ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B44
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2021]
3 Φεβρουαρίου, 2023
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
WALID AL MOUSTAFA
Εφεσείων
v
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
*****************
Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα
Α. Π. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη
******************
ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: O Jamal Al Haji (στο εξής το θύμα) ηλικίας 19 ετών, καταγόταν από τη Συρία και από τον Μάιο 2017, διέμενε στην Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτητής πολιτικού ασύλου. Ένα χρόνο περίπου πριν τον κρίσιμο χρόνο, 10.4.2020, συνήψε ερωτικό δεσμό με την σύζυγο του Εφεσείοντα, για τον οποίο (δεσμό) ο Εφεσείοντας έλαβε γνώση στις 5.4.2020.
Στις 10.4.2020, ομάδα φιλικών προσώπων του Εφεσείοντα και του θύματος αποφάσισαν να εντοπίσουν το θύμα και να το μεταφέρουν σε συγκεκριμένη οικία, ώστε να του θυμώσουν και να το δείρουν, εξαιτίας του ερωτικού δεσμού που είχε συνάψει. Παραπλανώντας το θύμα, διευθέτησαν συνάντηση μαζί του σε σημείο στη περιοχή της Μεσόγης. Στο θύμα δόθηκε η εντύπωση ότι θα συναντούσε μόνο τον συγκάτοικό του για να μιλήσουν. Κατά τη συνάντηση και όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των προαναφερθέντων προσώπων, το θύμα, που βρισκόταν στο όχημα του, οδήγησε απότομα «προς τα μπροστά» και το όχημα κατέληξε σε χαντάκι.
Στη συνέχεια το θύμα, αφού εξήλθε από το όχημα του, εισήλθε και κάθισε στη μέση της πίσω θέσης του οχήματος που οδηγούσε ένα από τα πρόσωπα της ομάδας, ενώ αριστερά και δεξιά του θύματος εισήλθαν και κάθισαν δύο άλλα πρόσωπα.
Ακολούθως, το θύμα οδηγήθηκε στην οικία ενός από αυτούς, στην οποία είχαν επίσης μεταβεί ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος πρωτόδικα (στο εξής ο 2ος κατηγορούμενος), ως και άλλα πρόσωπα. Εκεί συμφωνήθηκε από όλους, όπως το θύμα μεταφερθεί σε παραλία με σκοπό να το δείρουν.
Ο 2ος κατηγορούμενος μαζί με άλλο πρόσωπο, οδήγησαν το θύμα εκτός της οικίας και το ανάγκασαν να εισέλθει και να καθίσει χωρίς τη θέλησή του στη πίσω θέση ενός οχήματος. Στο ίδιο όχημα επιβιβάστηκε ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος, μαζί με ακόμη ένα πρόσωπο και στη συνέχεια, οδηγώντας, μετέβηκαν σε παραλία στη Χλώρακα της Πάφου.
Φτάνοντας στην παραλία και εντός του οχήματος, o Εφεσείων είχε συζήτηση με το θύμα αναφορικά με το δεσμό που αυτός διατηρούσε με τη σύζυγο του. Στην παραλία είχαν φτάσει με άλλα οχήματα και τα υπόλοιπα πρόσωπα. Σε κάποιο χρόνο ο Εφεσείων εξήλθε του οχήματος και ζήτησε από το θύμα να πράξει το ίδιο. Λόγω της άρνησης του θύματος, ο Εφεσείων άνοιξε τη πίσω πόρτα του οχήματος και τράβηξε το θύμα έξω από αυτό. Ο Εφεσείων κτύπησε το θύμα με γροθιά στο πρόσωπο και αυτό κατέληξε στο έδαφος. Ακολούθως ο Εφεσείων σήκωσε το θύμα και το γρονθοκόπησε ξανά στο πρόσωπο. Παράλληλα στο σημείο μετέβηκαν και άλλα πρόσωπα, τα οποία, βρίζοντας, άρχισαν μαζί με τον 2ο κατηγορούμενο, να κτυπούν και να κλωτσούν το θύμα αδιάκριτα και επανειλημμένα σε διάφορα μέρη του σώματός του, ενώ βρισκόταν στο έδαφος.
Ενώ το θύμα βρισκόταν στο έδαφος και δεχόταν επίθεση από άλλα πρόσωπα και το 2ο κατηγορούμενο, ο Εφεσείων με τη χρήση μαχαιριού έπληξε το θύμα σε σημείο του σώματός του. Το θύμα κατάφερε να σηκωθεί από το έδαφος και τρέχοντας εισήλθε στη θέση του οδηγού του οχήματος. Ελάχιστο χρόνο μετά, το τραυματισμένο θύμα, εξήλθε του οχήματος και άρχισε να τρέχει για να διαφύγει. Τρίτο πρόσωπο καταδίωξε το θύμα και αφού το έφτασε, το έριξε στο έδαφος και άρχισε να το κτυπά με τα χέρια. Ο Εφεσείων πλησίασε στο σημείο και ενώ το τρίτο πρόσωπο κρατούσε το θύμα στο έδαφος, αυτός γονάτισε και άρχισε να το μαχαιρώνει σε διάφορα σημεία του σώματος του, επιφέροντας σ' αυτό 17 μαχαιριές.
Ενόψει των πολλαπλών τραυμάτων που ο Εφεσείων προκάλεσε στο θύμα με τη χρήση μαχαιριού, επήλθε ο θάνατός του συνέπεια αιμορραγικού σοκ οφειλόμενου σε εσωτερική αιμορραγία.
Στη συνέχεια ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος απομακρύνθηκαν από το μέρος με όχημα, ενώ τρίτα πρόσωπα μετακίνησαν την σορό του θύματος και την έκρυψαν σε κοντινό καλαμιώνα.
Ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος, προκειμένου να διαφύγουν της σύλληψης τους και να θέσουν τους εαυτούς τους εκτός του ελέγχου των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας, μετέβηκαν στις κατεχόμενες περιοχές. Συνελήφθηκαν εν τέλει από την αστυνομία στις 5.12.2020.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος αντιμετώπισαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείο Πάφου, την κατηγορία της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205 του ΚΕΦ. 154) και της απαγωγής με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά σωματική βλάβη (Άρθρο 251 του ΚΕΦ. 154), αντίστοιχα.
Ο Εφεσείων και ο 2ος κατηγορούμενος κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν δικής τους παραδοχής και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 17 ετών και 3 ετών αντίστοιχα.
Με την Έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή των 17 ετών, ως έκδηλα υπερβολική.
Όπως συναφώς διατείνεται με τον 1ο λόγο Έφεσης, το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε κατά την επιμέτρηση της ποινής, την δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες. Ειδικότερα, διατείνεται ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα κατέληξε ότι δεν υπήρχε πρόκληση εκ μέρους του θύματος (2ος λόγος Έφεσης) και δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, ψυχολογικής φόρτισης, σύγχυσης και ντροπής, με αποτέλεσμα να απωλέσει τον αυτοέλεγχο του (3ος λόγος Έφεσης). Τέλος δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων ενήργησε χωρίς οποιοδήποτε σχεδιασμό, ως και ότι το φονικό μαχαίρι βρισκόταν τυχαία στο όχημα άλλου προσώπου (4ος λόγος Έφεσης).
Σε ό,τι αφορά την εξουσία επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, (2014) 2 (Α) ΑΑΔ 329, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, που τιμωρείται με ανώτατη ποινή την διά βίου φυλάκιση και συνιστά την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής. Αναφορά έγινε και στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342:
«Τα αποτελέσματα της βίας και της εγκληματικής δράσης, γενικά, σχετίζονται άμεσα με τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος. Οι συνέπειες εγκλήματος βίας στο θύμα άπτονται άμεσα αυτού τούτου του εγκλήματος και συνιστούν μια από τις παραμέτρους, που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του. Μόνο όπου οι συνέπειες, που επιφέρει το έγκλημα στον παραπονούμενο, δεν είναι προβλεπτές, μειώνεται η σημασία τους στον προσδιορισμό της σοβαρότητας του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνέπειες της βίας ήταν και προβλεπτές και το άμεσο αποτέλεσμα της βίας που ασκήθηκε.»
Σχετικά με την προστασία και το σεβασμό του ύψιστου αγαθού της ζωής παρέπεμψε στην υπόθεση Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231 και στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Η αφαίρεση της με εγκληματική πρόθεση αποτελεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα. Στον καθορισμό της εγκληματικότητας του δράστη λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ο σχεδιασμός και ο βαθμός αδιαφορίας για την ανθρώπινη ύπαρξη».
Επεσήμανε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσδίδουν ιδιαίτερα μεγάλη σοβαρότητα στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας που διέπραξε ο Εφεσείων. Συγκεκριμένα, η χρήση του μαχαιριού και το αποτέλεσμα που επέφερε, δηλαδή το θάνατο του 19χρονου θύματος, τα σημεία που ο Εφεσείων μαχαίρωσε το θύμα και ο αριθμός των μαχαιρωμάτων, 17 στο σύνολο, καταδεικνύουν, το προβλεπτό και αποδεκτό αποτέλεσμα εκ μέρους του Εφεσείοντα, της θανάτωσης του θύματος, με αποτρόπαιο και άκρως βίαιο τρόπο. Επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τη ζωή του μαχαιρωμένου θύματος, αφού απομακρύνθηκε, μαζί με τον 2ο κατηγορούμενο από το μέρος με όχημα, ενώ τρίτα πρόσωπα μετακίνησαν τη σορό του θύματος και την έκρυψαν σε κοντινό καλαμιώνα. Κατέληξε δε, ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αποκαλύπτουν εκ μέρους του Εφεσείοντα, τη διάπραξη ενός στυγερού εγκλήματος με προβλεπτή και αποδεκτή τη συνεπεια των ενεργειών του.
Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και με αναφορά στην σχετική νομολογία, τόνισε ότι ακόμη και στα σοβαρά αδικήματα, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί και καθηκόντως πραγματεύεται την κάθε περίπτωση στη βάση των γεγονότων της και τον κάθε κατηγορούμενο αναλόγως των περιστάσεων του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 478 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 124).
Στο πλαίσιο αυτό προσμέτρησε προς όφελος του Εφεσείοντα, ότι κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος τελούσε υπό το κράτος ψυχολογικής φόρτισης, λόγω της ερωτικής σχέσης του θύματος με τη σύζυγο του, τις οικογενειακές και προσωπικές του περιστάσεις, όπως αυτές προέκυψαν μέσα από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, το λευκό ποινικό μητρώο του, το νεαρό της ηλικίας του (23 ετών) και τέλος την παραδοχή του στο Δικαστήριο, η οποία όπως επεσήμανε, δικαιολογούσε έκπτωση στην ποινή του, αφού «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή, με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων» (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τους λόγους Έφεσης με τους οποίους ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή, ως έκδηλα υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προηγούμενες αποφάσεις, οι οποίες, όπως επεσήμανε, δίδουν το στίγμα των ευρύτερων παραμέτρων επιμέτρησης της ποινής σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι, σύμφωνα με την νομολογία, «ουδέποτε κατά την επιμέτρηση της ποινής είναι δυνατόν να αντληθεί άμεση βοήθεια από προηγούμενες αποφάσεις, λόγω των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε υπόθεσης» (βλ. LCA DOMIKI LTD v. RKA KIKKOS DEVELOPERS LTD κ.ά., (2015) 2 (Α) ΑΑΔ 91 και Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 141/2017, ημερ. 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B202. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο παρέθεσε τις ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας του Εφεσείοντα:
Στην υπόθεση Nasir Mahmoud Malik και άλλος ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 36 επικυρώθηκε κατ΄ έφεση ποινή φυλάκισης 20 ετών που επέβαλε πρωτόδικο δικαστήριο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Λήφθηκε υπόψη ο βάρβαρος τρόπος που ενήργησαν οι Εφεσείοντες, ενώ κρίθηκε ότι η ενέργεια του θύματος που ανέμισε μαχαίρι σε προηγούμενο στάδιο δεν δικαιολογούσε όσα ακολούθησαν.
Στην υπόθεση Οδυσσέας Θεοχάρη Καλανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 298 στην οποία οι Εφεσείοντες στην προσπάθεια τους να ληστέψουν το διαμέρισμα δυο κοπέλων έκλεισαν με κολλητική ταινία τις αναπνευστικές οδούς τους, με αποτέλεσμα η μια εξ αυτών να αποβιώσει, το Εφετείο αύξησε την 8ετή και 10ετή ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Εφεσείοντες, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, σε 15 χρόνια φυλάκισης για έκαστο από αυτούς.
Στην υπόθεση Μωυσίδης ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 34 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης 14 ετών που επιβλήθηκε, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Δεν υπήρχε πρόκληση από το θύμα, λήφθηκε, όμως, υπόψη ότι ο Εφεσείοντας ήταν υπό την επήρεια αλκοόλης.
Στην πρόσφατη υπόθεση Okmelashvili v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 146/2020, ημερ. 22/12/2021 επικυρώθηκε κατ' έφεση η ποινή φυλάκισης 17 ετών που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Ο καταδικασθείς είχε παραδεχθεί πρωτόδικα τη διάπραξη του αδικήματος, το οποίο είχε λάβει χώρα κατά τη συμπλοκή μεταξύ του δράστη και του θύματος.
Είναι η κρίση μας ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε προσεκτικά και ορθά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα. Το δε συμπέρασμα του ότι από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν προκύπτει πρόκληση, υπό την νομική της έννοια, εκ μέρους του θύματος, κρίνεται ως ορθό. Όπως επεσήμανε και έλαβε σοβαρά υπόψη, η ερωτική σχέση του θύματος με τη σύζυγο του Εφεσείοντα αποτέλεσε την αιτία της ψυχολογικής φόρτισης, υπό το κράτος της οποίας αυτός ενήργησε. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Εφεσείων έλαβε γνώση για την ερωτική σχέση της συζύγου του με το θύμα, πέντε ημέρες προηγουμένως, αλλά και η λεκτική συζήτηση του θύματος με τον Εφεσείοντα, στο πλαίσιο της οποίας το θύμα απάντησε πως αγαπούσε την σύζυγο του και επιθυμούσε να την παντρευτεί, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο, ότι επρόκειτο για περιστάσεις που δεν συνιστούσαν πρόκληση εκ μέρους του θύματος. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Ταυτόχρονα ωστόσο οφείλουμε να διατυπώσουμε τη θέση μας πως από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν προκύπτει πρόκληση, υπό τη νομική της έννοια, εκ μέρους του θύματος. Απορρίπτουμε συνεπώς αντίθετη σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου υπεράσπισης. Συνακόλουθα δεν νομιμοποιούμαστε να λάβουμε υπόψη μας προς όφελος, είτε του πρώτου κατηγορούμενου είτε του δεύτερου κατηγορούμενου, ελαφρυντικό πρόκλησης. Η έννοια της πρόκλησης εξετάστηκε στην αγγλική υπόθεση R. v. Doffy (1949) 1 All E.R. 932 όπου αναφέρθηκε πως η πρόκληση είναι κάποια πράξη ή σειρές πράξεων από το θύμα προς τον κατηγορούμενο, που μπορεί ή μπορούν να προκαλέσουν σε ένα λογικό άνθρωπο και στην πραγματικότητα προκαλούν μια ξαφνική προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου στον κατηγορούμενο ώστε ο τελευταίος να γίνεται έρμαιο πάθους, έτσι που να τον καθιστά στιγμιαία όχι αφέντη του μυαλού του (master of his mind). Το θέμα της πρόκλησης αποτελεί κατά τη νομολογία σοβαρό ελαφρυντικό παράγοντα (βλέπε Kyrmizis v.Republic 1965) C.L.R. 55 και Pantazis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 277). Στην υπόθεση Πισκόπου (ανωτέρω) κρίθηκε ότι ο ερωτικός δεσμός μεταξύ ενήλικων νέων δεν συνιστούσε πρόκληση, με την έννοια πράξης ικανής να διεγείρει αντιδράσεις βίας σε βάρος του παραπονούμενου νέου, ο οποίος σύναψε ερωτικό δεσμό με τη θυγατέρα του Εφεσείοντα. Προκύπτει επίσης από τα νομολογηθέντα, πως όσο περισσότερο ένα γεγονός απομακρύνεται χρονικά από τη διάπραξη του αδικήματος, τόσο λιγότερο προσμετρά για σκοπούς πρόκλησης. Ό,τι επισημαίνουμε για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι πως ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε γνώση για την ερωτική σχέση της συζύγου του με το θύμα, πέντε μέρες προηγουμένως από τη διάπραξη του αδικήματος. Ταυτόχρονα η λεκτική συζήτηση όπου το θύμα του απάντησε πως αγαπούσε τη σύζυγο του και θα την παντρευόταν αν την χώριζε, δεν είναι δυνατό, υπό τις περιστάσεις αυτές να θεωρηθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προκλήθηκε από το θύμα. Προφανώς ο πρώτος κατηγορούμενος δεν άκουσε αυτά που ήθελε ή ανέμενε, σύμφωνα με τη δική του λογική, η οποία είναι σεβαστή, όμως τα κριτήρια ώστε να θεωρηθεί ότι μία πράξη ή ακόμη και κάποια λόγια συνιστούν πρόκληση είναι άλλα, ως έχουμε ήδη αναφέρει. Υπό τη γενικότερη βέβαια έννοια της πρόκλησης, όχι όμως υπό τη νομική της έννοια, κατανοούμε ότι το γεγονός της παράνομης σχέσης του θύματος με τη σύζυγο του πρώτου κατηγορούμενου αποτέλεσε την αιτία φόρτισης, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην θανάτωση του θύματος, ωστόσο οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές πως τέτοια αιτία δεν συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα, η ζωή είναι διάσπαρτη από τέτοιου είδους «προκλήσεις» ήτοι ανεπιθύμητων εξελίξεων ή αποτελεσμάτων που σχετίζονται, είτε με την προσωπική ή οικογενειακή ζωή ή ακόμη με οικονομικά συμφέροντα ή διαφορές, όμως η επίλυση τους δεν είναι επιτρεπτό να επέρχεται με τη χρήση μαχαιριών ή άλλου είδους χρήσης βίας, αλλά εντός των κανόνων δικαίου που η κυπριακή πολιτεία έχει θεσπίσει, οι οποίοι ισχύουν και για τους κύπριους πολίτες αλλά και για όσους ζουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.»
Τέλος, το Κακουργιοδικείο ορθά επεσήμανε ότι η χρήση του μαχαιριού, ως αποτέλεσμα της οποίας επήλθε ο θάνατος του θύματος με 17 μαχαιριές, προσέδωσε ιδιαίτερα μεγάλη σοβαρότητα στο αδίκημα που διέπραξε ο Εφεσείων, χωρίς βεβαίως, να καταλογίσει σ' αυτόν προσχεδιασμό και μεταφορά του μαχαιριού από τον ίδιο.
Συνεπώς, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας της κατηγορίας, αλλά και των γεγονότων που την περιβάλλουν.
Η Έφεση απορρίπτεται. Η επιβληθείσα ποινή επικυρώνεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.