ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B49
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2022)
10 Φεβρουαρίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΙΤΣΙΟΣ,
Eφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Κ. Σιαηλής για Σιαλής & Σιαηλή ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Αργυρού (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του για το αδίκημα της ληστείας και της επίθεσης προκαλούσας πραγματικής σωματικής βλάβης. Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται οι κατηγορίες δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση και συνοψίζονται ως ακολούθως:
Την 14.1.2022 και περί ώρα 06.25 η παραπονούμενη, η οποία εργάζεται σε εστιατόριο στην Πάφο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο μπροστά από το εστιατόριο, κρατώντας στο ένα της χέρι σκεύος με κρέμα και δύο τσάντες και στο άλλο τα κλειδιά της. Ενόσω βρισκόταν στην πόρτα για να εισέλθει εντός του εστιατορίου, αντιλήφθηκε ένα αυτοκίνητο να σταματά πίσω της. Ενώ επιχειρούσε να ανοίξει την πόρτα του εστιατορίου, άγνωστος άνδρας της επιτέθηκε, τραβώντας την τσάντα της, με αποτέλεσμα η ίδια να πέσει στο έδαφος. Ακολούθως, ο άγνωστος άντρας, αφού άρπαξε την τσάντα, τράπηκε σε φυγή. Όταν η ίδια σηκώθηκε, άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Από διαμέρισμα που βρίσκεται πάνω από το εστιατόριο προσέτρεξε άντρας ένοικος, ο οποίος εντόπισε στο έδαφος, σε σημείο έξω από την πόρτα του εστιατορίου πάνω στο πεζοδρόμιο, ένα μαύρο μικρό φανάρι, στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα. Η τσάντα της παραπονούμενης περιείχε €5.000, την ταυτότητα και το διαβατήριό της, καθώς και τραπεζική κάρτα. Η παραπονούμενη, ως αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχτηκε, τραυματίστηκε σε διάφορα σημεία του σώματός της.
Η υπεράσπιση αμφισβήτησε ότι ο δράστης της ληστείας ήταν ο εφεσείων. Σε σχέση με το φανάρι, το οποίο ήταν η μόνη μαρτυρία διασύνδεσης του εφεσείοντα με την υπόθεση, αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ο τρόπος που το γενετικό του υλικό θα μπορούσε να είχε εναποτεθεί σε αυτό, όπως και ότι το φανάρι ήταν στην κατοχή του δράστη και του έπεσε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο εφεσείων άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την παραπονούμενη και αποδέχτηκε τη μαρτυρία της ότι, πριν ανοίξει την πόρτα για να εισέλθει στο εστιατόριο, δεν είχε προσέξει κάποιο αντικείμενο στο έδαφος. Στη βάση ότι το φανάρι εντοπίστηκε στο πεζοδρόμιο, σε σημείο μπροστά από την πόρτα εισόδου του εστιατορίου, κατέληξε ότι αυτό είχε μεταφερθεί στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο που διαπράχθηκε η ληστεία. Στη βάση δε της επιστημονικής μαρτυρίας, αναφορικά με την παρουσία του γενετικού υλικού, κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν ο κάτοχος και ο χρήστης του φαναριού, το οποίο εντοπίστηκε στη σκηνή όπου διαπράχθηκε η ληστεία και η επίθεση. Έκρινε, επίσης, ότι το φανάρι αποτελεί ένα προσωπικό αντικείμενο που μεταφέρθηκε στη σκηνή από τον δράστη. Στη βάση αυτών των στοιχείων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε περιθώριο αμφιβολίας ότι ο δράστης της επίθεσης και της ληστείας ήταν ο εφεσείων.
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση. Αμφισβητείται η ορθότητα των ευρημάτων στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο (1ος λόγος), η προσέγγιση του Δικαστηρίου σχετικά με την επιλογή του εφεσείοντα να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής (2ος λόγος), ότι η περιστατική μαρτυρία ήταν επαρκής, για να θεμελιώσει καταδικαστική απόφαση (3ος λόγος) και η αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς το ανευρεθέν επί του φαναριού γενετικού υλικού (4ος λόγος).
Στα πλαίσια του πρώτου λόγου ο εφεσείων προβάλλει ότι, ενώ το Δικαστήριο ορθά έκρινε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως ειλικρινή, παρέλειψε να δώσει τη δέουσα σημασία στις ξεκάθαρες αναφορές της ότι δεν πρόσεξε καλά τον χώρο έξω από το εστιατόριο και προέβη στο ακροσφαλές εύρημα πως το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη. Ο εφεσείων σημειώνει, επίσης, πως η παραπονούμενη είχε αναφέρει ότι, εάν υπήρχε στο χώρο το φανάρι θα το έβλεπε, ενώ παράλληλα είχε δηλώσει ότι είχε στα χέρια της το σκεύος με την κρέμα και τις τσάντες και η προσοχή της ήταν στραμμένη στο να ανοίξει την πόρτα.
Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο από την ειλικρινή μαρτυρία της παραπονούμενης προέκυπτε με την απαιτούμενη βεβαιότητα ότι το φανάρι δεν βρισκόταν στη σκηνή από προηγουμένως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η ΜΚ2 [η παραπονούμενη], περιέγραψε με λεπτομέρειες, σαφήνεια και σταθερότητα τα γεγονότα ως αυτά είχαν εξελιχθεί από τη στιγμή όπου πάρκαρε στην εργασία της μέχρι να επισυμβούν τα επίδικα γεγονότα. Επανέλαβε με την ίδια σταθερότητα και πειστικότητα την εκδοχή της κατά την αντεξέτασή της χωρίς να διαπιστώνω οποιαδήποτε αντίφαση στα λεγόμενά της.
Ουσιαστικά η υπεράσπιση αμφισβήτησε τη θέση της παραπονούμενης ότι πηγαίνοντας προς την πόρτα το έδαφος ήταν καθαρό, χωρίς να υπάρχει σ΄ αυτό κάποιο αντικείμενο και συγκεκριμένα το φανάρι, τεκμήριο 3. Θέση της υπεράσπισης αποτέλεσε το ότι το φανάρι θα μπορούσε να ήταν εκεί και να μην το είχε δει, ενόψει και της ώρας όπου δεν είχε ακόμα ξημερώσει πλήρως.
Εις ότι αφορά το κρίσιμο αυτό σημείο της μαρτυρίας της, δεν έχω αμφιβολία ότι η παραπονούμενη είπε την αλήθεια. Όχι μόνο είπε την αλήθεια, αλλά ήταν σταθερή, σαφής και πειστική ως προς τη θέση της ότι εάν υπήρχε το φανάρι στο έδαφος πριν την επίθεση που δέχθηκε, θα το έβλεπε. Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι δεν έλεγξε αν είχε κάτι στο πεζοδρόμιο και στόχος ήταν η πόρτα την οποία άνοιξε. Συμφώνησε επίσης ότι δεν είχε ξημερώσει εντελώς. Επέμενε όμως ότι υπήρχε αρκετό φως και έβλεπε το χώρο και στο σημείο όπου εντοπίστηκε το φανάρι, στο σημείο δηλαδή από το οποίο εισήλθε στο εστιατόριο, κοντά στην πόρτα, ήταν βέβαιη ότι εάν υπήρχε κάτι θα το έβλεπε. Η ως άνω τοποθέτηση της παραπονούμενης, κρίνεται όχι μόνο πειστική αλλά και λογική, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι το σημείο εις το οποίο βρέθηκε το φανάρι βρίσκεται μπροστά από την πόρτα του εστιατορίου την οποία άνοιξε η παραπονούμενη για να εισέλθει, χωρίς προηγουμένως να έχει δει κάτι στο έδαφος. Από τη μαρτυρία της συνεπώς, προκύπτει ότι το φανάρι τεκμήριο 3, δεν βρισκόταν στο σημείο όπου αυτό εντοπίστηκε όταν η παραπονούμενη περπατούσε στο πεζοδρόμιο και άνοιξες την πόρτα του εστιατορίου για να εισέλθει σ΄ αυτό.»
Προκύπτει ότι το Δικαστήριο, έχοντας κρίνει την παραπονούμενη ειλικρινή, δεν εστίασε την προσοχή του στο περαιτέρω ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή από την ειλικρινή μαρτυρία της προέκυπτε μετά βεβαιότητος ότι το φανάρι δεν ήταν εκεί από προηγουμένως. Η κρίση του Δικαστηρίου βασίστηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι, εάν το φανάρι βρισκόταν εκεί, θα έπρεπε να το είχε δει.
Η παραπονούμενη υπέστη εκτενή αντεξέταση από την υπεράσπιση ως προς το κατά πόσο το φανάρι βρισκόταν στο συγκεκριμένο σημείο, προτού υποστεί την επίθεση και τη ληστεία. Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέτασή της επί του σημείου:
«Ε. Συμφωνείς μαζί μου, ότι δεν διακρίνουμε, δεν βλέπουμε το ίδιο όπως που να ξημερώσει κανονικά;
Α. Εντάξει, σίγουρα.
Ε. Λοιπόν, πηγαίνοντας προς το εστιατόριο που δουλεύεις, αντιλαμβάνομαι ότι κρατώντας από το ένα σου χέρι ένα pyrex και από την άλλην δύο τσάντες—
Α. Όχι, ήταν όλα μαζί στο ίδιο χέρι, κρατούσα μόνο τα κλειδιά μου στο δεξί μου.
Ε. Άρα η προσοχή σου ήταν εστιασμένη στο να μην σου πέσει το pyrex και οι τσάντες σου, έτσι;
Α. Ναι, εντάξει.
Ε. Τζιαί στόχος σου ήταν η πόρτα, πήγες κατευθείαν στην πόρτα;
Α. Ναι.
Ε. Φαντάζομαι ότι δεν έκανες και κατόπτευση του τόπου, δηλαδή να γυρίσεις να δεις αν είχε κάτι στον δρόμο, αν έχει κάτι στο πεζοδρόμιο, εσύ πήγες όπως είσαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος κατευθείαν στην πόρτα.
Α. Ναι.
Ε. Εντάξει και ούτε έλεγξες με λεπτομέρεια αν υπήρχε τίποτε στα δεξιά σου ή στα αριστερά σου; Κατευθείαν στόχος ήταν η πόρτα.
Α. Ναι.
Ε. Συμφωνείς μαζί μου;
Α. Ναι.
Ε. Μάλιστα, άρα μπορεί και να υπήρχε οτιδήποτε και να μην το έχεις προσέξει;
Α. Κοίταξε, μάλλον μπορεί πιο πίσω από το μαγαζί, πιο πάνω, πιο κάτω, αλλά εγώ δεν είδα κάτι.
Ε. Αυτό το ότι δεν είδες κάτι, δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπήρχε, διότι ο στόχος σου πάλι ήταν η πόρτα και να μεταφέρεις και τα αντικείμενα που εκράτας, δεν πήγες για να κοιτάξεις τι έχει έξω από το μαγαζί.
Α. Όχι.
Ε. Μάλιστα, εγώ σου υποβάλλω ότι το συγκεκριμένο το φανάρι υπήρχε και όταν κατευθυνόσουν προς το μαγαζί, αλλά δεν το είδες.
Α. Θα μπορούσα να το δω κύριε Σιαηλή γιατί εκεί που υπέδειξε ο άνθρωπος ότι το βρήκε, πέρασα από εκεί, δεν μπορεί να μην το είδα, μπορεί να μην είδα αν είχε αυτοκίνητο πιο πάνω ή αν είχε οτιδήποτε πιο μακριά από εμένα, αλλά τη στιγμή εκεί που περνούσα, οπωσδήποτε αν είχε κάτι θα το έβλεπα.
...............................
Ε. Εκείνην την ώρα που πήγαινες, δεν έβλεπες εσύ την πόρτα και να μην προσέχεις και τα πράγματα να μην σου πέσουν; Η έννοια σου ήταν αν έχει κάτι κάτω;
Α. Όχι, απλώς περπατούσα και θα μπορούσα να δω αν είχε κάτι.
Ε. Μπορείς να αποκλείσεις την περίπτωση να μην είδες καθόλου κάτι;
Α. Δεν νομίζω να μην το είδα, να ήταν εκεί και να μην το είδα, ήταν καθαρός ο τόπος, δεν είχε κάτι πάνω στο πεζοδρόμιο που να μην το έβλεπα.
Ε. Έλεγξες το πεζοδρόμιο και είσαι σίγουρη ότι υπήρχε κάτι;
Α. Δεν έλεγξα, αλλά λέω ότι αν υπήρχε κάτι, θα το έβλεπα, αυτό είπα.
Ε. Επαναλαμβάνω, λέεις ότι αν υπήρχε κάτι, πιθανόν να το έβλεπες.
Α. Ναι.
Ε. Υπάρχει όμως και η περίπτωση να μην το έβλεπες;
Α. Τι να πω;
Ε. Εγώ σου υποβάλλω, ότι υπήρχε και περίπτωση να μην το έβλεπες όπως και δεν το είδες.
Α. Εγώ δεν νομίζω να μην το είδα, να ήταν εκεί και να μην το είδα.»
Από την αντεξέταση της παραπονούμενης προκύπτει ότι δεν υπήρξε θετική και σαφής μαρτυρία εκ μέρους της ότι το φανάρι δεν ήταν εκεί όταν αυτή πήγε να ανοίξει την πόρτα του εστιατορίου. Η θέση της βασίστηκε στην υπόθεση πως, εάν βρισκόταν εκεί, θα μπορούσε να το έβλεπε. Η παραπονούμενη κρίθηκε αξιόπιστη από το Δικαστήριο το οποίο, όμως, δεν φαίνεται να είχε προβληματιστεί ότι αυτή, εισερχόμενη στο εστιατόρια κρατούσε στο ένα χέρι το σκεύος με την κρέμα και δύο τσάντες και στο άλλο τα κλειδιά του εστιατορίου, με την προσοχή της στραμμένη στην πόρτα. Όσον αφορά δε στο φωτισμό, η ώρα ήταν 06.25, μήνας Ιανουάριος, και η παραπονούμενη συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η ορατότητα δεν είναι η ίδια όπως όταν «ξημερώσει κανονικά».
Στη βάση των στοιχείων που παραθέσαμε πιο πάνω, η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι δεν είδε το φανάρι πριν την επίθεση δεν μπορεί να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι αυτό δεν βρισκόταν εκεί από προηγουμένως. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το φανάρι δεν βρισκόταν στο μέρος όταν η παραπονούμενη προσπαθούσε να εισέλθει στο εστιατόριο, δεν βασίζεται σε θετική μαρτυρία που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί σε ένα τέτοιο ασφαλές εύρημα. Και αυτό, σε μίαν υπόθεση, όπου η μόνη σύνδεση του εφεσείοντα με τα διαπραχθέντα αδικήματα ήταν η ανεύρεση του φαναριού, στο οποίο εντοπίστηκε το γενετικό του υλικό, ως ανωτέρω αναφέρεται. Όπως τονίστηκε στην Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401, 404 «Μαρτυρία που υστερεί είτε στον τομέα της αξιοπιστίας είτε στον τομέα της σαφήνειας είναι ανεπαρκής για να στηρίξει καταδίκη σε ποινικό αδίκημα».
Συνακόλουθα, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο διάπραξης της ληστείας και της επίθεσης ήταν ακροσφαλές. Με δεδομένο ότι ο εφεσείων συνδέθηκε με την διάπραξη των αδικημάτων, λόγω της ύπαρξης του γενετικού του υλικού στο φανάρι, απαιτείτο ασφαλές εύρημα ότι το φανάρι μεταφέρθηκε στη σκηνή από το δράστη κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων. Εφόσον η μαρτυρία ως προς τούτο υστερούσε, οδηγούμαστε στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την σύνδεση του εφεσείοντα με τα διαπραχθέντα αδικήματα. Συνεπώς, η καταδίκη του πρέπει να ακυρωθεί. Η κατάληξη αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη ακυρώνεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ