ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B132
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 26/2022
7 Απριλίου, 2023
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
― ― ― ― ―
K. Χ. Σιαηλής, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Σοφοκλέους Περγαντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
______________
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ: Στις 4.1.2021, το όχημα Α ανευρέθηκε από την Aστυνομία σε ανοικτό χώρο στη Γεροσκήπου, κλειδωμένο και εγκαταλελειμμένο, έφερε άλλη πινακίδα εγγραφής και μεταφέρθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου. Το εν λόγω όχημα χρησιμοποιήθηκε στις 27.12.2020, από τον αδελφό του ιδιοκτήτη του, όμως, όταν θα αναχωρούσε από το χωριό Έμπα όπου είχε μεταβεί, διαπίστωσε ότι αυτό είχε κλαπεί και ειδοποίησε την Αστυνομία. Σε κομμάτια από χαρτόνι, στο πλαίσιο της μπροστινής πινακίδας του εν λόγω οχήματος, εντοπίστηκε μικρή ποσότητα μονού γενετικού υλικού με μερικό γενετικό προφίλ, το οποίο, σύμφωνα με επιστημονική θέση εμπειρογνώμονα, ταυτίζεται με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, ως ήταν η επιστημονική μαρτυρία, ο Εφεσείων, δεν μπορούσε να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το κάλυμμα του τιμονιού, ως και στο χερούλι ανοίγματος της πόρτας οδηγού του εν λόγω οχήματος εσωτερικά.
Στις 29.12.2020 η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οχήματος Β αφού διαπίστωσε ότι αυτό είχε κλαπεί από το χώρο στάθμευσης στο χωριό Μούτταλος, όπου το είχε σταθμεύσει και κλειδώσει στις 28.12.2020, κατάγγειλε την κλοπή του στην Αστυνομία. Αυτό εντοπίστηκε από την Αστυνομία στις 5.1.2021 σε χωράφι στην Πέγεια και δεν έφερε τις δύο πινακίδες εγγραφής του. Σύμφωνα με την επιστημονική θέση εμπειρογνώμονα, ο εφεσείων δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το τιμόνι του οχήματος. Περαιτέρω, το μερικό ανδρικό γενετικό προφίλ από πολύ μικρή ποσότητα μονού γενετικού υλικού που απομονώθηκε στο χερούλι της πόρτας του συνοδηγού του οχήματος, ταυτίστηκε με τον Εφεσείοντα.
Στις 18.10.2020, η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οχήματος Γ στάθμευσε το όχημα της σε χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος της. Στις 19.10.2020, αφού διαπίστωσε ότι αυτό είχε κλαπεί, προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία. Στις 20.10.2020, ενώ αστυφύλακας βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία στην οδό Σπετσών, εντόπισε τον Εφεσείοντα να βρίσκεται εντός του εν λόγω οχήματος, έξω από την οικία άλλου προσώπου και να συνομιλεί με δύο πρόσωπα. Αμέσως έθεσε σε λειτουργία το φάρο του αστυνομικού οχήματος και τον κάλεσε να παραμείνει στο μέρος για έλεγχο. Ο Εφεσείων ανέπτυξε ταχύτητα και οδηγώντας με αλόγιστο τρόπο, εγκατέλειψε τη σκηνή, χωρίς να γίνει κατορθωτό να ανακοπεί από την Αστυνομία. Στις 19.11.2020 αυτό εντοπίστηκε από την Αστυνομία στη Λεμεσό, δεν έφερε τις πινακίδες εγγραφής του και σ΄ αυτό ήταν τοποθετημένες άλλες πινακίδες εγγραφής.
Στις 13.10.2019 εντοπίστηκε από την Αστυνομία το μοτοποδήλατο Δ εγκαταλελειμμένο στο Μέσα Χωριό, σε απόσταση 800μ. από την οικία όπου διέμενε ο Εφεσείων. Όπως διαπιστώθηκε, ο ιδιοκτήτης του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απουσίαζε στο εξωτερικό. Την ίδια ημέρα, διαπιστώθηκε από την Αστυνομία η διάρρηξη της αποθήκης του ιδιοκτήτη και η κλοπή του εν λόγω μοτοποδηλάτου. Σύμφωνα με την επιστημονική θέση εμπειρογνώμονα, το γενετικό προφίλ που απομονώθηκε από το τιμόνι του μοτοποδηλάτου, ταυτίσθηκε με το πλήρες γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα. Αυτό το γενετικό προφίλ ήταν μονό και πλήρες, δηλαδή προερχόταν μόνο από ένα πρόσωπο και υπήρχαν όλα τα γενετικά χαρακτηριστικά.
Στη βάση των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της διάρρηξης καταστήματος, κατοικίας και κτιρίου, της κλοπής μετά από προηγούμενη καταδίκη, της κλοπής από κατοικία, της κακόβουλης βλάβης, του καθορισμού μέτρων με σκοπό την παρεμπόδιση της εξάπλωσης της ασθένειας του κορωνοϊού και της παράνομης κατοχής περιουσίας.
Αφού η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα ανέστειλε την ποινική δίωξη εναντίον του Eφεσείοντα σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες και ο Εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε σε άλλες κατηγορίες στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, εν τέλει αυτός αντιμετώπισε (α) τρεις κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της κλοπής από προηγούμενη καταδίκη, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 272(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα του μοτοποδηλάτου Δ (8η κατηγορία), του οχήματος Β (18η κατηγορία) και του οχήματος Α (19η κατηγορία) και (β) το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα, του οχήματος Γ (20η κατηγορία).
Ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι, (α) δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του που να συνδέει τον Εφεσείοντα με την απόκτηση της κατοχής του μοτοποδηλάτου Δ κατά τον επίδικο χρόνο που έγινε η κλοπή από την αποθήκη του παραπονούμενου, ο οποίος (χρόνος) ήταν άγνωστος, ούτε και για το πότε είχε εναποτεθεί το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα στο συγκεκριμένο σημείο του μοτοποδηλάτου, σε σχέση πάντοτε με την κλοπή του (β) δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του για τον χρόνο που είχε εναποτεθεί το ανευρεθέν γενετικό υλικό του Εφεσείοντα, στο όχημα Β και που να σχετίζεται με το χρόνο διάπραξης της κλοπής του και (γ) με βάση την επιστημονική μαρτυρία ενώπιον του, ο Εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί από δότης της μικρής ποσότητας μεικτού γενετικού υλικού που εντοπίστηκε στο όχημα Α, όμως υπήρχε η πιθανότητα αυτό να μεταφέρθηκε στο όχημα με οποιοδήποτε τρόπο. Με αυτά τα δεδομένα, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εναντίον του Εφεσείοντα, το αδίκημα της κλοπής των πιο πάνω οχημάτων και του μοτοποδηλάτου και ως εκ τούτου, αθώωσε και απάλλαξε αυτόν, στις σχετικές κατηγορίες με αρ. 8, 18 και 19.
Ωστόσο, στη βάση των ευρημάτων του, σχετικά με τον εντοπισμό του γενετικού υλικού του Εφεσείοντος στα πιο πάνω οχήματα και μοτοποδήλατο - τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση - το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες που το Άρθρο 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 154 του παρέχει, προέβη σε τροποποίηση του Κατηγορητηρίου, προσθέτοντας τις κατηγορίες 22, 23 και 24 για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, δηλαδή του μοτοποδηλάτου Δ και των οχημάτων Β και Α αντίστοιχα, κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κατέληξε ότι τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, οδηγούσαν στην ενοχή του Εφεσείοντα σ΄ αυτές τις κατηγορίες, αποκλείοντας οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα και αφού τον έκρινε ένοχο σ΄ αυτές, όπως και στην 20η κατηγορία για το ίδιο αδίκημα, του επέβαλε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 6 μηνών σε κάθε κατηγορία.
Με την έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε, με εννέα (9) λόγους Έφεσης. Ενώπιον μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα απέσυρε τον 8ο λόγο Έφεσης, που αφορούσε την καταδίκη του Εφεσείοντα στην 20η κατηγορία, ως και τον 9ο λόγο Έφεσης, που αφορούσε το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε.
Προχωρούμε να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους Έφεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους και αφορούν την εφαρμογή εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, των αρχών της περιστατικής μαρτυρίας, την εκτίμηση της επιστημονικής μαρτυρίας του Καριόλου (Μ.Κ.13) ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας και την συνακόλουθη καταδίκη του Εφεσείοντα στις κατηγορίες 22, 23 και 24 για παράνομη κατοχή των προαναφερθέντων οχημάτων και μοτοποδηλάτου.
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην ενοχή του Εφεσείοντα στις πιο πάνω κατηγορίες, στη βάση της μοναδικής μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του και συνίστατο στη σύνδεση του γενετικού υλικού, που είχε εντοπισθεί στο μοτοποδήλατο και στα δύο οχήματα, με το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία ενώπιον του ως ανεπαρκή για να οδηγήσει σε καταδίκη του Εφεσείοντα στο αδίκημα της κλοπής, ενώ στη συνέχεια την έκρινε ως επαρκή για να στοιχειοθετήσει την καταδίκη του στις κατηγορίες 22, 23 και 24 που το ίδιο πρόσθεσε με σχετική τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Τέλος, είναι η εισήγησή του, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε ευρήματα, αντίθετα και ασυμβίβαστα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα (Μ.Κ.13), την οποία, όπως διευκρίνισε, η υπεράσπιση ουδέποτε αμφισβήτησε.
Επιγραμματικά, στη βάση των όσων εκτίθενται ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής περιουσίας, στηριζόμενο αποκλειστικά στη δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, ως τη μόνη λογική κατάληξη, στη βάση των ευρημάτων του. Το μοναδικό δε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που έλαβε υπόψη του, ήταν η ταύτιση του γενετικού υλικού που απομονώθηκε στα επίδικα αντικείμενα των σχετικών κατηγοριών 22, 23 και 24, με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα, ενώ το ίδιο στοιχείο θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ανεπαρκές για καταδίκη του στις κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της κλοπής της ίδιας περιουσίας.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το άρθρο που πρόσθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επί του οποίου καταδίκασε τον Εφεσείοντα, είναι το ΄Αρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«309. Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους.»
Το ότι η επίδικη περιουσία, στην προκείμενη περίπτωση, ήταν κλοπιμαία, είναι δεδομένο. Τούτου δοθέντος, είναι σαφές ότι το Άρθρο 309 δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 72/2018, ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B444, το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας βρίσκει εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου δεν αποδεικνύεται ότι η περιουσία είναι κλοπιμαία. Το Άρθρο 309 τυγχάνει εφαρμογής όταν ο κατηγορούμενος κατέχει περιουσία υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είναι κλοπιμαία, εύλογα, εξ αντικειμένου, δημιουργούνται υποψίες στο πρόσωπο που τον βλέπει να κατέχει τέτοια περιουσία, ότι αυτή είναι κλοπιμαία. (Βλ. επίσης, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 236/2018, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3 και Kamilaris and Another v. The Police (Vol. 18) 1 C.L.R. 78). Επομένως, το κλοπιμαίο της περιουσίας, δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παράνομης κατοχής περιουσίας.
Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η προσθήκη από το Δικαστήριο των πιο πάνω κατηγοριών. Το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας είναι ιδιώνυμο και ιδιότυπο. Εφόσον στοιχειοθετηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή η κατοχή περιουσίας και η εύλογη υπόνοια περί του κλοπιμαίου αυτής, μεταφέρεται το αποδεικτικό βάρος στον κάτοχο των εκ πρώτης όψεως κλοπιμαίων αντικειμένων, ώστε αυτός να δώσει μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η κατοχή της περιουσίας αποκτήθηκε νόμιμα (βλ. Narmania v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 4/2018 και 5/2018, ημερ. 3.4.2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η ακροαματική διαδικασία είχε ολοκληρωθεί και οι υπό αναφορά κατηγορίες είχαν προστεθεί από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας, δεν ετίθετο θέμα να δοθεί η ευκαιρία στον Εφεσείοντα να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για την κατοχή της περιουσίας.
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με τις κατηγορίες 22, 23 και 24, παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται σ΄ αυτές.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου