ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα. Ν. Παπούτσα (κα), για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-05-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Α. Κ. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 74/2023, 10/5/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B174

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 74/2023)

 

 

10 Μαΐου, 2023

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

Α. Κ.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

 

Ν. Παπούτσα (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

___________________________________________________________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

_____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (Κατηγορίες 1 και 2), περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος (Κατηγορία 3), παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και Β (Κατηγορίες 5, 6 και 7), παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α (Κατηγορίες 8 και 9) και προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και Β (Κατηγορίες 12, 13 και 14).

 

Εμφανιζόμενος ο Εφεσείων ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 28/3/2023, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση, καταχώρησε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22/6/2023.

 

Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα επί τη βάσει του κινδύνου της φυγοδικίας.

 

Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας ευσταθούσε διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα ημερομηνία για ακρόαση.

 

Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία προσβάλλει με την παρούσα Έφεση.

 

 Στο Εφετήριο υπήρχαν αρχικά τρεις Λόγοι Έφεσης. Κατά την ακρόαση ο 2ος Λόγος Έφεσης αποσύρθηκε. Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την ύπαρξη ισχυρών δεσμών του Εφεσείοντα με τη Δημοκρατία, εσφαλμένα διέταξε την κράτησή του. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας για να αποφανθεί για την πιθανότητα καταδίκης του Εφεσείοντα ως ένδειξη φυγοδικίας. 

 

Οι αρχές αναφορικά με το θέμα κράτησης είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες. Η κράτηση ή μη ενός υποδίκου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με περιορισμένα τα όρια επέμβασης του Εφετείου. Επέμβαση χωρεί, αν διαπιστωθεί, ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε δικαστικά, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε διότι παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα. Αφετηρία αποτελεί η ατομική ελευθερία και η κράτηση μέτρο κατ' εξαίρεση.

 

Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002)                      2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).

 

Αναφορικά με τα αντικειμενικά κριτήρια, δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, ο Εφεσείων αντιμετωπίζει κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού και καταχρώμενος την ευάλωτη θέση της Παραπονούμενης που επιφέρουν ποινή φυλάκισης μέχρι δια βίου, καθώς επίσης και αδικήματα προμήθειας ναρκωτικών ουσιών που επίσης επιφέρουν ποινή φυλάκισης δια βίου. Επίσης αντιμετωπίζει κατηγορίες που σχετίζονται με κατοχή ναρκωτικών ουσιών Τάξεως Α και Β, οι οποίες επιφέρουν πολυετείς ποινές φυλάκισης. Ούτε αμφισβητείται ότι, σε περίπτωση καταδίκης, αναμένεται η επιβολή αυστηρών ποινών φυλάκισης. Το παράπονο του Εφεσείοντα μέσω του 3ου  Λόγου Έφεσης  είναι, όπως γίνεται αντιληπτό, η κατ' ισχυρισμό παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας για να αποφανθεί επί της πιθανολόγησης της καταδίκης.

 

Να υπενθυμίσουμε ότι στο στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορουμένου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (βλ. Ευριπίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 690, Τσεκκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54 και Χαμντ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021, ημερ. 27/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B485).

 

Όπως είναι δε νομολογημένο, «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).

 

Όπως προέκυψε από το μαρτυρικό υλικό και την κατάθεση της Παραπονούμενης, στην οποία η ανήλικη Παραπονούμενη (περίπου                16½ ετών κατά τον επίδικο χρόνο) περιγράφει τις συνθήκες διάπραξης των κατ' ισχυρισμό επίδικων αδικημάτων, αφού συναντήθηκε τυχαία σε κάποιο σπίτι με τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος μετέφερε αυτή και άλλες δύο κοπέλες σε ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Εκεί ο Εφεσείων φρόντισε όπως η Παραπονούμενη κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Όταν αποχώρησαν από το δωμάτιο του ξενοδοχείου οι άλλες δύο κοπέλες, ο Εφεσείων, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Παραπονούμενη βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, έβαλε τα δάκτυλα του στον κόλπο της. Αργότερα, ο Εφεσείων μετέφερε την Παραπονούμενη και ακόμα μια κοπέλα σε άλλο ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Εκεί, αφού φρόντισε όπως η Παραπονούμενη κάνει εκ νέου χρήση ναρκωτικών ουσιών, όταν έμεινε μόνος του με αυτή ήλθε σε συνουσία μαζί της παρά το ότι εκείνη του είπε να σταματήσει και ότι δεν ήθελε και ότι πονούσε. Ο Εφεσείων σταμάτησε μόνο όταν η Παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει, για να μην τους ακούσουν.

 

Αναφορικά δε με την κοκαΐνη που έκανε χρήση σε δύο περιπτώσεις η Παραπονούμενη, σύμφωνα με την εκδοχή της, ο Εφεσείων της έβαζε συνέχεια στο στόμα το καλαμάκι που χρησιμοποιούσε για να γίνει η χρήση της, ακόμη και όταν εκείνη δεν ήθελε.

 

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εκτός από την κατάθεση της Παραπονούμενης, τέθηκαν επίσης και οι καταθέσεις της μητέρας και της αδελφής της, καθώς και της Κοινωνικής Λειτουργού, αλλά και της παιδοψυχιάτρου, όπου καταγράφονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πληροφορήθηκαν τα συμβάντα και το τι έγινε στη συνέχεια, καθώς και τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε σχετικά στην αδελφή της και στην Κοινωνική Λειτουργό καθώς και τα όσα η παιδοψυχίατρος διαπίστωσε.

 

Εξέταση της εκκαλούμενης Απόφασης αναδεικνύει ξεκάθαρα ότι το Κακουργιοδικείο, προτού αποφανθεί για την πιθανότητα καταδίκης, διερχόμενο του μαρτυρικού υλικού, εξέτασε όλα τα στοιχεία ενώπιον του και η αντίθετη προς τούτο θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα, με κάθε σεβασμό, δεν έχει έρεισμα.  Η δε καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς το τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή. Ορθά περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βαρύτητα της μαρτυρίας και μέχρι πού αυτή μπορούσε να οδηγήσει.

 

Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο αυτό εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Ό,τι αποφασίζεται είναι αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (βλ. Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135 και Μαρκίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

Ενόψει των πιο πάνω και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του, το οποίο το Κακουργιοδικείο εξέτασε, δικαιολογημένα αποφάνθηκε ότι πιθανολογείτο η καταδίκη του Εφεσείοντα.

 

Μετά την εξέταση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης μέχρι τη δίκη (σοβαρότητα αδικήματος, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής ποινής), το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες του Εφεσείοντα και στο κατά πόσο οι προσωπικές του περιστάσεις συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.

 

Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος, έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).

 

Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, το γεγονός ότι ο Εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης που διέμενε πάντοτε και εξακολουθεί να διαμένει στο χωριό από το οποίο κατάγεται, αναγνωρίστηκε και συνυπολογίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έγινε και ειδική αναφορά στις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, οι οποίες περιελάμβαναν το γεγονός ότι είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών, όπως επίσης και στις επαγγελματικές του περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι είναι ο μοναδικός Διευθυντής, γραμματέας και μέτοχος εταιρείας, η οποία ασκεί επιχείρηση και το μόνο πρόσωπο που διαχειρίζεται την εν λόγω επιχείρηση. Αφού, λοιπόν, συνυπολόγισε όλες αυτές τις καταστάσεις ως στοιχεία άμεσα συναρτημένα με την ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης, δεν τα έκρινε ικανά να αποτρέψουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας, ο οποίος προέκυπτε από την κατάληξη του σε σχέση με τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Συνυπολογίζοντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 1, ως αυτή προκύπτει μέσα από τις συνθήκες διάπραξης τους που περιγράψαμε ανωτέρω, καθιστά υπαρκτό το ενδεχόμενο απόπειρας διαφυγής του προς αποφυγή των συνεπειών που μπορεί να αντιμετωπίσει, κρίνουμε ότι οι αμέσως προαναφερόμενοι υποκειμενικοί παράγοντες δεν είναι τέτοιοι ώστε να υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο επιβάλλει την παρουσία του στη δίκη (βλ. Βασιλείου ανωτέρω). Πρόκειται για παράγοντες που είναι εγγενείς και πιθανοί για κάθε Κύπριο, όπως ο κατηγορούμενος 1, που αντιμετωπίζει ποινική δίωξη και ενόψει της σοβαρότητας της παρούσας υπόθεσης δεν μπορούν, κατά την κρίση μας, να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας και να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης αυτού, υπό οποιουσδήποτε όρους.»

 

 

Όπως, συνεπώς, προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και τους δεσμούς του με τη Δημοκρατία στο πλαίσιο του συνόλου της υπόθεσης, διεργασία απολύτως θεμιτή και εμπίπτουσα στη διακριτική του ευχέρεια.

 

Τα όσα δε προέβαλε ο κ. Σαουρής προς υποστήριξη του 1ου Λόγου Έφεσης παραγνωρίζουν το ουσιώδες: «Ότι η κράτηση ενός υπόδικου μέχρι την δίκη, ή, η εξασφάλιση της παρουσίας του με όρους, εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του (πρωτόδικου) Δικαστηρίου. Η άσκηση δε της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου»                     (βλ. Α. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251).

 

Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη Απόφαση υπό το πρίσμα των σχετικών αρχών, δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι κινούμενο μέσα στα ορθά νομολογημένα πλαίσια έλαβε υπόψη του, συνεκτίμησε και εξισορρόπησε τους σχετικούς παράγοντες δίδοντας επαρκείς λόγους. Λόγοι οι οποίοι συνήδαν με το πλαίσιο άσκησης δικαστικώς της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

            Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                 Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο