ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Στ. Χριστοδούλου για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα. Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-05-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 48/2022, 8/5/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B150

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 48/2022)

 

 

8 Μαΐου, 2023

 

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Εφεσίβλητου.

 

 

Στ. Χριστοδούλου για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Χατζηπαναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την Κατηγορία της εξασφάλισης πίστωσης πέραν των δέκα λιρών από πρόσωπο χωρίς να το πληροφορήσει ότι είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε, κατά παράβαση του Άρθρου 117(2) του περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5. Σύμφωνα με                   τις λεπτομέρειες αδικήματος, ο Εφεσίβλητος/Κατηγορούμενος κατά ή    περί τις 2/4/2007 στη Λευκωσία, εξασφάλισε πίστωση από τον Εφεσείοντα/Παραπονούμενο  για το ποσό των Λ.Κ. 40.650 (€69.667,13) χωρίς να τον πληροφορήσει ότι είναι πτωχεύσας που δεν αποκαταστάθηκε.

 

Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο,  μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας, κατέληξε ότι απεδείχθησαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος. Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, προχώρησε και εξέτασε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη την ημερομηνία καταχώρησης του Κατηγορητηρίου, ήτοι 22/11/2017, σε συνάρτηση με την ημερομηνία που ο Εφεσίβλητος είχε λάβει το ποσό των Λ.Κ. 40.650 από τον Εφεσείοντα, ήτοι 2/4/2007, κατέληξε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη αδράνεια από μέρους του Εφεσείοντα «για 10 ολόκληρα χρόνια να προχωρήσει στην ποινική δίωξη του κατηγορούμενου» με αποτέλεσμα, όπως έκρινε, να παραβιασθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Εφεσίβλητου να διαγνωσθεί η ποινική του ευθύνη εντός ευλόγου χρόνου. Στη βάση των πιο πάνω και θεωρώντας ότι ο Εφεσείων καθυστέρησε υπερβολικά να καταχωρήσει την υπόθεση, χωρίς να δώσει προς τούτο οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση, έκρινε ότι η περαιτέρω προώθηση της καθίστατο καταχρηστική, γι' αυτό τερμάτισε τη δίκη απαλλάσσοντας τον Εφεσίβλητο από την Κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Με δύο Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την πιο πάνω Απόφαση. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης, εφόσον η κατάληξη του περί κατάχρησης της διαδικασίας λόγω υπερβολικής καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπόθεσης με συνέπεια τον τερματισμό της δίκης, συγκρούεται με τα ευρήματα του ιδίου του Δικαστηρίου. Με το 2ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας στηριζόμενο, λανθασμένα, σε Νομολογία και κριτήρια που καμία σχέση δεν έχουν με αυτό το ζήτημα.

 

Με δεδομένο ότι της καταχώρησης της παρούσας Έφεσης προηγήθηκε η εξασφάλιση έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα επί τη βάσει του Άρθρου 137(1)(α)(ιιι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προέχει η εξέταση του κατά πόσο οι Λόγοι Έφεσης όντως καλύπτονται από τις πρόνοιες αυτές.

 

Στο Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) του Κεφ. 155 καθορίζεται το σχετικό κριτήριο ως εξής:

 

137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

 

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(ι) ...........

(ιι) ...........

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(ιν) ............

 

 

Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151).

Οι περιορισμοί που επιβάλλει το Άρθρο 137(1) αλλά και η ανάγκη για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρησή τους, ενόψει της φύσης του θέματος που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Attorney - General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94).

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρίστου, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2015, ημερ. 28/9/2017:

 

«Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α). 

Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στη βάση του εδαφίου (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α), περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου οι σχετικές διατάξεις του Νόμου έτυχαν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή στα ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151). Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στη νομολογία: «Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.»[1]

 

Όπως προσφάτως τονίσαμε στην υπόθεση IGOR v. NICOLAY κ.ά. Ποινική Έφεση Αρ. 219/2021, ημερ. 4/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:B128, επιπρόσθετα από τους περιορισμούς που θέτει το Άρθρο 137 στην άσκηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα, θα πρέπει να λεχθεί ότι το δικαίωμα άσκησης έφεσης από ιδιώτη περιορίζεται έτι περαιτέρω από την οφειλόμενη στενή ερμηνεία του ιδίου Άρθρου στο πλαίσιο που καθορίζει η προνοούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα έγκριση για την άσκηση έφεσης. Αν ο Γενικός Εισαγγελέας δια της εγκρίσεως του παραχώρησε, όπως εν προκειμένω, άδεια άσκησης έφεσης με βάση το εδάφιο (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, αυτό είναι το πλαίσιο της έφεσης και είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει να εξετασθούν οι Λόγοι Έφεσης.

 

Σε ό,τι αφορά τον 1ο Λόγο Έφεσης, με παραπομπή σε συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστηρίχθηκε ότι η κατάληξη του ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας ένεκα υπερβολικής καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπόθεσης συγκρούετο με αυτά.

 

Όπως προκύπτει από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι ο Εφεσίβλητος ουδέποτε τον είχε πληροφορήσει ότι ήταν πτωχεύσας καθώς και ότι, αν ήταν στη γνώση του αυτό το γεγονός, δεν θα επέλεγε να του δώσει το ποσό. Αποδεκτός έγινε, επίσης, και ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι αναζήτησε νομική συμβουλή λίγους μήνες πριν την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης όταν πλέον είχε αντιληφθεί πως ο Εφεσίβλητος δεν είχε σκοπό να του επιστρέψει τα λεφτά του. Σημαντικό στο σημείο αυτό είναι να επισημανθεί ότι η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι, όταν απευθύνθηκε στο δικηγόρο, τότε πληροφορήθηκε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν πτωχεύσας και, συνεπώς, το αγνοούσε προγενέστερα. Όπως προκύπτει, οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Εφεσείοντα έγιναν αποδεκτοί συνιστώντας τοιουτοτρόπως μέρος των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, το παράπονο του Εφεσείοντα είναι, πως παρά τη διατύπωση των πιο πάνω ευρημάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε σε αυτόν αδράνεια για δέκα ολόκληρα χρόνια να προχωρήσει με ποινική δίωξη του Εφεσίβλητου, η οποία μάλιστα αδράνεια ήταν αδικαιολόγητη.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ό,τι προβάλλεται είναι η πλημμελής εφαρμογή του Νόμου περί ανακοπής και/ή τερματισμού της δίκης επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.

 

Ως εκ τούτου, είναι η κατάληξη μας ότι η υπό κρίση περίπτωση, όπως αναδύεται μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης, εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155.

 

Με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι όταν ο Εφεσίβλητος εξασφάλισε πίστωση για το ποσό των Λ.Κ. 40.650, ο Εφεσείων δεν είχε υπόψη του ότι αυτός τελούσε υπό πτώχευση και ότι αυτό το γεγονός το πληροφορήθηκε όταν αναζήτησε νομική συμβουλή λίγους μήνες πριν την καταχώρηση της υπόθεσης, είναι σαφές ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αδικαιολόγητης αδράνειας στην καταχώρηση της υπόθεσης με συνέπεια την κατάχρηση, αντιστρατεύεται τα ίδια τα ευρήματά του. 

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, ο Νόμος, υπό την έννοια της νομολογίας που εφαρμόστηκε και αφορούσε στην ανακοπή και/ή τερματισμό της δίκης στη βάση της κατάχρησης λόγω καθυστέρησης στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, για την οποία καθυστέρηση κρίθηκε ότι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε ή οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση ή δικαιολογία, εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των γεγονότων της υπόθεσης, δηλαδή στα ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Ως εκ τούτου ο 1ος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμος και γίνεται δεκτός χωρίς να χρειάζεται και η εξέταση του 2ου Λόγου Έφεσης

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει και η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τερματισμό της δίκης και απαλλαγή του Εφεσίβλητου από την Κατηγορία που αντιμετώπιζε, παραμερίζεται.

 

Ενόψει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, συνεπακόλουθα, της απόδειξης των συστατικών στοιχείων του επίδικου αδικήματος, ο Εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος σε αυτό και θα προχωρήσουμε στην επιβολή ποινής.

 

                                    Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                          Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.



[1] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο