ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ATTORNEY-GENERAL ν. SCHIZAS (1983) 2 CLR 328
Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151
Δήμος Αγίας Νάπας ν. Πιερή Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Χριστοδούλουκαι Άλλων (2002) 2 ΑΑΔ 67
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου και Άλλων (2010) 2 ΑΑΔ 94
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2023:B128
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 219/2021)
4 Απριλίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
IGOR SIDOROV
Εφεσείων,
ν.
1. NIKOLAY KHOVRIN
2. CONSTANTIN KHOVRIN
3. IOULIA Ή YULIA KHOVRINA
Εφεσίβλητων.
Γ. Θωμά, για YIANNAKIS K. THOMA LAW FIRM LLC, για τον Εφεσείοντα.
Αλ. Κληρίδης, για ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού τρεις Κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298, 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Συμφώνως των λεπτομερειών της εν λόγω Κατηγορίας, οι Εφεσίβλητοι κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου 2015 και Οκτωβρίου 2015, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό καταδολίευσης του Εφεσείοντα, απέσπασαν από αυτόν μία συλλογή συλλεκτικών χαρτονομισμάτων, αξίας πέραν του €1.500.000.00, καθώς και διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους €30.000. Η δεύτερη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της απάτης κατά παράβαση των Άρθρων 300, 20 και 21 του Κεφ. 154. Με βάση τις λεπτομέρειες αυτής της Κατηγορίας οι Εφεσίβλητοι κατά την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, με δόλιο τέχνασμα και συγκεκριμένα παρουσιάζοντας και προσποιούμενοι ότι ο Εφεσίβλητος 1 ήταν δικηγόρος, με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στην Κύπρο και δικηγορικό γραφείο στη Λεμεσό, απέσπασαν από τον Εφεσείοντα μία συλλογή συλλεκτικών χαρτονομισμάτων αξίας πέραν του €1.500.000.00, καθώς επίσης και διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους €30.000. Η τρίτη Κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της συνομωσίας για καταδολίευση κατά παράβαση του Άρθρου 302 του Κεφ. 154. Με βάση αυτή την Κατηγορία καταλογίζετο στους Εφεσίβλητους ότι συνωμότησαν μεταξύ τους κατά την προαναφερθείσα περίοδο, όπως καταδολιεύσουν τον Εφεσείοντα από τον οποίο απέσπασαν τα όσα καταγράφονται στις λεπτομέρειες των δύο πιο πάνω Κατηγοριών.
Οι Εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει την υπόθεση του εναντίον των Εφεσιβλήτων και, συνακόλουθα, αυτοί αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν των κατηγοριών.
Με τρεις Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την αθωωτική Απόφαση. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα από λανθασμένη και/ή μη επαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας κατέληξε σε λανθασμένα και αυθαίρετα ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία και τα κατατεθέντα τεκμήρια. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση με προκατάληψη και παρενέβη στη διαδικασία σε βαθμό που οδήγησε σε παραβίαση της δίκαιης δίκης. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την τροποποίηση του Κατηγορητηρίου μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.
Με δεδομένο ότι της καταχώρησης της παρούσας Έφεσης προηγήθηκε η εξασφάλιση έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα επί τη βάσει του Άρθρου 137(1)(α)(ιιι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προέχει η εξέταση του κατά πόσο οι Λόγοι Έφεσης όντως καλύπτονται από τις πρόνοιες αυτές.
Στο Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) του Κεφ. 155 καθορίζεται το σχετικό κριτήριο ως εξής:
137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ...........
(ιι) ...........
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ............
Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151).
Οι περιορισμοί που επιβάλλει το Άρθρο 137(1) αλλά και η ανάγκη για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρησή τους, ενόψει της φύσης του θέματος που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, έχουν επεξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Attorney - General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 67 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94).
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (ανωτέρω) στις σελίδες 125 - 126:
«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται.»
Οι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου, εξετάστηκαν και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρίστου, Ποινική Έφεση Αρ. 20/2015, ημερ. 28/9/2017 στην οποία αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
«Προκύπτει ως κυρίαρχο στοιχείο της όλης νομολογίας μας η αναγκαιότητα για στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων, προκειμένου να επιδιωχθεί ανατροπή αθωωτικής απόφασης. Συνεπώς, θα πρέπει να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, στοιχείο που κινείται εκτός των ορίων του άρθρου 137(1)(α).
Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).»
Σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης στη βάση του εδαφίου (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α), περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου οι σχετικές διατάξεις του Νόμου έτυχαν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή στα ευρήματα του Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151). Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στη νομολογία: «Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.»[1]
Επιπρόσθετα από τους περιορισμούς που θέτει το Άρθρο 137 στην άσκηση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα θα πρέπει να λεχθεί ότι το δικαίωμα άσκησης έφεσης από ιδιώτη περιορίζεται έτι περαιτέρω, από την οφειλόμενη στενή ερμηνεία του ιδίου Άρθρου στο πλαίσιο που καθορίζει η προνοούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα έγκριση για την άσκηση έφεσης. Αν ο Γενικός Εισαγγελέας δια της εγκρίσεως του παραχώρησε, όπως εν προκειμένω, άδεια άσκησης έφεσης με βάση το εδάφιο (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, αυτό είναι το πλαίσιο της έφεσης και είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει να εξετασθούν οι Λόγοι Έφεσης όσο βάσιμοι και αν φαίνονται[2].
Σε ό,τι αφορά τον 1ο Λόγο Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η υιοθέτηση σειράς ευρημάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, παραποίησης ή παραγνώρισης και/ή αμελούς μελέτης των κατατεθέντων τεκμηρίων και/ή αυθαίρετης ερμηνείας αυτών, καθώς και αποτέλεσμα υιοθέτησης των θέσεων του Εφεσίβλητου 1 αλλά και πλήρους απόρριψης και παραγνώρισης της μαρτυρίας του Εφεσείοντος.
Όπως προκύπτει από όλα τα πιο πάνω, η επιχειρηματολογία που προωθήθηκε από πλευράς του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, τόσο μέσω της αιτιολογίας του υπό συζήτηση Λόγου Έφεσης, καθώς και των όσων αναπτύχθηκαν εκτενέστερα στο Διάγραμμά του, δεν ήταν τίποτε άλλο από μία συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Και σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η όλη στάση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη διαδικασία τόσο έναντι των δικηγόρων του Εφεσείοντα, όσο και του ιδίου και της υπόθεσης του, σε συνδυασμό με την ανοχή του (Δικαστηρίου) έναντι του Εφεσίβλητου/Κατηγορούμενου 1, στον οποίο επετράπη να καθυβρίζει το δικηγόρο του Εφεσείοντα και να συμπεριφέρεται ως κατήγορος και/ή ως δικαστής, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά σε σχέση με την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβλήθηκε, ακόμη, ότι με τις παρεμβάσεις του το πρωτόδικο Δικαστήριο αντικατέστησε το δικηγόρο του Εφεσίβλητου 1 και μπήκε στο πεδίο της αντιπαράθεσης, παίρνοντας θέση έναντι του Εφεσείοντα και του δικηγόρου του.
Όπως είναι προφανές από την πιο πάνω αιτιολογία του 2ου Λόγου Έφεσης καθώς και την επιχειρηματολογία που προωθήθηκε στο Διάγραμμα Αγόρευσης, όλα όσα προβλήθηκαν είχαν να κάνουν με αντικανονικότητα της διαδικασίας κατά την αναδίπλωση της ποινικής δίκης είτε λόγω παρεμβάσεων του Δικαστηρίου, είτε λόγω του τρόπου που αφέθηκε η όλη διαδικασία να εκτυλιχθεί και που ουδόλως σχετίζεται με πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.
Σε ό,τι αφορά τον 3ο Λόγο Έφεσης υποστηρίχθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα από μέρους του Εφεσείοντα, το οποίο υποβλήθηκε μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του, για τροποποίηση του Κατηγορητηρίου δια της προσθήκης «νέας λεπτομέρειας όσον αφορά την 1η Κατηγορία». Το αν, απορρίπτοντας το εν λόγω αίτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που κέκτητο, σαφώς και δεν είναι ζήτημα το οποίο αφορά σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Σχετική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση The Attorney-General of the Republic v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328.
Στη βάση όλων των ανωτέρω καταλήγουμε ότι η Έφεση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, με βάση το οποίο ο Εφεσείων εξασφάλισε την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση της.
Ως εκ τούτου η Έφεση ως απαράδεκτη απορρίπτεται.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
[1] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 94.
[2] Δέστε κατ΄αναλογία και την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Α. TEMBRIOTIS & CO LIMITED κ.ά. ν. V.P. MOTORS LIMITED, Ποινική Έφεση Αρ. 105/2021, ημερ. 19/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:B11 όπου, μεταξύ άλλων, τονίσαμε ότι «Η πλήρωση των αυστηρών προϋποθέσεων του Άρθρου 137(1)(α) αποτελεί όρο ανάληψης δικαιοδοσίας (δικαιοδοτικό όρο, βλ. Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241) από το Εφετείο ώστε να δύναται να ελέγξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, δικαιοδοσία που δεν μπορεί να αναλάβει, όσο και αν φαίνονται βάσιμα τα επιχειρήματα του εφεσείοντα,..»