ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:B11
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 105/21)
19 Ιανουαρίου, 2023
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
Α. ΤΕΜΒRIOTIS & CO LIMITED,
Εφεσείουσα,
v.
1. V.P. MOTORS LIMITED,
2. ΠΑΥΛΟΥ ΒΑΡΕΛΛΑ,
Εφεσιβλήτων.
---------
Γ. Καζαντζής, για την εφεσείουσα.
Ρ. Βραχίμης, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εκδοχή της παραπονούμενης εταιρείας/εφεσείουσας είναι ότι η κατηγορούμενη εταιρεία 1/εφεσίβλητη 1 της πώλησε ένα αυτοκίνητο Mercedes ML280 (εν τοις εφεξής «το αυτοκίνητο») αντί συμφωνηθέντος τιμήματος €28.770, έναντι του οποίου πλήρωσε ως προκαταβολή το ποσό των €13.000. Το υπόλοιπο θα το εξοφλούσε με δύο μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στο τέλος του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου του 2011 αντιστοίχως.
Η συμφωνία έγινε μεταξύ του Αργύρη Τεμβριώτη (ΜΚ1), ως διευθυντή και αντιπροσώπου της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 2, διευθυντή και αντιπροσώπου της εφεσίβλητης 1.
Σύμφωνα πάντα με την εκδοχή της εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος 2 παρουσίασε ψευδώς ότι η εταιρεία του ήταν ο εισαγωγέας και η νόμιμη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, ενώ δεν ήταν και το γνώριζε. Όπως γνώριζε και το γεγονός ότι το εν λόγω αυτοκίνητο δεν εισήχθη νόμιμα στην Κύπρο, δεν πληρώθηκαν οι αναλογούντες φόροι και ότι δεν επρόκειτο ποτέ η εφεσείουσα να καταστεί η νόμιμη ιδιοκτήτρια του.
Επί αυτής της εκδοχής η εφεσείουσα καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση, τόσο εναντίον της εφεσίβλητης 1 όσο και εναντίον του εφεσίβλητου 2, με δύο ζεύγη κατηγοριών για κάθε εφεσίβλητο αντιστοίχως, ήτοι για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (Άρθρα 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα) [κατηγορίες 1 και 2] και για απάτη (Άρθρο 300 του ΠΚ) [κατηγορίες 3 και 4]. Και οι τέσσερις κατηγορίες στηρίζονταν και στο Άρθρο 20 του ΠΚ. Ο εφεσίβλητος 2 κατηγορήθηκε ειδικότερα ότι «ως διευθυντής και/ή αξιωματούχος και/ή νόμιμος αντιπρόσωπος της κατηγορούμενης 1 εταιρείας συνέδραμε και/ή παρείχε βοήθεια και/ή συμμετείχε» στη διάπραξη των αδικημάτων.
Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο οι εφεσίβλητοι αθωώθηκαν από τις κατηγορίες 3 και 4 (απάτη). Δεν υπήρξε έφεση ως προς τούτο. Με έφεση προσβλήθηκε η τελική απόφαση με την οποία αθωώθηκαν από τις κατηγορίες 1 και 2 (ψευδείς παραστάσεις). Η έφεση ασκήθηκε μετά από την προβλεπόμενη, από το Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ.155, άδεια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία όμως δόθηκε για τρεις μόνο από τους έξι λόγους που υποβλήθηκαν προς έγκριση, ήτοι τους λόγους 1, 4 και 6.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων έφερε ένσταση αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1 και 6, εισηγούμενος ότι δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της εν λόγω πρόνοιας.
Το Άρθρο 137(1) έχει ως ακολούθως:
«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας.»
Οι λόγοι έφεσης 1 και 6 προσβάλλουν το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η συμφωνία πώλησης του αυτοκινήτου δεν έγινε μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης 1, αλλά μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητου 2. Ειδικότερα στο λόγο έφεσης 1 αναφέρεται ότι:
«Το πρωτόδικο δικαστήριο παρεγνώρισε ουσιαστική μαρτυρία και προέβη σε αυθαίρετα ευρήματα και συμπεράσματα ως προς το πρόσωπο με το οποίο ο ΜΚ1 [Αργύρης Τεμπριώτης] εκ μέρους της παραπονούμενης συμβλήθει για την αγορά του επίδικου αυτοκινήτου. Εξήγαγε συμπεράσματα που ήταν αντίθετα και δεν συνήδαν με τη μαρτυρία που προσήχθηκε και λανθασμένα αποδέχθη και λανθασμένα απέρριψε και/ή δεν σχολίασε αποδεικτικό υλικό.»
[Ακολουθεί η αιτιολογία]
Στον λόγο έφεσης 6 αναφέρεται ότι:
«Το δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τον νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και περαιτέρω πλημμελώς απέκλεισε μαρτυρία.»
[Ακολουθεί η αιτιολογία]
Έχει αποφασιστεί ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από αθωωτική απόφαση, με βάση το Άρθρο 137(1)(α), περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας, ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτήν, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί γεγονότων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σοφρωνίου (2000) 2 ΑΑΔ 151).
Η πλήρωση των αυστηρών προϋποθέσεων του Άρθρου 137(1)(α) αποτελεί όρο ανάληψης δικαιοδοσίας (δικαιοδοτικό όρο, βλ. Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241) από το Εφετείο ώστε να δύναται να ελέγξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, δικαιοδοσία που δεν μπορεί να αναλάβει, όσο και αν φαίνονται βάσιμα τα επιχειρήματα του εφεσείοντα, εάν η έφεση απολήγει σε προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου και δεν αφορά σε νομικά σημεία, όπως αυτά οριοθετούνται από το Άρθρο 137(1)(α). Θα πρέπει ωσαύτως να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και της αξιολόγησης της μαρτυρίας που βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου.
Εν προκειμένω, στον πρώτο λόγο έφεσης προτάσσεται ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο παραγνώρισε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 26.5.2015, στην ποινική υπόθεση αρ. 10222/12, την οποία είχε ενώπιον του ως τεκμήριο 16. Επρόκειτο για ιδιωτική ποινική υπόθεση με παραπονούμενο/ κατήγορο τον Παύλο Βαρέλλα εναντίον της 1. A. Tembriotis & Co Ltd και 2. Αργύρη Τεμβριώτη.
Στην υπόθεση εκείνη όπου διάδικοι ήταν ο εφεσίβλητος 2 και η εφεσείουσα το δικαστήριο καταγράφει, μεταξύ άλλων, ότι «Αποτελεί κοινό έδαφος το γεγονός πώς οι επίδικες επιταγές εξεδόθηκαν στα πλαίσια της σύμβασης πώλησης του αυτοκινήτου από την εταιρεία «V.P. Motors Ltd», της οποίας διευθυντής είναι ο παραπονούμενος, προς τους κατηγορουμένους αρ. 1.»
Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα ότι παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ είχε ενώπιον του την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, την απέρριψε και/ή δεν την σχολίασε ως αποδεικτικό υλικό και κατέληξε σε εύρημα αντίθετο με την προσαχθείσα αυτή μαρτυρία.
Δεν θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε το ζήτημα και τις προϋποθέσεις της δέσμευσης από τα ευρήματα προηγούμενης δικαστικής απόφασης (βλ. σχετικά Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου (ΣΑΠΑ) ν. Envitec Ανώνυμη Εταιρεία Τεχνικών και Περιβαλλοντικών Έργων, με Διακριτικό Τίτλο Envitec A.E., Πολ. Έφ. Αρ. 100/20, ημερ. 15.6.2021).
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στο σύνολο της η έφεση όχι μόνο συγκαλυμμένα προσβάλλει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, με επίκληση της «πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων και του πλημμελούς αποκλεισμού μαρτυρίας», αλλά στην πραγματικότητα μας καλεί να εξετάσουμε εξ υπαρχής τους ισχυρισμούς και τη μαρτυρία ως πρωτόδικο δικαστήριο. Η έφεση θα απορριφθεί στο σύνολο της, εφόσον ο λόγος έφεσης 4 που απομένει αφορά τη συνδρομή του εφεσίβλητου 2 ως διευθυντή της εφεσίβλητης 1.
Δεν μπορούμε όμως να αφήσουμε ασχολίαστο το σφάλμα που χαρακτηρίζει τη διαζευκτική βάση της πρωτόδικης απόφασης, στα πλαίσια της οποίας το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ακόμα και αν θα αποδεχόταν τον ισχυρισμό ότι είναι η εφεσείουσα που συμβλήθηκε με την εφεσίβλητη 1, νοουμένου ότι δεν υπογράφτηκε γραπτή συμφωνία με συμβαλλόμενο μέρος την εφεσίβλητη 1:
«.κρίνω ότι δεν θα επαρκούσε για να αποδειχθεί ότι αυτή ως αυτουργός παρουσίασε ψευδώς στην παραπονούμενη ότι ήταν η εισαγωγέας και η νόμιμη ιδιοκτήτρια του επιδίκου αυτοκινήτου. Για να ήταν αντικειμενικά δυνατό η 1η κατηγορούμενη να παρέστησε τα ως άνω θα έπρεπε να είχε ικανότητες φυσικού προσώπου, όπως ομιλία, τις οποίες ως νομικό πρόσωπο δεν διαθέτει.»
Είναι αυτονόητο ότι η εταιρεία δεν έχει στόμα για να μιλήσει, ούτε οποιεσδήποτε άλλες ιδιότητες φυσικού προσώπου διαθέτει. Τούτο όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αθώωση των εταιρειών.
Βασική αρχή του δικαίου αποτελεί το «δόγμα της ταύτισης» («doctrine of identification») της εταιρείας με το φυσικό ή τα φυσικά πρόσωπα που ως αντιπρόσωποι της στην πραγματικότητα αποτελούν τον ιθύνοντα νου της εταιρείας και εκφράζουν τη βούληση της («directing mind and will of the company»). Η αρχή αυτή είναι γνωστή και ως δόγμα του «alter ego» της εταιρείας.
Όπως επιγραμματικά τέθηκε στη βασική υπόθεση Lennard's Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705:
«a corporation is an abstraction. It has no mind of its own any more than it has a body of its own; its active and directing will must consequently be sought in the person of somebody who for some purposes may be called an agent, but who is really the directing mind and will of the corporation, the very ego and centre of the personality of the corporation.»
Στην HL Bolton (Engineering) Co Ltd v. TJ Graham & Sons Ltd [1957] 1 QB 159, 172, CA, το ζήτημα τέθηκε παραστατικά από τον Lord Denning ως ακολούθως:
«Some of the people in the company are mere servants and agents who are nothing more than hands to do the work and cannot be said to represent the mind or will. Others are directors and managers who represent the directing mind and will of the company and control what it does. The state of mind of those managers is the state of mind of the company and is treated by the law as such.»
Άλλωστε, όπως αναφέρεται στα Halsbury's Laws of England, (Companies) Vol.14 [2016] para 313:
«For most civil purposes it is not necessary to decide the matter, since usually as a result of the doctrine of ostensible authority the company will be bound by acts of the person acting on its behalf.»
Η έφεση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
T.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/φκ