiplier των Ηνωμένων Εθνών και ότι το όλο θέμα τυγχάνει στενής μελέτης και παρακολούθησης. Στις 2.3.89, τέλος, επιστολή που υπογράφει ο Γενικός Διευθυντής του ΚΟΤ, αναφέρεται ότι το Συμβούλιο και ο Οργανισμός έχουν υποβάλει σχετικές εισηγήσεις προς την κυβέρνηση και ο αιτητής θα ενημερώνετο για τη λήψη σχετικής απόφασης.
Οι δύο τελευταίες επιστολές ημερομηνίας 23.1.89 και 3.3.89, στάληκαν από το δικηγόρο του αιτητή. Στις επιστολές αυτές, τα αιτήματα του αιτητή τίθενται κατά τρόπο οριστικό και συγκεκριμένο και κατά τον ίδιο τρόπο ζητείται η ανταπόκριση του Οργανισμού στα αιτήματα αυτά.
Η απάντηση των καθ' ων η αίτηση, όπως και πιο πάνω ειδικότερα αναφέρεται, ήταν ότι ο Οργανισμός δεν είχε καμιά αρμοδιότητα να προχωρήσει μονομερώς σε αναθεώρηση του ύψους των επιδομάτων και ότι αρμόδιος για το σκοπό αυτό, ήταν ο Υπουργός Οικονομικών.
Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι πράξεις πληροφοριακού περιεχομένου, στερούνται των χαρακτηριστικών εκτελεστής διοικητικής πράξεως, επειδή δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διοικουμένων και αφήνουν το νομικό καθεστώς ανεπηρέαστο. (Βλ. μεταξύ άλλων Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328 και Foodpax κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1922).
Πληροφοριακές εξάλλου είναι οι πράξεις που δεν περιέχουν οποιαδήποτε απόφαση αλλά πληροφορία ως προς ορισμένο ζήτημα. (Hadjikyriakos and Sons Ltd ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 286 και Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, 238.)
Το ερώτημα επομένως, που πρέπει να απαντηθεί, εξειδικεύεται στο κατά πόσον η απάντηση του Οργανισμού αποτελούσε άρνηση άσκησης αρμοδιότητας δυνάμει του νόμου, οπότε πρόκειται σαφώς για εκτελεστή διοικητική πράξη, ή αν πληροφορούσε απλώς τον αιτητή για το κατά νόμον αρμόδιο όργανο, που είναι πράξη πληροφοριακή και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικού ελέγχου.
Θα πρέπει συνεπώς να προχωρήσουμε σε ουσιαστική εξέταση του θέματος, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του νόμου.
Η νομοθετική ρύθμιση του θέματος, προκύπτει από τον Κανονισμό 24(3) των περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Yπηρεσίας) Κανονισμών του 1970, ΚΔΠ 829/70, που προνοεί τα ακόλουθα:
"(3) Εις υπάλληλον τοποθετούμενον εις θέσιν εκτός της περιοχής της Δημοκρατίας, χορηγείται τη εγκρίσει του Υπουργού Οικονομικών, επίδομα εξωτερικού. Το επίδομα τούτο, όπερ ποικίλλει κατά χώραν και κατά βαθμόν, καθορίζεται παρά του Διοικητικού Συμβουλίου."
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, ισχυρίστηκε ότι η λογική και ορθή έννοια του εν λόγω Κανονισμού, είναι ότι ο Υπουργός Οικονομικών, θα πρέπει να εγκρίνει αν θα δοθεί επίδομα εξωτερικού σε υπάλληλο του Κ.Ο.Τ, που τοποθετείται για υπηρεσία στο εξωτερικό. Και τούτο είναι λογικό και ορθό, γιατί η χορήγηση τέτοιου επιδόματος εμπίπτει μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης δημοσιονομικής ή/και οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης και ο ΚΟΤ θα πρέπει να φέρνει σε γνώση του Υπουργού Οικονομικών, κάθε περίπτωση τοποθέτησης υπαλλήλου των καθ'ων η αίτηση στο εξωτερικό, προκειμένου ο εν λόγω Υπουργός να αποφασίσει αν θα εγκρίνει ή όχι χορήγηση επιδόματος εξωτερικού στο συγκεκριμένο υπάλληλο του ΚΟΤ. Μετά από τέτοια έγκριση, το επίδομα τούτο, το οποίο ποικίλλει κατά χώραν και κατά βαθμόν, καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ.
Η θέση των καθ' ων η αίτηση, είναι ότι το εκάστοτε ύψος των επιδομάτων εξωτερικού αποφασίζεται από τους καθ' ων η αίτηση και αφού καθοριστεί, υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, το οποίο είτε εγκρίνει το επίδομα εξωτερικού το οποίο απεφάσισαν οι καθ' ων η αίτηση, είτε το μειώνει.
Είμαι της γνώμης, ότι η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση, για την ερμηνεία του επίμαχου Κανονισμού, είναι η ορθή. Η ορθή ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού, είναι ότι το εκάστοτε ύψος των επιδομάτων εξωτερικού, που καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ' ων η αίτηση, υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Οικονομικών. Ο Υπουργός Οικονομικών, είτε εγκρίνει το ποσόν, είτε το μειώνει και/ή το αυξάνει.
Περαιτέρω, ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι, οι καθ' ων η αίτηση παρανόμησαν στην περίπτωση του αιτητή, γιατί ποτέ δεν καθόρισαν και/ή εφάρμοσαν τέτοια επιδόματα από μόνοι τους, αλλά παράπεμπαν το θέμα του αιτητή, είτε στο Υπουργείο Οικονομικών, είτε στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, όχι για έγκριση, αλλά για καθορισμό τους, απεμπολώντας έτσι τις εξουσίες που είχαν με βάση τον Κανονισμό 24(3), ανωτέρω, και εκχωρώντας παράνομα και αντικανονικά τις εξουσίες τους σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, κατά παράβαση του Κανονισμού αυτού.
Ούτε αυτό το επιχείρημα του αιτητή με βρίσκει σύμφωνο. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ., δεν απεμπόλησε τις εξουσίες που είχε με βάση τον Κανονισμό 24(3) και δεν εκχώρησε παράνομα και αντικανονικά τις εξουσίες του σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, κατά παράβαση του κανονισμού αυτού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ, στη συνεδρία του στις 11/12/1980, απεφάσισε όπως για τους υπαλλήλους του Οργανισμού που υπηρετούν στο Εξωτερικό, είτε επί μονίμου βάσεως, είτε επί συμβολαίω, εφαρμόζονται από την 1/1/1980, οι εκάστοτε εγκρινόμενοι Κανονισμοί, που αφορούν την παροχή επιδομάτων εξωτερικού, στους υπαλλήλους εξωτερικού της Δημόσιας Yπηρεσίας (Τεκμήριο 1 στην ένσταση).
Είναι φανερό ότι, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ δεν απεμπόλησε τις εξουσίες που είχε με βάση τον Κανονισμό 24(3), αλλά απεφάσισε όπως για τους υπαλλήλους του, που υπηρετούσαν στο εξωτερικό, εφαρμόζονται οι εκάστοτε εγκρινόμενοι Κανονισμοί, που αφορούν την παροχή επιδομάτων εξωτερικού στους υπαλλήλους εξωτερικού της Δημόσιας Yπηρεσίας.
Καταλήγουμε συνεπώς, ότι με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού, η τελική έγκριση των επιδομάτων εξωτερικού πρέπει να γίνεται κατά τον τρόπο που έχει ενωρίτερα εξηγηθεί και δεν είναι δυνατή η μονομερής διευθέτησή τους από τον ΚΟΤ.
Στον Υπουργό εναπόκειτο να εγκρίνει το ύψος του επιδόματος του αιτητή και την αιτούμενη αναπροσαρμογή του.
Αυτή την έννοια είχε και η προς το δικηγόρο του αιτητή επιστολή των καθ' ων η αίτηση, που ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να κριθεί ως πληροφοριακής φύσεως, έξω από τα όρια του αναθεωρητικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, η προσφυγή εναντίον των δεν μπορεί να ευσταθήσει και πρέπει να απορριφθεί.
Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου για την ερμηνεία του Κανονισμού 24(3), απαντούν και στους ουσιαστικούς λόγους που εγείρονται στην προσφυγή και καλύπτουν τα επί μέρους νομικά σημεία και στις δύο παράλληλες θεραπείες, που έχουν ως κύριο άξονα την ερμηνεία και εφαρμογή του πιο πάνω κανονισμού, θέμα που έχει ήδη λυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου στις προδικαστικές εντάσεις. Η εκ νέου αναφορά στο θέμα ή η περαιτέρω εξέτασή του θα κατέληγε σε άσκοπη επανάληψη των όσων ήδη έχουν λεχθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.