ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 3 ΑΑΔ 1351
31 Μαϊου 1989
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ. Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΈΟΦΥΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές.
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 696/88. 719/88. 720/88)
Φυσική Δικαιοσύνη — Απόλυση μέλους Αστυνομικής Δυνάμεως για λόγους δημοσίου συμφέροντος από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' επί-κληση του Άρθρου 54 του Συντάγματος και του Περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311 — Προτού ληφθεί η απόφαση οι αιτούντες πληροφορήθηκαν ότι μπορούσαν να υποβάλουν παραστάσεις — Δεν υπήρξε παράβαση των κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης.
Αιτιολογία διοικητικής πράξεως — Αναπληρώνεται από τα στοιχεία τον φακέλου της υπόθεσης.
Αστυνομική Δύναμη — Απόλυση μελών για λόγους δημοσίου συμφέροντος κατ' επίκληση του Άρθρου 54 τον Συντάγματος και τον Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311. άρθρα 6 και 7— Παράπονο ότι η απόλυση δεν συνιστούσε πειθαρχικό, αλλά διοικητικό μέτρο — Ο τερματισμός των υπηρεσιών ενός υπαλλήλου μπορεί να είναι πειθαρχικό, αλλά μπορεί να είναι και διοικητικό μέτρο — Το τελευταίο επιβάλλεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του υπαλλήλου όχι ως τιμωρία, αλλά ως ενέργεια που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
Αιτιολογία διοικητικής πράξεως — Αοριστία — Απόλυση μελών Αστυνομικής Δύναμης βάσει του Άρθρου 54 του Συντάγματος και τον Περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311. άρθρα 6 και 7 — Επίκληση δημοσίου συμφέροντος — Παράπονο αιτούντων οτι η έννοια του δημοσίου συμφέροντος είναι ασαφής και αόριστη — Υπο τις περιστάσεις δεν ευσταθεί, γιατί οι αιτούντες είχαν υπόψη τους τη θέση της διοικήσεως σχετικά με το ζήτημά τους
Tις 10.7.87 διαπράχθηκε στη Λεμεσό στυγερός φόνος. Κατά την διερεύνηση της υποθέσεως συνεήφθη ως ύποπτος κάποιος Γιαννάκης Έλληνας. Στο ημερολόγιο του τελευταίου βρέθηκαν σημειώσεις σχετικά με δωροδοκίες των τριών αιτούντων στις πιο πάνω Αιτήσεις Ακυρώσεως.
Οι αιτούντες τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Εν τέλει όμως δεν διατυπώθηκαν πειθαρχικές κατηγορίες εναντίον τους γιατί η αλήθεια του περιεχομένου των σημειώσεων του ημερολογίου του Έλληνα δεν μπορούσε να αποδειχθεί.
Tις 26.3.88 οι αιτούντες ειδοποιήθηκαν οτι το Υπουργικό Συμβούλιο προτίθεται να εξετάσει θέμα δημοσίου συμφέροντος κατά πόσον πρέπει η όχι να τερματιστούν οι υπηρεσίες των. Οι αιτούντες κλήθηκαν εάν ήθελαν να υποβάλουν γράπτες παραστάσεις
Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέτασε το θέμα Το συμπέρασμα του ήταν ότι υπο τις περιστάσεις είχε δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού έναντι της Αστυνομίας και μια προ-βληματική υπηρεσιακή κατάσταση για την Αστυνομική Δύναμη, μοβλή-ιιατα που επιβάλλουν τον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτούντων χάρη του υπηρεσιακού συμφέροντος της Αστυνομίας και του δημοσίου συμφέροντος με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 54 του Συντάγματος και των Άρθρων 6(στ) και 7 του Κεφ. 311.
Ως αποτέλεσμα κατανοήθηκαν οι πιο πάνω Αιτήσεις Ακυρώσεως Οικονομικές αρχές που εξέτασε και ανέλυσε το Δικαστήριο και που οδήγησαν στην απόρριψη των πιο πάνω Αιτήσεις Ακυρώσεως με την εφαρμογή τους στα γεγονότα της υπόθεσης αυτής φαίνονται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα
Οι αιτήσεις ακυρώσεως απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις
Christoudes and Others v. Republic (1984) 3 CLR 1297 Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220,
Petrides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 216,
Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239,
Michael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 206.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να τερματίσει τις υπηρεσίες των αιτητών από την Αστυνομική Δύναμη.
Α. Πούγιουοος. για τον Αιτητή στην υπόθεση αρ. 696/88.
Γ. Στυλιανίδης για Ε. Ευσταθίου και Παύλου, για τους Αιτητές στις υποθέσεις αρ. 719/88 και 720/88.
Ν. Χαραλάμπους. Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Στις 10/7/87 διεπράχθη στυγερός φόνος στη Λεμεσό. Ο Πανίκος Μιχαήλ και τα δύο ανήλικα παιδιά του ηύραν το θάνατο από έκρηξη βόμβας-παγίδας που είχε τοποθετηθεί στο αυτοκίνητό τους. Η είδηση συγκλόνησε όλη την Κύπρο και. ως ήτο φυσικό, η Αστυνομία επελήφθη ερευνών για τη διαλεύκανση του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης η Αστυνομία συνέλαβε κάποιο Γιαννάκη Έλληνα σαν ύποπτο. Κατά την εξέταση της υπόθεσης εναντίον του Έλληνα βρέθηκαν στην κατοχή του ημερολόγια με χειρόγραφες καταχωρήσεις του που περιείχαν σωρεία περιπτώσεων κατά τον ισχυρισμό του. που οι τρεις αιτητές εις τις προσφυγές αυτές που συνεκδικάζονται τον επισκέφθησαν και με αντάλλαγμα υποσχέσεις τους να τον βοηθήσουν σε σχέση με την εξεταζομένη ή και άλλες υποθέσεις που εξετάζοντο εναντίον του για κατάχρηση και κλοπή, εδέχοντο δωροδοκίες άλλοτε εις χρήμα και άλλοτε εις είδος.
Οι τρεις αιτητές ήσαν μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου με τους βαθμούς, (α) Νεόφυτος Παπαγεωργίου, Αστυνόμος Α'. (β) Αρέστης Χαραλάμπους, Ανώτερος Υπαστυνόμος, (γ) Γεώργιος Σκουλλής Λοχίας.
Με την ανακάλυψη του ημερολογίου του Έλληνα, η Αστυνομία επελήφθη ερευνών εναντίον των πιο πάνω μελών της Δύναμης της για διαπίστωση αδικημάτων δωροληψίας ή/και δωροδοκίας ή και άλλων ποινικών αδικημάτων ή/και πειθαρχικών παραπτωμάτων. Ως πρώτο βήμα οι αιτητές ετέθησαν σε διαθεσιμότητα με ειδοποίηση του Αστυνομικού Διευθυντού Λεμεσού, ημερομηνίας 15/7/88. Το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής ήτο ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ποινική ή πειθαρχική ευθύνη χωρίς να γίνονται δεκτοί σαν αληθείς ισχυρισμοί που περιείχοντο στο ημερολόγιο του Έλληνα. Πρέπει να επισημάνω εδώ ότι ο Έλληνας σε κάποιο στάδιο διέψευσε τους ισχυρισμούς που περιείχοντο στα ημερολόγιά του. όταν ανακρινόμενος από το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα γι* αυτή την υπόθεση είπε τα ακόλουθα: "Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα, τους αδικήσατε κι" εκείνους και τα παιδιά τους".
Μετά το αποτέλεσμα της έρευνας, και συγκεκριμένα στις 27/2/88, οι αιτητές ειδοποιήθησαν πως τα διατάγματα διαθεσιμότητας τους έπαψαν να ισχύουν. Όταν όμως παρουσιάσθηκαν για ανάληψη καθηκόντων, ο Αστυνομικός Διευθυντής της Λεμεσού τους πληροφόρησε πως δεν υπήρχαν οδηγίες να τους ανατεθούν καθήκοντα.
Στις 26/3/88 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ειδοποίησε τους αιτητές πως είχε ζητηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο να εξετάσει θέμα τερματισμού των υπηρεσιών τους. σαν διοικητικό μέτρο χάριν του υπηρεσιακού και δημοσίου συμφέροντος, γιατί η παραμονή τους στην Αστυνομική Δύναμη δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα όσον άφορα την εμπιστοσύνη του κοινού έναντι της Αστυνομίας και γενικά δημιουργούσε προβληματική υπηρεσιακή κατάσταση για την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Τους ζητούσε δε να υποβάλουν οποιεσδήποτε γραπτές απόψεις τους ή/και στοιχεία για να εξεταστούν από το Υπουργικό Συμβούλιο, καθόσον το διοικητικό μέτρο που επρόκειτο να ληφθεί εναντίον τους ήτο δυσμενές.
Οι αιτητές απέρριψαν κάθε ισχυρισμό περί εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος με την απόλυση τους και υπέβαλαν και διάφορα στοιχεία και επιχειρήματα που να υποστηρίζουν τις θέσεις τους. Ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 14/5/88 με όλες τις σχετικές λεπτομέρειες και στοιχεία της υπόθεσης.
Στις 30/6/88 το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του τερμάτισε τις υπηρεσίες των τριών αιτητών από τις 30/6. την ίδια ημερομηνία, χάριν του υπηρεσιακού συμφέροντος της Αστυνομίας και χάριν του δημοσίου συμφέροντος με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Συντάγματος και των άρθρων 6 και 7 του Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311. Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:
'"... δημιουργήθηκε υπό τις περιστάσεις σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού έναντι της Αστυνομίας και μια προβληματική υπηρεσιακή κατάσταση για την Αστυνομική Δύναμη που επιβάλλει τον τερματισμό των υπηρεσιών των εν λόγω μελών της Αστυνομικής Δύναμης χάριν του υπηρεσιακού συμφέροντος της Αστυνομίας και του δημόσιου συμφέρο-\τος με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Συντάγματος και των άρθρων 6(στ) και 7 του Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311. Γι' αυτό το Συμβούλιο αποφάσισε να τερματίσει τις υπηρεσίες των εν λόγω μελών από τις 30/6/1988."
Με την απόφαση του το Υπουργικό απεφάσισε όπως καταβληθούν και στους τρεις αιτητές πλήρη συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 5/7/88. ειδοποίησε τους αιτητές για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η προσφυγή αυτή στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 30/6/88.
Είναι η εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών πως.
(α) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311 και κατά παράβαση του άρθρου 54 του Συντάγματος και της Περί Αστυνομίας Νομοθεσίας.
(β) Η επίδικη απόφαση στην ουσία δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρο χάριν του οποίου λήφθηκε.
(γ) Οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν καθ' υπέρβαση των ακραίων ορίων και/ή κατάχρηση της διακριτικής τους εξουσίας και/ή η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
(δ) Η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των αιτητών και ειδικότερα το δικαίωμά τους για εργασία.
(ε) Η επίδικη πράξη στερείται έγκυρης και επαρκούς αιτιολογίας και στηρίχθηκε σε λανθασμένη και πεπλανημένη αντίληψη και εκτίμηση των γεγονότων και νομικών αρχών.
(στ) Με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής Δικαιοσύνης και επεβλήθηκαν τιμωρητικά μέτρα για τους αιτητές χωρίς να έχει δοθεί σ' αυτούς η ευκαιρία να απολογηθούν.
Μερικές από τις ενστάσεις των δικηγόρων των αιτητών ως προς την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης, μπορούν να απαντηθούν σύντομα. Ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της Φυσικής Δικαιοσύνης χωρίς να έχει δοθεί στους αιτητές η ευκαιρία να απολογηθούν, δεν μπορεί να σταθεί γιατί από μια απλή εξέταση του θέματος φαίνεται καθαρά πως οι αιτητές είχαν κάθε ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους, να απολογηθούν ή να υποστηρίξουν οτιδήποτε ήθελαν. Μπορώ να αναφέρω ενδεικτικά και μόνο την επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τους αιτητες ημερομηνίας 26/4/88 με την οποία τους καλούσε να υποβάλουν γραπτώς οποιαδήποτε στοιχεία θωρούσαν αναγκαία για να εξετασθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση και οι αιτητές εξέθεσαν τις απόψεις τους γραπτώς.
Άλλη εισήγηση είναι πως η επίδικη πράξη στερείται έγκυρης και επαρκούς αιτιολογίας.
Η επίδικη απόφαση έχει ως ακολούθως:
"Το Συμβούλιο μελέτησε όλα τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιόν του με βάση την ίδια πρόταση περιλαμβανομένων και των επιστολών των εν λόγω μελών της Αστυνομικής Δύναμης που επισυνάπτονται στην Πρόταση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι λόγω του γεγονότος και μόνον των καταχωρήσεων στο ημερολόγιο του εκ Λεμεσού Γιαννάκη Έλληνα οι οποίες αφορούν τα εν λόγω μέλη της Αστυνομικής Δύναμης (χωρίς να γίνονται δεκτοί σαν αληθείς οι σχετικοί ισχυρισμοί ή να αποδίδεται οποιαδήποτε υπαιτιότητα στα ίδια μέλη) δημιουργήθηκε υπό τις περιστάσεις σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού έναντι της Αστυνομίας και μια προβληματική υπηρεσιακή κατάσταση για την Αστυνομική δύναμη που επιβάλλει τον τερματισμό των υπηρεσιών των εν λόγω μελών της Αστυνομικής Δύναμης χάριν του υπηρεσιακού συμφέροντος της Αστυνομίας και του δημόσιου συμφέροντος με -βάση τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Συντάγματος και των άρθρων 6(στ) και 7 του Περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311. Γι' αυτό το Συμβούλιο αποφάσισε να τερματίσει τις υπηρεσίες των εν λόγω μελών από τις 30/6/1988.
Το Συμβούλιο επίσης αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311. όπως καταβληθούν στα εν λόγω πρόσωπα πλήρη συνταξιοδοτικά ωφελήματα νοουμένου ότι το ύψος τους δεν θα υπερβαίνει το ποσό που θα εδικαιούντο αν αφυπηρετούσαν για λόγους υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 6(ε) του ιδίου Νόμου."
Πιστεύω ότι η αιτιολογία, όπως περιγράφεται πιο πάνω, ήτο αρκετά εκτενής και επαρκής και περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνουν στο δικαστήριο την ευχέρεια στο να ελέγξει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Είναι όμως και νομολογιακά θεμελιωμένο πως και αν ακόμη δεν απαριθμούνται όλοι οι λόγοι που οδήγησαν σε μια απόφαση, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να πάρουν όλα τα στοιχεία του φακέλου που έχει λάβει υπόψη του το αρμόδιο όργανο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. (Βλέπε Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297, Vassiliou v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 220,228,229, Petrides v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 216,220.).
Οι άλλοι ισχυρισμοί των αιτητών είναι αλληλένδετοι και αλληλοεξαρτώμενοι γιατί υποστηρίζουν πως η επίδικη απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 54 του Συντάγματος και κατά παράβαση του Περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311 και της περί Αστυνομίας Νομοθεσίας. Είναι δε περαιτέρω ισχυρισμός των ότι η επίδικη απόφαση είναι πειθαρχικό μέτρο ή αποτελεί πειθαρχική ποινή και όχι διοικητικό μέτρο και ως εκ τούτου, λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας από αναρμόδιο όργανο. Νομίζω ότι οι λόγοι αυτοί λόγω της αλληλοεξάρτησης τους πρέπει να απαντηθούν μαζί.
Ως προς το κατά πόσο ήτο αρμόδιο όργανο το Υπουργικό Συμβούλιο να τερματίσει τις υπηρεσίες τους. μπορώ να αναφερθώ στην Christodoulides, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στην παρούσα υπόθεση παρά η υπόθεση Kazamia v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239. στην οποία βασίσθη-σαν οι δικηγόροι των αιτητών. Η υπόθεση Kazamia πρέπει να διαχωρισθεί γιατί εκεί επρόκειτο περί δημοσίου υπαλλήλου ενώ στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Στην υπόθεση Αντώνιος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 206. αναφέρεται το εξής: (Σε πρόχειρη μετάφραση)
"Το Δικαστήριο έχει τη γνώμη πως οι ορισμοί 'δημόσιος λειτουργός' και 'δημόσια υπηρεσία', όπως αναφέρονται στο άρθρο 122 είναι πολύ καθαροί στην προκείμενη περίπτωση και καθόσον οι δυνάμεις ασφάλειας της Δημοκρατίας δεν συμπεριλαμβάνονται, οι αστυνομικοί δεν υπόκεινται εις πειθαρχικό έλεγχο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 125 και συνεχίζουν να υπόκεινται στην πειθαρχία της Αστυνομίας."
Έχει προβληθεί επίσης ο ισχυρισμός πως η συνταξιοδότηση των αιτητών δεν αποτελεί διοικητικό μέτρο αλλά πειθαρχικό. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών Ο τερματισμός των υπηρεσιών ενός υπαλλήλου μπορεί να αποτελεί είτε διοικητικό μέτρο ή/και πειθαρχικό. Σαν διοικητικό μέτρο μπορεί να επιβληθεί ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του υπαλλήλου. Το διοικητικό μέτρο της πρόωρης συνταξιοδότησης ενός υπαλλήλου μπορεί να επιβληθεί όχι σαν τιμωρία αλλά σαν μια ενέργεια της διοίκησης που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
"Η απόλυση δημοσίου υπαλλήλου μπορεί να γίνει νόμιμα σαν διοικητικό μέτρο για τη θεραπεία μιας προβληματικής υπηρεσιακής κατάστασης που δημιουργεί η παραμονή του απολυομένου υπαλλήλου στη θέση του χωρίς να εξετάζεται οποιαδήποτε υπαιτιότητα αυτού και συνεπώς άσχετα με τέτοια υπαιτιότητα εφόσον το μέτρο αυτό επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις χάριν του γενικότερου υπηρεσιακού συμφέροντος (βλ. Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 167. 168).
Επίσης -
Εκ του λόγου ότι τα περί ων πρόκειται διοικητικά μέτρα δεν αποτελούσι πειθαρχικάς ποινάς έπεται εξ άλλου ότι η απαλλαγή από της πειθαρχικής διώξεως δι' ωρισμένας πράξεις δεν κωλύει την επιβολή του διοικητικού μέτρου εξ αφορμής αυτών των πράξεων και γενικώτερον ότι η λήψις του διοικητικού μέτρου δεν επηρεάζεται εκ της παραλλήλου επιβολής πειθαρχικής ποίλής ή της απαλλαγής από ταύτης. (Πορίσματα αν. 168)."
Επίσης ο Στασινόπουλος στο σύγγραμμα του "Το δικαίωμα της Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών 1974". αναφέρει στις σελίδες 132 και 133:
"Η πειθαρχική ποινή επιβάλλεται πάντοτε και ανεξαιρέτως, κατόπιν διαγνίόσεως της υπαιτιότητας του τιμωρουμένου. Η παάξις διά την οποίαν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή, απαραιτήτως πρέπει να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, ισχύει δε και ενταύθα απολύτως το αξίωμα nulla poena sine crimine.
Αντιθέτως το δυσμενές διοικητικόν μέτρον δεν λαμβάνεται πάντοτε ένεκα συμπεριφοράς του υπαλλήλου, συνιστώσης αδίκημα. Δεν είναι βεβαίως δυνατόν να αποκλεισθή τελείως, ως αιτιολογία, συμπεριφορά του υπαλλήλου περιέχουσα υπαιτιότητα. Η διαφορά όμως είναι ότι η υπαιτιότης (ατή δεν εξετιμήθη υπό το πρίσμα του
Έκ του λόγου ότι τα περί ων πρόκειται μέτρα δεν αποτελούσαν πειθαρχικός ποινάς, έπεται εξ άλλου ότι η απαλλαγή από της πειθαρχικής διώξεως δι' ορισμένας πράξεις δεν κωλύει την επιβολήν του διοικητικού μέτρου εξ αφορμής των αυτών πράξεων:
449(43) και γενικώτερον ότι η λήψις του διοικητικού μέτρου δεν επηρεάζεται εκ της παραλλήλου επιβολής πειθαρχικής ποινής ή της ποινής ή της απαλλαγής από ταύτης: 1005(33)'"
Οι αρχές αυτές έχουν υιοθετηθεί πλήρως στην υπόθεση Χριστοδουλίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297. Η υπόθεση εκείνη είναι όμοια με τις υπό εξέταση προσφυγές. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως η απόλυση των αιτητών στην υπόθεση εκείνη ήτο ένα διοικητικό μέτρο και όχι πειθαρχικό. Σε πρόχειρη μετάφραση.
"Κατά τη γνώμη μας (τα διοικητικά μέτρα) όχι τα πειθαρχικά μέτρα, δεν αποσκοπούσαν στην τιμωρία των αιτητών αλλά μόνο στο να απομακρυνθούν από την υπηρεσία της Δημοκρατίας πρόσωπα που δεν μπορούσαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να παραμείνουν στην υπηρεσία. Και γι' αυτό το λόγο οι υπηρεσίες μερικών από τους αιτητές είχαν τερματιστεί με την υπό εξέταση απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, παρόλον ότι είχαν συμπληρωθεί πειθαρχικά μέτρα εναντίον των χωρίς να έχει επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία τερματισμού των υπηρεσιών των η αναγκαστικής συνταξιοδότησης σε ορισμένους άλλους, ξεκίνησαν πειθαρχικές διαδικασίες που δεν συνεπληρώθησαν ποτέ εξαιτίας του τερματισμού των υπηρεσιών των, εν τω μεταξύ, από το Υπουργικό Συμβούλιο."
Το γεγονός ότι οι αιτητές εκλήθησαν να δώσουν τις γνώμες τους προτού τους επιβληθεί το διοικητικό μέτρο για το οποίο τώρα παραπονούνται, δεν σημαίνει καθόλου πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι πειθαρχικής φύσεως.
Καταλήγω πως, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ήτο πειθαρχικής (ρύσεως αλλά ένα διοικητικό μέτρο που αποσκοπούσε στην απομάκρυνση από την υπηρεσία προσώπων που δεν μπορούσαν να παραμείνουν για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Έχει διατυπωθεί επίσης η απορία των αιτητών πως εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρο με την απομάκρυνση τους από την υπηρεσία και πως "δημόσιο συμφέρο" είναι πολύ γενικός και αόριστος όρος. Πιστεύω πως δεν είναι δικαιολογημένο το παράπονο των αιτητών γιατί είχαν πλήρη επίγνωση των περιστάσεων κάτω από τις οποίες οι υπηρεσίες τους τερματίσθησαν. Είχαν υπόψη τους τη θέση της Διοίκησης πως η παραμονή τους στις τάξεις της Αστυνομίας δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα όσον αφορά την εμπιστοσύνη του κοινού προς την Αστυνομία και πως δημιουργούσε μια προβληματική υπηρεσιακή κατάσταση για την Αστυνομική Δύναμη. Ασφαλώς και είχαν υπόψη τους γιατί δημιουργείτο το πρόβλημα και πως πλήττετο η εμπιστοσύνη του κοινού στην Αστυνομία. Παρόλο ότι είναι πλεονασμός από μέρους μου να υποδείξω και να επισημάνω τους λόγους αυτούς που ήσαν πολύ καλώς γνωστοί στους αιτητές, αναφέρω σε συντομία πως όταν ονόματα Αστυνόμων και άλλων βαθμούχων της Αστυνομίας βρίσκονται σε ημερολόγια υπόπτων για στυγερά εγκλήματα και πως αυτοί οι υπηρέτες της Αστυνομίας εδέχοντο δωροδοκίες για να εξυπηρετήσουν το έγκλημα, και όταν γίνουν αυτά τα πράγματα γνωστά στο βαθμό που έγιναν, τόσο στο κοινό όσο και στους συναδέλφους τους. ανεξάρτητα από τη διάψευση, νομίζω πως πλήττεται βάναυσα το καλό όνομα και το κύρος της Αστυνομίας και χωρίς αμφιβολία δημιουργεί μια προβληματική υπηρεσιακή κατάσταση. Είναι προς το δημόσιο συμφέρο η αποκατάσταση του καλού ονόματος της Αστυνομίας και η αποφυγή προβληματικών υπηρεσιακών καταστάσεων.
Με βάση το άρθρο 54 του Συντάγματος και τα άρθρα 6(στ) και 7 του Περί Συντάξεων Νόμου. Κεφ. 311. κατά τη γνώμη μου, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξουσία να προβεί στην συνταξιοδότηση των αιτητών. (Βλέπε Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Συμπερασματικά καταλήγω πως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε κάθε νομική εξουσία να συνταξιοδοτήσει τους αιτητές οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις τους προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτητών έγινε για το δημόσιο συμφέρο και η απόφαση αυτή αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ενήργησε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση των ορίων της διακριτικής του εξουσίας, και η απόφαση του λήφθηκε μέσα σε νομικά και λογικά πλαίσια και ήτο λογικά επιτρεπτή. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί καμιά παρέμβαση από το Δικαστήριο.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι αιτήσεις απορρίπτονται χωρίς διάταγμα ως προς τα έξοδα.
Οι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.