ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Κώστας Καμένος με τον Κωνσταντίνο Καμένο, για την εφεσείουσα. Αγγέλα Τιμοθέου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-05-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο AXIOM CONSULTING LTD v. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ. 37/22, 8/5/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B172

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 37/22)

 

 

8 Μαΐου, 2023

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

AXIOM CONSULTING LTD,

Εφεσείουσα,

 

v.

 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητης.

-------------

 

Κώστας Καμένος με τον Κωνσταντίνο Καμένο, για την εφεσείουσα.

Αγγέλα Τιμοθέου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

 

---------

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

---------

 

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ:  Ο Παναγιώτης Μουσαρρής ήταν εργαζόμενος της εφεσείουσας εταιρείας από τις 3.5.2010 μέχρι τις 8.4.2016. 

 

          Όπως όλοι οι εργαζόμενοι εδικαιούτο σε ετήσια άδεια με αποδοχές.  Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ'  αποδοχών μπορούσε να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης (Βλ. Άρθρο 8(1) και (2) του περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου του 2002, Ν. 63(Ι)/2002). 

 

 

          Στον ιδιωτικό τομέα όμως, οι ετήσιες άδειες δεν συσσωρεύονται, εκτός εάν τούτο συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου.  Σε τέτοια περίπτωση είναι δυνατόν να συσσωρεύονται μέχρις ανωτάτου ορίου, ισουμένου προς την άδεια στην οποία ο εργαζόμενος δικαιούται ως προς 2 έτη (Άρθρο 7(1) του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν. 8/1967). 

 

          Στην εφεσείουσα εταιρεία, καθόλη σχεδόν τη διάρκεια της εργοδότησης του εν λόγω εργαζόμενου, ακολουθείτο η «πολιτική» ή η «πρακτική» να μεταφέρονται οι ημέρες άδειας που δεν λαμβάνονταν κατά την χρονιά στην οποία αφορούσαν.  Με άλλα λόγια, υπήρχε συμφωνία με βάση την πάγια ακολουθούμενη πρακτική και συμπεριφορά να συσσωρεύονται οι άδειες.

 

          Την 1.2.2016 η εφεσείουσα αποφάσισε να αλλάξει την πολιτική της αυτή και εξέδωσε σχετική εγκύκλιο, η οποία απευθύνθηκε στους εργαζόμενους της, σύμφωνα με την οποία όσοι θα αποχωρούσαν από την εργασία θα αποζημιώνονταν μόνο για τις ημέρες που δεν έλαβαν κατά το έτος της αποχώρησης τους, ανεξαρτήτως των ημερών άδειας που είχαν συσσωρεύσει από προηγούμενα έτη. 

 

          Ως αποτέλεσμα της νέας αυτής πολιτικής όταν ο εν λόγω εργαζόμενος αποχώρησε, η εφεσείουσα δεν του κατέβαλε αποζημίωση για τις άδειες που είχαν συσσωρευθεί από τα προηγούμενα έτη.  Του προσέφερε αποζημίωση μόνο για το υπόλοιπο της άδειας 5 ημερών που του αναλογούσε για το 2016 (μέχρι τον Απρίλιο που αποχώρησε).  Επρόκειτο για αποζημίωση 2½ ημερών. 

 

          Αντιθέτως, ο εργαζόμενος θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να λάβει χρηματική αποζημίωση και για την άδεια που συσσωρεύθηκε από την προηγούμενη περίοδο, με βάση την προγενέστερη πρακτική.  Αρχικά η απαίτηση του ήταν για 29½ ημέρες άδειας, ενώ μετά περιορίστηκε σε 25½ ημέρες, αποδεχόμενος τον υπολογισμό στον οποίο κατέληξε η κα Τόνια Ολίβια Αντωνίου, επιθεωρήτρια στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας (ΜΚ1), η οποία είχε εξετάσει το παράπονο του στα πλαίσια του Ν. 63(Ι)/2002

 

          Ο εργαζόμενος απέρριψε την πληρωμή της αποζημίωσης των 2½ ημερών, όχι μόνο λόγω της διαφωνίας για τις ημέρες και το ποσό, αλλά και επειδή η εφεσείουσα του είχε προσφέρει το ποσό νοουμένου ότι θα της υπέγραφε απαλλαγή.  Τον ίδιο όρο του είχε θέσει προκειμένου για την καταβολή του οφειλόμενου μέρους του μισθού για τον Απρίλιο και της αναλογίας του 13ου μισθού. Ο εργαζόμενος αρνήθηκε την υπό όρους καταβολή και των ποσών αυτών.

 

          Οι προβλεπόμενες από το Νόμο προσπάθειες της κας Αντωνίου ως επιθεωρήτριας, με βάση το Άρθρο 20(γ) του Ν. 63(Ι)/2002, για διευθέτηση της διαφοράς απέτυχαν. 

 

          Ακολούθησε η καταχώριση κατηγορητηρίου με 3 κατηγορίες:

 

(1) Παράλειψη αντικατάστασης της ετήσιας άδειας με χρηματική αποζημίωση κατά τον τερματισμό της απασχόλησης, κατά παράβαση των Άρθρων 8(2) και 19 του Νόμου 63(Ι)/2002, όπως τροποποιήθηκε.

 

(2) Μη πληρωμή μηνιαίου μισθού, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 9(1) και 20 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007 όπως τροποποιήθηκε.

 

(3) Μη πληρωμή μηνιαίου μισθού αναφορικά με την αναλογία του 13ου μισθού για το έτος 2016, κατά παράβαση του ίδιου ως άνω Νόμου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία της κας Αντωνίου και του εργαζόμενου, όπως και τη μαρτυρία του κ. Βίκτωρα Ευθυμιάδη, εκτελεστικού διευθυντή της εφεσείουσας (ΜΥ1).  Ως προς τα ουσιώδη γεγονότα δεν υπήρξε διαφορά.  Ο ΜΥ1 επιβεβαίωσε ότι την 1.2.2016 η εφεσείουσα αποφάσισε να αλλάξει την πολιτική της αναφορικά με το θέμα της δυνατότητας μεταφοράς ημερών άδειας από τα προηγούμενα έτη και έτσι όσοι θα αποχωρούσαν από την εταιρεία θα αποζημιώνονταν μόνο για τις ημέρες που δεν έλαβαν κατά το έτος της αποχώρησης τους, ανεξαρτήτως του αριθμού των αδειών που είχαν συσσωρεύσει από προηγούμενα έτη. 

 

Ο εργαζόμενος, όμως, ανέφερε ότι δεν είχε τον αναγκαίο χρόνο για να χρησιμοποιήσει τη συσσωρευμένη του άδεια μετά την εν λόγω αλλαγή και μέχρι την αποχώρηση του από την εφεσείουσα.  Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι όταν έδωσε την επιστολή παραίτησης του στις 16.3.2016, με δεδομένη πλέον την νέα εγκύκλιο, ζήτησε να πληροφορηθεί από το διευθυντή της εφεσείουσας αν θα πληρωθεί τις συσσωρευμένες ημέρες άδειας του και αυτός του απάντησε να μην ανησυχεί και το θέμα θα κανονιστεί.  Όμως μετά την παραίτηση του αντιμετώπισε την αρνητική στάση της εφεσείουσας, η οποία, ως άνω, του έθετε όρο ακόμα και για την πληρωμή του αδιαμφισβήτητα οφειλόμενου μέρους του μισθού του την απαλλαγή της από κάθε απαίτηση του εργαζόμενου. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία αποδέχθηκε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον εργαζόμενο.  Άλλωστε, το ουσιαστικό πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης αποτελεί κοινό τόπο και είναι η επενέργεια της αλλαγής της πολιτικής της εφεσείουσας.  Εν τέλει, καταδίκασε την εφεσείουσα και στις 3 εν λόγω κατηγορίες, επιβάλλοντας χρηματική ποινή €350 σε κάθε μια από αυτές. 

 

Ακολούθησε η παρούσα έφεση.  Σύμφωνα με το Άρθρο 138(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η ειδοποίηση έφεσης πρέπει να εκθέτει πλήρως τους λόγους επί των οποίων βασίζεται.  Τούτο όμως δεν προϋποθέτει εκτενείς αιτιολογήσεις που λαμβάνουν τη μορφή αγόρευσης.  Ούτε και είναι θεμιτό κάτω από ένα γενικόλογα τιθέμενο λόγο έφεσης να αναπτύσσεται εκτεταμένη αιτιολογία η οποία εκφεύγει του λόγου αυτού, μέχρι σημείου που να περιλαμβάνει και ζητήματα που θα έπρεπε να τεθούν αυτοτελώς ως λόγοι έφεσης.  Αυτά τα φαινόμενα διαπιστώνονται στη διατύπωση της ειδοποίησης έφεσης στην παρούσα υπόθεση. 

 

Θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τους λόγους έφεσης για να προσδιορίσουμε με σαφήνεια το παράπονο της εφεσείουσας.  Η ουσία έγκειται στη θέση ότι η διαφορά που προέκυψε σε σχέση με την απαίτηση του εργαζόμενου για χρηματική αποζημίωση ως προς τη συσσωρευμένη άδεια δεν δημιουργούσε με την απαιτούμενη βεβαιότητα ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν επρόκειτο για παράβαση εκ μέρους της εφεσείουσας οποιασδήποτε διάταξης του Νόμου 63(Ι)/2002, αλλά για αστική διαφορά με βάση το Άρθρο 7(1) του Νόμου 8/1967, για την οποία δικαιοδοσία είχε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. 

Αλλ' εν πάση περιπτώσει, ακόμα και επί τη βάσει του Άρθρου 7(1) του Νόμου 8/1967, η εφεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει χρηματική αποζημίωση για συσσωρευμένες άδειες, εν όψει της εγκυκλίου που καταργούσε το δικαίωμα για συσσώρευση άδειας.  Η προηγούμενη πρακτική ήταν χαριστική.  Με αυτό το σκεπτικό προσβάλλεται το ακόλουθο συμπέρασμα του δικαστηρίου:

 

«Έχοντας υπόψη μου την πολιτική της κατηγορούμενης μέχρι και το έτος 2016 να επιτρέπει τη μεταφορά ημερών ετήσιας άδειας που οι εργοδοτούμενοί της δεν έλαβαν από ένα έτος σε άλλο, η οποία πολιτική ήταν εντός των πλαισίων που ορίζει το άρθρο 7(2) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/1967, κρίνω πως η άρνησή της να αντικαταστήσει τις ετήσιες άδειες που είχαν συσσωρευθεί προς όφελος του παραπονούμενου από προηγούμενα έτη απασχόλησης και δεν υπερέβαιναν το διπλάσιο των ετήσιων αδειών που δικαιούταν να λάβει δεν ήταν δικαιολογημένη.»  

 

 

Τίθεται επίσης ζήτημα ανεπαρκούς εξέτασης της μαρτυρίας και ανεπαρκούς αξιολόγησης.  Δεν συμφωνούμε.  Είναι γνωστά τα περιθώρια επέμβασης του δικαστηρίου και δεν θα τα επαναλάβουμε.  Εν προκειμένω δεν χωρεί παρέμβαση στο έργο του αρμοδίου δικαστηρίου να κρίνει τους μάρτυρες και να διατυπώσει ευρήματα επί των γεγονότων, σε μια υπόθεση μάλιστα που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά σε ό,τι αφορά στα γεγονότα. 

 

Τέλος, προσβάλλεται η ποινή ως εσφαλμένη «καθ΄ ολοκληρίαν».  Τίθεται στην αιτιολογία του σχετικού λόγου το ερώτημα πώς θα ήταν δυνατόν να ευρίσκεται ένοχη η εφεσείουσα και να επιβάλλεται ποινή ότι στις 8.4.2016 δεν κατέβαλε τις διεκδικούμενες αξιώσεις για άδεια 25½ ημερών, όπως καταγράφεται στο κατηγορητήριο, εφόσον κατά τον ίδιο χρόνο και αργότερα κατά την υποβολή του παραπόνου του αυτός διεκδικούσε στην αρχή 42 ημέρες και μετά 29½ ημέρες.  Εν πάση περιπτώσει η εφεσείουσα δεν αρνήθηκε την πληρωμή των ποσών που αφορούν και στις 3 κατηγορίες και είχε στη διάθεση του εργαζόμενου τα ποσά σύμφωνα με το δικό της υπολογισμό, αλλά αυτός αρνήθηκε να τα παραλάβει.  Εσφαλμένα επίσης το δικαστήριο πλην του προστίμου που επέβαλε, εξέδωσε και διάταγμα πληρωμής του οφειλόμενου ποσού της 1ης κατηγορίας με βάση το Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, εφόσον το εν λόγω Άρθρο «προϋποθέτει ύπαρξη αποδειχθέντος ποινικού αδικήματος και ορίζει ως παρεπόμενη και/ή εις υποκατάσταση της «τιμωρίας» της ενδεχόμενης ποινής, διάταγμα αποζημίωσης.» 

 

          Ως προς τον ισχυρισμό ότι αρμόδιο ήταν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι τα επίδικα θέματα, εν προκειμένω, αφορούν σε αδικήματα τα οποία προβλέπονται από τους σχετικούς Νόμους με ανάλογες ποινικές κυρώσεις.  Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ορίζεται από το Νόμο ως το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως (Άρθρο 18 του Ν. 63(Ι)/2002). 

 

Το ζητούμενο κάθε φορά είναι κατά πόσον η πράξη ή η παράλειψη του εργοδότη συνιστά ποινικό αδίκημα, υπό την έννοια που ορίζουν τα Άρθρα 19 και 20 των εν λόγω Νόμων, αντιστοίχως.  Σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Νόμου 63(Ι)/2002:

 

«Κυρώσεις

19. Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι ένοχος ποινικού αδικήματος [.]»

 

Συνεπώς, για να στοιχειοθετηθεί ποινικό αδίκημα θα πρέπει να διαπιστωθεί παράβαση μιας διάταξης του Νόμου 63(Ι)/2002.  Εάν όχι, η τυχόν παράλειψη ή άλλη συμπεριφορά του εργοδότη είναι αστικής φύσεως και αρμόδιο δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Εν προκειμένω, η λεγόμενη «πρακτική» ή «πολιτική» της εφεσείουσας δεν αποτελούσε μονομερή χαριστική συμπεριφορά εκ μέρους της, όπως ήταν η εμμονική της θέση. Θεώρησε ότι θα μπορούσε μονομερώς να διαφοροποιήσει τους όρους εργοδότησης του εργαζομένου, όπως τουλάχιστον είχαν διαμορφωθεί μέσα από τη μεταξύ τους αδιάλειπτη πρακτική, παραβλέποντας ότι αυτός, βασιζόμενος στην πρακτική αυτή, είχε επιλέξει να μην λάβει όλη την άδεια που εδικαιούτο κατά την προηγούμενη περίοδο, έχοντας τη βεβαιότητα ότι αυτή θα συσσωρευόταν.  Όταν η εφεσείουσα άλλαξε πρακτική, ο εργαζόμενος δεν μπορούσε, βεβαίως, να ανατρέξει στο παρελθόν και να αξιοποιήσει την άδεια που είχε, τρόπον τινά, φυλάξει.  Αυτή πλέον, ως ζήτημα δικαίου, αλλά και κοινού ανθρωπισμού, θα μπορούσε να αντικατασταθεί μόνο σε χρήμα. 

 

Η προσέγγιση μας αυτή βρίσκει έρεισμα, mutatis mutandis, στην Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων ν. Σταύρου, Ποιν. Έφ. Αρ. 264/18 και Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων ν. Σταύρου κ.α., Ποιν. Εφ. Αρ. 264/18 και 265/18, ημερ. 3.7.2020, όπου κρίθηκε ότι το γεγονός πως ο παραπονούμενος υπέγραφε ότι λάμβανε το προσφερόμενο ποσό του 13ου μισθού ως «φιλοδώρημα» ήταν αδιάφορο.  Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Α/φοί Λιοτατή Λτδ ν. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποιν. Έφ. Αρ. 151/16, ημερ. 1.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B457, που αφορούσε σε «φιλοδώρημα-δώρο» Χριστουγέννων, που κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε, υπό τις περιστάσεις, κατά χάριν πληρωμή εφόσον δεν εδίδετο ως έκτακτη προμήθεια, αλλά εδίδετο κάθε χρόνο, την ίδια περίοδο, σε όλους τους υπαλλήλους και χωρίς οποιαδήποτε αίρεση ή όρο.  Συνεπώς είχε συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου και αποτελούσε μέρος της συμφωνίας εργοδότησης του ως 13ος μισθός.  Ο εργαζόμενος είχε αποκτήσει κεκτημένο δικαίωμα και εύλογα είχε την πεποίθηση ότι θα ελάμβανε το δώρο αυτό κάθε Χριστούγεννα.  Με το σκεπτικό αυτό, κατόπιν απόρριψης του ισχυρισμού τους περί χαριστικής καταβολής, οι κατηγορούμενοι σε αμφότερες τις εν λόγω υποθέσεις καταδικάστηκαν για παράλειψη καταβολής μηνιαίου μισθού.  Επρόκειτο για παράβαση συγκεκριμένης πρόνοιας του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007, που θεσπίζει υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή μισθού (Άρθρο 3(1) και 20). 

 

Όμως, δεν αρκεί η διαπίστωση άδικης συμπεριφοράς ή έστω και υποχρέωσης του εργοδότη.  Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον τέτοια συμπεριφορά ή παράλειψη συνιστά παράβαση διάταξης του Νόμου 63(Ι)/2002 και συνεπώς ποινικό αδίκημα, εν τη εννοία του Άρθρου 19 του Νόμου αυτού. 

 

Πιο συγκεκριμένα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου η ρύθμιση συσσώρευσης αδειών δεν προβλέπεται στον «παρόντα Νόμο» (Νόμο 63(Ι)/2002), αλλά στο Νόμο 8/1967, κατά πόσον δημιουργείται αδιαμφισβήτητη, όπως απαιτείται εν προκειμένω για την στοιχειοθέτηση ποινικού αδικήματος, παράβαση του «παρόντος Νόμου» και συνεπώς ποινικό αδίκημα εν τη εννοία του Άρθρου 19, όπως δημιουργείται με την παράλειψη καταβολής μισθού στα πλαίσια του Άρθρου 20 του Νόμου 35(Ι)/2007, στην οποία αφορούσαν οι υποθέσεις Σταύρου και Α/φοί Λιοτατή ανωτέρω. 

 

Ο Νόμος 63(Ι)/2002 διασφαλίζει ως ελάχιστη προδιαγραφή το δικαίωμα σε ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση (μόνο) σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης (Άρθρο 8(1) και (2)).  Το δικαίωμα του εργοδοτουμένου για συσσωρευμένη άδεια και συνεπώς για χρηματική αποζημίωση για συσσωρευμένη άδεια, πηγάζει από τον Νόμο 8/1967

 

Έτσι, το ερώτημα εξειδικεύεται περαιτέρω ως εξής: Η παράλειψη του εργοδότη να τηρήσει τυχόν υποχρέωση του, η οποία δημιουργείται μέσα από το συνδυασμό του Νόμου 63(Ι)/2002 με τον Νόμο 8/1967 συνιστά παράβαση των διατάξεων του Νόμου 63(Ι)/2002 και ποινικό αδίκημα, ή πρόκειται για αστικής φύσεως υποχρέωση, για την οποία αρμόδιο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών;

 

Σαφώς δεν πρόκειται για ευθεία παράβαση διάταξης του Νόμου 63(Ι)/2002, όπως θα ήταν λ.χ. η άρνηση να παραχωρηθεί η ελάχιστη, έστω, προνοούμενη ετήσια άδεια.  Η παράλειψη προκύπτει μέσα από πρόνοια ενός άλλου Νόμου, ώστε να μην μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι πρόκειται για άμεση παράβαση διάταξης του «παρόντος Νόμου» 63(Ι)/2002. Αυτή την έννοια αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν οι εκτεταμένοι λόγοι έφεσης που θα μπορούσαν να τεθούν συνοπτικά και με σαφήνεια. 

 

Η αμφιβολία θα πρέπει να επενεργήσει υπέρ της εφεσείουσας και η καταδίκη στην 1η κατηγορία να παραμεριστεί, χωρίς την ανάγκη να εξετάσουμε και άλλους συναφείς και εκτεταμένους λόγους έφεσης.  Συνεπακόλουθα παραμερίζεται και το διάταγμα πληρωμής του ποσού της 1ης κατηγορίας το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε με βάση το Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60

 

Σαφώς, όμως, η εφεσείουσα δεν κατέβαλε μέρος του μηνός Απριλίου και την αναλογία του 13ο μισθού.  Η «προσφορά» των ποσών αυτών δεν είχε αξία, εφόσον η εφεσείουσα τα είχε προσφέρει, υπό τον όρο ότι ο εργαζόμενος, το αδύνατο μέρος της σχέσης εργοδότησης, θα υπέγραφε απαλλαγή της από κάθε υποχρέωση της, εγκαταλείποντας τα τυχόν εργασιακά του δικαιώματα έναντι πινακίου φακής.  Η παράλειψη καταβολής των ποσών συνιστούσε παράβαση του Άρθρου 20 του Νόμου 35(Ι)/2007

 

Η καταδίκη στις κατηγορίες 2 και 3, η οποία είχε ως αποτέλεσμα και την έκδοση διατάγματος για καταβολή των αντίστοιχων ποσών με βάση το Άρθρο 20(2) του Νόμου 35(Ι)/2007, επικυρώνεται.

         

Ο λόγος έφεσης για την ποινή συμπλέκει παράπονα για την καταδίκη και για την ποινή.  Ό,τι υποδεικνύεται σε σχέση με την επιμέτρηση της ποινής είναι ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα δεν αρνήθηκε την πληρωμή των ποσών που αφορούν και στις 3 κατηγορίες, «σύμφωνα με το δικό της υπολογισμό».  Ως προς αυτό το επιχείρημα έχουμε απαντήσει αναφορικά με τις κατηγορίες 2 και 3 που έχουν παραμείνει.  Κατά τα άλλα, δεν τέθηκε με την έφεση ζήτημα υπερβολικής χρηματικής ποινής και συνεπώς δεν έχουμε τέτοιο θέμα ενώπιον μας προς εξέταση. 

 

          Λαμβάνοντας υπόψη την μερική μόνο επιτυχία της έφεσης και τους λόγους αποτυχίας του υπόλοιπου της μέρους, ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 

                                                T.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                               

 

Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                               

Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

 

 

 

/φκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο