ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B112
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 62/2020)
27 Μαρτίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Εφεσείων
v.
ΘΕΟΝΙΤΣΑΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ
Εφεσίβλητης
_________________________
Ε. Παπαλοίζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον
Εφεσείοντα.
Β. Ακάμας για Β. Ακάμας ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη ήταν η κατηγορούμενη σε ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε εναντίον της από τον Έφορο Φορολογίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Έξι ήταν οι κατηγορίες που αντιμετώπισε. Οι πρώτες πέντε αφορούσαν σε παράλειψη της να υποβάλει δήλωση εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2008-2012 αντίστοιχα, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 5 και 50 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, όπως αυτός τροποποιήθηκε. Τις εν λόγω κατηγορίες παραδέχθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αρνήθηκε όμως την έκτη κατηγορία, η οποία είχε ως εξής:
«Έκθεση Αδικήματος.
Άρνηση ή παράλειψη ή αμέλεια υποβολής Κατάστασης Κεφαλαίου κατά παράβαση των άρθρων 5(3), 5(4), 20(3), 27 και 50 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 4/78, όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Λεπτομέρειες Αδικήματος.
Η κατηγορούμενη από την 21.5.2014 μέχρι σήμερα αρνήθηκε ή παρέλειψε ή αμέλησε να υποβάλει Κατάσταση Ενεργητικού και Παθητικού κατά την 1 Ιανουαρίου 2005 και 31 Δεκεμβρίου 2013 για περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο και στο εξωτερικό που της είχε ζητηθεί με ασφαλισμένη επιστολή του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 21 Φεβρουαρίου 2014 (μαζί με κατάσταση εξόδων για τα έτη 2008 μέχρι 2013 συμπεριλαμβανομένων).
Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραδεκτά γεγονότα στα οποία είχαν προβεί και οι δύο πλευρές. Ανάμεσα σ΄ αυτά, και γεγονότα που αφορούσαν στην επιστολή ημερ. 21.2.2014, για την οποία γινόταν αναφορά στις λεπτομέρειες του αδικήματος και η οποία είχε κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήριο 1. Τα παραθέτουμε αυτολεξεί από την πρωτόδικη απόφαση:
«.............................
β) ότι στις 21.2.2014 συντάχθηκε και υπογράφηκε επιστολή (Τεκμήριο 1) από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο για τον Έφορο Φορολογίας (τότε Έφορο Φόρου Εισοδήματος), η οποία απευθυνόταν προς την κατηγορούμενη και με την οποία της ζητείτο όπως εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία της ειδοποίησης να υποβάλει δηλώσεις εισοδήματός της για τα έτη 2008‑2012, υπογεγραμμένη κατάσταση που να δείχνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και του παθητικού της περιουσίας της κατά την 01.01.2005 και 31.12.2013, για περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο και στο εξωτερικό, καθώς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για κάθε χρόνο ξεχωριστά και κατάσταση εξόδων για κάθε έτος από το 2008 μέχρι και το 2013 συμπεριλαμβανομένου.
γ) το σύνολο του περιεχομένου του Τεκμηρίου 1 γίνεται αποδεκτό και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του καθώς και το σύνολο των στοιχείων των δεδομένων, των πληροφοριών και των διευθύνσεων που ευρίσκονται επ' αυτού.
δ) ότι το Τεκμήριο 1, επ' ονόματι της κατηγορουμένης, δόθηκε στο ταχυδρομείο και ταχυδρομήθηκε από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο του Εφόρου Φορολογίας (τότε Εφόρου Φόρου Εισοδήματος) προς την τελευταία δοθείσα διεύθυνση της.»
Παραθέτουμε επίσης αυτολεξεί και το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής (τεκμήριο 1):
«Αναφέρομαι στην ένσταση σας κατά της φορολογίας του εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2005 και καλείστε, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 5(2), 20(3) και 27 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου 4/78 όπως αυτός τροποποιήθηκε, να υποβάλετε στον Κλάδο που αναφέρεται πιο πάνω, στο Γραφείο Φόρου Εισοδήματος της Επαρχίας σας, μέσα σε 3 μήνες από την ημερομηνία της ειδοποίησης αυτής τα ακόλουθα:
(α) Τις δηλώσεις του εισοδήματος σας για τα φορολογικά έτη 2008-2012.
(β) Υπογραμμένη κατάσταση που να δείχνει όλες τις λεπτομέρειες του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας σας, είτε αυτή βρίσκεται στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό κατά την 1/1/2005 & 31/12/2013 καθώς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για κάθε χρόνο ξεχωριστά. Η κατάσταση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει και τα περιουσιακά στοιχεία της/του συζύγου και των εξηρτημένων παιδιών σας και να συνοδεύεται με τα αντίστοιχα δικαιολογητικά.
(γ) Κατάσταση εξόδων για κάθε έτος από το 2008 μέχρι και το 2013 η οποία να δίνει ξεχωριστά τα έξοδα συντήρησης, έξοδα αυτοκινήτου για ιδιωτική χρήση, ασφάλιστρα ζωής, έξοδα σπουδών παιδιών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενοίκιο κατοικίας, έξοδα ταξιδιών στο εξωτερικό, επιδιορθώσεις κατοικίας κ.λ.π..
2. Κατά την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων, αν θα τα υποβάλετε προσωπικά, πρέπει να αναφέρετε στον αρμόδιο επί της παραλαβής λειτουργό του πιο πάνω Κλάδου, ότι τα στοιχεία που υποβάλλετε ζητήθηκαν με την παρούσα ασφαλισμένη επιστολή.
3. Σε περίπτωση που θα υποβάλετε ταχυδρομικώς τα στοιχεία που ζητούνται, θα πρέπει να τα αποστείλετε στον πιο πάνω Κλάδο, με συνοδευτική επιστολή στην οποία θα αναφέρετε τον Αριθμό Φορολογικής Ταυτότητας και την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.
4. Αν παραλείψετε να συμμορφωθείτε με την ειδοποίηση αυτή, θα ληφθούν δικαστικά μέτρα εναντίον σας σύμφωνα με το άρθρο 50 καθώς και διοικητικά πρόστιμα σύμφωνα με το άρθρο 50Α του πιο πάνω Νόμου, χωρίς άλλη προειδοποίηση.»
Έχει ήδη λεχθεί πως η Εφεσίβλητη, για την παράλειψη της να υποβάλει τις δηλώσεις εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 2008-2012, αντιμετώπισε τις κατηγορίες 1-5, τις οποίες και παραδέχθηκε. Ο Εφεσείων για να αποδείξει την έκτη κατηγορία κάλεσε δύο μάρτυρες, την Ευαγγελία Σπύρου (Μ.Κ. 1), Γραμματειακή Λειτουργό στο Τμήμα Φορολογίας και τον Χριστάκη Αθανασιάδη (Μ.Κ. 2), Επαρχιακό Ταχυδρομικό Λειτουργό στην Επαρχία Λευκωσίας. Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, κάλεσε την Εφεσίβλητη να προβάλει την υπεράσπιση της, πληροφορώντας την για τα δικαιώματα της. Αυτή άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσε μάρτυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, βρήκε και πως οι δύο μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν μάρτυρες αληθείας και αποδέχθηκε την μαρτυρία τους στο σύνολο της. Ορθά σημείωσε πως το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να εξετάσει ήταν κατά πόσο η επιστολή (τεκμήριο 1) παραλήφθηκε από την Εφεσίβλητη και κατ΄ επέκταση αυτή έλαβε γνώση για το περιεχόμενο της. Σημειώνει εδώ πως η βασική θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι «ουδέποτε παράλαβε και έλαβε γνώση της σχετικής επιστολής και συνεπακόλουθα δεν μπορεί να κριθεί ποινικά υπεύθυνη για το γεγονός ότι δεν προσκόμισε τα ζητηθέντα έγγραφα». Το πρωτόδικο Δικαστήριο για καλούς λόγους που καταγράφει, με αναφορά μάλιστα στη σχετική νομολογία, βρήκε πως η Εφεσίβλητη παρέλαβε την εν λόγω επιστολή και πως αυτή δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο της. Το εύρημα του αυτό, δεν αμφισβητείται και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Το επόμενο θέμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, ήταν κατά πόσο η Εφεσίβλητη είχε υποχρέωση να προσκομίσει τα στοιχεία που της είχαν ζητηθεί με την επιστολή ημερ. 21.2.2014. Με δεδομένο ότι η Εφεσίβλητη είχε υποβάλει ένσταση στην φορολογία που της είχε επιβληθεί για το έτος 2005, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στο Άρθρο 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, συσχετίζοντας όλο το περιεχόμενο της επιστολής με την υποβληθείσα ένσταση. Ήταν η θέση του πως ο Έφορος Φορολογίας έστειλε την εν λόγω ειδοποίηση όχι εντός της προθεσμίας των 12 μηνών για την οποία κάνει αναφορά το Άρθρο 20(3) του πιο πάνω νόμου, αλλά μετά την παρέλευση 39 μηνών από την υποβολή της σχετικής ένστασης. Κατ΄ επέκταση βρήκε πως αυτός «λειτούργησε εκτός των χρονικών περιθωρίων που επιβάλλει το πιο πάνω άρθρο και ως εκ τούτου δεν δύνατο και παράνομα ζήτησε μέσω του τεκμηρίου 1 τα ζητηθέντα στοιχεία». Βρήκε ακόμη πως «είναι αδιάφορο ότι στο τεκμήριο 1 αναφέρεται ότι η εν λόγω επιστολή αποστάληκε, πέραν του άρθρου 20(3) και στη βάση του άρθρου 27 εφόσον ως ανάφερα το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση». Απέρριψε τη θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Εφεσείοντα πως εάν η Εφεσίβλητη διαφωνούσε με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1, θα έπρεπε να είχε προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο καταχωρώντας σχετική προσφυγή. Εν κατακλείδι, με την τελική απόφαση του ημερ. 2.4.2020 αθώωσε και απάλλαξε την Εφεσίβλητη από την έκτη κατηγορία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Τέσσερεις είναι οι λόγοι έφεσης. Δεν χρειάζεται να τους παραθέσουμε αφού και οι τέσσερεις έχουν βασικό άξονα το γεγονός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε θέμα νομιμότητας και/ή εγκυρότητας των υποχρεώσεων που ο Έφορος επέβαλε στην Εφεσίβλητη με την επιστολή του ημερ. 21.2.2014. Τέτοια θέματα, συνεχίζουν οι λόγοι έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει. Στη βάση δε των ευρημάτων του, θα έπρεπε να είχε κρίνει ένοχη την Εφεσίβλητη στην κατηγορία, καταλήγουν οι λόγοι έφεσης.
Αναφέρουμε από τώρα ότι τόσο η επιστολή ημερ. 21.2.2014 όσο και η κατηγορία βασίζονταν και στο Άρθρο 27 του Ν. 4/78, το οποίο κάτω από τον τίτλο «Γενικαί Εξουσίαι του Διευθυντού» έχει ως εξής:
«Εξoυσία τoυ Διευθυvτoύ όπως απαιτήση τηv παρoχήv στoιχείωv
27. Ο Διευθυvτής δύvαται, δι' εγγράφoυ αυτoύ ειδoπoιήσεως, vα απαιτήση παρά παvτός πρoσώπoυ όπως τω παράσχη τoιαύτα στoιχεία αvαφoρικώς πρoς τo αvτικείμεvov φόρoυ τoυ πρoσώπoυ τoύτoυ δι' oιovδήπoτε φoρoλoγικόv έτoς oία ήθελεv oύτoς κρίvει αvαγκαία διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ, ή όπως εμφαvισθή εvώπιov αυτoύ και δώση μαρτυρίαv, αvαφoρικώς πρoς τo τoιoύτov αvτικείμεvov φόρoυ και πρoσαγάγη λoγαριασμoύς, βιβλία ή άλλα έγγραφα υπό τηv φύλαξιv ή έλεγχov αυτoύ σχετιζόμεvα με τo ρηθέv αvτικείμεvov φόρoυ.»
Συνεπώς, ο «Διευθυντής» (Άρθρο 2 του Ν. 4/78), έχει από τον πιο πάνω Νόμο ευρεία διακριτική ευχέρεια (Άρθρα 4(1) και 27) να προβαίνει σε ενέργειες που κρίνει αναγκαίες για την καλή και πιστή εφαρμογή του Νόμου, και κατ΄ επέκταση δύναται να απαιτεί, με έγγραφη ειδοποίηση, όπως εν προκειμένω, να του δοθούν στοιχεία αναφορικά με αντικείμενο φόρου και για οποιοδήποτε φορολογικό έτος (Μάριος Μελίδης ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, Ποιν. Έφ. Αρ. 248/16, ημερ. 20.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B85). Στην εν λόγω υπόθεση, η οποία αφορούσε σε αδίκημα, όπως αυτό που αντιμετώπισε η Εφεσίβλητη, επαναλαμβάνεται ο θεσμικός διαχωρισμός της αναθεωρητικής από την ποινική δικαιοδοσία, και πως η οριστικοποίηση της υποχρέωσης, κατά τα θέσμια του διοικητικού δικαίου, συνιστά προϋπόθεση για την δημιουργία της ποινικής ευθύνης.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταχώριση ένστασης κατά της επιβληθείσας φορολογίας για το φορολογικό έτος 2005, δεν επέτρεπε την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 27 του Νόμου επί του οποίου βασιζόταν η επιστολή ημερ. 21.2.2014 και η κατηγορία που η Εφεσίβλητη αντιμετώπισε στη συνέχεια, είναι εσφαλμένη. Στο Νόμο δεν γίνεται αναφορά ότι περιορίζονται οι ευρείες εξουσίες του Εφόρου, για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω, όταν καταχωρείται εκ μέρους του φορολογούμενου ένσταση σε επιβληθείσα φορολογία, διοικητικό μέσο για την αμφισβήτηση της. Εν πάση περιπτώσει, εδώ ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όταν γνωστοποιήθηκε η επιστολή στην Εφεσίβλητη, αυτή είχε φορολογικές εκκρεμότητες και για άλλα φορολογικά έτη (2008-2012). Να επαναλάβουμε πως με την εν λόγω επιστολή, ο ΄Εφορος ζητούσε και «Κατάσταση εξόδων για κάθε έτος από το 2008 μέχρι και το 2013». Ισχυρισμός εκ μέρους της Εφεσίβλητης πως αυτή παραπλανήθηκε από το περιεχόμενο της επιστολής και κατ΄ επέκταση δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με αυτό, δεν υπήρξε. Μάλιστα, αυτή είχε ενημερωθεί και για τις ποινικές συνέπειες της παράλειψης της να συμμορφωθεί, αφού στην επιστολή που της γνωστοποιήθηκε γινόταν ειδική αναφορά σ΄ αυτές με παραπομπή και στο Άρθρο 50 του Ν. 4/78.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του Αίτηση Ακυρώσεως και συνεπώς δεν θα έπρεπε να είχε εμπλακεί στο κατά πόσο το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 21.2.2014 «. αποτελούσε μια προπαρασκευαστική πράξη, χωρίς να παράγει έννομα αποτελέσματα και χωρίς να αποτελεί αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη με σκοπό ο Διευθυντής να αποφασίσει επί της ενστάσεως που η κατηγορούμενη υπέβαλε». Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος που η Εφεσίβλητη αντιμετώπισε (Μηλιώτης Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 12 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Σχίζα κ.ά. (1996) 2 ΑΑΔ 175).
Εν προκειμένω, (α) η επιβολή υποχρέωσης για προσκόμιση στοιχείων δυνάμει του Νόμου, (β) η κοινοποίηση/γνωστοποίηση της εν λόγω υποχρέωσης στην Εφεσίβλητη και (γ) η παράλειψη/άρνηση της τελευταίας να συμμορφωθεί με την εν λόγω υποχρέωση, θεμελίωνε το αδίκημα που αυτή είχε αντιμετωπίσει.
Δύο λόγια για τις δύο αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης εις επίρρωση των θέσεων του ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Πρόκειται για την Αντωνιάδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) ΑΑΔ 1767 και για την A. & A. Constantinou Bros Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 43. Στην πρώτη (πρωτόδικη απόφαση σε Προσφυγή) αποφασίστηκε πως ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, δεν διατηρούσε εξουσία γενικής αναθεώρησης της φορολογίας με αφορμή την ένσταση. Στην δεύτερη (Αναθεωρητική 'Εφεση), η πλειοψηφία αποφάσισε πως ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων έχει εξουσία να καθορίσει το ποσό του φόρου σε ποσό μεγαλύτερο της υπό ένσταση φορολογίας, ανεξάρτητα από τους λόγους ένστασης. Με κάθε σεβασμό, οι εν λόγω αποφάσεις ουδεμία εφαρμογή έχουν στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης. Εν προκειμένω, ο Έφορος Φόρου εισοδήματος με την επιστολή του, ημερ. 21.2.2014, ουδέποτε διαφοροποίησε ή μετέβαλε φορολογία που είχε ήδη επιβληθεί.
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε ότι ο Εφεσείων είχε αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία. Η Έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και η Εφεσίβλητη κρίνεται ένοχη στην κατηγορία. Θα ακούσουμε τους ευπαίδευτους συνηγόρους σε σχέση με το θέμα της ποινής.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΕΑΠ. Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.