ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B18
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 164/2022)
(σχ. με 165/2022)
23 Ιανουαρίου 2023
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
DIMITRU CRISTIAN ANDREI,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης,
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 165/2022)
(σχ. με 164/2022)
GRIGORE MARIAN GHEORGHE,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης,
Ι. Γ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Παπανικολάου, Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, με δύο πανομοιότυπους λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ποινή φυλάκισης 20 μηνών που τους επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη του κακουργήματος της κλοπής και της κλοπής ρουχισμού αξίας €4.196,88 από εμπορικό κατάστημα. Σε άλλες δύο κατηγορίες κλοπής ρουχισμού από άλλα καταστήματα, πολύ μικρότερης αξίας, τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης τεσσάρων μηνών, ενώ για την κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας, πάλι ρουχισμού, αξίας €1.009,75, προϊόν κλοπής από περαιτέρω τέσσερα καταστήματα, ποινή φυλάκισης έξι μηνών, όλες να συντρέχουν μεταξύ τους. Κατά την επιμέτρηση της ποινής τους, λήφθηκαν υπόψη για αμφότερους ακόμα δύο υποθέσεις που αφορούσαν κλοπές περιουσίας συνολικής αξίας €4.277,85.
Οι Εφεσείοντες, νέοι άνδρες ηλικίας 36 και 28 χρόνων αντίστοιχα, μαζί με την πρώην συγκατηγορούμενη τους, νεαρή γυναίκα, κατέφθασαν στην Κύπρο από τη χώρα καταγωγής τους, τη Ρουμανία, με σκοπό να κλέψουν προϊόντα και να αναχωρήσουν.
Τα ουσιώδη γεγονότα εκτέθηκαν, ωστόσο δεν καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, με την δικαιολογία ότι «ευρίσκονται εντός του φακέλου του Δικαστηρίου και δεν κρίνω σκόπιμο να τα επαναλάβω».
Η απόφαση για την ποινή πρέπει να έχει αυτοτέλεια και να εμπεριέχει όλα εκείνα τα γεγονότα και άλλες παραμέτρους που καθόρισαν την επιλογή της. Ο κατηγορούμενος κατά πρώτο λόγο και στη συνέχεια ο κάθε αναγνώστης της πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί γιατί το Δικαστήριο επέβαλε τη συγκεκριμένη ποινή.
Διερχόμενοι λοιπόν τα πρακτικά της διαδικασίας, διαπιστώνουμε τα ουσιώδη γεγονότα, που είχε υπόψη του και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι Εφεσείοντες και η πρώην συγκατηγορούμενη τους αφίχθηκαν στην Κύπρο την 23.5.2022 «με σκοπό και μόνο» να διαπράξουν κλοπές. Και επιδόθηκαν σε κλοπές μέχρι και τη σύλληψη τους την 30.5.2022. Χαρακτηριστικά των εγκλημάτων τους, ο προσχεδιασμός, η δράση ως ομάδα και κατά συρροή, και η οργάνωση. Είχαν μαζί τους εργαλείο με το οποίο μπορούσαν να αφαιρούν από τα εμπορεύματα την αντικλεπτική ετικέτα ασφαλείας, ενώ χρησιμοποιούσαν και τρεις τσάντες που ήταν διαμορφωμένες και επενδυμένες «με ειδικό εξοπλισμό» κατά τρόπο έτσι ώστε όταν τοποθετούνταν σε αυτές τα κλοπιμαία, ακόμα και χωρίς να αφαιρούνται οι αντικλεπτικές ετικέτες ασφαλείας, να μην ενεργοποιείται το σύστημα συναγερμού κατά την έξοδο τους από το κατάστημα.
Η σύλληψη τους επιτεύχθηκε κατόπιν πληροφορίας για τη διακίνηση τους με αυτοκίνητο ενοικιάσεως, στο οποίο ανευρέθηκε και η κλοπιμαία περιουσία, οι δύο από τις τσάντες και το προαναφερθέν εργαλείο. Η τρίτη τσάντα είχε εγκαταλειφθεί από τον ένα από τους Εφεσείοντες σε κατάστημα στη θέα του υπεύθυνου ασφάλειας του καταστήματος και οδήγησε στη διερεύνηση κατά την οποία εξασφαλίστηκε υλικό από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης καταστημάτων που δείχνει τους Εφεσείοντες και την πρώην συγκατηγορούμενη τους να κλέβουν.
Με το λόγο έφεσης 1, σε αμφότερες τις εφέσεις, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι οι ποινές των 20 μηνών είναι έκδηλα υπερβολικές «καθ' ότι δεν εντάσσονται στα πλαίσια τα οποία ορίζει η νομολογία», ενώ με το λόγο έφεσης 2 αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στους μετριαστικούς παράγοντες που υπήρχαν, περιλαμβανομένων των προσωπικών τους συνθηκών.
Όλες οι περιστάσεις που υποδεικνύονται από τους Εφεσείοντες μνημονεύονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αναφέρεται ότι προσμέτρησαν στην κρίση του. Τόσο η συνεργασία τους με τις αρχές, η άμεση παραδοχή και το λευκό τους ποινικό μητρώο, όσο και οι προσωπικές τους περιστάσεις. Αν στην πραγματικότητα δεν τους αποδόθηκε η δέουσα σημασία, αυτό μπορεί να διαφανεί μόνο αν δεν αντανακλώνται στην επιβληθείσα ποινή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μνημόνευσε στην απόφαση του τις Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.7/2018, ημερ.26.9.2018 και Huseyin ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ.787 ως ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των Δικαστηρίων μας σε παρόμοιες υποθέσεις, και το παράπονο των Εφεσείοντων είναι ότι έτσι έλαβε εσφαλμένη καθοδήγηση, αφού σε αμφότερες οι καταδικασθέντες είχαν προηγούμενες καταδίκες και είχαν ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής τους και μεγάλος αριθμός άλλων υποθέσεων.
Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του και κατέγραψε ότι στην Κλεοβούλου και την Huseyin ίσχυαν τα δεδομένα εκείνα. Ό,τι δε επέβαλε ποινές του εύρους που επιβλήθηκαν σε εκείνες δεν καθιστά, χωρίς άλλο, τις επιβληθείσες ποινές έκδηλα υπερβολικές. Έχει επανειλημμένα αναφερθεί ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν σε άλλες υποθέσεις είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, εφόσον αναγνωρίζεται ότι η κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη.
Είναι πάγια νομολογιακή θέση ότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της, με εξουσία επέμβασης από το Εφετείο μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι, στην περίπτωση έφεσης από τον καταδικασθέντα, έκδηλα υπερβολική. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέταξε την ενώπιον του υπόθεση ως σοβαρή κλοπή, με αναφορά στον προσχεδιασμό, τη δράση ως ομάδα και κατά συρροή, και την οργάνωση. Στο βαθμό μάλιστα που αναδεικνύει τη μετάβαση σε μια άλλη επικράτεια ειδικά για να εγκληματήσει κάποιος και να αναχωρήσει (Domotov κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328, 331). Ορθά επίσης έκρινε ότι επιβαλλόταν η αυστηρή αντιμετώπιση, με αναφορά στη παράμετρο της αποτροπής.
Επικροτούμε την προσέγγιση του. Η ποινή που επέβαλε, βρίσκουμε ότι εμπεριέχει το στοιχείο της αυστηρότητας, όπως επιλέχθηκε, δεν είναι όμως εκτός του πλαισίου που οριοθετεί η νομολογία και δεν είναι έκδηλα υπερβολική κάτω από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης.
Αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.