ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B167
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 87/2023)
10 Μαΐου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
Π. Τ.,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_____________________________________________________________________
Μιχ. Κωνσταντίνου για Δ. Τσολακίδη, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και το αδίκημα του εμπρησμού οχήματος.
Εμφανιζόμενος ο Εφεσείων ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 6/4/2023, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση, καταχώρησε μη παραδοχή και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 9/6/2023.
Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα επί τη βάσει του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.
Είναι δεκτό ότι ο Εφεσείων βαρύνεται με τρεις προηγούμενες καταδίκες στις δύο εκ των οποίων είχαν ληφθεί υπόψιν και άλλες υποθέσεις ως εξής:
1) Υπόθεση 32226/14.
Διάρρηξη οικίας, κλοπή και κατοχή πυροβόλου στις 12/11/2014.
Καταδίκη στις 2/7/2015 σε φυλακίσεις με ψηλότερη τη 18μηνη φυλάκιση.
Λήφθηκαν υπόψη τέσσερις υποθέσεις για:
· Διάρρηξη κτιρίου και κλοπή στις 20/2/2011
· Κλεπταποδοχή στις 19/12/2013
· Συνωμοσία και εμπρησμό οχήματος στις 31/8/2013
2) Υπόθεση 10053/19.
Διάρρηξη οικίας και κλοπή, διάρρηξη οικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπή.
Κατοχή διαρρηκτικών οργάνων στις 26/1/2019.
Καταδίκη στις 9/7/2019 σε φυλακίσεις με ψηλότερη την 30μηνη φυλάκιση.
3) Υπόθεση 24141/19.
Διάρρηξη οικίας και κλοπή στις 21/2/2019.
Καταδίκη στις 12/5/2020 σε φυλακίσεις με ψηλότερη τη 12μηνη φυλάκιση.
Λήφθηκε υπόψη μια υπόθεση για επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη στα πλαίσια ενδοοικογενειακής βίας.
Ενιστάμενος ο συνήγορος του Εφεσείοντα στο αίτημα κράτησης προέβαλε πως θα πρέπει να συνεξεταστεί και η πιθανότητα καταδίκης. Υποστήριξε πως ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων δεν εξετάζεται μόνο στη βάση του ποινικού μητρώου, αλλά συναρτάται και με την πιθανότητα καταδίκης, δηλ. τη βαρύτητα της υπάρχουσας μαρτυρίας.
Το Κακουργιοδικείο, επιλαμβανόμενο του αιτήματος και παραπέμποντας σε σχετική νομολογία επεσήμανε, εν πρώτοις, ότι είναι σαφές ότι με δεδομένη την αυτοτέλεια του κάθε ενός από τους τρεις καθιερωμένους λόγους, δεν απαιτείται να συνυπάρχει κάποιος από αυτούς με κάποιον από τους υπόλοιπους και ότι στοιχειοθέτηση του ενός είναι αρκετή και δύναται να οδηγήσει στην κράτηση. Έκρινε δε ότι το ιστορικό του Εφεσείοντα θεμελίωνε επαρκώς την ισχυρή εντύπωση περί του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων «κατά τρόπον που την καθιστά ακλόνητη». Υπενθύμισε, προς τούτο, ότι οι προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα αφορούσαν σε σειρά εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της τελευταίας περίπου 10ετίας, τα οποία, με εξαίρεση το αδίκημα βίας, στρέφονταν κυρίως κατά περιουσίας άλλων πολιτών και ότι μεταξύ αυτών παρατηρούνταν και εγκλήματα συνωμοσίας και εμπρησμού οχήματος, όπως η προκείμενη περίπτωση, δηλ., όπως τέθηκε, «απολύτως ομοειδές αδίκημα».
Σε ό,τι αφορά τη θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι δεν θα μπορούσε στην προκείμενη περίπτωση η ισχυρή εντύπωση περί διάπραξης νέων αδικημάτων να λειτουργήσει ώστε να επιφέρει συνέπειες κράτησης, στη βάση του ότι εξέταση της ισχύος της υπόθεσης απεδείκνυε ότι δεν θα μπορούσε να πιθανολογηθεί καταδίκη, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι πιθανολογείται καταδίκη και ορθώς. Περαιτέρω, όμως, ως προς το ερώτημα κατά πόσο η πιθανολόγηση καταδίκης είναι στοιχείο που πρέπει ως ζήτημα αρχής να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων (πέραν του ποινικού μητρώου), θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν απαιτείτο εξαντλητική συζήτηση και οριστική απόφαση επί του θέματος, γι' αυτό και δεν το επιχείρησε.
Αναφερόμενο, δε, στο μαρτυρικό υλικό αφού έκρινε ότι η παρούσα υπόθεση δεν είναι ούτως ή άλλως περίπτωση στην οποία είτε δεν υπάρχει καθόλου μαρτυρία είτε υπάρχει εντελώς ανίσχυρη μαρτυρία, κατέληξε αναφέροντας τα εξής:
«Η παρούσα συνεπώς δεν είναι ούτως ή άλλως περίπτωση στην οποία είτε δεν υπάρχει καθόλου μαρτυρία είτε υπάρχει εντελώς ανίσχυρη μαρτυρία. Αντιθέτως υπάρχει μαρτυρία αναγνώρισης από δύο διαφορετικά πρόσωπα, η οποία θα αξιολογηθεί στο κατάλληλο στάδιο, όπως και οι όποιες απόψεις του εμπειρογνώμονα της ΥΠ.ΕΓ.Ε. με το εκδικάζον δικαστήριο να ευρίσκεται εξίσου σε θέση να δει και αξιολογήσει το ίδιο το οπτικό υλικό σε συσχετισμό με τη μαρτυρία των δύο προσώπων τα οποία προέβησαν σε αναγνώριση. Στη βάση αυτή καταλήγουμε ότι ακόμα και στην περίπτωση συνεξέτασης της ισχύος της μαρτυρίας η κατάληξη μας δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το ότι πιθανολογείται καταδίκη του Κατηγορούμενου 1, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει την εύλογη προσδοκία για το αντίθετο, αναλόγως της βεβαιότητας του εκδικάζοντος δικαστηρίου μετά τις κατάλληλες προειδοποιήσεις.»
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία προσβάλλει με την παρούσα Έφεση.
Στο Εφετήριο υπήρχαν αρχικά τρεις Λόγοι Έφεσης. Κατά την ακρόαση ο 1ος Λόγος Έφεσης αποσύρθηκε. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυναμική της μαρτυρίας είναι παράγοντας άσχετος και δεν λαμβάνεται υπόψη σε αίτημα κράτησης, στηριζόμενο στον κίνδυνο διάπραξης εκ νέου αδικημάτων. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ιστορικό του Εφεσείοντα, από μόνο του, δικαιολογούσε την κράτηση του επί τη βάσει του κινδύνου διάπραξης εκ νέου αδικημάτων.
Ό,τι προβάλλεται μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης είναι, κατ' ουσίαν, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι μπορεί να εξετάσει τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων, άσχετα από την ισχύ και δυναμική της μαρτυρίας.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εξέταση της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναδεικνύει ξεκάθαρα ότι εκείνο που το Δικαστήριο έκρινε ήταν αυτό που η πάγια νομολογία καθιέρωσε, δηλαδή, την αυτοτέλεια του καθενός από τους τρεις λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη του, ήτοι, επί τη βάσει του κινδύνου φυγοδικίας, επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης νέων αδικημάτων. Όπως επισημάναμε στην υπόθεση Κασσίρ v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021, ημερ. 29/2/2021:
«Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).»
Λαμβάνοντας, δε, υπόψιν την παρατεταμένη αξιόποινη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, όπως προέκυπτε από το ποινικό του μητρώο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, αυτή ήταν ικανή να δικαιολογήσει την έγκριση του αιτήματος κράτησης. Δεν αποφάνθηκε, ωστόσο, τελεσίδικα κατά πόσο η ισχυρή εντύπωση περί του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων αρκεί, από μόνη της, για να οδηγήσει στην έγκριση αιτήματος κράτησης, χωρίς, δηλαδή, να συνεξετασθεί η ισχύς της μαρτυρίας για να διαφανεί μέσω αυτής αν πιθανολογείται καταδίκη. Είναι χαρακτηριστική επί αυτού η πιο κάτω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Δεν θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας απαιτείται εξαντλητική συζήτηση και οριστική απόφανση επί του θέματος και δεν το επιχειρούμε.»
Είναι, επομένως, σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν «προαποφάσισε», όπως ήταν το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου ενώπιον μας, το αίτημα της κράτησης επί τη βάσει του ποινικού μητρώου του Εφεσείοντα. Θεωρώντας ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν εκείνη κατά την οποία δεν υπήρχε καθόλου μαρτυρία ή η υπάρχουσα μαρτυρία ήταν ανίσχυρη, για τους λόγους που με επάρκεια εξήγησε με παραπομπή στο ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, κατέληξε ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων δεν θα έπρεπε εξετάζεται μόνο στη βάση του ποινικού μητρώου, αλλά να συναρτάται και με την πιθανότητα καταδίκης, στην υπό εξέταση περίπτωση πιθανολογείτο καταδίκη του Εφεσείοντα.
Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης, όπως γίνεται αντιληπτό, το παράπονο του Εφεσείοντα είναι πως το ιστορικό του δεν δικαιολογούσε την κράτηση του καθώς η ανεξάρτητη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δημιουργούσε, όπως τέθηκε, τεράστια αμφιβολία ως προς την πιθανότητα καταδίκης.
Έχοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο αφήσει ανοικτό το εγειρόμενο θέμα, έκρινε σκόπιμο, ωστόσο, να εξετάσει την εισήγηση ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν δικαιολογείτο, από το μαρτυρικό υλικό, διαπίστωση περί πιθανολόγησης καταδίκης. Στο πλαίσιο αυτό επεσήμανε τα ακόλουθα:
«Εν πάση περιπτώσει και ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε απόψεων για το εγειρόμενο νομικό θέμα οφείλουμε, με κάθε σεβασμό, να πούμε ότι διαφωνούμε με την εισήγηση ότι στην παρούσα θα τίθετο βάσιμα θέμα ότι δεν πιθανολογείται η καταδίκη. Ο Παραπονούμενος στο Έγγραφο Α, αναφέρεται σε βίντεο και φωτογραφίες που είδε, στην αναγνώριση του Κατηγορούμενου 1 τον οποίο γνωρίζει αρκετά χρόνια και σε χαρακτηριστικά στοιχεία βάσει των οποίων τον αναγνώρισε (όπως το περπάτημα και το χρώμα δέρματος του). Παρομοίως και ο αδελφός του Παραπονούμενου, στο Έγγραφο Β, αναφέρεται στο ότι γνωρίζει για πάρα πολλά χρόνια τον Κατηγορούμενο 1 και ότι τον αναγνώρισε από το περπάτημα και τη φυσιογνωμία».
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε. Η καθοδήγηση του ως προς το τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του, για τους σκοπούς που εξήγησε, στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή.
Είναι, συνεπώς, η κατάληξη μας ότι κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη περίπτωση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε του αιτήματος κράτησης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.