ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B127
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 116/2022)
4 Απριλίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Μ. Αρμεύτης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Μετά από πληροφορία ότι ο Εφεσείων θα προέβαινε σε αγοραπωλησία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών στην περιοχή Τραχωνίου, της επαρχίας Λεμεσού, στις 6/4/2022 μέλη της ΥΚΑΝ Αρχηγείου εγκαταστάθηκαν περιμετρικά του χωριού [ ], όπου βρίσκεται η κατοικία του Εφεσείοντα, με σκοπό τον εντοπισμό, ανακοπή και έλεγχο του. Μόλις ο Εφεσείων εντοπίστηκε οδηγώντας αυτοκίνητο να εξέρχεται του χωριού [ ], αμέσως τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση από μέλη της ΥΚΑΝ. Όταν σε κάποιο στάδιο σταμάτησε σε πρατήριο καυσίμων, τρία μέλη της ΥΚΑΝ που συμμετείχαν στην υπό εξέλιξη επιχείρηση, τοποθέτησαν τα υπηρεσιακά τους οχήματα σε σημεία που τον εμπόδισαν να διαφύγει οδικώς από το χώρο, με σκοπό να καταστεί εφικτή η ανακοπή και έλεγχος του. Αντικρίζοντας ο Εφεσείων τους Αστυνομικούς στο χώρο προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να διαφύγει. Κατά την ανακοπή του εντοπίστηκε εντός του οχήματος που οδηγούσε μία διαφανής συσκευασία που περιείχε ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Στη συνέχεια, εντοπίστηκε ακόμα ένα νάιλον διαφανές σακούλι που και αυτό περιείχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Μεταξύ άλλων, εντοπίστηκε και μια ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας, πάνω στην οποία υπήρχαν ίχνη άσπρης σκόνης κοκαΐνης και κάνναβης.
Ο Εφεσείων την ίδια ημέρα έδωσε κατάθεση στην οποία παραδέχτηκε την κατοχή όλων ανεξαιρέτως των ανευρεθέντων εντός του οχήματος του ναρκωτικών ουσιών και τεκμηρίων, δηλώνοντας ότι είναι χρήστης κάνναβης και κοκαΐνης. Όσον αφορά τη ζυγαριά ακριβείας, ανέφερε ότι τη χρησιμοποιεί για να ζυγίζει την ποσότητα κάνναβης και κοκαΐνης όταν κάνει χρήση. Αρνήθηκε να κατονομάσει το πρόσωπο από το οποίο είχε προμηθευτεί την ποσότητα κάνναβης, εκφράζοντας φόβο για τη ζωή του.
Στη βάση των σχετικών επιστημονικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους προέκυψε ότι η συνολική καθαρή ποσότητα κάνναβης που βρέθηκε στην κατοχή του Εφεσείοντα τον ουσιώδη χρόνο ανέρχετο σε 1004,79 γραμμάρια και επιβεβαιώθηκε ότι τα ίχνη άσπρης σκόνης που ανευρέθηκαν πάνω στη ζυγαριά ακριβείας ήταν κοκαΐνη.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού αριθμό κατηγοριών στις οποίες κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής. Ειδικότερα παραδέχτηκε ενοχή στην κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και συγκεκριμένα κάνναβης συνολικού βάρους 1004,79 γρ. (2η Κατηγορία), της κατοχής της εν λόγω ποσότητας με σκοπό την προμήθεια της σε άλλα πρόσωπα (1η Κατηγορία) και την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και συγκεκριμένα ιχνών κοκαΐνης (3η Κατηγορία). Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ως εξής: Στην 1η Κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 ετών και στην 3η Κατηγορία ποινή φυλάκισης 3 μηνών.
Ο Εφεσείων βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες ως ακολούθως:
Στις 26/3/2012 του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού στην υπόθεση υπ' αρ. 2317/2012 ποινή φυλάκισης 5 ετών για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και συγκεκριμένα κάνναβη.
Στις 18/9/2019 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην υπόθεση υπ' αρ. 13005/2019 στις κατηγορίες της παράνομης κατοχής ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β, δηλ. κοκαΐνης βάρους 26,42 γρ. και κάνναβης βάρους 199,77 γρ., της κατοχής των εν λόγω ελεγχόμενων φαρμάκων με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτα πρόσωπα, της παράνομης χρήσης των εν λόγω ελεγχόμενων φαρμάκων και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε σχέση με το χρηματικό ποσό των €1.160. Στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης παραδέχτηκε ακόμα δύο κατηγορίες που αφορούσαν τη διάπραξη του αδικήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β και συγκεκριμένα κάνναβης βάρους 0,04 γρ. και χρήσης κάνναβης, αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 10/10/2017. Για όλα τα παραπάνω αδικήματα το Δικαστήριο του επέβαλε διάφορες ποινές, με μεγαλύτερη αυτή της φυλάκισης 12 μηνών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α.
Με ένα Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική και/ή εσφαλμένη, στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις ιδιάζουσες προσωπικές του περιστάσεις και προέβη σε λανθασμένη και/ή ελλιπή εκτίμηση των γεγονότων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Όπως έχουμε κατ' επανάληψη τονίσει, ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Η έφεση κατά της ποινής δεν διανοίγει το δρόμο για επανακαθορισμό της από το Εφετείο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015, ECLI:CY:AD:2015:B779). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).
Θα πρέπει εξαρχής να υπομνησθεί ότι η νομολογία υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες (Ελενόδωρου Κυριάκου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020, ημερ. 11/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:B180). Όπως έχει λεχθεί στη Ναρζίπ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2014, ημερ. 21/11/2014, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά, είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση. Στην Bora ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Άρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018 λέχθηκε ότι:
«Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και ένεκα των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά σε συνάρτηση με τη συχνότητα διάπραξης τους η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια της κοινωνίας καθιστώντας την επιβολή αποτρεπτικών ποινών επιβεβλημένη.
Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο στις συνθήκες και τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων, αφού εξαρχής ξεκαθάρισε ότι ο Εφεσείων δεν κατατάσσεται στους οργανωμένους εμπόρους, χαρακτήρισε το ρόλο του περιορισμένο και συγκεκριμένα αυτό του μεταφορέα των ναρκωτικών ο οποίος θα τα προμήθευε σε άγνωστο πρόσωπο ή πρόσωπα, μολονότι, όπως ορθά το έθεσε, «με τις έκνομες πράξεις του και με τον δευτερεύοντα ρόλο που διαδραμάτισε συνέδραμε στη διάδοση των ναρκωτικών και του ολέθρου που επιφέρει αυτή, όντας σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα διακίνησης του ενός και πλέον κιλού κάνναβης». Λαμβάνοντας δε υπόψη τις περιστάσεις που περιέγραψε ο συνήγορος του, ήτοι τη δεινή οικονομική του κατάσταση καθώς και την ευάλωτη του θέση, όντας ο ίδιος χρήστης ναρκωτικών, ορθά υπογράμμισε το γεγονός ότι ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα συνειδητά με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, και τούτο ανεξάρτητα από το ότι θα ήταν αμελητέο το ποσό που θα εισέπραττε. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε, ακόμη, να λάβει προς όφελος του Εφεσείοντα αφενός το γεγονός της απουσίας όλων εκείνων των στοιχείων που καθιστούν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 30(4)(α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 27/1997 και αφετέρου της ύπαρξης εκείνων των στοιχείων που καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφιο (4)(β) του ιδίου Άρθρου.
Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο της εξατομίκευσης το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του και την ομολογία και παραδοχή του προς την Αστυνομία και την επί τούτω συνεργασία του με τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές, ορθώς επισημαίνοντας ότι η παραδοχή, πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή αφού αυτό «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων» (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Και τούτο παρότι, όπως επεσήμανε, ο Εφεσείων είχε ουσιαστικά καταληφθεί επ' αυτοφόρω να διαπράττει τα αδικήματα και είχε επιπλέον συνδεθεί και με επιστημονική μαρτυρία με την επίδικη ποσότητα κάνναβης, ορθώς χαρακτηρίζοντας την παραδοχή του, ακόμη και υπό αυτές τις περιστάσεις, καλοδεχούμενη και τέτοια που να προσμετρά ως απτό στοιχείο μεταμέλειας.
Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα.
Ένα από τα κύρια παράπονα του Εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο μετριαστικό παράγοντα των χρόνιων ψυχολογικών προβλημάτων που αυτός αντιμετώπιζε κατά τον ουσιώδη χρόνο, στοιχείο που, κατά τον ίδιο, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων.
Το παράπονο, που δεν αφορά σε παράλειψη επισήμανσης στοιχείων αλλά στη βαρύτητά τους, είναι, με κάθε σεβασμό, εντελώς ατεκμηρίωτο.
Όπως διαπιστώνεται, το Κακουργιοδικείο, αφού κατέγραψε με λεπτομέρεια όλες τις σχετικές με το πρόσωπο του Εφεσείοντα πληροφορίες που θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την επιμέτρηση της ποινής, όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αλλά και τις διάφορες ιατρικές εκθέσεις/βεβαιώσεις που τέθηκαν ενώπιον του σε σχέση με τα χρονίζοντα ψυχολογικά προβλήματα του Εφεσείοντα, και όπως το σύνολο όλων αυτών των δεδομένων ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, κατευθύνθηκε ορθά από τη νομολογία ως προς το βαθμό που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τέτοιου είδους αδικήματα. Με αναφορά στις υποθέσεις Jovanovic v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 635, Παυλίδης v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220 και Παύλου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2016, ημερ. 4/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B130, σημείωσε ότι οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων, σ' αυτού του είδους τις υποθέσεις, λαμβάνονται σε κάποιο βαθμό υπόψη χωρίς, ωστόσο, η εξατομίκευση να εξουδετερώνει ή να αποδυναμώνει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας.
Ορθά, επίσης, κατά την κρίση μας, το Κακουργιοδικείο, χωρίς να παραγνωρίζει τα ψυχολογικά και άλλα προβλήματα του Εφεσείοντα, με παραπομπή και σε σχετική νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, Iliev v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 218/2016, ημερ. 18/1/2018 και Jovanovic (ανωτέρω)) δεν απεδέχθη πως αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάσιμο λόγο και ικανή δικαιολογία για την προσφυγή στο έγκλημα και στη διάπραξη τόσο σοβαρών αδικημάτων. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Μακρή v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 15 την οποία επικαλέστηκε και το Κακουργιοδικείο, «αν τα οικονομικά προβλήματα, συνδεόμενα και με άλλα προβλήματα ευρύτερα, οικογενειακά ή υγείας, μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρανομία, αυτό θα ήταν η οριστική κατάρρευση κάθε ηθικής αρχής αλλά και κάθε αρχής τάξης και δικαίου».
Είναι, συνεπώς, η κρίση μας πως το Κακουργιοδικείο εξέτασε το εγειρόμενο ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Σχετικά είναι και όσα διαχρονικά υποδεικνύει η νομολογία, τα οποία επαναλήφθηκαν στη Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400 ότι, «η πείρα καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για την μεταφορά των ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου». Για τα διάφορα προβλήματα που ο Εφεσείων αντιμετωπίζει θα έπρεπε, όπως ορθώς υπεδείχθη από το Κακουργιοδικείο, ο ίδιος να αναζητήσει βοήθεια και στήριξη και όχι να καταφύγει στο έγκλημα και στην παρανομία και δη με τη μορφή που αυτό συνέβη.
Δεν παρέλειψε δε να επισημάνει και να συνεκτιμήσει δεόντως το γεγονός, που ο ίδιος ο συνήγορος του Εφεσείοντα είχε θέσει πρωτοδίκως ως μετριαστικό στοιχείο, πως, μετά τον εγκλεισμό του στις φυλακές, ο Εφεσείων αναζήτησε και έλαβε ψυχολογική/ιατρική βοήθεια και στήριξη και εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης «Δανάη», που παρέχουν οι φυλακές με αποτέλεσμα, μέσω αυτού, να κατορθώσει να αποκοπεί από τη χρήση οποιωνδήποτε απαγορευμένων ουσιών.
Ο Εφεσείων, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, βαρύνετο με δύο προηγούμενες καταδίκες για συναφή αδικήματα στις οποίες του είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης και οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών οπωσδήποτε περιόριζε το εύρος της επιείκειας που μπορούσε, εν προκειμένω, να επιδειχθεί χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο Εφεσείων θα τιμωρείτο για τα ίδια δεύτερη φορά ή ότι οι προηγούμενες καταδίκες του θα αποτελούσαν στοιχείο που θα απέληγε σε τιμωρία του πέραν εκείνης που επέβαλλε η σοβαρότητα των γεγονότων της υπό κρίση περίπτωσης (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17, Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, Γεωργίου, άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565 και Iordache v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 430/2019, ημερ. 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A114).
Υπό τις περιστάσεις καταλήγουμε πως ουδέν σφάλμα έχει καταδειχθεί ως προς τον τρόπο που σταθμίστηκαν οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και, ειδικότερα, τα ψυχολογικά του προβλήματα. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε ένα προς ένα όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, αποδίδοντας στον καθένα εξ αυτών την ανάλογη βαρύτητα με υποστήριξη στη νομολογία ως ανωτέρω.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Αντιθέτως, η διαπίστωση μας είναι ότι για να καταλήξει στην ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο, χωρίς αμφιβολία, απέδωσε βαρύνουσα σημασία σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.
Στη βάση όλων των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται, η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.