ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Mαυρονικόλα Mαρία ν. Άντη Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293
ARAOUZOS & SON ν. POLICE (1980) 2 CLR 131
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391
A.Θ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 51/2022, 18/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B396
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:B181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 13/2023)
30 Μαΐου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
Γ. Κ.,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Μ. Παπαμιχαήλ με Α. Παπαμιχαήλ και Ε. Γεωργίου (κα)
για Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Θεοδότου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη. Η απόφαση για την καταδίκη θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ., και για την ποινή από τον Ιωαννίδη, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων με τους 21 λόγους έφεσης που παρέμειναν προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ένοχος σε σωρεία κατηγοριών ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές, κατά παράβαση του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (κατηγορίες 1 - 18, 20 - 37, 39 - 52, 54 - 57, 59 και 61) και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στην 1η κατηγορία και τριών μηνών στις υπόλοιπες κατηγορίες, εκτός από τη 2η κατηγορία, όπου δεν επιβλήθηκε ποινή. Ο εφεσείων αθωώθηκε στις κατηγορίες 19, 53, 58 και 60, ενώ η κατηγορία 38 διακόπηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.
Η υπόθεση αφορούσε σε τρία διατάγματα που εκδόθηκαν από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της Αίτησης Γονικής Μέριμνας Αρ. 342/2018. Το πρώτο, ημερομηνίας 6.7.2018, προέβλεπε τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του εφεσείοντα με τα δύο ανήλικα τέκνα του, καθώς και τη διάρκεια των διακοπών με τον κάθε γονέα. Το δεύτερο, ημερομηνίας 20.11.2018, το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου, ακύρωνε το πρώτο και ρύθμιζε την επικοινωνία του εφεσείοντα με τα ανήλικα τέκνα του σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες, με δικαίωμα διανυκτέρευσης. Με το τρίτο, ημερομηνίας 25.10.2019, το οποίο ακύρωνε το δεύτερο, ανατίθετο η φύλαξη και φροντίδα των τέκνων στη μητέρα και καθοριζόταν ως τόπος διαμονής τους ο εκάστοτε τόπος διαμονής της μητέρας.
Κατά πάντα ουσιώδη προς το κατηγορητήριο χρόνο, τα τέκνα διέμεναν με τον πατέρα.
Η 1η κατηγορία αφορούσε σε ανυπακοή του τρίτου διατάγματος, οι κατηγορίες 54 και 55 του πρώτου και οι υπόλοιπες του δεύτερου. Σε όλες τις κατηγορίες αποδιδόταν στον εφεσείοντα ότι, σε συγκεκριμένη ημερομηνία (με εξαίρεση την 1η η οποία αφορούσε σε συγκεκριμένη περίοδο μεταξύ δύο ημερομηνιών), στέρησε το δικαίωμα επικοινωνίας της μητέρας με τα τέκνα τους.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίχθηκε κυρίως στη μαρτυρία της παραπονούμενης μητέρας, ενώ, για ένα περιστατικό που αφορούσε στην κατηγορία 61, έδωσε μαρτυρία και η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου που φοιτούσαν τα ανήλικα τέκνα. Η βασική θέση της παραπονούμενης ήταν ότι τα διατάγματα δεν είχαν εκτελεστεί λόγω της αρνητικής στάσης του εφεσείοντα και της προσπάθειάς του να ματαιώσει κάθε ενέργειά της όσον αφορά την επικοινωνία της με τα τέκνα.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντα κινήθηκε κυρίως στο ότι τα τέκνα δεν επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τη μητέρα. Ο εφεσείων προέβαλε, επίσης, ως υπεράσπιση, την ασάφεια του δεύτερου διατάγματος, την ύπαρξη πιλοτικών προγραμμάτων επικοινωνίας των γονέων με τα τέκνα τους και άλλες διευθετήσεις. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι πολλές από τις κατηγορίες αφορούσαν σε ημερομηνίες σε σχέση με τις οποίες είχαν καταχωριστεί από την παραπονούμενη αιτήσεις παρακοής στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε λεπτομερώς στη μαρτυρία των δύο γονέων, προχώρησε στην αξιολόγησή της. Αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης δεν εντόπισε οποιαδήποτε υπερβολή ή αναλήθεια στα λεγόμενά της και έκρινε ότι «όλες οι ενέργειες δεν παραπέμπουν σε μια αδιάφορη μάνα ή σε μια μάνα που κακοποιούσε σωματικά, ψυχικά, λεκτικά και/ή άλλως πως τα ανήλικα τέκνα της ή σε μάνα που έχει άλλες προτεραιότητες ή ασχολείται με δραστηριότητες που δε συνάδουν με το μητρικό ρόλο αλλά μια μάνα που αδημονεί να ζήσει τουλάχιστον φυσιολογικά με τα τέκνα της. Άλλωστε οι θέσεις της υπεράσπισης ότι η μάνα κακοποιούσε ψυχολογικά και σωματικά τα ανήλικα τέκνα δεν τεκμηριώθηκαν με οποιοδήποτε βάσιμο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου.». Από την ενώπιόν του μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι συνέτρεχε οποιασδήποτε μορφής άγρια συμπεριφορά ή συμπεριφορά εκφοβισμού προς τα τέκνα. Σχολίασε και την επιστολή που απέστειλαν τα τέκνα προς την Επίτροπο Προστασίας του Παιδιού, κρίνοντας ότι δεν απεδείκνυε τις θέσεις της υπεράσπισης γιατί, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε τόσο ο ίδιος ο πατέρας, όσο και η Επίτροπος, θα ελάμβαναν δράση. Η εντύπωση που αποκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο από την παραπονούμενη ήταν ότι δεν έπαυσε να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα τέκνα της, έστω και για λίγο. Το Δικαστήριο σχολίασε και τις αναφορές της σε πιλοτικά προγράμματα, τα οποία όμως δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, καθώς και στις αιτήσεις παρακοής που καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, τις οποίες απέσυρε μόλις εκδόθηκε το διάταγμα φύλαξης και φροντίδας, ημερομηνίας 25.10.2019.
Από την άλλη, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τις θέσεις του εφεσείοντα όπως τέθηκαν, τόσο στις ανακριτικές αρχές, όσο και ενώπιόν του. Στη συνέχεια, εξέτασε το ηθελημένο της παρακοής με αναφορά στην αρνητική στάση των τέκνων. Προς τούτο, παρέπεμψε στα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην Α.Θ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 51/2022, ημερ. 18.10.2022, με αναφορά στη Γ.Κ. ν. Ε.Ζ. Έφεση ΔΟΔ Αρ. 8/2021, ημερ. 13.5.2021. Τα συνοψίζουμε:
Όταν προκύπτει ζήτημα σοβαρής και σθεναρής άρνησης του τέκνου να συνεργαστεί προς εκτέλεση δικαστικού διατάγματος επικοινωνίας που το αφορά, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε το δικαστήριο, ούτε ο υπόχρεος της επικοινωνίας γονέας, έχουν δικαίωμα να το πειθαναγκάσουν να το υποστεί, διότι αυτό θα ήταν τελικά αντίθετο στο συμφέρον του (ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1195, 555). Σημειώνεται η νομολογιακή αρχή ότι όταν ένα τέτοιας φύσεως διάταγμα δεν εκτελείται, συνεπεία της αρνητικής στάσης και συμπεριφοράς του ίδιου του ανήλικου, το δικαστήριο «οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του ανήλικου μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα» (Ιακώβου ν. Γεωργίου, Έφεση ΔΟΔ 4/2014, ημερ. 2.6.2017).
Στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 1910/2005, σχολιάζεται η επίδραση που δυνατόν να έχει η συμπεριφορά του γονέα στα ανήλικα τέκνα σε τέτοιου είδους περιπτώσεις:
«Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξ άλλου της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιλογή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.»
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η υποχρέωση για συμμόρφωση προς το διάταγμα απαιτεί θετική ενέργεια, χωρίς να αρκεί μια μηχανιστική συμπεριφορά. Επιβάλλεται θετική ενθάρρυνση και προτροπή, ώστε να υπάρχει πραγματική συμμόρφωση προς το διάταγμα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τη Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:
«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα τέκνα τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση.».
Ενώ λοιπόν, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής για να αποδείξει την κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εκεί όπου ο υπόχρεος γονέας προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωσή του, αυτός είναι που έχει και το βάρος απόδειξης, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η δικαιολογία αυτή είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Εν προκειμένω, τα τέκνα, όπως ανέφερε το Δικαστήριο, βρίσκονταν από το Μάρτιο του 2019 όταν ήταν 6½ και 8 ετών, αντίστοιχα, υπό τον πλήρη έλεγχο του πατέρα. Ήταν, επίσης, αποδεκτό ότι τα τέκνα εκδήλωναν αρνητική στάση και επιθετικότητα εναντίον της μητέρας. Αποδεχόμενο τη μαρτυρία της μητέρας έκρινε ότι η οποιαδήποτε συνάντηση της μητέρας με τα τέκνα τελούσε υπό τη «διακριτική» παρουσία του πατέρα και κατέληγε αρκετές φορές σε καυγά με τη μητέρα και στην αρνητική προδιάθεση των τέκνων εναντίον της. Ακόμα, η οποιαδήποτε επικοινωνία της μητέρας με τα τέκνα γινόταν σε ανοικτή ακρόαση, παρουσία του πατέρα, ο οποίος συμπεριφερόταν απότομα στη μητέρα και αποθάρρυνε τις συναντήσεις των τέκνων μαζί της. Σε κάποιο στάδιο η μητέρα ενέπλεξε το Γραφείο Ευημερίας και την Αστυνομία με στόχο να συνετίσει τον εφεσείοντα ώστε να συμμορφωθεί με τα διατάγματα. Τότε ο εφεσείων χρησιμοποίησε την εμπλοκή της Αστυνομίας δημιουργώντας την εντύπωση στα τέκνα ότι η μητέρα δεν θέλει τον πατέρα και θέλει να τον φυλακίσει. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, προφασιζόμενος ασθένεια των τέκνων και κακή ψυχολογική τους κατάσταση λόγω κατ΄ ισχυρισμόν βίας που ασκούσε η μητέρα, δεν τα πήγε σχολείο, με αποτέλεσμα να τα ψάχνει η μητέρα και να μην καταστεί δυνατό γι' αυτή να τα παραλάβει.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε την ενέργεια του πατέρα να ηχογραφεί τα τέκνα την ώρα που αυτά έκλαιγαν και σπάραζαν, γιατί δεν ήθελαν τη μητέρα, ότι συνιστούσε ενθάρρυνση της κακής σχέσης τους με τη μητέρα και ότι καλλιεργούσε την κακή διάθεση των τέκνων έναντί της. Έκρινε, περαιτέρω, ότι η εν γένει συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν απεκάλυπτε γνήσια διάθεση εκ μέρους του να τηρήσει τα συμφωνηθέντα πιλοτικά προγράμματα επικοινωνίας. Το Δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε την ύπαρξη των πιλοτικών προγραμμάτων, κατέληξε ότι αυτά δεν τηρήθηκαν ούτε κατ΄ ελάχιστον, λόγω κυρίως της στάσης του εφεσείοντα, η οποία επηρέασε αρνητικά τη στάση των τέκνων έναντι της μητέρας και ότι τα προγράμματα αυτά δεν αναιρούσαν την ισχύ των διαταγμάτων.
Καταληκτικά ανέφερε ότι:
«.από τη μαρτυρία που έχω ενώπιον μου διαφαίνεται πως ο κατηγορούμενος κατά κύριο λόγο έχει δημιουργήσει και διαποτίσει τη σκέψη και την κρίση των ανηλίκων τέκνων με την αρνητική στάση που έχει ο ίδιος απέναντι στη μητέρα. Η άρνηση των τέκνων να ακολουθήσουν τη μητέρα αποτελεί το πρόσχημα του κατηγορούμενου για τη μη συμμόρφωση με τα εκάστοτε διατάγματα. Ο ίδιος μεθοδευμένα και με σκοπό ενήργησε ώστε σήμερα τα ανήλικα τέκνα να είναι σχεδόν ξένα με τη μητέρα σε σημείο που να τη θεωρούν εχθρό τους και/ή πρόσωπο που επιδιώκει να φυλακίσει τον κατηγορούμενο.».
Εξέτασε, στη συνέχεια, τις υπερασπίσεις που ηγέρθηκαν από τον εφεσείοντα, ότι δηλαδή κάποιες κατηγορίες αφορούσαν σε ημερομηνίες που αποτέλεσαν αντικείμενο αιτήσεων παρακοής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, οι οποίες αποσύρθηκαν, λόγω έκδοσης τελικού διατάγματος φύλαξης και φροντίδας των τέκνων από την παραπονουμένη, τις οποίες όμως απέρριψε, καθότι ο εφεσείων δεν αντιμετώπισε τον κίνδυνο καταδίκης σ΄ εκείνες τις αιτήσεις υπό τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποσύρθηκαν. Δε συμφώνησε, επίσης, με την εισήγηση της υπεράσπισης περί ασάφειας του πρώτου διατάγματος που αφορούσε στις κατηγορίες 54-55.
Κατέληξε ότι ο εφεσείων ηθελημένα δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες των εκάστοτε σε ισχύ διαταγμάτων στις κατηγορίες 1 - 18, 20 - 37, 39 - 52, 54 - 57, 59 και 61 και τον έκρινε ένοχο στις κατηγορίες αυτές. Του επέβαλε δε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στην 1η κατηγορία και ποινές φυλάκισης 3 μηνών στις κατηγορίες 3 - 18, 20 - 37, 39 - 52, 54 - 57, 59 και 61. Δεν επέβαλε ποινή στη 2η κατηγορία για λόγους που δεν εξηγήθηκαν.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τον τρόπο που αναπτύχθηκαν από τον εφεσείοντα.
Με τον 1ο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει παράλειψη του Δικαστηρίου να εφαρμόσει την αρχή ne bis in idem, η οποία απορρέει από το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 4 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παραβιάζοντας το δικαίωμα του εφεσείοντα σε μη καταδίκη εκ δευτέρου για το ίδιο αδίκημα και, κατά συνέπεια, παραβιάζοντας το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με βάση την εν λόγω αρχή, κανένας δεν μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί για παράβαση για την οποία έχει ήδη καταδικαστεί ή αθωωθεί. Προς υποστήριξη της θέσης του ως προς τα γεγονότα παρέπεμψε στην απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στην αίτηση παρακοής που εκδικάστηκε στα πλαίσια της Αίτησης Γονικής Μέριμνας Αρ. 342/2018, όπου καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 45 ημερών. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στη Γ.Κ. ν. Ε.Ζ., πιο πάνω. Σ΄ εκείνη την υπόθεση, κατά την εισήγηση, το Οικογενειακό Δικαστήριο αναφέρθηκε στο modus operandi του εφεσείοντα που αφορούσε στα ίδια γεγονότα με την παρούσα.
Η υπόθεση παρακοής στο Οικογενειακό Δικαστήριο αφορούσε την παρακοή του διατάγματος, ημερομηνίας 5.6.2020, το συμπληρωματικό διάταγμα, ως αναφέρεται ανωτέρω. Συγκεκριμένα, στις 25.10.2019 εκδόθηκε τελικό διάταγμα, με το οποίο ανατέθηκε στην παραπονούμενη η φύλαξη και φροντίδα των τέκνων και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής τους ο εκάστοτε τόπος διαμονής της παραπονούμενης. Πρόκειται για το τρίτο διάταγμα που αναφέρθηκε πιο πάνω. Λόγω του ότι ο εφεσείων δεν παρέδωσε τα τέκνα στην παραπονούμενη, τα οποία, υπενθυμίζουμε, διέμεναν μαζί του, η παραπονούμενη καταχώρισε αίτηση με την οποία αιτείτο την έκδοση συμπληρωματικού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσεται ο εφεσείων να της παραδώσει τα τέκνα. Στις 5.6.2020 εκδόθηκε εκ συμφώνου συμπληρωματικό διάταγμα του τρίτου διατάγματος, με το οποίο ο εφεσείων διετάσσετο όπως παραδώσει τα ανήλικα τέκνα στην παραπονούμενη, στην παρουσία της αρμόδιας λειτουργού, εντός 4 ημερών από την ημέρα επίδοσης σε αυτόν του διατάγματος, το αργότερο μέχρι η ώρα 20:00 της 4ης ημέρας από την επίδοση του διατάγματος. Είναι στη βάση αυτού του συμπληρωματικού διατάγματος και μόνο που ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο στις 26.2.2021, σε ηθελημένη καταφρόνηση του διατάγματος του Δικαστηρίου και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 45 ημερών, απόφαση η οποία, όπως είπαμε, επικυρώθηκε από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στη Γ.Κ. ν. Ε.Ζ., πιο πάνω.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την καταδίκη του εφεσείοντα στην 1η κατηγορία, οι λεπτομέρειες της οποίας έχουν ως εξής:
«Ο κατηγορούμενος, μεταξύ 31ης Οκτωβρίου και 22ας Νοεμβρίου 2019, στην Λευκωσία της Επαρχίας Λευκωσίας, παρέλειψε να υπακούσει στο διάταγμα γονικής μέριμνας με αριθμό αίτησης 342/18 που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 20/11/2018 και τροποποιήθηκε στις 25/10/2019, δηλαδή, στέρησε το δικαίωμα επικοινωνίας της μητέρας των τέκνου του με αυτά.»
Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε ότι το διάταγμα ημερομηνίας 25.10.2019 δεν τροποποίησε το διάταγμα ημερομηνίας 20.11.2018, ως εσφαλμένα αναφέρεται στις λεπτομέρειες, αλλά το ακύρωσε. Περαιτέρω, το διάταγμα ημερομηνίας 25.10.2019, για το οποίο γίνεται αναφορά στις λεπτομέρειες του αδικήματος, δεν ρύθμιζε θέματα επικοινωνίας και δεν καθόριζε υποχρεώσεις σε σχέση με αυτά. Δεν είναι άλλωστε χωρίς σημασία που εξεδόθη στις 5.6.2020, μετά την περίοδο που αναφέρεται στην κατηγορία, το συμπληρωματικό διάταγμα, για το οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω, με το οποίο διετάσσετο ο εφεσείων να παραδώσει τα ανήλικα τέκνα του εντός συγκεκριμένου χρόνου στην παραπονούμενη. Είναι στη βάση αυτού του συμπληρωματικού διατάγματος που το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα, για το οποίο ουδεμία αναφορά γίνεται στις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του στις λεπτομέρειες αυτές, όπως έπραξε με αναφορά στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 19 και 60, για τις οποίες ανέφερε ότι «δεν παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του διατάγματος εφόσον δεν προεβλέπετο η παράδοση των τέκνων στη μητέρα». Με το διάταγμα ημερομηνίας 25.10.2019 δεν προβλεπόταν παράδοση των τέκνων στη μητέρα, ως προβλεπόταν με το συμπληρωματικό διάταγμα, ημερομηνίας 5.6.2020.
Για τους πιο πάνω λόγους, η καταδίκη του εφεσείοντα στην πιο πάνω κατηγορία κρίνεται εσφαλμένη και έκθετη σε παραμερισμό.
Ο 1ος λόγος έφεσης δεν περιορίζεται στην 1η κατηγορία, αλλά και στις άλλες κατηγορίες, στις οποίες θα ασχοληθούμε στην πορεία της απόφασής μας.
Με το 2ο λόγο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν παρέδωσε το κείμενο της απόφασής του για την ποινή εντός ευλόγου χρόνου, έτσι ώστε να παραχωρηθεί στον εφεσείοντα εύλογος χρόνος να ετοιμάσει την έφεσή του.
Η απόφαση για την ποινή δόθηκε από έδρας (ex tempore), στην παρουσία του εφεσείοντα και του δικηγόρου του, στις 13.1.2023, ημέρα Παρασκευή. Το κείμενο της απόφασης θα έπρεπε να ήταν διαθέσιμο σε πολύ σύντομο χρόνο μετά την απαγγελία της ποινής. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει διαφανεί ότι υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, αλλά ούτε και αναφέρεται κάτι τέτοιο από τον εφεσείοντα, έτσι ώστε να υπάρχει έρεισμα στον λόγο έφεσης.
Ο 2ος λόγος απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 3, 4, 5, 6 και 15, οι οποίοι αναπτύσσονται ομαδοποιημένοι από τον εφεσείοντα, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο ανέμενε από την υπεράσπιση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την αδυναμία εκτέλεσης του διατάγματος και όχι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (3ος λόγος), απέτυχε να αιτιολογήσει πως η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την απαραίτητη ένοχη διάνοια (mens rea), πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, στην 1η κατηγορία (4ος λόγος), ότι έγινε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα (5ος λόγος), ότι το Δικαστήριο απέτυχε να εφαρμόσει την αρχή της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και δεν αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του (6ος λόγος) και ότι, παρά την κοινή θέση ότι η παραπονούμενη προχώρησε σε εκτέλεση διατάγματος πριν αυτό επιδοθεί, κατέληξε στο αυθαίρετο εύρημα ότι ουδέν μεμπτό υπήρχε σε αυτή την ενέργεια (15ος λόγος).
Ο 15ος λόγος αφορά στην 1η κατηγορία, η οποία θα απορριφθεί και δε χρειάζεται να μας απασχολήσει περαιτέρω.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους αυτής της ενότητας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα αποτελεί το κύριο του παράπονο, παρά το ότι στην αιτιολογία τους γίνεται γενική αναφορά και στην αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στο σύνολο της μαρτυρίας του εφεσείοντα και στα προγράμματα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, τα οποία γίνονταν με τη σύμφωνη γνώμη του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ότι αυτό δεν αναφέρθηκε στα μηνύματα πρόσκλησής του προς στην παραπονούμενη.
Ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε «μηδαμινή αξιολόγηση» της μαρτυρίας του και, στην ουσία, απέρριψε την υπερασπιστική του γραμμή με δικαιολογία αναπάντητα ρητορικά ερωτήματα. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι η απόφαση περιλαμβάνει γενικότητες και ευρήματα που αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν βρίσκουν έρεισμα ή αντιστρατεύονται τα πρακτικά της διαδικασίας.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα περί της αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Η υπόθεση αφορούσε σε πολλές κατηγορίες και ξεχωριστά περιστατικά που έλαβαν χώρα, ένα σε κάθε μία από αυτές. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν προέβη σε συγκεκριμένες αναφορές ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου που, κατά την εισήγησή του, αντιστρατεύονται τα πρακτικά ή ότι υπήρξε πλημμελής αξιολόγηση. Ούτε, βεβαίως, το Δικαστήριο περιορίστηκε σε ρητορικά ερωτήματα. Ανέλυσε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα, ομαδοποιώντας τις περιπτώσεις όπου τα τέκνα θα είχαν συνάντηση με τη μητέρα τους, ή όταν θα έπρεπε να επικοινωνήσουν με αυτή ή όταν υπήρχαν κλήσεις των τέκνων με την μητέρα τους και υπέβαλε κάποια ρητορικά ερωτήματα για σκοπούς έμφασης, για να καταλήξει ότι ουδεμία ουσιαστική προσπάθεια κατέβαλε ο εφεσείων, έτσι ώστε τα τέκνα να επικοινωνήσουν ή να διαμείνουν με τη μητέρα τους. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, ότι η παρουσία του πατέρα σε όποια συνάντηση διακανονίζετο μετέτρεπε την κατάσταση αρνητικά σε βάρος της μητέρας. Αναφέρθηκε, επίσης, στα πιλοτικά προγράμματα που επικαλέστηκε ο εφεσείων και εξήγησε ότι αυτά δεν τηρήθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα και πως η δική του αντίδραση, όπως αυτή προέκυπτε μέσα από τα γραπτά μηνύματα που ο ίδιος παρουσίασε, κατεδείκνυαν αντίδραση και απροθυμία να εκτελεί τα εκάστοτε διατάγματα του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι διάφορες δικαιολογίες που ο ίδιος προέβαλε για την μη εφαρμογή των επίδικων διαταγμάτων αποτελούσαν «τεχνάσματα ή προφάσεις εκ μέρους του .. ώστε να μην παραλαμβάνει τα τέκνα από το σχολείο η μητέρα και/ή να μην τα παραδίδει ο ίδιος στο σχολείο ή στον τόπο διαμονής της μητέρας ανάλογα με τις πρόνοιες του κάθε διατάγματος.».
Δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι τα γεγονότα, όπως τα περιέγραψε η παραπονούμενη, έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, έχοντας την κρίνει ως αξιόπιστη μάρτυρα. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της διευθύντριας του σχολείου, ενώ δεν αμφισβητείται ευθέως με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προβάλλεται γενικά ως λανθασμένη στα πλαίσια αιτιολογίας των λόγων έφεσης 4 και 5, χωρίς να αναπτύσσεται επιχειρηματολογία στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα ή κατά τη συζήτηση της έφεσης. Είναι, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο εξέτασε τα γεγονότα κάθε κατηγορίας χωριστά εφόσον, έστω και εάν ομαδοποίησε τη συμπεριφορά του εφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, εάν δηλαδή επρόκειτο να πάρει η μητέρα τα τέκνα από το σχολείο ή να συναντήσει τα τέκνα σε άλλους χώρους κλπ και τελικά αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα από κάποιες κατηγορίες για τους λόγους που εξήγησε.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και τα συμπεράσματά του περί του ηθελημένου της παρακοής ήταν επιτρεπτά και δικαιολογημένα και εντός των νομολογιακών επιταγών. Ούτε κρίνουμε ότι υπήρξε έλλειψη αμεροληψίας ή αντικειμενικότητας εκ μέρους του Δικαστηρίου.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 3 - 5 απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 7, 8, 9, 10 και 14 προβάλλεται ότι το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε καταχρηστικά και ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, λόγω πολλαπλότητας και κινδύνου εκ δευτέρου καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, κατά παράβαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη (7ος λόγος), ότι το κατηγορητήριο έπασχε, καθότι στη βάση των γεγονότων θα μπορούσαν να του αποδοθούν τρεις κατηγορίες αντί 61 που τελικά καταχωρίστηκαν (8ος λόγος), ότι το μέγεθος του κατηγορητηρίου και ο τρόπος καταγραφής των κατηγοριών και λεπτομερειών προδιέθεσε δυσμενώς και παραπλάνησε το Δικαστήριο (9ος λόγος), ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το χρόνο καταχώρισης του κατηγορητηρίου σε συνάρτηση με τη λήψη του παραπόνου από την Αστυνομία και απέτυχε να αποδώσει δικαιοσύνη εντός ευλόγου χρόνου (10ος λόγος), ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο η απόσυρση από την παραπονούμενη αιτήσεων παρακοής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (14ος λόγος).
Η υπό κρίση υπόθεση καταχωρίστηκε στις 30.3.2020 και στις 21.1.2022 προσετέθηκαν οι κατηγορίες 53 - 61. Περαιτέρω, ο εφεσείων είχε αντιμετωπίσει αιτήσεις παρακοής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση Αρ. 342/2018, στις οποίες περιλαμβάνονταν ημερομηνίες παρακοής των επίδικων διαταγμάτων που αφορούσαν σε κάποιες από τις επίδικες κατηγορίες. Οι αιτήσεις αυτές αποσύρθηκαν από την παραπονούμενη μετά που εκδόθηκε το τελικό διάταγμα φύλαξης και φροντίδας των τέκνων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό και έκρινε ότι, εφόσον οι αιτήσεις παρακοής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου δεν προωθήθηκαν εν τέλει και ο εφεσείων δεν τέθηκε στον κίνδυνο να ακουστούν οι εναντίον του κατηγορίες, η απόσυρση των εν λόγω αιτήσεων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει δεδικασμένο.
Στην Κονέ ν. Φλουρή κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 80, αναλύθηκε το δόγμα του δεδικασμένου, ως ακολούθως:
«Το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου εφαρμόζεται υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro una et eadem causa ή, nemo debet bis puniri pro una delicto, δηλαδή κανένας δεν υποβάλλεται για δεύτερη φορά στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως το «rule against double jeopardy» (Bλ. το σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2015 Ed., παράγραφο 4-221). Για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα, πρέπει ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης σε προηγούμενη υπόθεση για το ίδιο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Η λέξη «αδίκημα» (offence) κατά τον Lord Devlin στην υπόθεση Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254, περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα που συνιστούν το αδίκημα όσο και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα. Για να είναι εφαρμοστέο το δόγμα πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.
Οι αρχές του αγγλικού δικαίου αντανακλούνται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος μας, το οποίο ορίζει πως ο «απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα», ενώ η δυνατότητα προβολής των ειδικών απαντήσεων του autrefois acquit και autrefois convict είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στην Κύπρο με το άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο έχει ως αντικείμενο την κωδικοποίηση του κοινού δικαίου στο θέμα αυτό (βλ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά), σελ. 157). Το δε άρθρο 91 του ιδίου Νόμου, παρέχει την ευχέρεια απόσυρσης κατηγορίας, με την έγκριση του Δικαστηρίου, οπότε ο κατηγορούμενος αθωώνεται εάν η κατηγορία αποσυρθεί μετά από την απολογία του σε αυτή, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί βάσει του άρθρου 154 του εν λόγω Νόμου να διακόψει υφιστάμενη διαδικασία, με αναστολή δίωξης και να απαλλαγεί ο κατηγορούμενος, χωρίς η απαλλαγή του να συνιστά κώλυμα στην ενσωμάτωση των κατηγοριών που αποσύρθηκαν σε νέο κατηγορητήριο. Αναφέρεται δε στην υπόθεση G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131, ότι:
«In our opinion, when the provisions of paragraph(2) of Article 12 of our Constitution are construed against the background of the relevant principles of English Law, to which such provisions were intended to give constitutional effect, it becomes abundantly clear that the term "acquitted" ("απαλλαγείς" in the Greek official text of the said paragraph (2)) means acquitted on the merits and not merely discharged as a result of entering a nolle prosequi.»
Στην παρούσα υπόθεση, τα γεγονότα όλων των κατηγοριών, πλην της κατηγορίας 1, την οποία έχουμε εξετάσει πιο πάνω, αφορούσαν σε παράλειψη υπακοής του εφεσείοντα σε διατάγματα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που αφορούσαν στο δικαίωμα επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους. Το διάταγμα στο οποίο αφορούσε η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.1.2021, και, κατ΄ επέκταση, η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Γ.Κ. ν. Ε.Ζ., πιο πάνω, αφορούσε στη φύλαξη και φροντίδα των ανήλικων τέκνων των διαδίκων και, συγκεκριμένα, στο συμπληρωματικό διάταγμα ημερομηνίας 5.6.2020, στη βάση του οποίου ο εφεσείων διετάσσετο να παραδώσει τα ανήλικα τέκνα στη μητέρα. Συνεπώς, δεν επρόκειτο για ανυπακοή του ιδίου διατάγματος, έτσι ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα που είναι γνωστό στο Αγγλικό δίκαιο ως «rule against double jeopardy». Η οποιαδήποτε αναφορά σε γεγονότα που προηγήθηκαν του επίδικου σ΄ εκείνη την υπόθεση διατάγματος, τέθηκε με στόχο να καταδείξει σ΄ εκείνη την υπόθεση από πότε τα τέκνα ευρίσκονταν με τον πατέρα ή τη συμπεριφορά του γενικά και η αναφορά τους σ΄ αυτό περιορίζετο.
Αναφορικά με το κατηγορητήριο, είναι γεγονός ότι αυτό περιελάμβανε μεγάλο αριθμό κατηγοριών. Η κάθε κατηγορία αφορά σε διαφορετική ημερομηνία διάπραξης αδικήματος. Αυτό όχι μόνο δεν είναι επιλήψιμο, αλλά είναι και θεμιτό και το σύνηθες, καθότι με αυτόν τον τρόπο δεν προκαλείται οποιαδήποτε σύγχυση στον κατηγορούμενο ως προς τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και μπορεί να προβάλει την υπεράσπισή του ευχερέστερα για την κάθε κατηγορία. Σημειώνουμε ότι, εν προκειμένω, ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από κάποιες κατηγορίες. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο, κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, έκρινε ότι επρόκειτο για ενιαία συμπεριφορά του εφεσείοντα, όχι μόνο δεν υποστηρίζει τις θέσεις του εφεσείοντα, αλλά λειτούργησε προς όφελός του, εφόσον του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης.
Αναφορικά με το χρόνο καταχώρισης του κατηγορητηρίου και εκδίκασης της υπόθεσης, η καθυστέρηση δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της υπόθεσης και την έκταση της μαρτυρίας, έτσι ώστε να έχει επηρεαστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμά του.
Κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 7, 8, 9, 10 και 14 απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 11 και 20, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το υπό κρίση αδίκημα (11ος λόγος) και ότι το Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν έδωσε την κατάλληλη βαρύτητα στο γεγονός ότι επρόκειτο περί πλημμελήματος (20ος λόγος). Το παράπονο του εφεσείοντα εστιάζεται στην ποινή που του επιβλήθηκε και θα εξεταστεί με τους λόγους έφεσης κατά της ποινής.
Με το λόγο έφεσης 12 προβάλλεται πως, ενώ υπήρχε παραδεκτή μαρτυρία ότι οι διάδικοι κατά τον επίδικο χρόνο των κατηγοριών 4 - 52 εκτελούσαν άλλο πρόγραμμα με τις οδηγίες του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο παρέλειψε να το αξιολογήσει, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ακροσφαλή συμπεράσματα.
Κατά την ακρόαση τέθηκε μαρτυρία περί εισηγήσεων από το Γραφείο Ευημερίας για εφαρμογή πιλοτικών προγραμμάτων επικοινωνίας της παραπονούμενης και του εφεσείοντα με τα ανήλικα τέκνα. Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία στο σύνολό της, κατέληξε ως ακολούθως για τα εν λόγω προγράμματα:
«Ακόμη εντελώς προσχηματική και χωρίς ουσιαστική διάθεση τήρησης εκ μέρους του ήταν και τα συμφωνηθέντα πιλοτικά προγράμματα επικοινωνίας. Δέχομαι όσα κατέθεσε ο κατηγορούμενος για την ύπαρξη πιλοτικών προγραμμάτων. Καταλήγω όμως ότι τούτα δεν τηρήθηκαν ούτε κατ'ελάχιστον και σε καμία περίπτωση δεν αναιρείτο η ισχύς των διαταγμάτων. Τα προγράμματα δεν τηρήθηκαν λόγω της αρνητικής κυρίως στάσης του πατέρα η οποία επεκτάθηκε και επηρέασε βαθιά αρνητικά τη στάση των τέκνων απέναντι στη μητέρα.».
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Με το λόγο έφεσης 13 προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, εφόσον αποσύρθηκαν οι αιτήσεις παρακοής που αφορούσαν τα ίδια γεγονότα, ο εφεσείων δεν τέθηκε σε διπλή διακινδύνευση, καταλήγοντας σε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το Άρθρο 12.2 και 30.2 του Συντάγματος και των Άρθρων 6.1 και 4 της ΕΣΔΑ. Το εγειρόμενο ζήτημα εξετάστηκε σε προηγούμενους λόγους και απορρίφθηκε.
Ο λόγος έφεσης 13 απορρίπτεται.
Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση κατά της καταδίκης επιτυγχάνει ως προς την 1η κατηγορία, στην οποία ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται και η ποινή που σε αυτήν του επιβλήθηκε παραμερίζεται. Η έφεση κατά της καταδίκης στις υπόλοιπες κατηγορίες απορρίπτεται.
Ιωαννίδης, Δ.: Οι λόγοι έφεσης 16-21 αφορούν στην ποινή που έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα.
Ως ελέχθη, ο εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίθηκε ένοχος σε 55 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν σε ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές του Δικαστηρίου (Άρθρο 137 του Κεφ. 154). Ο εφεσείων παρήκουσε διατάγματα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με τα οποία είχε ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα δύο ανήλικα τέκνα που έχει αποκτήσει με την παραπονούμενη. Η περίοδος ανυπακοής καλύπτει 55 διαφορετικές ημερομηνίες, μεταξύ της περιόδου Αύγουστος του 2018 - Ιούλιος του 2019. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών μηνών.
Παρόλο που η έφεση κατά της ποινής φαίνεται να στρεφόταν κυρίως κατά της ποινής φυλάκισης του ενός έτους, η οποία παραμερίστηκε, εντούτοις, η έφεση κατά της ποινής δεν έχει παραμείνει χωρίς αντικείμενο, αφού υπάρχουν λόγοι έφεσης με τους οποίους ο εφεσείων διατείνεται πως η φυλάκιση δεν ήταν το ενδεδειγμένο μέτρο τιμωρίας, πως αυτή δεν εξυπηρετούσε τον σκοπό της, πως καταπατούσε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά του κλπ.. Στο περιεχόμενο των έξι λόγων έφεσης κατά της ποινής, θα κάνουμε αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τη σημασία της επικοινωνίας των ανήλικων τέκνων και με τους δύο γονείς, όταν αυτοί δεν συμβιώνουν. Η επικοινωνία των ανήλικων τέκνων και με τους δύο γονείς, διατηρεί ζωντανούς τους δεσμούς των ανήλικων τέκνων με τους γονείς και συμβάλλει στη συναισθηματική ολοκλήρωσή τους και στην υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Συνεπώς, οι γονείς που δεν συμβιώνουν, οφείλουν να έχουν μεταξύ τους αρμονικές και καλές σχέσεις και να ενθαρρύνουν την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων και με τους δύο. Όταν δεν επιδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά, τότε το θέμα είναι δυνατόν να ρυθμιστεί με διάταγμα του Δικαστηρίου, όπως συνέβη εν προκειμένω.
Ο εφεσείων για μεγάλο χρονικό διάστημα απείθησε σε διατάγματα του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, εκ προθέσεως καταστρατήγησε δικαστικά διατάγματα, συμπεριφορά η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, και η οποία δεν είναι δυνατόν να γίνεται ανεκτή. Συνεπεία της πιο πάνω συμπεριφοράς του, διέπραξε, κατ΄ επανάληψη, το αδίκημα του Άρθρου 137, το οποίο χαρακτηρίζεται ως πλημμέλημα, με προβλεπόμενη από το νόμο ανώτατη ποινή φυλάκισης δύο ετών.
Αναφέρουμε από τώρα πως ο 20ος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «Το Δικαστήριο απέτυχε κατά την επιμέτρηση της ποινής, να προσδώσει την κατάλληλη βαρύτητα που απαιτεί το αδίκημα, ήτοι το πλημμέλημα (και όχι κακούργημα) της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές βάσει του Άρθρου 137 του Κεφ. 154», είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κατά νου, και κατέγραψε στην απόφασή του, ότι το εν λόγω αδίκημα είναι πλημμέλημα, για το οποίο προβλέπεται από το νόμο ανώτατη ποινή φυλάκισης δύο ετών. Να επαναλάβουμε πως ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος ως σοβαρού, δεν εξαρτάται αποκλειστικά και πάντοτε από το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπει ο νόμος για τη διάπραξή του. Όπως εύστοχα τέθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, 402: «. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξη του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης». Εδώ οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, καθιστούσαν τα συγκεκριμένα διαπραχθέντα από τον εφεσείοντα αδικήματα, σοβαρά.
Σε σχέση με τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «απέτυχε να λάβει υπόψη του την προηγούμενη καταδίκη του Εφεσείοντα από το Οικογενειακό Δικαστήριο, υπό την έννοια ότι αυτός γνωρίζει τί σημαίνει να έχει εγκλειστεί» (18ος λόγος έφεσης), θα πούμε απλώς πως το γεγονός ότι ο εφεσείων εξέτισε και στο παρελθόν ποινή φυλάκισης για παρακοή σε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που αφορούσε και πάλι στα δύο ανήλικα τέκνα, ουδόλως συνιστούσε λόγο για να μην του επιβληθεί εκ νέου ποινή φυλάκισης για άλλο αδίκημα που διέπραξε. Θα σημειώσουμε εδώ πως το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, απορρίπτοντας στις 13.5.2021 την έφεση του εφεσείοντα στην υπόθεση εκείνη, σημείωσε πως «Ευχόμαστε η ποινή να λειτουργήσει ως αναγκαία προειδοποίηση, ώστε η δραματική αυτή κατάσταση να σταματήσει». Δυστυχώς, μετά την πιο πάνω απόφαση, ο εφεσείων δεν προέβη στα δέοντα για να υπάρξει, έστω και την υστάτη, επικοινωνία των τέκνων με τη μητέρα τους. Όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο «. ακόμη και μετά την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, δόθηκε χρόνος στον πατέρα για ενεργητική και ουσιαστική συμμόρφωση με το διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά ουδέν έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση».
Ο καθορισμός του είδους της ποινής και η επιμέτρησή της, είναι έργο του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Σε αυτό ανήκει, κατ΄ εξοχήν, η εκτίμηση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των συνθηκών του παραβάτη και, κατ΄ επέκταση, της σοβαρότητας των διαπραχθέντων αδικημάτων. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εκεί όπου διαπιστώνει ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής ή όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας την ποινή, στηρίχθηκε σε λανθασμένη νομική αρχή. Το κριτήριο κατά πόσο μια ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική είναι αντικειμενικό. Ούτε το ζητούμενο είναι ποια ενδεχομένως θα εθεωρείτο από ένα άλλο Δικαστήριο ή ακόμη και από το ίδιο το Εφετείο, η αρμόζουσα ποινή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές και έλαβε υπόψη του κάθε σχετικό παράγοντα. Συνυπολόγισε και την καθυστέρηση για την οποία αδικαιολόγητα ο εφεσείων λέγει, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης (19ος λόγος έφεσης), πως δεν έλαβε υπόψη του. Δεν αγνόησε ούτε τις επιπτώσεις που θα είχε στα ανήλικα τέκνα η επιβολή ποινής φυλάκισης, ωστόσο, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτά θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει τον εφεσείοντα πριν από τη διάπραξη των αδικημάτων.
Η επιβολή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινής φυλάκισης, ήταν δικαιολογημένη. Η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία και τις συνέπειες που την συνέθεταν, καθιστούσε αναγκαία την επιβολή της. Η εικόνα στο σύνολό της, δεν άφηνε περιθώριο για ηπιότερη μεταχείριση. Να σημειώσουμε εδώ πως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης ενός έτους στην 1η κατηγορία, και τριών μηνών στις υπόλοιπες κατηγορίες (πλην της 2ης στην οποία δεν επέβαλε ποινή), δεν εξήγησε για ποιο λόγο προέβη σ΄ αυτή τη διαφοροποίηση, όταν μάλιστα βρήκε πως όλες οι κατηγορίες αφορούσαν σε μία «ενιαία συμπεριφορά» του εφεσείοντα. Όμως, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, αφού η ποινή φυλάκισης του ενός έτους έχει παραμεριστεί.
Εν κατακλείδι, οι εναπομείνασες ποινές φυλάκισης των τριών μηνών, οι οποίες μάλιστα διατάχθηκε να συντρέχουν, ουδόλως εμπεριέχουν το στοιχείο της υπερβολής. Τουναντίον, βάσιμα θα μπορούσαν να είχαν χαρακτηριστεί ως επιεικείς.
Τελειώνοντας, θα πρέπει να υποδείξουμε και εμείς στον εφεσείοντα πατέρα, πως για το καλό των ανήλικων τέκνων του, επιβάλλεται όπως αρθεί αμέσως η αποξένωσή τους από τη μητέρα τους. Αποξένωση η οποία απορρυθμίζει και αναστατώνει τη ζωή των ανηλίκων. Και αναμένεται από αυτόν να κάνει ότι περνά από το χέρι του, ούτως ώστε και η μητέρα να έχει εξίσου σημαντική συμμετοχή στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων. Πριν να είναι αργά.
Όλοι οι λόγοι έφεσης κατά της ποινής κρίνονται αβάσιμοι. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ