ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 ΑΑΔ 1
Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17
Aντάρτης Παναγιώτου Σωκράτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138
Kαμμούγιαρος, Γεωργίου Σωτήρης Zαχαρία ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 565
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:B137
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 99/2022)
7 Απριλίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
AHMAD ALASSAD,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Α. Σάββα, για τον Εφεσείοντα.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
_____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι πρωτοφανή. Αφορούν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο εναντίον της δικαιοσύνης το οποίο εκπονήθηκε από υπόδικο εντός των Κεντρικών Φυλακών και με οδηγίες του που έλαβαν δι' επικοινωνίας, εκτελέστηκε από συνεργάτες του. Είχε δε ως στόχο αυτό τούτο το Δικαστήριο και την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης και ειδικότερα τον επηρεασμό της εξέλιξης σοβαρής ποινικής υπόθεσης δια της καταστροφής των τεκμηρίων της.
Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα από την αρχή.
Το Οκτώβριο του 2020 είχε καταχωριστεί εναντίον του πρώην Κατηγορούμενου 2 στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού η ποινική υπόθεση με αρ. 13145/2020. Κατά την ακρόαση της κατατέθηκε αριθμός τεκμηρίων. Όπως και άλλα τεκμήρια, φυλάχθηκαν σε δωμάτιο το οποίο βρίσκεται στον 1ο όροφο του κτηρίου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Το γεγονός αυτό ήταν σε γνώση του πρώην Κατηγορούμενου 2, ο οποίος αποφάσισε να καταστρέψει τα ενοχοποιητικά, προφανώς, γι' αυτόν τεκμήρια.
Υλοποιώντας την πρόθεση του αυτή και, παρά την υποτιθέμενη απομόνωση του ως υπόδικος, τον Ιούλιο του 2021 και ενώ η ακροαματική διαδικασία της πιο πάνω υπόθεσης βρισκόταν σε εξέλιξη, επικοινώνησε με τον Εφεσείοντα (πρώην Κατηγορούμενο 1) και άλλα δύο πρόσωπα τα οποία καταζητούνται από την Αστυνομία, δίδοντας τους οδηγίες να καταστρέψουν τα τεκμήρια της πιο πάνω υπόθεσης, θέτοντας φωτιά στο δωμάτιο φύλαξης τεκμηρίων.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας διευκρίνισε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που εξασφαλίστηκε μαρτυρία ότι εγκλήματα έχουν οργανωθεί μέσα από τις Κεντρικές Φυλακές μέσω επικοινωνίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή υποδίκων ή καταδίκων παράνομα.
Οι εν λόγω συνεργάτες του μεταξύ της 20/7/2021 και 21/7/2021, μετέβησαν στην περιοχή που βρίσκεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με σκοπό να εκτελέσουν τις οδηγίες του υπόδικου. Ο Εφεσείων παρέμεινε στην παρακείμενη του Δικαστηρίου περιοχή, ελέγχοντας αν υπήρχε στο μέρος Αστυνομία, για να ενημερώσει σχετικά τα άλλα δύο πρόσωπα τα οποία εισήλθαν εντός του περιφραγμένου χώρου. Τα δύο αυτά πρόσωπα τοποθέτησαν σκάλα, ύψους 9,50 μ., στον τοίχο και ο ένας εξ αυτών, αφού ανέβηκε, έσπασε το παράθυρο και, αφού εισήλθε εντός του δωματίου φύλαξης τεκμηρίων που βρίσκεται στον 1ο όροφο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με τη χρήση εύφλεκτης ύλης, έθεσε σε αυτό φωτιά.
Ως αποτέλεσμα του εμπρησμού καταστράφηκαν τεκμήρια διαφόρων υποθέσεων που εκδικάζονταν ενώπιον των δύο Κακουργιοδικείων Λεμεσού, μεταξύ των οποίων και τεκμήρια που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αρ. 13154/2020. Η ζημιά που προκλήθηκε από τη φωτιά στο κτήριο και τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκτιμήθηκε στο ποσό των €39.390.
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε μαζί με τον πρώην Κατηγορούμενο 2 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού το αδίκημα του εμπρησμού κτηρίου κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) και 20 του περί Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 στο οποίο, με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά ετών.
Με τον μοναδικό Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης ως έκδηλα υπερβολική. Το κατ' ισχυρισμόν σφάλμα του Κακουργιοδικείου, όπως προσδιορίζεται στην παρούσα Έφεση, έγκειται στο ότι, κατά τον Εφεσείοντα, παραγνώρισε τις προσωπικές του περιστάσεις αλλά και το ρόλο του στη διάπραξη του επίδικου αδικήματος.
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του, την ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος, στο οποίο κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως προκύπτει, από την κατ' ανώτατο όριο προβλεπόμενη ποινή των 14 χρόνων φυλάκισης, σε συνάρτηση με την ανησυχητική συχνότητα διάπραξης του, γεγονός που καθιστά το καθήκον των Δικαστηρίων για αποτροπή ακόμη πιο επιτακτικό μέσω της επιβολής αυστηρότερων ποινών.
Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης του αδικήματος, αφού επεσήμανε ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από άλλες υποθέσεις εμπρησμού, όπου διάπραξη του αδικήματος συνήθως συνδέεται με πρόθεση εκδίκησης ή αποκόμιση κέρδους ή το κίνητρο είναι η λήψη χρηματικού ποσού από ασφαλιστική εταιρεία, αναγνώρισε, και ορθά, ότι η υπόθεση είναι πρωτόγνωρη στα ιστορικά του τόπου μας.
Όπως συγκεκριμένα το έθεσε:
«Οι παραβάτες έφτασαν στο σημείο να θέσουν πυρκαγιά στο χώρο που απονέμεται δικαιοσύνη και δη, στο χώρο φύλαξης τεκμηρίων, με σκοπό να καταστραφούν τεκμήρια συγκεκριμένης, υπό εξέλιξη, υπόθεσης. Τα Δικαστήρια παρακολουθούν με αγωνία και προβληματισμό την έξαρση του συγκεκριμένου αδικήματος και τη σοβαρή εξελικτική του πορεία. Η έκνομη πράξη του κατηγορούμενου 1 δυναμιτίζει την αποστολή της δικαιοσύνης και το κράτος δικαίου. Προκαλεί αισθήματα αποτροπιασμού, ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβρώνει συνάμα το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου είναι καίριες.
Χωρίς αμφιβολία η υπό κρίση περίπτωση είναι πρωτοφανής για τα κυπριακά δεδομένα, εφόσον, χωρίς υπερβολή, ήταν κτύπημα στην καρδιά της απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα, το τονίζουμε με ιδιαίτερη ανησυχία, εκκινούμενο από τον χώρο των Κεντρικών Φυλακών.
Όσον αφορά το ρόλο του Εφεσείοντα, ορθώς το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε ότι αυτός συμμετείχε σε ένα οργανωμένο σχέδιο διάπραξης του σοβαρού αδικήματος του εμπρησμού του κτηρίου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και ότι υπήρχε προσχεδιασμός και προμελέτη. Επισημαίνοντας ταυτόχρονα και ορθά ότι, αν και δεν ήταν ο ιθύνων νους και δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος από τη διάπραξη του αδικήματος, ο ρόλος του ήταν ουσιαστικός εφόσον με τις έκνομες πράξεις του αποτέλεσε ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα διάπραξης του σοβαρού αδικήματος του εμπρησμού.
Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται, κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του. Επιπλέον, ορθά το Κακουργιοδικείο απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην παραδοχή του Εφεσείοντα επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι χωρίς αυτήν τα περιθώρια επιείκειας θα ήταν στενά. Δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει προς όφελος του Εφεσείοντα τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές στις οποίες ανέφερε τα όσα γνώριζε για την υπόθεση, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, την πρόθεση του να δώσει μαρτυρία στην περίπτωση που τα δύο άλλα άτομα τα οποία συμμετείχαν στη διάπραξη των αδικημάτων συλληφθούν από την Αστυνομία.
Ο Εφεσείων, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες, η μια για τα αδικήματα της κατοχής αθλητικού πιστολιού και της μεταφοράς μαχαιριού εκτός της κατοικίας του, στις οποίες του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 και 17 ημερών αντίστοιχα, και η άλλη για τα αδικήματα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της κακόβουλης ζημιάς όπου του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 7 και 4 μηνών αντίστοιχα και οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών οπωσδήποτε περιόριζε το εύρος της επιείκειας που μπορούσε, εν προκειμένω, να επιδειχθεί χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο Εφεσείων θα τιμωρείτο για τα ίδια δεύτερη φορά ή ότι οι προηγούμενες καταδίκες του θα αποτελούσαν στοιχείο που θα απέληγε σε τιμωρία του πέραν εκείνης που επέβαλλε η σοβαρότητα των γεγονότων της υπό κρίση περίπτωσης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γεωργίου, άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Iordache v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 430/2019, ημερ. 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A114).
Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν θεωρούμε σε καμία περίπτωση ότι η ποινή των επτά ετών που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική και ότι παρεισέφρησε σε αυτή οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί υπερβολική, ούτε καν αυστηρή. Αντιθέτως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις όπως τις έχουμε εξηγήσει, η ποινή μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιεικής. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.
Το γεγονός της εκπόνησης ενός τόσο οργανωμένου σχεδίου εντός των Κεντρικών Φυλακών όχι μόνο εκθέτει ανεπανόρθωτα το όλο οικοδόμημα του σωφρονιστικού μας συστήματος, αλλά προκαλεί ισχυρότατους τριγμούς σε όλο το σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης καθώς και στο ίδιο το κράτος δικαίου. Μας ανησυχεί ιδιαίτερα η ευκολία δράσης εγκληματικών στοιχείων που βρίσκονται εντός των φυλακών και η συνεργασία με άλλα πρόσωπα τα οποία είναι εκτός, προς το σκοπό διάπραξης τόσων σοβαρών εγκλημάτων.
Εκείνο το οποίο, ωστόσο, προκαλεί περαιτέρω προβληματισμό και ανησυχία είναι αυτά που, ως άνω, ο κ. Αριστείδης μας πληροφόρησε, ήτοι ότι «δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχουν ενδείξεις και έχει εξασφαλιστεί μαρτυρία ότι εγκλήματα έχουν οργανωθεί μέσα από τις Κεντρικές Φυλακές μέσω επικοινωνίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή υποδίκων ή καταδίκων παράνομα». Επισημαίνοντας και ο ίδιος ότι αυτό «προφανώς είναι ένα απαράδεκτο γεγονός που θέτει σε κίνδυνο όλους τους παράγοντες της ποινικής δικαιοσύνης». Αναμένουμε ότι η Πολιτεία θα λάβει χωρίς καθυστέρηση όλα τα αναγκαία μέτρα, ούτως ώστε τέτοια απαράδεκτα και πρωτοφανή φαινόμενα να μην μπορούν να επαναληφθούν.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.