ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Ιωαννίδης, Ιωάννης Χρ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα. Π. Πίτσιλλου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-03-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 21/2022, 27/3/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:B109

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 21/2022)

 

  27 Μαρτίου 2023

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

 

Χρ. Θεοδούλου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Πίτσιλλου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με τρεις λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε ότι επιτέθηκε και κτύπησε το γιο της πρώην συμβίας του, προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη (’ρθρο 3(1) και (4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν.119(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί), ότι τον απείλησε (’ρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154) και ότι τον εξύβρισε δημόσια (’ρθρο 99 του Κεφ.154).

 

Η καταδίκη του θεμελιώθηκε κατά κύριο λόγο στη μαρτυρία του παραπονούμενου και ενός αυτόπτη μάρτυρα του επεισοδίου, του Μ.Κ.4,  τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστους μάρτυρες.  Η μαρτυρία του ιδίου του Εφεσείοντα απορρίφθηκε. 

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των πρώτων, ο παραπονούμενος λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 16.7.2018 επισκέφθηκε καφενείο στην Ξυλοφάγου και κάθισε σε τραπεζάκι όπου κάθονταν φίλοι του, μεταξύ των οποίων και ο Μ.Κ.4.  Μετά από πάροδο κάποιων λεπτών, ο Εφεσείων έφθασε στο χώρο με αυτοκίνητο.  Αφού αποβιβάστηκε, προσέγγισε τον παραπονούμενο, τον έπιασε από το λαιμό και προσπαθούσε να τον πνίξει.  Κρατώντας τον από το λαιμό, τον τράβηξε και τον έβαλε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του και αφού του έπιασε τα χέρια, άρχισε να του δίνει κουτουλιές στο πρόσωπο, βρίζοντας τη μητέρα του παραπονούμενου και εκστομίζοντας απειλές κατά της ζωής της.  Ανέφερε ο Εφεσείων, «Να πεις της μάνας σου της πουτάνας ότι εν να την μασιερώσω τζιαμέ που να την έβρω».  Στη συνέχεια, ο Εφεσείων εκκίνησε το αυτοκίνητο του για να κτυπήσει τον παραπονούμενο.  Ο παραπονούμενος μετακινήθηκε, οπόταν ο Εφεσείων κατέβηκε από το αυτοκίνητο του για να τον κυνηγήσει.  Ήταν σε αυτό το στάδιο που επενέβη ο Μ.Κ.4, ο οποίος και συγκράτησε τον Εφεσείοντα.  Ο τελευταίος, απευθυνόμενος προς τον παραπονούμενο του είπε «Η μάνα σου εν πουτάνα ρε».

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1 ως εσφαλμένη και ανεπαρκής και που οδήγησε σε ευρήματα αντίθετα με αυτή.  Ο λόγος έφεσης 2 δεν αναφέρεται σε κάτι το διαφορετικό.  Στην αιτιολογία των δύο λόγων εγείρονταν και άλλα ζητήματα, αρκετά από τα οποία εγκαταλείφθηκαν με την αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα.  Παρέμεινε ζήτημα ότι δεν υπήρξε συσχέτιση της μαρτυρίας με τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων, ότι δεν εφαρμόστηκαν οι αρχές του βάρους απόδειξης και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε σε αμφιβολίες να του διαφύγουν ή και τις αγνόησε, όπως αγνόησε και αντιφάσεις μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας.  Ακόμα, ότι αξιολόγησε τον Εφεσείοντα ως μάρτυρα στη βάση των υποβολών του κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.

 

Με το λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων επικαλείται ότι δεν είχε δίκαιη και αμερόληπτη δίκη λόγω των παρεμβάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, «όπως διαφάνηκε και από την απόφαση του».  Ο Εφεσείων δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο σε όλη τη διαδικασία και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αυξημένη υποχρέωση, αναφέρει, να διαφυλάξει προς όφελος του τα εχέγγυα της δίκαιης και αμερόληπτης διαδικασίας παρεμποδίζοντας την Κατηγορούσα Αρχή από του να καθοδηγεί τους μάρτυρες κατηγορίας.  Επαναλαμβάνεται στα πλαίσια αυτού του λόγου το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα στη βάση του χειρισμού από τον ίδιο της υπόθεσης, προτού διορίσει δικηγόρο.

 

 

Στην Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.202/2020, ημερ.20.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B356, υπενθυμίζονται οι διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Μεταφέρουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος: 

 

«Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα.  Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επε΅βαίνει.  Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν.  Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

 Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).»

 

 

 

Διαπιστώνουμε ότι στις εισηγήσεις του, ο Εφεσείων προσεγγίζει κατά τρόπο μικροσκοπικό τη μαρτυρία του παραπονούμενου, υποδεικνύοντας σημεία τα οποία αναγάγει σε ουσιώδεις αντιφάσεις, που θα έπρεπε να είχαν πλήξει την αξιοπιστία του.  Σε άλλα σημεία δίδει τη δική του εντύπωση της εικόνας μαρτυρίας, που όμως είναι ανακριβής και αλλού εντελώς εσφαλμένη.

Στην κατάθεση του στην Αστυνομία, ο παραπονούμενος είχε αναφερθεί σε «κάμποσες κουτουλιές» που δέχτηκε από τον Εφεσείοντα, ενώ στη δια ζώσης μαρτυρία του είπε «Αν δεν κάμνω λάθος ήταν δύο».  Προδήλως ο παραπονούμενος μπορούσε να είναι βέβαιος για δύο διακριτά κτυπήματα που είχε δεχτεί κατά την επίθεση  από τον Εφεσείοντα, που είχαν ως αποτέλεσμα να ζαλιστεί.  Ένα άλλο σημείο που υποδεικνύει ο Εφεσείων είναι ότι ο παραπονούμενος, ενώ στην κατάθεση του είπε ότι δεν είχε δύναμη να αντιδράσει όταν ο Εφεσείων τον κρατούσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου και τον κτυπούσε, στη μαρτυρία του έδωσε την εικόνα ότι αντέδρασε.  Η θέση αυτή του Εφεσείοντα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Ήταν σαφής η μαρτυρία του παραπονούμενου ότι προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να αντιδράσει.  Υποδεικνύεται ακόμα ότι ενώ στην κατάθεση του είχε αναφέρει ότι ο Εφεσείων τον έπιασε από το λαιμό με τα δύο χέρια, στη μαρτυρία του σε ερώτηση για το πώς τον άρπαξε, είπε «Κεφαλοκλείδωμα ας πούμε» «με το δεξί χέρι».  ’λλα σημεία στα οποία ο Εφεσείων επέστησε την προσοχή μας ήταν ακόμη πιο επουσιώδη, όπως αν είδε το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα όταν τον αντιλήφθηκε πίσω του ή όταν τον έριξε σε αυτό.

 

Οι υποδείξεις του Εφεσείοντα σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 ήταν ανάλογες. Αφορούσαν στο ότι δεν θυμόταν τη σειρά που η παρέα καθόταν στο τραπεζάκι του καφενείου και λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο που ο Εφεσείων τράβηξε και κτύπησε τον παραπονούμενο και τι ακριβώς εκστόμισε εναντίον του.

 

Σε σχέση με την απόρριψη της δικής του μαρτυρίας και διαφορετικής εκδοχής ως προς τα γεγονότα, διαπιστώνουμε ότι απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση διαφόρων λόγων που υποδεικνύονται στην πρωτόδικη απόφαση.  Διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων μετέβαλε την αρχική του θέση ότι δεν είχε κάμει τίποτε, αναφέροντας ότι είχε δώσει «ένα πάτσο» στον παραπονούμενο για να αναχαιτίσει την προσπάθεια του τελευταίου να τον κτυπήσει, και απέδωσε αυτή την αλλαγή σε εκ των υστέρων σκέψη, για να δοθεί δικαιολογία για τις παρατηρήσεις του αστυνομικού που το ίδιο βράδυ έλαβε την καταγγελία του παραπονούμενου για γδαρσίματα και της ιατρού που τον εξέτασε αμέσως μετά.  Μαρτυρίες που ενίσχυαν την εκδοχή του παραπονούμενου και του Μ.Κ.4.  Αναφέρθηκε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο στις ατεκμηρίωτες θέσεις του Εφεσείοντα για μεροληπτική στάση της Αστυνομίας εναντίον του και για κίνητρα του παραπονούμενου και της μητέρας του για να του αποσπάσουν χρήματα.

 

Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τις υποδείξεις του Εφεσείοντα.  Τα παράπονα του δεν τεκμηριώνονται και δεν δικαιολογούνται.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία μέσα στα ορθά πλαίσια και τα ευρήματα γεγονότων στα οποία κατέληξε βασίζονταν στη μαρτυρία που είχε προσαχθεί κατά τη δίκη, ήταν εύλογα και έχουν αιτιολογηθεί.  Ανέφερε ότι «Δεν είναι η κάθε αντίφαση που οδηγεί στην απόρριψη μαρτυρίας» και εξήγησε ότι ο Εφεσείων είχε εστιάσει σε «λεπτομέρειες οι οποίες δεν αλλοιώνουν την ουσία του πράγματος».  Αποφάνθηκε ότι ο παραπονούμενος «ήταν σταθερός στις τοποθετήσεις του σε ότι αφορούσε τη συνοχή των κύριων γεγονότων».  Ανάλογες επισημάνσεις έκαμε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το Μ.Κ.4 και περαιτέρω διερεύνησε το ενδεχόμενο κίνητρο του να μαρτυρήσει υπέρ του παραπονούμενου, για να διαπιστώσει ότι οι σχέσεις τους ήταν «τυπικές ως γνωστοί μέσω κοινών παρεών», και ότι δεν φάνηκε ότι είχε όφελος για να καταδικαστεί ο Εφεσείων.  Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου. 

 

Εφόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα του επεισοδίου παραμένουν ακλόνητα, το παράπονο του Εφεσείοντα ότι δεν λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία του που παράπεμπε σε αυτοάμυνα, εκπίπτει.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απρόκλητη επίθεση του Εφεσείοντα κατά του παραπονούμενου, που δεν είχε εκδηλώσει ουσιαστική αντίδραση, δεν άφηνε περιθώριο για εξέταση ζητήματος αυτοάμυνας.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν εφαρμόστηκαν οι αρχές του βάρους απόδειξης δεν ευσταθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα γεγονότα, όπως κατέληξε σε αυτά, στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα των κατηγοριών στις οποίες βρήκε ένοχο τον Εφεσείοντα.  Εκτενής ήταν η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα σε σχέση με το αδίκημα της απειλής, με υπόβαθρο ότι η απειλή: «. εν να την μασιερώσω τζιαμέ που να την έβρω», δεν στρεφόταν κατά του προσώπου του παραπονούμενου, αλλά της μητέρας του.

 

Το ’ρθρο 91Α του Κεφ.154 προβλέπει ότι:

«Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

 

Η υπενθύμιση του Εφεσείοντα, ότι οι ποινικοί νόμοι ερμηνεύονται αυστηρά και ότι οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία αποφασίζεται υπέρ του κατηγορούμενου (Γεν. Εισαγγελέας ν. Παπαλαζάρου & άλλοι (1995) 2 Α.Α.Δ. 128, 134 και Χριστοδούλου & άλλος ν Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443, 451) δεν βοηθά την εισήγηση του, γιατί το λεκτικό του άρθρου πρόδηλα καλύπτει την περίπτωση.  Η αναφορά από τον Εφεσείοντα ότι θα μαχαιρώσει την μητέρα του παραπονούμενου ήταν απειλή προς τον ίδιο τον παραπονούμενο, όχι βέβαια στο να μαχαιρώσει τον ίδιο αλλά την μητέρα του, προκαλώντας, με το θάνατο ή τραυματισμό της, οδύνη και λύπη στον ίδιο.  Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συγγένεια ή η στενή σχέση με το πρόσωπο που η απειλή αναφέρει ως αυτό που θα δεχτεί τη βιαιοπραγία, αφορά στην απόδειξη της πρόκλησης του τρόμου ή της ανησυχίας σε αυτόν που είναι ο δέκτης της απειλής και η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των γεγονότων της.  Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα ήταν κατά πόσο ο παραπονούμενος ακούοντας τον Εφεσείοντα να λέει: «. εν να την μασιερώσω τζιαμέ που να την έβρω», του προκλήθηκε τρόμος και ανησύχησε ότι ο Εφεσείων θα μαχαίρωνε τη μητέρα του και προς τούτο ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προκλήθηκε φόβος στον παραπονούμενο.

 

Προς επίρρωση της ερμηνείας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Χριστιάνα Καραπάσιη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.41/2014, ημερ.24.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:B19.  Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι στην Καραπάσιη το επιμέρους ζήτημα δεν είχε εγερθεί προς εξέταση από το Εφετείο.

 

Στην Καραπάσιη ό,τι είχε διαβιβαστεί από την κατηγορούμενη στην παραπονούμενη ήταν: «Πε της νύφης σου να τραβήξει πίσω, δεν την αφορά, εν νε δική της υπόθεση, εν ποσπαστή, εν νε τώρα, εν σε δκιο σε τρια, σε πέντε χρόνια, εν ποσπαστή, το κουμπί επατήθηκε εσένα είπα τους να μεν πειράξουν τρίχα που τα μαλλιά σου, εν δέχομαι».  Σαφώς η «βία ή άλλη παράνομη πράξη» αφορούσε το πρόσωπο της νύφης της παραπονούμενης, όμως η απειλή στρεφόταν κατά της τελευταίας.  Η εφεσείουσα, κατηγορούμενη, καταδικάστηκε με την απόφαση του Εφετείου, το οποίο ενήργησε δυνάμει των διατάξεων του ’ρθρου 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.[1]  Επομένως, είναι εσφαλμένη η θέση του Εφεσείοντα ότι το Εφετείο δεν εξέτασε το επιμέρους ζήτημα.  Είχε αναφερθεί ότι: «. είμαστε ικανοποιημένοι ότι αποδείχθησαν  με τη δέουσα επάρκεια, βεβαιότητα και στον αναγκαίο βαθμό όλες οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου και όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής του ’ρθρου 91(Α) για το οποίο κατηγορήθηκε». 

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Σε σχέση με το λόγο έφεσης 3, η αγόρευση του Εφεσείοντα προσεγγίζει τα ζητήματα στη θεωρητική τους διάσταση, χωρίς καμιά αναφορά στη διαδικασία και χωρίς παραπομπή στα πρακτικά.  Τα παράπονα του Εφεσείοντα είναι ατεκμηρίωτα.

 

 Ο λόγος έφεσης 3  είναι αβάσιμος και επίσης απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται. 

 

 

 

 

 

 

                                            Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

 

                                            Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

                                            Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

 



[1] 145(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-

...........................................

(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο