ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ALOUPAS ν. NATIONAL BANK (1983) 1 CLR 55
PASTELLOPOULLOS ν. REPUBLIC (1985) 2 CLR 165
DEMETRA COSTA PAPANTONIOU & OTHERS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1968) 3 CLR 233
YERVANT BAGDASSARIAN ν. THE ELECTRICITY AUTHORITY OF CYPRUS AND ANOTHER (1968) 3 CLR 736
VINCENT POUTROS ν. CYPRUS TELE COMMUNICATIONS AUTHORITY (1970) 3 CLR 281
GREGORIS THALASSINOS ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1973) 3 CLR 386
D. THEODORIDES AND OTHERS ν. S. PLOUSSIOU (1976) 3 CLR 319
APOSTOLIDES AND OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 928
MARATHEVTOU AND OTHERS ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 1088
REPUBLIC ν. LOUCA AND OTHERS (1984) 3 CLR 241
SOLOMOU ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 533
SKAPOULLIS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 554
CHRISTOUDIAS ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 657
MAKRIDES AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 677
ANDROKLI ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 11
JOSEPHIN ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 111
CHARALAMBOUS ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 557
KRAMVIS AND OTHERS ν. P.S.C. (1986) 3 CLR 1243
PRESIDENT OF REPUBLIC ν. HOUSE OF R'NTATIVES (1986) 3 CLR 1439
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 2098
Ελευθερίου Ανδρούλλα και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 26
(1987) 3 CLR 1130
[*1130.] 16 Ιουλίου, 1987 [ΠΙΚΗΣ, Δ.)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Αιτητής,
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Αρ. Υποθέσεως 725/85).
Συνταγματικό Δίκαιο — Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας—Σύνταγμα, Άρθρο 124.5 — Κατά πόσο το άρθρο 4.3 του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 33/67 είναι αντισυνταγματικό — Καταφατική απάντηση στο ερώτημα, όχι μόνο γιατί είναι ασυμβίβαστο με το Άρθρο 124.5 αλλά και γιατί αντιστρατεύεται την συνταγματική αρχή του διαχωρισμού της Πολιτικής από την Διοικητική Εξουσία—Κατά πόσο το Δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί το Άρθρο 4(3) του Ν. 33/67— Αρνητική απάντηση στο ερώτημα, γιατί το Δίκαιο της ανάγκης αποτελεί την εφεδρεία του Δικαίου για κατοχύρωση της συνταγματικής τάξεως, όχι για προσπέλαση περιοριστικών συνταγματικών διατάξεων.
Δίκαιο της ανάγκης — Ανασκόπηση νομολογίας — Πότε και υπό ποίες προϋποθέσεις δικαιολογεί παρέκκλιση από το Σύνταγμα — Σκοπός του.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — Προϊστάμενος Τμήματος — Παράλειψη αναφοράς σε ειδικό προσόν του αιτητή — Δεν ωδήγησε σε εσφαλμένη εκτίμηση προσόντων, γιατί όλα τα προσόντα ήταν ενώπιον της Επιτροπής.
Δημόσιοι υπάλληλοι —Διορισμοί— θέση πρώτου διορισμού — Ιδιότητα υποψηφίου ως μέλους της Δημόσιας Υπηρεσίας—Δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί — θέση πρώτου διορισμού — Αρχαιότητα— Δεν αποτελεί στοιχείο κρίσεως.
Δημόσιοι υπάλληλοι — Διορισμοί— Τμηματικές Επιτροπές — Κατά πόσο το άρθρο 36.1 του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου επιβάλλει
Vote: An English translation of this judgment appears at pp. 1145-1158post.
σύσταση ad hoc επιτροπών — Κατά πόσο η πρόνοια των Κανονισμών περί ελέγχου της συστάσεως των Επιτροπών από τον Υπουργό αντίκειται στη συνταγματική αρχή του διαχωρισμού της Πολιτικής από την Διοικητική εξουσία.
Ο αιτητής προσβάλλει τον διορισμό του Τάκη Τσιντίδη και Χρίστου Αλεξάνδρου στη θέση Συντηρητή Δασών, προβάλλοντας τα πιο κάτω παράπονα ως λόγους ακυρότητας του επιδίκου διορισμού.
Τα παράπονα αυτά είναι: (α) Ότι κατά την σχετική αξιολόγηση, που έκαμε, ο Διευθυντής Δασών παράλειψε να αναφέρει ειδικό ακαδημαϊκό προσόν, που σύμφωνα πάντα με τον αιτητή,. αποτελούσε βάσει του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας ειδικό πλεονέκτημα, (β) Παράλειψη της καθ' ης η Αίτηση Επιτροπής να αποδώσει ειδική σημασία στο γεγονός ότι, σ' αντίθεση με τον Χρ. Αλεξάνδρου, ο αιτητής ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο μέλος της Δημοσίας Υπηρεσίας. Την εισήγησή του αυτή ο συνήγορος του αιτητή βάσισε στον Κανονισμό 11.1.2 των Γενικών Διατάξεων, (γ) Η καθ' ης η Αίτηση Επιτροπή δεν αγνόησε τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τον Τσιντίδη, ενώ έπρεπε να τις αγνοήσει, αφού είχαν ετοιμασθή πάνω σ' εξαμηνιαία βάση, (δ) Παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή έναντι του Τ. Τσιντίδη, (ε) Οι Κανονισμοί, που διέπουν την σύσταση Τμηματικών Επιτροπών, θεσπίσθηκαν κατ' αντίθεση του εξουσιοδοτικού νόμου (Άρθρο 36 του Ν. 33/67). Η σχετική με το σημείο αυτό εισήγηση είναι ότι το άρθρο 36 προβλέπει την σύσταση ειδικών τμηματικών επιτροπών σε κάθε περίπτωση (ad hoc), (στ) Η πρόνοια των Κανονισμών περί τμηματικών Επιτροπών ότι η σύστασή των τελεί υπό τον έλεγχο του Υπουργού προσβάλλει την συνταγματική αρχή του διαχωρισμού της πολιτικής από τη διοικητική εξουσία, και (ζ) Οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Νόμου 33/67, που δίδουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνατότητα παύσεως των μελών της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, είναι αντισυνταγματικές, επειδή βρίσκονται σ' αντίθεση με το Άρθρο 124.5 του Συντάγματος, που προνοεί ότι «Τα μέλη της Επιτροπής δεν δύνανται να απολυ- θώσιν, ειμή υφ' ους όρους και καθ' ον τρόπον οι Δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου», και κατ' επέκταση είναι αντισυνταγματική και η καθ' ης η Αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ως όργανο, που συστάθηκε και λειτουργεί έξω από τα συνταγματικά πλαίσια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάνθηκε:
(Α) Το παράπονο (α) του αιτητή δεν ευσταθεί, γιατί, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα του ισχυρισμού του ότι το προσόν του αποτελούσε πλεονέκτημα, η παράλειψη του Διευθυντού να αναφερθή σ' αυτό, δεν ωδήγησε σ' εσφαλμένη εκτίμηση, αφού όλα τα προσόντα του ήσαν ενώπιον της Επιτροπής.
(Β) Η ιδιότητα υποψηφίου για διορισμό σε θέση πρώτου διορισμού ως μέλους της Δημοσίας Υπηρεσίας δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα. Η δημιουργία τέτοιων θέσεων αποβλέπει στη διεύρυνση της βάσης επιλογής, ενώ η αρχή της ισότητας δεσμεύει την Διοίκηση να ενεργεί χωρίς διακρίσεις, εκτός όπου αυτό δικαιολογείται από τα αντικειμενικά γεγονότα. .
(Γ) Τα στοιχεία των εξαμηνιαίων εκθέσεων για τον Τ. Τσιντίδη ήσαν εξ ίσου καθοδηγητικά με εκείνα των ετήσιων εκθέσεων.
(Δ) Η αρχαιότητα δεν αποτελεί στοιχείο κρίσεως για θέσεις πρώτου διορισμού.
(Ε) Εν όψει του συμβουλευτικού χαρακτήρα των Τμηματικών Επιτροπών, η σύστασή του δεν αποτελεί υφαρπαγή των εξουσιών της Επιτροπής Δημοσιάς Υπηρεσίας. Το λεκτικό του άρθρου 36.1, σαν σύνολο, δεν δικαιολογεί την εισήγηση του αιτητή για ad hoc επιτροπές.
(ΣΤ).Το παράπονο (στ) του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο Υπουργός δεν συμμετέχει στις Τμηματικές Επιτροπές. Οι αρμοδιότητες του αποτελούν μορφή εκτελεστικής εξουσίας, που ανάγεται στη σφαίρα εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου, η άσκηση της οποίας έχει εκχωρηθεί στους αρμόδιους Υπουργούς.
(Ζ) Σύγκριση του άρθρου 4.3 του νόμου 33/67 με το Άρθρο 124.5 του Συντάγματος οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα πως οι πρόνοιές του είναι ασυμβίβαστες με τις πρόνοιες του Άρθρου 124.5. Μάλιστα δε, το άρθρο 4.3 αντιστρατεύεται και την συνταγματική αρχή της διακρίσεως της Διοικητικής από την Πολιτική Εξουσία.
Βασικός σκοπός του Συνταγματικού Νομοθέτη ήταν η εξασφάλιση του μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας έναντι της Πολιτικής Εξουσίας με την κατοχύρωση της παραμονής τους στη θέση.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου δείχνει ότι η Επιτροπή του Νόμου 33/67 δεν είναι η ίδια με την Επιτροπή του Συντάγματος λόγω της διαφορετικής αριθμητικής της συνθέσεως.
Ο νόμος 33/67 στηρίζεται στο «Δίκαιο της ανάγκης», που δικαιολογεί τη λήψη μέτρων, που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα, μόνο στο βαθμό και έκταση, που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση λειτουργίας της Επιτροπής, που κατέρρευσε με την αποχώρηση των Τούρκων μελών της.
Όμως, προσφυγή στο «Δίκαιο της ανάγκης» είναι επιτρεπτή μόνον, όταν απειλείται η συνταγματική τάξη και βασικές λειτουργίες του Κράτους. Είναι η «εφεδρεία του δικαίου» για την κατοχύρωση, όχι για την προσπέλαση περιοριστικών συνταγματικών διατάξεων.
Εκτός από τη διαφοροποίηση του αριθμού των μελών της Επιτροπής, δεν συνέτρεχε ανάγκη, που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τα συνταγματικά πλαίσια ως προς τον τρόπο λειτουργίας της. H απόφαση στην υπόθεση Παστελλόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 165 ενέχει μεγάλη σημασία, γιατί εκεί, ενώ έγινε δεκτόν ότι το «Δίκαιο της ανάγκης» δικαιολογούσε την δημιουργία Στρατιωτικού Δικαστηρίου, αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο εκείνο δεν μπορούσε να συσταθεί έξω από τα πλαίσια, που ρυθμίζουν την άσκηση Δικαστικής Εξουσίας. Για τον ίδιο λόγο, ενώ ήταν επιτρεπτό για τον νομοθέτη να προνοήσει για την αντικατάσταση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, δεν ήταν επιτρεπτό να προνοήσει, σαν αρμοδιότητες και πλαίσια λειτουργίας της νέας Επιτροπής, άλλα από εκείνα, που προνοεί το Σύνταγμα.
Συμμόρφωση με τις συνταγματικές πρόνοιες που διέπουν τους όρους υπηρεσίας των μελών της είναι πρωταρχικής σημασίας για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής. Η συνταγματική τάξη στο πεδίο της Δημοσίας Υπηρεσίας είναι αλληλένδετη με τη θεσμική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής.
Οι όροι υπηρεσίας των μελών της Επιτροπής βάσει του άρθρου 4(3) αντίκεινται στο Σύνταγμα. Για το λόγο αυτό η καθ' ης η Αίτηση Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας δεν μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Ακύρωση επίδικης απόφασης.
Πίνακας αποφάσεων που αναφέρονται στην απόφαση: Παπαντωνίου και Άλλoι ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 233·
Μαραθεύτου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 1088·
Σκαπούλλης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 554·
Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 386·
Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 657·
Μιχαήλ Και Άλλος ν. Ε.Δ. Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 727·
Κραμβής και άλλοι ν. Ε.Δ. Υ. (1986) 3 Α.Α.Δ. 1243·
Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας, Α.Α.Σ.Δ. 61·
Συμβούλιον Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κυριακίδη (1966) 3 Α.Α.Δ. 640.
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 557·
Λούκα και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 241·
Τζιοσεφέν ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 111·
Φραγκουλλίδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 676·
Μπακτασσαριάν ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1968) 3 Α.Α.Δ. 736·
Πούτρος ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1970) 3 Α.Α.Δ. 281·
Θεοδωρίδης ν. Πλουσίου (1976) 3 Α.Α.Δ. 319·
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιμπραχήμ και Άλλοι, 1964 Α.Α.Δ. 195·
Αποστολίδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 928·
Αλούπας ν. Εθνικής Τράπεζας (1983) 1 Α.Α.Δ. 55·
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439.
Σολωμού ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 533·
Μακρίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 677·
Αντροκλή ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 11 ·
Παστελλόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 165·
Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. ΧατζηΔημητρίου (1987) 3 Α.Α.Δ. 780.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της αποφάσεως της καθ' ης η αίτηση Επητροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Συντηρητή Δασών αντί του αιτητού.
Κ. Ταλαρίδης, για τον αιτητή.
Σ. Μάτσος, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠIΚΗΣ ανέγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο Κυριάκος Κυριάκου, Δασονόμος στο Τμήμα Δασών, προσβάλλει το διορισμό του Τάκη Τσιντίδη και Χρίστου Αλεξάνδρου στη θέση Συντηρητή Δασών και επιδιώκει την ακύρωση της αποφάσεως για πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία θα αναφέρεται ως «η Επιτροπή», για παράνομη σύσταση της Τμηματικής Επιτροπής και τέλος για λόγους αντισυνταγματικότητας του άρθρου 4(3) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (33/67).
Κατά την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή οι όροι υπηρεσίας των μελών της Επιτροπής στερούν το σώμα από τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας που προβλέπει το Σύνταγμα ως αναγκαίαν προϋπόθεση για άσκηση των Εξουσιών της Επιτροπής (μέρος VII - Κεφ. 1 - Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας).
Για τη πλήρωση των δύο κενών θέσεων Συντηρητή Δασών, θέσεις πρώτου διορισμού, αποτάθηκαν 14 πρόσωπα μεταξύ των οποίων και υπάλληλοι του Τμήματος Δασών. Η Τμηματική Επιτροπή που συστάθηκε βάσει Κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου* προέβη σε προκαταρκτική αξιολόγηση της αξίας και προσόντων των υποψηφίων και σύστησε 8 από αυτούς σαν κατάλληλους για διορισμό. Μεταξύ των συστηθέντων ήταν τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και ο αιτητής. Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος Αλεξάνδρου χαρακτηρίζονται ως «Λίαν Καλοί» ενώ το δεύτερο ενδιαφερόμενο μέρος Τσιντίδης ως «Εξαίρετος».
Οι υποψήφιοι κλήθηκαν στις 8/3/85 σε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας παρόντος και του Διευθυντή του Τμήματος Δασών. Μετά τις συνεντεύξεις ο Διευθυντής προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων. Σύμφωνα με την αξιολόγηση του Διευθυντή καταλληλότεροι για διορισμό ήσαν ο Τ. Τσιντίδης (πρώτος) και ο Χ. Αλεξάνδρου (δεύτερος). Και η Επιτροπή κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα αναφορικά με την αξία των υποψηφίων τους οποίους και διώρισε ως τους καταλληλότερους για πλήρωση των κενών θέσεων.
Ένα από τα παράπονα του αιτητή στην παρούσα προσφυγή είναι ότι ο Διευθυντής στην αξιολόγηση του αιτητή παρέλειψε να κάμει ειδική αναφορά σε ακαδημαϊκό προσόν που, κατά την άποψη του, αποτελούσε μεταπτυχιακό δίπλωμα, που του παρείχε το πλεονέκτημα της δεύτερης παραγράφου του σχεδίου υπηρεσίας βάσει της οποίας μεταπτυχιακό προσόν ή προηγούμενη μεταπτυχιακή πείρα εθεωρείτο ως πλεονέκτημα για διορισμό. Άσχετα από την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού η παράλειψη αυτή δεν οδήγησε την Επιτροπή σε οποιανδήποτε εσφαλμένη εκτίμηση
* Κανονιστικές Διατάξεις διέπουσαι την σύσταση, τις αρμοδιότητες και την μέθοδο ενεργείας Τμηματικών Επιτροπών συμφώνως προς το Άρθρο 36 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
των προσόντων του αιτητή δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία σχετικά με τα προσόντα του ευρίσκοντο ενώπιον της Επιτροπής.
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής διαπιστώνεται ότι ήταν λογικά εφικτό για την Επιτροπή να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη ως τους καταλληλότερους για διορισμό. Επί πλέον το σκεπτικό της αποφάσεως δεν είναι τρωτό σε κανένα σημείο. Προκύπτει ότι τα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής αξιολογήθηκαν σωστά ενώ τα κριτήρια που οδήγησαν την Επιτροπή στην απόφασή της ήταν εκείνα που προβλέπει ο νόμος και οι κανόνες της χρηστής διοικήσεως.
Άλλος λόγος που προβάλλεται για ακύρωση της αποφάσεως είναι η παράλειψη της Επιτροπής να αποδώσει ειδική σημασία στο γεγονός ότι ο αιτητής, σε αντίθεση με τον Χρ. Αλεξάνδρου, ήταν κατά το χρόνο της επιλογής, μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Επικαλείται ο κ. Ταλαρίδης τις πρόνοιες του Κανονισμού 11.1.2 των Γενικών Διατάξεων που προβλέπουν ότι «other things being equal....... προτίμηση πρέπει να δίδεται σε πρόσωπα, πού ευρίσκονται ήδη εις την Υπηρεσία.
Το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την πλήρωση θέσεως πρώτου διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία. Η δημιουργία θέσεων πρώτου διορισμού αποσκοπεί πρωτίστως στην διεύρυνση της βάσεως για επιλογή ενώ η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεσμεύει την Διοίκηση να ενεργεί χωρίς διακρίσεις εκτός όπου τούτο δικαιολογείται αντικει- μενικά από τα γεγονότα. *
Εξίσου αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή έπρεπε να αγνοήσει τις εμπιστευτικές εκθέσεις σαν στοιχείο κρίσεως της αξίας του Τ. Τσιντίδη επειδή ετοιμάστηκαν επί εξαμηνιαίας βάσεως. Τα στοιχεία, τα οποία περιείχαν ήταν εξίσου καθοδηγητικά με εκείνα των ετήσιων εκθέσεων για τον προσδιορισμό της αξίας και της επίδοσης στην εργασία του ενδιαφερομένου μέρους.**
* Δήμητρα Κώστα Παπαντωνίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1968) 3 Α.Α.Δ. 233. Μαρμβεύτου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 1088.
** Σκαπούλλης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 554.
Ούτε η προβαλλόμενη αρχαιότητα του αιτητή έναντι του Τ. Τσιντίδη ευσταθεί σαν λόγος ακυρώσεως της αποφάσεως. Ο παράγων της αρχαιότητας δεν αποτελεί στοιχείο κρίσεως για θέσεις πρώτου διορισμού πράγμα που θα αντιστρατεύετο τη φιλοσοφία δημιουργίας θέσεων πρώτου διορισμού.
Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται και η εγκυρότητα των Κανονισμών που διέπουν τη σύσταση Τμηματικών Επιτροπών.
Εισηγήθηκε ο κ. Ταλαρίδης ότι οι Κανονισμοί θεσπίστηκαν κατ' αντίθεση προς τις πρόνοιες του εξουσιοδοτικού Νόμου, συγκεκριμένα του άρθρου 36 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (33/67). Το άρθρο 36 παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να προβαίνει «εις την σύσταση Τμηματικών Επιτροπών και να ρυθμίζει τις αρμοδιότητες και τρόπους λειτουργίας τους».
Έχει αποφασιστεί ότι η λειτουργία Τμηματικών Επιτροπών δεν αποτελεί υφαρπαγή των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής έχοντας υπόψη το συμβουλευτικό τους χαρακτήρα.* Άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζουν ότι οι Κανονισμοί συνάδουν με τα εξουσιοδοτικά πλαίσια του Νόμου (33/67).**
Θέση του αιτητή είναι ότι η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου περιορίζεται από το άρθρο 36 στη σύσταση συγκεκριμένων Τμηματικών Επιτροπών σε κάθε περίπτωση (ad hoc) ως διοικητικό μέτρο και ότι ο Νόμος δεν παρέχει ρυθμιστική εξουσία για την θεσμοθέτηση αρχών για την σύσταση Τμηματικών Επιτροπών.
Παρόλο που το λεκτικό του άρθρου 36.1 δεν διακρίνεται για τη σαφήνεια του, κρινόμενο στο σύνολο του δεν επιβάλλει τους περιορισμούς που εισηγείται ο αιτητής. Ουσιαστικά ο νομοθέτης αφήνει ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο για ρύθμιση θεμάτων που ανάγονται στη σύσταση και λειτουργία Τμηματικών Επιτροπών· εξουσία η οποία
* Βλέπε μεταξύ άλλων:- Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 386. Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 657.
** Μιχαήλ και Άλλος ν. Ε.Δ.Υ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 727. Κραμβής και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ. (1986) 3 Α.Α.Δ. 1243.
εμπίπτει στη γενικότερη σφαίρα αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου. Αντίθετη ερμηνεία θα ισοδυναμούσε με απόδοση στο Υπουργικό Συμβούλιο διοικητικών αρμοδιοτήτων που θα αποτελούσε αντινομία προς το Σύνταγμα που καθιερώνει το Υπουργικό Συμβούλιο ως το κατ' εξοχή όργανο της πολιτικής της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Επίσης δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η πρόνοια των Κανονισμών βάσει της οποίας η σύσταση Τμηματικών Επιτροπών τελεί υπό τον έλεγχο του Υπουργού προσβάλλει τη συνταγματική αρχή η οποία επιβάλλει διαχωρισμό της Πολιτικής από την Διοικητική Εξουσία. Ο Υπουργός δεν συμμετέχει στις Τμηματικές Επιτροπές. Οι αρμοδιότητες που παρέχονται στον Υπουργό αποτελούν μορφή Εκτελεστικής Εξουσίας η οποία σύμφωνα με την απόφαση Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας* ανάγεται στη σφαίρα των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου η άσκηση της οποίας έχει εκχωρηθεί στους αρμόδιους Υπουργούς.
Η απόρριψη των προαναφερθέντων λόγων για ακύρωση της αποφάσεως καθιστά αναπόφευκτη** την εξέταση της συνταγματικότητος του άρθρου 4.3 του Νόμου 33/67 ώστε να αποφασισθεί αν η Επιτροπή συστάθηκε και λειτουργεί σαν έγκυρο συνταγματικό όργανο.
Συνταγματικότητα του Άρθρου 4.3 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 33/67.
Επικαλούμενος παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Λούκα και Άλλοι*** και του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Τριανταφυλλίδη στην υπόθεση Τζιοσεφέν ν. Δημοκρατίας**** ο κ. Ταλαρίδης εκάλεσε το Δικαστήριο όπως κηρύξει τις διατάξεις του άρθρου 4.3 του Νόμου 33/67 αντισυνταγματικές και κατ' επέκταση την Επιτροπή ως όργανο που συστάθηκε και λειτουργεί έξω από τα συνταγματικά πλαίσια.
Το άρθρο 4.3 παρέχει εξουσία στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τερματίζει το διορισμό οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής οποτεδήποτε για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
* 2 Α.Α.Σ.Δ. 61.
** Συμβούλιον Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Χρ. Κυριακίδη (1966) 3 Α.Α.Δ. 640; Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 557.
*** (1984) 3 Α.Α.Δ. 241.
****(1986) 3 Α.Α.Δ. 111.
Σύγκριση των προνοιών του εδαφίου αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 124.5 του Συντάγματος που ρυθμίζουν τους όρους υπηρεσίας του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Νόμου και του Συντάγματος είναι ασυμβίβαστες και δεν ταυτίζονται με τα θεσμικά πλαίσια που θέτει το Σύνταγμα για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του σώματος.
Το άρθρο 124.5 του Συντάγματος προνοεί ότι «Τα μέλη της επιτροπής δεν δύνανται να απολυθώσιν, ειμή υφ' ους όρους και καθ' ον τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Η υπηρεσία των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν τερματίζεται εκτός για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 153.7 και εφόσον τηρείται η διαδικασία που καθορίζεται από το άρθρο 153.8 του Συντάγματος. Τερματισμός της υπηρεσίας Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι επιτρεπτός μόνο για λόγους φυσικής ή πνευματικής ανικανότητος ή για ανάρμοστη συμπεριφορά η οποία βεβαιώνεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κατόπιν δικαστικής διαδικασίας.
Όχι μόνο το άρθρο 4.3 αντίκειται προς τους όρους υπηρεσίας μελών της Επιτροπής όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα αλλά αντιστρατεύεται και την συνταγματική αργά του διαχωρισμού της Διοικητικής από την Πολιτική Εξουσία. Ο διαχωρισμός αυτός χαρακτηρίζεται ως θεμελιώδης στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Φραγγουλλίδης ν. Δημοκρατίας* και καθοριστικός της σφαίρας αρμοδιότητας της πολιτικής εξουσίας αφ' ενός και της Διοικήσεως αφ' ετέρου.
Στην υπόθεση Λούκα η πλειοψηφία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου επεσήμανε ότι εκ πρώτης όψεως υπάρχει αντίφαση μεταξύ των προνοιών του άρθρου 4.3 και των διατάξεων του άρθρου 124.5 του Συντάγματος και εκάλεσε τις αρμόδιες Αρχές της Πολιτείας να εξετάσουν το πρόβλημα, το ταχύτερο δυνατό, για την κατοχύρωση της συνταγματικής τάξεως. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν αποτελούν
τμήμα του δεσμευτικού μέρους της αποφάσεως της πλειοψηφίας επειδή η διαδικασία εγκαταλείφθηκε κατόπιν διευθετήσεως της απαιτήσεως των μελών της Επιτροπής των οποίων η υπηρεσία είχε τερματισθεί. Δεν παύουν όμως να είναι καθοδηγητικές ως προς τους όρους υπηρεσίας των μελών και τα πλαίσια λειτουργίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Σε ξεχωριστή απόφαση μειοψηφίας στην υπόθεση Λούκα έκρινα ότι επεβάλλετο η εξέταση της συνταγματικότητας των προνοιών του άρθρου 4.3 και αφού μελέτησα το θέμα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) είναι ασυμβίβαστες με εκείνες του άρθρου 124.5 και για το λόγο αυτό η απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών των μελών κηρύχθηκε αντισυνταγματική.
Στην υπόθεση Τζιοσεφένο κ. Τριανταφυλλίδης υπογραμμίζει την ανάγκη για αντιμετώπιση της συνταγματικότητας των προνοιών του άρθρου 4.3, το ταχύτερο δυνατόν, για αποφυγήν αμφιβολιών στη λειτουργία ενός βασικού τομέα της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Λούκα εξυπακούεται ότι ενώ η σύνθεση της Επιτροπής που δημιουργήθηκε με το Νόμο 33/67 είναι διαφορετική από εκείνη που προβλέπει το Σύνταγμα (Άρθρο 124.1) τα θεσμικά πλαίσια λειτουργίας της είναι τα ίδια με εκείνα τα οποία διαγράφει το Σύνταγμα.
Βασικός στόχος του Συνταγματικού Νομοθέτη υπήρξε η εξασφάλιση των μελών της Επιτροπής έναντι της πολιτικής Εξουσίας με την κατοχύρωση της παραμονής στη θέση τους κατά τη διάρκεια του διορισμού τους. Παροχή εξουσίας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον κύριο φορέα της πολιτικής Εξουσίας, να τερματίζει το διορισμό τους, καταστρατηγεί άμεσα τις πρόνοιες του Συντάγματος και τον διαχωρισμό μεταξύ της Πολιτικής και της Διοικητικής Εξουσίας που επιβάλλει το Σύνταγμα
Σειρά αποφάσεων* του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή δεν είναι το ίδιο σώμα με την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας που διαλαμβάνει το Σύνταγμα λόγω
* Βλέπε μεταξύ άλλων:· Μττακτασσαριάν ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (1968) 3 Α.Α.Δ. 736. Πούτρος ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1970) 3 Α.Α.Δ. 281. Θεοδωρίδης ν. Πλουσίου (1976) 3 Α.Α.Δ. 319,
της διαφορετικής αριθμητικής συνθέσεως των δύο Επιτροπών. Αυτό που προκύπτει από τις αποφάσεις είναι ότι ο περιορισμός του αριθμού των μελών από δέκα σε πέντε που προνοεί ο Νόμος 33/67 δεν καθιστά την Επιτροπή όργανο αντισυνταγματικό. Ο καθορισμός του αριθμού των μελών της Επιτροπής σε δέκα, από το Σύνταγμα, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τις συνταγματικές διατάξεις που κατέρρευσαν με την αποχώρηση των Τούρκων, μελών της Επιτροπής.
Ο Νόμος 33/67 εδράζεται αποκλειστικά στο «δίκαιο της ανάγκης» και αποσκοπεί στη πλήρωση του κενού που άφησε η αποχώρηση των Τούρκων, μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Ως μέτρο ανάγκης δεν μπορεί να εκφεύγει των δικαιοδοτικών πλαισίων που παρέχει το «δίκαιο της ανάγκης». Το «δίκαιο της ανάγκης» δικαιολογεί τη λήψη μέτρων που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα μόνο στο βαθμό και την έκταση που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της λειτουργίας της Επιτροπής που κατέρρευσε με την αποχώρηση των Τούρκων. Η ανάγκη για διασφάλιση των συνταγματικών θεσμών με προσφυγή στο «δίκαιο της ανάγκης», ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963-1964, αναγνωρίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιμπραχήμ και Άλλοι. * Όπως επεξηγείται στην απόφαση αυτή το «δίκαιο της ανάγκης» αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, επίκληση του οποίου δικαιολογείται μόνο στο βαθμό και έκταση που επιβάλλει η ανάγκη.
Στην υπόθεση Αποστολίδη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας** διευκρινίζεται ότι το «δίκαιο της ανάγκης» δεν αποτελεί
μέτρο αλλά αναπόσπαστο μέρος του δικαίου για τη διασφάλιση της συνταγματικής τάξεως. Το «δίκαιο της ανάγκης» προσφέρει το βάθρο για τη κατοχύρωση της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Η θέση αυτή προκύπτει τόσο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιμπραχήμ όσο και από εκείνη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αλούπας ν. Εθνικής Τράπεζας.*** Όπως επεξήγησα στην υπόθεση
* 1964 Α. Α.Δ. 195.
Αποστολίδη και επανέλαβα στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων* «Προσφυγή στο 'δίκαιο της ανάγκης' είναι επιτρεπτή μόνον όταν απειλείται η συνταγματική τάξη και βασικές λειτουργίες του Κράτους. Όπως είχα την ευκαιρία να υποδείξω σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις το 'δίκαιο της ανάγκης' αποτελεί την εφεδρεία του Δικαίου για την κατοχύρωση της συνταγματικής τάξεως και όχι μέσο προσπελάσεως των περιοριστικών διατάξεων του Συντάγματος ή της Νομοθεσίας».
Οι αρμοδιότητες και πλαίσια λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας εξετάστηκαν διεξοδικά στις υποθέσεις Σολωμού ν. Δημοκρατίας και Μακρίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας.** Διαπιστώθηκε ότι εκτός από τη διαφοροποίηση της αριθμητικής συνθέσεως της Δημόσιας Υπηρεσίας που ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την παρουσία Τούρκων, μελών της Επιτροπής, δεν συνέτρεχε καμμία ανάγκη που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τα συνταγματικά πλαίσια ως προς τον τρόπο λειτουργίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αντροκλή ν. Δημοκρατίας*** βεβαιώνει ότι δεν είναι επιτρεπτή παρέκκλιση από το Σύνταγμα λόγω περιοριστικών διατάξεων της Νομοθεσίας. Επομένως στο καθορισμό της τάξεως των δημοσίων υπαλλήλων το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τις πρόνοιες του άρθρου 122 του Συντάγματος και όχι από εκείνες του άρθρου 2 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (33/67).
Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παστελλόπουλλος ν. Δημοκρατίας****ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τον καθορισμό της δικαιοδοτικής βάσεως του «δικαίου της ανάγκης». Η ανάγκη που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963- 1964 ενώ δικαιολογούσε τη δημιουργία Στρατιωτικού Δικαστηρίου αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συσταθεί ούτε να λειτουργήσει έξω από τα συνταγματικά
** (1984) 3 Α.Α.Δ. 533 (1984) 677.
*** (1985) 3 Α.Α.Δ. 11.
**** (1985) 2 Α.Α.Δ. 165.
πλαίσια που ρυθμίζουν την άσκηση της Δικαστικής Εξουσίας. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν επιτρεπτό για τον Νομοθέτη να προνοήσει για την αντικατάσταση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας η οποία κατέρρευσε λόγω των γεγονότων 1963-1964 για τη διασφάλιση της λειτουργίας του σώματος. Οι αρμοδιότητες όμως και τα πλαίσια λειτουργίας της Επιτροπής δεν μπορούσαν να ήταν άλλα από εκείνα που προσδιώρισε το Σύνταγμα. Ούτε προβλήθηκε ισχυρισμός ότι δημιουργήθηκε οποιαδήποτε ανάγκη άλλη από την ανασύσταση του σώματος.
Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. ΧατζηΔημητρίου* αφήνει το θέμα της συνταγματικότητας του άρθρου 4.3 του Νόμου 33/67 και γενικότερα την συνταγματικότητα της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, ανοικτό.
Συμμόρφωση με τις συνταγματικές πρόνοιες που διέπουν τους όρους υπηρεσίας των μελών είναι πρωταρχικής σημασίας για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Η συνταγματική τάξη στο πεδίο της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι αλληλένδετη με τη θεσμική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής. Με το διαχωρισμό της Πολιτικής από τη Διοικητική Εξουσία το Σύνταγμα αποσκοπεί να καταστήσει τη Δημόσια Υπηρεσία λειτουργό του απρόσωπου κράτους με διαχρονική αποστολή την εφαρμογή των Νόμων και την υπηρεσία του λαού σύμφωνα με το Δίκαιο και τους Κανόνες της χρηστής διοίκησης.
Αν ήταν παραδεχτό για το νομοθέτη να ανατρέπει τα συνταγματικά πλαίσια ανεξαρτησίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την ίδια ευχέρεια θα μπορούσε να ανατρέψει και την συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Εξουσίας. Το Σύνταγμα ορίζει ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις και διαδικασία για τερματισμό της υπηρεσίας των Δικαστών Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρθρα 133.2, 7,8, και 153.2,7,8) και του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Και μόνον η πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης φανερώνει τους κινδύνους που περικλείει
* Απόφαση δόθηκε στις 6/11/86 στην Αναθεωρητική Έφεση 665 και κυκλοφόρησε πρόσφατα. Έχει δημοσιευθεί στο Τόμο 1987 3 Α.Α.Δ. 780.
για τη συνταγματική τάξη η παράκαμψη των θεσμών που διασφαλίζουν τον διαχωρισμόν των εξουσιών και την ανεξαρτησία των συνταγματικών φορέων εξουσίας.
Οι όροι υπηρεσίας που θέτει το άρθρο 4.3 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (33/67) με βάση τους οποίους υπηρετούν τα μέλη της υφιστάμενης Επιτροπής αντίκειται προς το Σύνταγμα και στερούν το σώμα των εχέγγυων ανεξαρτησίας που τίθενται ως προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που παρέχει το Σύνταγμα (άρθρο 125.1) στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων που το Σύνταγμα παρέχει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, συναρτάται άμεσα με την συγκρότηση του σώματος και υπηρεσία των μελών του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος. Χωρίς τα εχέγγυα ανεξαρτησίας που ρητά θέτει το Σύνταγμα κανένα σώμα δεν μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες και αρμοδιότητες που εναποτίθενται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Και συνεπώς η Επιτροπή που συστάθηκε και λειτουργεί βάσει του άρθρου 4 και ειδικά των προνοιών του εδαφίου 3 του ιδίου άρθρου δεν ανταποκρίνεται στις συνταγματικές επιταγές και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας. Επομένως η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο σώμα και για το λόγο αυτό κηρύσσεται άκυρη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Επίδικος απόφαση ακυρώνεται.