ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151
Δήμος Αγίας Νάπας ν. Πιερή Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241
Λοϊζίδης Ανδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 2 ΑΑΔ 965, ECLI:CY:AD:2014:D981
E.C. FRESH MEAT LTD ν. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 43/2017, 5/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B524
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2023:D41
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 176/2021
7 Φεβρουαρίου, 2023
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ
Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσίβλητου
***************************
Όλγα Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Για Εφεσείοντα
Χρήστος Χατζηλοΐζου, για Χρήστος Χατζηλοΐζου ΔΕΠΕ, Για Εφεσίβλητο
*****************************
ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης και διευθυντής εταιρείας, η οποία παρέχει υπηρεσίες μεταφορών φορτίων από και προς την Κύπρο.
Στις 21.1.2019 εισήχθηκαν στην Κύπρο δύο πακέτα, τα οποία περιείχαν κάνναβη, συνολικού βάρους 9 κιλών και 946 γραμμαρίων. Ως αποστολέας, παρουσιαζόταν ο J. Michaelides και ως παραλήπτης, ο George Vasilopoulos. Ο Εφεσίβλητος μερίμνησε για την εισαγωγή των πακέτων και προς τούτο ζήτησε τη διαμεσολάβηση της Εταιρείας Geotrans. Στις 22.1.2019, τα πακέτα παραδόθηκαν στο γραφείο του Εφεσίβλητου.
Στη βάση των πιο πάνω, ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, 4 κατηγορίες. Αφορούσαν το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του ΚΕΦ. 154, ως και τα αδικήματα της εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως τροποποιήθηκε.
Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Το Κακουργιοδικείο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας, κατέληξε ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του άμεση μαρτυρία που να οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε για την ύπαρξη της επίδικης ποσότητας ναρκωτικών. Συνεπώς, έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, συνυπήρχαν στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν ή όχι, τις ενώπιον του κατηγορίες.
Αφού κατέγραψε και συνεκτίμησε τα ευρήματα του, κατέληξε ότι διατηρούσε, κατ' ελάχιστο, υποβόσκουσα αμφιβολία ότι ο Εφεσίβλητος συνωμότησε με άλλα πρόσωπα να εισάξει στην Κύπρο την επίδικη ποσότητα ναρκωτικών, ως και ότι γνώριζε ότι στα πακέτα που εισήχθηκαν στην Κύπρο υπήρχαν ναρκωτικά. Συνακόλουθα, κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του Εφεσίβλητου και αυτός αθωώθηκε και απαλλάχθηκε των κατηγοριών.
Με την Έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου, με διάφορους λόγους Έφεσης, οι οποίοι όμως, επικεντρώνονται στη θέση ότι υπήρξε εσφαλμένη αποτίμηση του συνολικού αποτελέσματος που θα μπορούσε να έχει η περιστατική μαρτυρία, ως μη επαρκής για να καταδικαστεί ο Εφεσείων. Όλοι αυτοί οι λόγοι τιτλοφορήθηκαν ως «πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων» κατά τρόπο που οι λόγοι Έφεσης να παραπέμπουν ευθέως στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155. Προέχει έτσι να εξετάσουμε εάν οι λόγοι Έφεσης όντως καλύπτονται από τις πρόνοιες αυτές.
Θέτοντας την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και όσων οι συνήγοροι αμφοτέρων των διαδίκων, προέβαλαν και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, στα πλαίσια πάντοτε των λόγων Έφεσης, προχωρούμε ως ακολούθως:
Στο Άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 καθορίζεται το σχετικό κριτήριο ως ακολούθως:
137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) .
(ιι) .
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) .»
Έχει αποφασισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα υποβολής Έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, με βάση το Άρθρο 137(1)(α), περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση Έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτήν, όπως αποκλείεται και η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί γεγονότων. (βλ. Λοϊζίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 965, ECLI:CY:AD:2014:D981).
Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151 είναι σχετικό:
«Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους, (ανωτέρω), επισημαίνονται οι διατάξεις του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που προβλέπουν ότι ο απαλλαγείς ή ο καταδικασθείς δε δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα, θέμα το οποίο, επίσης, απασχόλησε το Δικαστήριο, σε μεγαλύτερη έκταση, στην Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417). Ο συσχετισμός του δικαιώματος, που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το νομοθέτη να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση, με το Άρθρο 12.2 σκοπεί να υπογραμμίσει ότι το Άρθρο 137(1)(α) πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα.»
Στην Ε.C. Fresh Meat Ltd v Γεωργίου, Ποινική Έφεση αρ. 43/2017, ημερ. 5.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, σημειώνεται πως «.. απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεων η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας». Στη δε Μ. and A. Christaki Christodoulou Ltd v. Ορφανίδη Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.ά., Ποινική Έφεση αρ. 291/2015, ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238, τονίστηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η συγκεκαλυμμένη επιδίωξη αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κάτι που συνιστά εκτροπή από τις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α).
Ειδικά σε ό,τι αφορά στην εφαρμογή της παραγράφου (iii), στην υπόθεση Αστυνομία ν. Χαραλάμπους, Ποινική Έφεση Αρ. 323/2017, ημερ. 26.6.2019 αναφέρθηκε πως «.. επιχειρείται ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της αντικειμενικής θεώρησης και ανάλυσης της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάτω από τον μανδύα της πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων».
Στην υπόθεση Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241, αποφασίστηκε ότι:
«Ισχυρή όσο και αν είναι η επιχειρηματολογία η οποία έχει αναπτυχθεί προς θεμελίωση του εσφαλμένου των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί εκτός αν κριθεί ότι η έφεση είναι όντως παραδεκτή».
Έχοντας κατά νουν την πιο πάνω νομολογία επί του θέματος, και ειδικότερα τις πρόσφατες αποφάσεις (Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών ν. Κυριάκου Καπετάνιου κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 190/21, ημερ. 19.1.2023, Α. Tembriotis & Co Limited v. V.P. Motors Limited κ.α., Ποιν. Έφ. Αρ. 105/21, ημερ. 19.1.2023), είναι πρόδηλο πως η πλήρωση των αυστηρών προϋποθέσεων του Άρθρου 137(1)(α), αποτελεί όρο ανάληψης δικαιοδοσίας (δικαιοδοτικό όρο,) [βλ. Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (ανωτέρω)] από το Εφετείο, ώστε να δύναται να ελέγξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Δικαιοδοσία που δεν μπορεί να αναλάβει, όσο και αν φαίνονται βάσιμα τα επιχειρήματα του εφεσείοντα, εάν η έφεση απολήγει σε προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου και δεν αφορά σε νομικά σημεία, όπως αυτά οριοθετούνται από το Άρθρο 137(1)(α). Θα πρέπει, ωσαύτως, να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και της αξιολόγησης της μαρτυρίας που βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους λόγους Έφεσης, - οι οποίοι είναι λόγοι ουσίας, ως συνδεδεμένοι με την τύχη της Έφεσης - θεωρούμε πως ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την εκτίμηση από το Κακουργιοδικείο της περιστατικής μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του.
Η τελική μας διαπίστωση είναι ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου για την αθώωση του Εφεσίβλητου, ήταν αποτέλεσμα συνεκτίμησης όλων των στοιχείων περιστατικής μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του - συμπεριλαμβανομένων και όσων αναφέρονται στους λόγους Έφεσης - τα οποία το Κακουργιοδικείο καταγράφει με λεπτομέρεια και απαριθμεί στην απόφαση του. Έπεται ότι, με τους υπό κρίση λόγους Έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ουσιαστικά, την δικανική διεργασία των στοιχείων της περιστατικής μαρτυρίας, διά της οποίας το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο τελικό του συμπέρασμα, ότι δεν μπορούσε να πειστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας για την ενοχή του Εφεσίβλητου. Συνεπώς αυτοί εκφεύγουν της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii) ανωτέρω, εφόσον με αυτούς, στην πραγματικότητα ο Εφεσείων μας καλεί, υπό τον μανδύα της πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων, να εκτιμήσουμε εξ υπαρχής τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας, αντικαθιστώντας έτσι, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, την εκτίμηση τους εκ μέρους του Κακουργιοδικείου και την συνακόλουθη κατάληξη του.
Η Έφεση κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.