ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
4 Απριλίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 40/2023)
Ι. Μ.,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
__________________________________________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 41/2023)
Π. Π.,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Στ. Χριστοδούλου, για Χρ. Τριανταφυλλίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 40/2023.
Π. Σιαηλή (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 41/2023.
Σ. Παπαλαζάρου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για παράταση του χρόνου κράτησης των Εφεσειόντων 1 και 2 (Ύποπτοι 1 και 2) μαζί με άλλα δύο πρόσωπα ως υπόπτων (Ύποπτοι 3 και 4) για σκοπούς διερεύνησης σοβαρής υπόθεσης ναρκωτικών και μεταφοράς επιθετικών όπλων και εκρηχτικών υλών.
Η μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν σε συντομία η εξής:
Σύμφωνα με τη μαρτυρία, λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ, την 23/2/2023 ότι οι Εφεσείοντες 1 και 2 και ο Ύποπτος 3 την εβδομάδα πριν από την 20/2//2023 είχαν μεταβεί στην Αθήνα όπου αγόρασαν μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, τα οποία την 19/2/2023 απέστειλαν ατμοπλοϊκώς στην Κύπρο. Στην πληροφορία, κατονομάζετο εκτός από τους Εφεσείοντες 1 και 2 και ο Ύποπτος 4, ως άτομο στο πλαίσιο του επαγγέλματος του οποίου, κάνει συστηματικά παραδόσεις ναρκωτικών και υπήρχε αναφορά ονόματος που παρέπεμπε και στο όνομα του Ύποπτου 3. Συγκεκριμένα, τα ναρκωτικά εισήχθησαν στην Κύπρο μέσω εταιρείας που εδρεύει στη Λεμεσό. Σύμφωνα με την πληροφορία, οι Εφεσείοντες 1 και 2 και ο Ύποπτος 3 διενεργούν εισαγωγές ναρκωτικών μέσω της Εταιρείας και με τη βοήθεια του Υπόπτου 4, ο οποίος είναι υπάλληλος της Εταιρείας. Τους τα παραδίδει στην Πάφο, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, έναντι αμοιβής. Στο έντυπο της πληροφορίας αναφέρεται, πως την 22/2/2023, είχαν εντοπιστεί σε εμπορευματοκιβώτιο άλλης εταιρείας που αφίχθηκε στο λιμάνι Λεμεσού, ερχόμενο από την Ελλάδα, δύο χάρτινα κιβώτια (πακέτα), που είχαν παραλήπτη συγκεκριμένο πρόσωπο με συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου. Περιείχαν ποσότητα κάνναβης, βάρους 22 κιλών περίπου, καθώς και 18 εργοστασιακές συσκευασίες καφέ, εννέα στο καθένα. Τέθηκαν υπό διακριτική παρακολούθηση. Κατόπιν έγκρισης, διευθετήθηκε ελεγχόμενη παράδοση. Την 23/2/2023, το εμπορευματοκιβώτιο εντός του οποίου είχαν εντοπιστεί τα πακέτα φορτώθηκε σε όχημα, το οποίο αναχώρησε από το λιμάνι Λεμεσού. Συνεχίστηκε η παρακολούθηση. Το όχημα εισήλθε σε περιφραγμένο χώρο της Εταιρείας, στη Βιομηχανική περιοχή Ύψωνα, στη Λεμεσό, όπου και ξεφορτώθηκε. Ακολούθως, τα δύο πακέτα με την κάνναβη φορτώθηκαν σε φορτηγό όχημα. Το φορτηγό αναχώρησε από το χώρο της Εταιρείας με οδηγό τον Ύποπτο 4, ο οποίος το οδήγησε προς την Πάφο. Ερχόμενος στην Πάφο, έκανε μία παράδοση πακέτων στα Κονιά. Ακολούθως, στάθμευσε στη Λεωφόρο Αχέπανς, πίσω από όχημα που οδηγείτο από τον Ύποπτο 3. Οι Ύποπτοι 3 και 4 εξήλθαν από τα οχήματά τους, πήραν από ένα πακέτο, και τοποθέτησαν τα δύο πακέτα στο όχημα του Υπόπτου 3. Κατά το μάρτυρα, πρόκειται για τα δύο πακέτα που περιείχαν την κάνναβη και τον καφέ. Τότε, ανακόπηκαν από τα μέλη της ΥΚΑΝ. Ταυτόχρονα είχε τεθεί υπό διακριτική παρακολούθηση η οικία του Υπόπτου 3 όπου θεάθηκε η Ύποπτη 5, φίλη του με γάντια να μπαίνει σε όχημα και να το οδηγεί στο υπόγειο του σπιτιού και σε μικρό διάστημα να εξέρχεται. Ανακόπηκε για έλεγχο και έγινε έρευνα στο όχημα της όπου υπήρχε κρυμμένη μια μαύρη νάιλον σακούλα εντός της οποίας υπήρχε ένα πυροβόλο όπλο (πιστόλι) κατηγορίας Β, πυροτεχνήματα, τρεις συσκευασίες άσπρης σκόνης που έμοιαζε με κοκαΐνη συνολικού βάρους 400γρ και ποσότητα κάνναβης περίπου 1 γρ.
Μετά την έκδοση του πρώτου διατάγματος προσωποκράτησης, ανακρινόμενος ο Ύποπτος 3, ανέφερε με πάσα λεπτομέρεια την εμπλοκή του ιδίου στην υπόθεση, καθώς και των Εφεσειόντων 1 και 2 σχετικά με όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Παρεμβάλλεται πως όσον αφορά την κατάθεση του Υπόπτου 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την ανάγνωση του περιεχομένου του δημόσια ή από τους συνηγόρους των Υπόπτων, στη βάση του ότι επρόκειτο για μαρτυρικό υλικό ενόσω το ανακριτικό έργο ευρίσκετο σε εξέλιξη. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένο το χειρισμό που έτυχε η κατάθεση του Υπόπτου 3, επικαλούμενοι μάλιστα την ύπαρξη έκδηλης εκτροπής καθότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν θα έπρεπε να λάβουν γνώση του περιεχομένου της κατάθεσης, ούτε και να αναφερθεί σε γενικά πλαίσια το τι αυτή περιελάβανε, ως ήταν η εισήγηση της Υπεράσπισης, στην απόφαση του παραθέτει λεπτομέρειες σε σχέση με το περιεχόμενο του οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν καταλυτικό ρόλο στην αντεξέταση και ότι το δικαίωμα αυτό αποστερήθηκαν οι Εφεσείοντες.
Είναι νομολογημένο ότι για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι εύλογη ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων, είτε άλλες πληροφορίες, αν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Ωστόσο, η Αστυνομία είναι δυνατό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου έγγραφα και καταθέσεις που συνδέουν τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς την ανάγκη αυτά να παρουσιαστούν στον ύποπτο ή το δικηγόρο του, αν αυτό θα παράβλαπτε το ανακριτικό έργο (βλ. Tsirides v. Police (1973) 2 C.L.R. 204).
Στην υπόθεση Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 165 υποδεικνύεται ότι καταθέσεις στα χέρια της Αστυνομίας δεν δημοσιοποιούνται. Η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση, επεσήμανε το Εφετείο, (στη σελ. 168):
«.είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη.»
Ο ανακριτής της υπόθεσης αναφερόμενος στην κατάθεση που έδωσε ο Ύποπτος 3 σημείωσε ότι σε αυτή αναφέρεται με πάσα λεπτομέρεια η εμπλοκή του ιδίου στην υπόθεση, καθώς και των Εφεσειόντων 1 και 2 και του Υπόπτου 4 σχετικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Χωρίς, δε, να δίδει περαιτέρω διευκρινήσεις, πέραν της ύπαρξης αυτής της κατάθεσης, αντεξεταζόμενος ο ανακριτής ανέφερε ότι ίσχυαν τα όσα ήδη είχε αναφέρει στον όρκο του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην κατάθεση του Υπόπτου 3 κατέγραψε ότι σε αυτή γίνεται αναφορά, ιστορικά, σε μια μορφή συνεργασίας με τον Εφεσείοντα 2 που εξελίχθηκε από πώληση πυροτεχνημάτων και καπνών τσιγάρων, σταδιακά, σε πώληση ναρκωτικών ουσιών με αφεντικό τον Εφεσείοντα 1 και ότι και οι τρεις τους είχαν ενός είδους επιχείρηση σε σχέση με την εισαγωγή και διανομή ναρκωτικών ουσιών στην Κύπρο. Επίσης ότι στην κατάθεση του ο Ύποπτος 3 εμπλέκει και τον Ύποπτο 4 στον οποίο είχε οδηγίες να παραδώσει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρει με λεπτομέρεια, ενώ δεν δίδει στην Ύποπτη 5 οποιονδήποτε ουσιαστικό ρόλο.
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε την κατάθεση του Υπόπτου 3. Η ανάγκη προστασίας του ανακριτικού έργου, το οποίο ευρίσκετο σε εξέλιξη, αποτελούσε θεμιτό λόγο για να μην δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης. Η γνώση τους για τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας του Υπόπτου 3, σε αυτό το στάδιο, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν σχετίζετο ακριβώς με τη δυνατότητα τους να αντικρούσουν την αναγκαιότητα της περαιτέρω κράτησης τους. Ήταν ήδη ξεκάθαρο από τα όσα κατέθεσε ο ανακριτής ότι η κατάθεση του Υπόπτου 3 ενέπλεκε τους Εφεσείοντες 1 και 2 στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων σε βαθμό πρόκλησης ευλόγων υπονοιών. Στο ίδιο πλαίσιο της γενικότητας και χωρίς την ύπαρξη οποιωνδήποτε λεπτομερειών ήταν και η παράθεση από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στο τι αναφέρετο στην εν λόγω κατάθεση.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντιφατική και αναιτιολόγητη εφόσον, ενώ ανέφερε ότι δεν οφείλει το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση ενός εκάστου υπόπτου και ότι η πραγματική εμπλοκή, αν υπάρχει, είναι κάτι που θα διαπιστωθεί από τις έρευνες της Αστυνομίας, προέβη σε ευρήματα σε σχέση με την εμπλοκή της Ύποπτης 5.
Έρεισμα για την πιο πάνω θέση αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα στην πρωτόδικη Απόφαση:
«Όσον αφορά την Καθ' ης η αίτηση 5, η όλη εμπλοκή της στην υπόθεση ήταν εξ αρχής, και εξακολουθεί να είναι, το γεγονός ότι παρέλαβε το σακούλι από το υπόγειο της οικίας του Καθ' ου η αίτηση 3, φορώντας γάντια, εν γνώσει του ότι υπήρχαν μέσα τουλάχιστον φωτοβολίδες τέλος πάντων απαγορευμένα αντικείμενα, προκειμένου να μην εντοπιστούν από την Αστυνομία, μετά από επικοινωνία της με τη μητέρα του Καθ' ου η αίτηση 3. Είναι η θέση της ίδιας, που επανέλαβε τουλάχιστον τρεις φορές στην Αστυνομία, πως δεν γνώριζε ακριβώς το περιεχόμενο, αλλά, ως γεγονός, βρέθηκαν στην κατοχή της όσα ανέφερε ο μάρτυρας. Ότι η μητέρα του Καθ' ου η αίτηση 3, ως νέο γεγονός, ανέφερε πως τελικά είναι η Καθ' ης η αίτηση 5 που την πήρε τηλέφωνο να την ρωτήσει τι συμβαίνει, και τότε της είπε τι να πράξει, δεν διαφοροποιεί την εικόνα της εμπλοκής της- εμπλοκής όχι και στα 12 αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση. Το γεγονός ότι ήταν ή είναι φίλη του Καθ' ου η αίτηση 3, με δυνατότητα πρόσβασης στο υπόγειο της οικίας του, ή ότι φόρεσε γάντια, δεν επαρκεί, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, για να την καταστήσει ευλόγως ύποπτη, λόγου χάριν, για εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών στην Κύπρο ή για συνωμοσία με τους Καθ' ων η αίτηση 1, 2 και 4. Ακόμα κι αν δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά η αίτηση, όπως φαίνεται απ' αυτήν, σε συνάρτηση με την υφιστάμενη μαρτυρία, η Καθ' ης η αίτηση 5 εξετάζεται ως βεβαρυμμένη περίπτωση, όπως και ο Καθ' ου η αίτηση 3. Όμως περισσότερο αναδύεται, μέσα από τη μέχρι στιγμής τουλάχιστον μαρτυρία, η αφέλεια της νεαρής ηλικίας της. Εξ ου και ο κύριος Κορακίδης, με ευστοχία ανέφερε, πως είναι σαν να ευθύνεται για τη σχέση της με τον Καθ' ου η αίτηση 3. Εν πάση περιπτώσει, η εμπλοκή και της Καθ' ης η αίτηση 5 υπάρχει, με αναφορά στον τρόπο που ενήργησε· απλώς ο τρόπος αυτός δεν δείχνει δρόμο, τουλάχιστον με τα υφιστάμενα στοιχεία, για περαιτέρω διερεύνηση εμπλοκής της και σε άλλες ενέργειες, και περαιτέρω κράτησή της για τον σκοπό αυτό».
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο βαθμός και η έκταση της εμπλοκής ενός εκάστου υπόπτου στα διερευνόμενα αδικήματα είναι ζήτημα απόλυτα σχετικό στο πλαίσιο της αίτησης για προσωποκράτηση. Στην υπό εξέταση υπόθεση εξετάζετο η διάπραξη αριθμού αδικημάτων με υπόπτους πέντε πρόσωπα. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εξειδίκευσε την εμπλοκή της Ύποπτης 5 στην όλη υπόθεση αποσαφηνίζοντας, ταυτόχρονα, ότι αυτή δεν διαφαινόταν να είχε οποιαδήποτε εμπλοκή και στα 12 αδικήματα που αναφέρονταν στην Αίτηση και σχετίζονταν με την εισαγωγή ναρκωτικών και συνωμοσία με τους Εφεσείοντες 1 και 2 και τον Ύποπτο 4.
Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κράτησης για τους Εφεσείοντες 1 και 2 και όχι για την Ύποπτη 5. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίχθηκε ότι με δεδομένη τη σχέση της με τον Ύποπτο 3 καθώς και το ότι αυτή είχε εκδηλώσει προσπάθεια επηρεασμού, απόκρυψης και καταστροφής μαρτυρίας και/ή τεκμηρίων, δεν θα έπρεπε να έχει διαφορετική αντιμετώπιση από τους Εφεσείοντες 1 και 2.
Μπορεί η υπόθεση να διερευνάται συνολικά, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε σαφές πως ό,τι έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης, ιδίως μετά που ο Ύποπτος 3 μέσα από την κατάθεση του αποφάσισε να μιλήσει, ήταν η ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του τρόπου συνεργασίας των Εφεσειόντων 1 και 2 καθώς και των Υπόπτων 3 και 4. Όπως δε το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, η μαρτυρία του Υπόπτου 3, στην οποία το Δικαστήριο είχε πρόσβαση, «έδιδε τέτοιο δεσμό» μεταξύ Εφεσειόντων 1 και 2 και των Υπόπτων 3 και 4, «σε διάρκεια χρόνου και με αρκετή λεπτομέρεια γεγονότων που δεν θα συμβάδιζε με τη λογική να μην διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του». Όπως τέθηκε, «το σύνολο της μαρτυρίας και η αλυσιδωτή ροή των γεγονότων που εκτίθενται στον όρκο του μάρτυρα και σε όσα παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο δίδει γνήσια τη δυναμική της αναγκαιότητας περαιτέρω διερεύνησης της εμπλοκής των Καθ΄ων η Αίτηση 1, 2, 3, και 4 στα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση». Η θέση της Υπόπτου 5, όσον αφορά την εμπλοκή της στην υπόθεση, σαφώς διαφοροποιείτο. Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν διεφάνη να εμπλέκεται και στα 12 αδικήματα που καταγράφονταν στην Αίτηση της Αστυνομίας. Όπως υπογράμμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η όλη εμπλοκή της στην υπόθεση ήταν το γεγονός ότι, μετά από επικοινωνία με τη μητέρα του Υπόπτου 3, παρέλαβε σακούλι από το υπόγειο της οικίας του Υπόπτου 3, φορώντας γάντια, εν γνώσει της ότι υπήρχαν μέσα τουλάχιστον φωτοβολίδες ή απαγορευμένα αντικείμενα, προκειμένου να μην εντοπιστούν από την Αστυνομία.
Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά την ενώπιον του μαρτυρία σε σχέση με το υπολειπόμενο ανακριτικό έργο και την αξιοποίηση του διαρρεύσαντος χρόνου από την Αστυνομία.
Προκειμένου για παράταση του χρόνου κράτησης, τα ζητήματα που τίθενται είναι κατά πόσον ο διαρρεύσας χρόνος αξιοποιήθηκε δεόντως από την Αστυνομία για τη διερεύνηση του αδικήματος και κατά πόσον η παράταση της κράτησης κρίνεται ευλόγως αναγκαία για την περαιτέρω διερεύνηση (Stamataris and another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107). Δοθέντος δε ότι ο χρόνος κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται με κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης (Χούρη v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις ενέργειες που η Αστυνομία είχε αναφέρει, όταν αιτήθηκε την προσωποκράτηση την πρώτη φορά, καθώς και στις ενέργειες που έγιναν στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα όπως αυτές κατατέθηκαν στον όρκο του Ανακριτή της υπόθεσης, καθώς και σε κατάλογο που αυτός επεσύναψε στον οποίο καταγράφονται αναλυτικά και συγκεκριμένα η λήψη μεγάλου αριθμού καταθέσεων. Κινούμενο στα ορθά πλαίσια το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος που παρήλθε αξιοποιήθηκε δεόντως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που έχει πρωταρχικά το καθήκον και την ευθύνη της εξέτασης της ενώπιον του μαρτυρίας και της απόφασης αναφορικά με την κράτηση υπόπτων εκκρεμούσης ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους της Αστυνομίας, σε σχέση με αδικήματα που διαπράχθηκαν. Σε περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις σωστές αρχές δικαίου και δεν παρεισφρέουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα, το Εφετείο δεν παρεμβαίνει. Η έφεση δεν παρέχει το μέσο και δεν αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση των ισχυρισμών των Εφεσειόντων τους οποίους εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νοουμένου ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα ορθά πλαίσια (βλ. Μαυρομιχάλη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 62/2014, ημερ. 9/4/2014, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 267/2018, ημερ. 12/9/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε οποιοδήποτε λάθος είτε στην καθοδήγηση του αναφορικά με τις σχετικές νομικές αρχές, είτε στις εκτιμήσεις του. Κρίνουμε πως η μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του και στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, ήταν επαρκής και ικανοποιητική για να καταλήξει στις προαναφερόμενες εκτιμήσεις και στην εκκαλούμενη Απόφασή του.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.