ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Αλ. Αλεξάνδρου, για εφεσείοντα. Α. Χατζηκύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-12-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο NIKOΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 58/22, 7/12/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B467

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 58/22)

 

7 Δεκεμβρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

NIKOΛΑΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,

Εφεσείων,

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

---------

 

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για εφεσείοντα.

Α. Χατζηκύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσίβλητη.

 

-------------------

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

---------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ευαγόρας Πέτρου (ο παραπονούμενος) κατείχε μια κατοικία ως ενοικιαστής από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στο χωριό Βρέτσια της Πάφου.  Επρόκειτο για μια ισόγεια κατοικία διαστάσεων 5 Χ 10μ.  Την χρησιμοποιούσε ως το εξοχικό του.  Το χωριό είναι ουσιαστικά εγκαταλελειμμένο. 

 

Στις 17.6.2021, περί η ώρα 19:45 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην εν λόγω κατοικία.

 

Η πυρκαγιά έγινε αντιληπτή η ώρα 19:45 από περαστικό, τον δασοπυροσβέστη Χρίστο Χρίστου (ΜΚ4), που ειδοποίησε την Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία και την κατέσβησε. 

 

Προηγουμένως, η ώρα 19:30, είχε γίνει αντιληπτή από τον Αναστάσιο Διαμαντή (ΜΚ7), ο οποίος περνούσε από τα Βρέτσια με τη φίλη του. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι, οδηγώντας προς το χωριό, είδε τον εφεσείοντα να βγαίνει τρέχοντας από την κατοικία, να εισέρχεται σε ένα μαύρο διπλοκάμπινο αυτοκίνητο μάρκας Mitsibushi και να οδεύει προς την κατεύθυνση του. Στην είσοδο του χωριού συναντήθηκαν και επειδή ο χωμάτινος δρόμος, όπως χωμάτινοι είναι όλοι οι δρόμοι του εγκαταλελειμμένου χωριού, είναι στενός, παραμέρισαν και οι δύο στις άκριες του δρόμου.  Τότε είδε ότι η πινακίδα εγγραφής του αυτοκίνητου του εφεσείοντα έφερε τα ψηφία BAD και ότι στην κάσια του διπλοκάμπινου υπήρχε ένα ψυγείο το οποίο δεν ήταν καν δεμένο.  Οδηγός ήταν ο εφεσείων, ένας νεαρός άνδρας, μελαχρινός, με μακρύ σγουρό μαλλί. Δεν γνώριζε προσωπικά τον εφεσείοντα, όμως ήταν ένα πρόσωπο που συναντούσε στη διαδρομή του προς τη Γαλαταριά, ένα κοντινό χωριό όπου διαμένει, παίρνοντας περίπατο τα σκυλιά του, όπως και τη συγκεκριμένη ημέρα.  Προχωρώντας στάθμευσε κοντά στην εν λόγω κατοικία και τότε είδε να βγαίνει καπνός και να εκδηλώνεται πυρκαγιά.  Ήταν όμως η θέση του ότι δεν είχε ούτε αυτός, ούτε η κοπέλα του, τηλέφωνο για να ειδοποιήσει την Πυροσβεστική ή την Αστυνομία.  Ούτε κάτι άλλο έπραξαν.  Παρέμειναν όμως στην περιοχή, απέναντι από το σπίτι όπου βρίσκονταν δεμένα ένα άλογο και ένα γαϊδούρι και η κοπέλα του χαϊδευε τα ζώα.  Δεν ανησυχούσε, είπε, γιατί ο χώρος γύρω από το σπίτι ήταν καθαρός και δεν υπήρχε κίνδυνος εξάπλωσης της πυρκαγιάς. 

 

Η Πυροσβεστική κατέληξε σε εύρημα πως η πυρκαγιά τέθηκε κακόβουλα.  Απέκλεισε, ειδικότερα, το ενδεχόμενο η πυρκαγιά να προκλήθηκε από ηλεκτρική αιτία.  Η τελευταία φορά που ο παραπονούμενος είχε επισκεφθεί την κατοικία ήταν τέσσερις μήνες προηγουμένως.  Το γεγονός ότι επρόκειτο για πυρκαγιά που τέθηκε κακοβούλως δεν αμφισβητήθηκε. Η εστία της πυρκαγιάς εντοπίστηκε πάνω σε στρώμα στο υπνοδωμάτιο της οικίας.

 

Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι η κλειδαριά της θύρας εισόδου που βρέθηκε μισάνοικτη έφερε εμφανή σημεία παραβίασης και ένα πλαστικό που ήταν κολλημένο σε αντικατάσταση του γυαλιού βρέθηκε χτυπημένο και αφαιρεμένο στο καθιστικό της οικίας. Οι πόρτες των ερμαριών και των πάγκων της κουζίνας βρέθηκαν σε ανοικτή θέση και έλειπαν ένα ψυγείο χρώματος άσπρου, ένα τραπανάκι, ένας κόφτης ξύλων, ένα τριπόδι, αριθμός σκαλωσιών και μια σόμπα γκαζιού, συνολικής αξίας €650.

 

Η Αστυνομία θεώρησε ως ύποπτο τον εφεσείοντα επειδή τον είχε αναγνωρίσει ο ΜΚ7.  Τούτο, παρά το ότι οι υποψίες του ίδιου του παραπονούμενου είχαν στραφεί εναντίον της πρώην συζύγου του, από την οποία δεχόταν υβριστικά και απειλητικά τηλεφωνήματα.  Τόσο αυτή, όσο και ο μεγαλύτερος γιος τους, τον πίεσαν αρκετές φορές στο παρελθόν να τους μεταβιβάσει την κατοικία, αλλά αυτός αρνήθηκε.  Αντίθετα, είπε, δεν είχε κάτι εναντίον του εφεσείοντα, ούτε και καταδείχθηκε συγκεκριμένο κίνητρο του εφεσείοντα για τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Εκείνος που τελικά κατηγορήθηκε ήταν ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου τρεις κατηγορίες, ήτοι για εμπρησμό  (κατηγορία 1), διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας (κατηγορία 2) και κλοπή από κατοικία (κατηγορία 3).  

 

Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στη μαρτυρία αναγνώρισης του ΜΚ7. 

 

Όμως το καίριο, όπως το χαρακτήρισε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, στοιχείο της έφεσης, είναι η έκδηλα ανίκανη δικηγορία εκ μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης πρωτοδίκως, που είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο εφεσείων το θεμελιακό του δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (λόγοι έφεσης 1, 2, 3). 

 

Το εγχείρημα του εφεσείοντα είναι δύσκολο. Είχαμε την ευκαιρία να αναφέρουμε σχετικώς πολύ πρόσφατα τα ακόλουθα στην υπόθεση Βαratashvili ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 207/19, ημερ. 4.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:B420:

 

«.η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταδεικνύει ότι η έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy) δύναται να οδηγήσει σε ακύρωση καταδίκης, όπου αυτή «είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης, ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες» (Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402).

Το ζήτημα της ανίκανης δικηγορίας και των επιπτώσεων που κάτι τέτοιο ενέχει στην ασφάλεια της καταδίκης, απασχόλησε και την αγγλική νομολογία από την οποία προκύπτει ότι για να επιτύχει ως λόγος έφεσης ο ισχυρισμός περί ανίκανης δικηγορίας θα πρέπει να καταδειχθεί ότι αυτή κατέστησε τη δίκη άδικη. Με άλλα λόγια, η ανεπάρκεια και/ή ανικανότητα ενός συνηγόρου υπεράσπισης από μόνη της δεν αποτελεί επαρκή βάση για να καταστήσει τη δίκη άδικη και να ανατραπεί η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση R. v. Day [2003] EWCA Crim. 1060:

"While incompetent representation is always to be deplored is an understandable source of justified complaint by litigants and their families; and may expose the lawyers concerned to professional sanctions; it cannot in itself form a ground of appeal or a reason why a conviction should be found to be unsafe. We accept that, following the decision of this court in Thakrar [2001] EWCA Crim 1096, the test is indeed the single test of safety, and that the court no longer has to concern itself with intermediate questions such as whether the advocacy has been flagrantly incompetent. But in order to establish lack of safety in an incompetence case the appellant has to go beyond the incompetence and show that the incompetence led to identifiable errors or irregularities in the trial, which themselves rendered the process unfair or unsafe."

Τα όσα λέχθηκαν στη R. v. Day (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκαν μεταγενέστερα και στην R. v. Harper [2019] EWCA Crim. 343όπου τονίστηκε ότι: «Incompetent representation is not, itself, a ground of appeal; the conviction must be unsafe as a consequence».

Είναι σαφές ότι δεν αρκεί η νομική εκπροσώπηση να είναι ανεπαρκής ή ανίκανη, αλλά θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καθιστά τη διαδικασία άδικη και την κρίση του Δικαστηρίου ανασφαλή. Τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι σπάνιες.

Όπως λέχθηκε στην πολύ πρόσφατη αγγλική απόφαση στην Dr. Noor Ahmed v. General Medical Council [2022] EWHC 424 (Admin):

"There is clearly a high threshold to be crossed before it can be said that an advocate's conduct was such that it affected the fairness of the process and rendered the outcome unjust. .... the circumstances in which it is shown that professional representatives acted in a manner giving rise to some serious irregularity in the proceedings so as to render the outcome unjust are likely to be very rare ..."

          [.]

Όπως κρίθηκε και από τη σχετική επί του θέματος νομολογία του ΕΔΑΔ, η Υπεράσπιση ενός κατηγορούμενου αποτελεί ουσιαστικά ζήτημα μεταξύ του Κατηγορούμενου και του συνηγόρου του, είτε ο δικηγόρος διορίζεται στο πλαίσιο συστήματος νομικής αρωγής, είτε πληρώνεται απευθείας από τον πελάτη του. Το Δικαστήριο οφείλει να παρέμβει κατά τη διαδικασία μόνο όταν η ανεπάρκεια στη νομική εκπροσώπηση είναι προφανής ή όπου επαρκώς υπεισέρχεται στην αντίληψη του με κάποιο άλλο τρόπο.

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Kamasinki vAustria, Application no. 9783/82, 19/12/1989:

".."a State cannot be held responsible for every shortcoming on the part of a lawyer appointed for legal aid purposes" (ibid., p. 18, § 36). It follows from the independence of the legal profession from the State that the conduct of the defence is essentially a matter between the defendant and his counsel, whether counsel be appointed under a legal aid scheme or be privately financed. The Court agrees with the Commission that the competent national authorities are required under Article 6 § 3(c) (art. 6-3-c) to intervene only if a failure by legal aid counsel to provide effective representation is manifest or sufficiently brought to their attention in some other way".

              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)»

 

Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η δικηγορία που άσκησε ο συνήγορος υπεράσπισης πρωτοδίκως ήταν έκδηλα ανεπαρκής και ανίκανη, ώστε να αναιρείται το δίκαιο της δίκης και να προκαλείται κακοδικία και ακυρότητα της δίκης.

 

Άλλη πτυχή της έφεσης αφορά την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι οι ΜΚ4 και ΜΚ7 ήταν αξιόπιστοι (λόγοι έφεσης 4, 5).

 

Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του ΜΚ7, με την έφεση δεν προσβάλλεται η ποιότητα της αναγνώρισης, υπό την έννοια να πρόκειται για επισφαλή, στα πλαίσια του ανθρώπινου λάθους, αναγνώριση.  Προσβάλλεται αυτή τούτη η ειλικρίνεια του ΜΚ7 και υποδεικνύεται ο κίνδυνος να έχει αλλότριο κίνητρο σε σχέση με τον ΜΚ4, εν όψει μιας αναφοράς του ΜΚ7 ότι παροτρύνθηκε από τον ΜΚ4, που ήταν πριν χρόνια συμμαθητής του, να δώσει κατάθεση.   Αυτά, την στιγμή που ο ΜΚ4 ήταν πρόσωπο εναντίον του οποίου στράφηκαν οι υποψίες για άλλη πυρκαγιά πριν από κάποια χρόνια, σε υποστατικά του παραπονούμενου και που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος λίγα λεπτά μετά, εκείνη την ημέρα.  Υποδεικνύεται ακόμα ότι ο ΜΚ7 αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη.  Υποβάλλεται επίσης ότι εστερείτο λογικής η θέση του ΜΚ7 ότι παρέμεινε άπραγος δίπλα στην πυρκαγιά.  Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται, στα πλαίσια της έφεσης, ως στερούμενη λογικής και πειστικότητας. 

 

Προσβάλλεται και η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν αξιόπιστη, παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε από το δικηγόρο υπεράσπισης πρωτοδίκως.  Υποδεικνύεται, ως προς τούτο, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προβληματίστηκε γιατί ο ΜΚ4 παρότρυνε τον ΜΚ7 να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία, ενώ ο ίδιος έδωσε κατάθεση πολύ αργότερα και ότι ο λόγος που παρότρυνε τον ΜΚ7 είναι γιατί ήταν ο ίδιος, όντας συγγενής με την πρώην σύζυγο του παραπονούμενου, ύποπτος για άλλη πυρκαγιά σε υποστατικό του παραπονούμενου.  Τούτο θα έπρεπε να εξεταστεί από το Κακουργιοδικείο σε συνδυασμό με τις υποψίες του παραπονούμενου ότι την πυρκαγιά την είχαν θέσει η πρώην σύζυγος του και/ή συγγενικά της πρόσωπα. 

Περαιτέρω, υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς θεώρησε πως ο εφεσείων, δίδοντας ένορκη μαρτυρία, επιχείρησε να απαλλαγεί από το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του προς την Αστυνομία (τεκμήριο 9, ημερ. 17.6.2021), «αντιλαμβανόμενος ότι με όσα είχε πει στην κατάθεση του τοποθετούσε τον εαυτό του κοντά στην σκηνή της πυρκαγιάς κατά τον κρίσιμο χρόνο», εφόσον με την κατάθεση του δεν έλεγε οτιδήποτε ενοχοποιητικό ώστε να ήταν αναγκαία η προσπάθεια απαλλαγής (λόγος έφεσης 6).  

 

Σε ό,τι αφορά το άλλοθι που προέβαλε ο εφεσείων ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο βρισκόταν σε πρατήριο καυσίμων στην Πάφο, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του υπέδειξε  μια αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι η Αστυνομία δεν εξέτασε τις κάμερες του πρατηρίου καυσίμων στην Πάφο ώστε να επιβεβαιωθεί το άλλοθι του.

 

Καίρια όμως σημασία δόθηκε, ως άνω, στον ισχυρισμό περί ανίκανης δικηγορίας.  Η μομφή εναντίον του προηγούμενου δικηγόρου έφθασε σε σημείο ώστε, όχι απλώς να του αποδίδεται ανικανότητα, αλλά να λέγεται ότι αυτός επέβαλλε επιτακτικά, παρά τη διαφωνία του εφεσείοντα, τη γραμμή υπεράσπισης και τι θα έλεγε κατά τη μαρτυρία του και αυτός είχε ετοιμάσει την γραπτή δήλωση που αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του εφεσείοντα, σε βαθμό που να συγκρούεται με την κατάθεση που είχε δώσει ο εφεσείων στην Αστυνομία.  Έτσι, όχι μόνο δεν έλαβε αποτελεσματική νομική βοήθεια, αλλά η νομική βοήθεια της οποίας έτυχε, ήταν αντίθετη με τις οδηγίες του και καταστροφική για τον εφεσείοντα. 

 

Προς υποστήριξη της θέσης για ανίκανη δικηγορία, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε διάφορα αποσπάσματα από τα πρακτικά για να εισηγηθεί ότι ο προηγούμενος δικηγόρος παρέλειψε να αντεξετάσει επαρκώς τους μάρτυρες κατηγορίας σε κρίσιμα ζητήματα.  Έδωσε δε μεγάλη σημασία σε μια δήλωση του πρώην δικηγόρου του εφεσείοντα πριν την έναρξη της ακρόασης, στα πλαίσια αιτήματος του για αναβολή, στην οποία περιλαμβανόταν η αναφορά «είναι άδικο για τον πελάτη μου και με ένα μικρό λάθος μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη του».  Η πιο πάνω τοποθέτηση του συνηγόρου υπεράσπισης, κατά τον κ. Αλεξάνδρου, αποκαλύπτει αβίαστα και χωρίς σκέψη την αδυναμία χειρισμού της υπόθεσης και επιβεβαιώνει αυτά που επακολούθησαν, που δεν περιορίστηκαν σε ένα «μικρό λάθος αλλά σε κατά συρροή μεγάλα λάθη». 

 

Ως προς την αναφορά αυτή, ορθά υποδεικνύει ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Δημοκρατίας ότι θα πρέπει να ιδωθεί στο σύνολο της σχετικής δήλωσης που αφορούσε σε αίτημα για αναβολή, ώστε να εξεταστεί το ενδεχόμενο αναστολής της ποινικής δίωξης.  Είχε αναφέρει ο συνήγορος υπεράσπισης «.Προτίθεμαι να ζητήσω αναβολή και να κάμω επιστολή αμέσως στον Γενικό να ζητήσω να αναστείλει την υπόθεση.  Εγώ θέλω χρόνο κ. Πρόεδρε διότι είναι άδικο να δικάσω, είναι άδικο για τον πελάτη μου και με ένα μικρό λάθος μπορεί να οδηγήσει στην καταδίκη».  Τούτο δεν υποδηλώνει παραδοχή ανικανότητας, αλλά απλώς πλαισιώνει ένα αίτημα για αναβολή. 

 

Άλλωστε, ο πήχυς για να κριθεί η έννοια της ανίκανης δικηγορίας βρίσκεται πολύ πιο ψηλά, ώστε ο όρος να μην καλύπτεται από τέτοια δήλωση, ούτε και από τα σημεία τα οποία μας υπέδειξε ο κ. Αλεξάνδρου ως παραλείψεις του συνηγόρου υπεράσπισης να αντεξετάσει.  Υπέδειξε λ.χ., μεταξύ άλλων, ότι το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο ΜΚ7 δεν αντεξετάστηκε ευθέως ως προς τη βούληση του να μην κληθεί σε αναγνωριστική παράταξη.  Το Κακουργιοδικείο όμως σημείωσε παράλληλα το καθήκον που είχε να διερευνήσει, ούτως ή άλλως, την πειστικότητα της εξήγησης που είχε δώσει ο ΜΚ7 και τον κίνδυνο ύπαρξης αλλότριου κινήτρου.  Σε άλλο σημείο υπέδειξε επίσης ότι ο συνήγορος δεν υπέβαλε στον ΜΚ7 πως αντί ψυγείου στην κάσια του διπλοκάμπινου ο εφεσείων μετέφερε ένα ντεπόζιτο νερού, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα στην κατάθεση του προς την Αστυνομία.  Η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως εξυπακουόμενη αποδοχή της θέσης του μάρτυρα, όχι όμως αναπόφευκτα και μοιραία (Adidas v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 AAΔ 383, 384, Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. vAcuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527). 

 

Εν προκειμένω, ήταν σαφής η άρνηση τέτοιας θέσης από τον εφεσείοντα και η εμμονή στη δική του θέση ότι επρόκειτο για ντεπόζιτο νερού.  Δεν μπορούσε να του αποδοθεί αποδοχή της αντίθετης θέσης.  Άλλωστε το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το ζήτημα υπό το σύνολο των περιστάσεων, ότι δηλαδή ο εφεσείων έφευγε τρεχτός προς το αυτοκίνητο του από την κατοικία, από την οποία μετά την πυρκαγιά διαπιστώθηκε διάρρηξη και η απουσία ενός άσπρου ψυγείου, κάτι που ο ΜΚ7 δεν γνώριζε όταν μιλούσε στην κατάθεση του για άσπρο ψυγείο στην κάσια του διπλοκάμπινου.  Είναι επιπρόσθετα που το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν έγινε υποβολή περί του αντιθέτου. 

 

Σε άλλο σημείο ο κ. Αλεξάνδρου υπέδειξε ως παράλειψη το γεγονός ότι ο συνήγορος υπεράσπισης δεν είχε αντεξετάσει τον αστυφύλακα ΜΚ3, ο οποίος έλαβε κατάθεση από τον εφεσείοντα, ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι δεν είχε αναφέρει στην κατάθεση του πως βρισκόταν στο πρατήριο βενζίνης η ώρα 19:40 αλλά γενικότερα «το δείλις» και δεν του υπέβαλε ότι άλλα έλεγε ο εφεσείων και άλλα έγραφε ο ίδιος.  Έρεισμα για το επιχείρημα αυτό έδωσε μια αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι «.δεν αποδεχόμαστε ότι ο εν λόγω αστυνομικός xxx3, Μ.Κ.3, που του πήρε την κατάθεση, έγραψε από μόνος του τη συγκεκριμένη ώρα αν ο κατηγορούμενος του είχε μόνο αναφέρει, γενικά, το δειλινό.  Κάτι τέτοιο θεωρούμε πως αποτελεί πολύ σημαντική θέση και ισχυρισμό της υπεράσπισης, όπως και οι υπόλοιποι βέβαια ισχυρισμοί στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.  Κρίνουμε πως αν έτσι είχαν τα πράγματα,  ήταν αναμενόμενο να  υποβληθούν ανάλογες θέσεις ή σχετική αντεξέταση, όταν κατέθεσε ο αστυφύλακας  xxx3, Μ.Κ.3, για να τοποθετηθεί.  Κάτι τέτοιο ωστόσο δε διαπιστώνουμε να έγινε. .».

 

Στην πραγματικότητα όμως η αναφορά του εφεσείοντα στην κατάθεση του (τεκμήριο 9) στην ώρα 19:40 συνιστούσε συγκεκριμένο άλλοθι και διερωτόμαστε πώς έγινε αντιληπτό από το Κακουργιοδικείο ότι η αναίρεση της ώρας 19:40 έγινε επειδή ο εφεσείων αντελήφθη ότι η αναφορά του αυτή τον τοποθετούσε κοντά στην σκηνή της πυρκαγιάς.  Πώς θα μπορούσε η αναφορά του εφεσείοντα ότι η ώρα 19:40 βρισκόταν στην Πάφο να τον τοποθετούσε στην σκηνή του εγκλήματος την ίδια ώρα στα Βρέτσια;  Και γιατί να αποτελεί έκδηλα ανίκανη, σε βαθμό κακοδικίας, δικηγορία «η παράλειψη» του συνηγόρου υπεράσπισης να αντεξετάσει τον ΜΚ3;  Θα έπρεπε να του υποβάλει ότι κατασκεύασε άλλοθι για τον εφεσείοντα, τοποθετώντας τον στην Πάφο την ώρα του εγκλήματος στα Βρέτσια; Ό,τι με ασφάλεια προκύπτει είναι πως ο εφεσείων προσπάθησε όντως να αποστασιοποιηθεί από την ώρα 19:40, εγκαταλείποντας το άλλοθι του, για δικούς του λόγους.  Η πτυχή αυτή της έφεσης παρουσιάζεται αντιφατική και στερούμενη λογικού ερείσματος.

 

Γενικά, έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες αρχές που διέπουν την κήρυξη μιας δίκης ως άκυρης λόγω έκδηλα ανεπαρκούς και ανίκανης δικηγορίας αφενός και αφετέρου τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο κ. Αλεξάνδρου εισηγούμενος ότι υποδηλώνουν τέτοια ανεπαρκή και ανίκανη δικηγορία, κρίνουμε ότι δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. 

Σε ό,τι αφορά την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαναλαμβάνουμε την ακόλουθη αποκρυσταλλωμένη αρχή.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στη διατύπωση ευρημάτων ή την εξαγωγή συμπερασμάτων, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πρωτοδίκων δικαστηρίων. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).  Εν προκειμένω δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. 

 

Το γεγονός ότι ο ΜΚ7 παρέμεινε στον χώρο δεν υποδηλώνει ότι είναι ένοχος.  Αντίθετα, από τον δράστη θα αναμενόταν να διαφύγει τρεχτός.  Όπως τρεχτός έφυγε ο εφεσείων, ο οποίος στην κατάθεση του στην Αστυνομία ανέφερε ότι στην έξοδο του χωριού συνάντησε «δύο τουρίστες», οι οποίοι για τους λόγους που εξηγεί το Κακουργιοδικείο προκύπτει πως ήταν ο ΜΚ7 και η αλλοδαπή φίλη του, κάτι που αρνήθηκε στη μαρτυρία του.  Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η συνάντηση στην είσοδο του χωριού όπως την περιέγραψε ο ΜΚ7, η οποία και του έδωσε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τον εφεσείοντα. 

 

Σε ό,τι αφορά το «μέγα θέμα» με τις κάμερες του πρατηρίου, τούτο συνδυάστηκε και με τον ισχυρισμό για έκδηλα ανίκανη δικηγορία, εφόσον τονίστηκε ότι ο συνήγορος υπεράσπισης δεν ζήτησε να ελεγχθούν οι κάμερες.  Στην πραγματικότητα όμως το ζήτημα δεν έχει τέτοια ή οποιαδήποτε σπουδαιότητα.  Ο ίδιος ο εφεσείων στην κατάθεση του (τεκμήριο 9), με την οποία συμφώνησε (εκτός από τη συγκεκριμένη ώρα (19:40) όπως έχουμε αναφέρει ανωτέρω), είχε πει ότι μετέβη στο πρατήριο βενζίνης και ότι «Μετά που ετέλειωσα που την πεζίνα πήγα στο περίπτερο πίσω από την πεζίνα μετά το smart στα δεξιά, εγόρασα τους καφέδες μου και έφυα .».  Σύμφωνα με τη μαρτυρία αστυνομικού (του ΜΚ1), ο οποίος έλεγξε το κλειστό σύστημα παρακολούθησης του περιπτέρου, ο εφεσείων βρισκόταν στο περίπτερο στις 17.6.2021, μεταξύ των ωρών 20:32 με 20:33 και αγόρασε τενεκεδάκια με καφέ.  Η ώρα που αναφερόταν στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης ήταν τέσσερα λεπτά πίσω από την πραγματική και συνεπώς η πραγματική ώρα που ο εφεσείων βρισκόταν στο εν λόγω περίπτερο ήταν 20:36 με 20:37.  Από την παραπάνω μαρτυρία του προκύπτει ότι αμέσως ή λίγο προηγουμένως βρισκόταν στο πρατήριο και συνεπώς ούτε θέμα παράλειψης της Αστυνομίας υπάρχει, ούτε και θέμα παράλειψης του συνηγόρου υπεράσπισης σε σχέση με την κάμερα του πρατηρίου.

 

Συνεπώς, με τον δέοντα σεβασμό δεν συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι η διαφώτιση περί του ζητήματος ήταν αναγκαία, ούτε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η εξέταση του συστήματος παρακολούθησης του πρατηρίου θα είχε σημαίνουσα βαρύτητα και θα οδηγούσε στην αθώωση του εφεσείοντα ή και στη μη δίωξη του.  Ούτε και θεωρούμε ότι μια δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι οι κάμερες στο πρατήριο έδειχναν τον εφεσείοντα η ώρα 20:32, ήταν εκδήλωση έκδηλα ανίκανης δικηγορίας, καταλυτική για την υπόθεση.  Δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία, ούτε τούτο έγινε κοινώς αποδεκτό γεγονός.  Ο κ. Αλεξάνδρου, δίδοντας μεγάλη διάσταση στο ζήτημα χαρακτηρίζοντας το ως κεφαλαιώδες, προχώρησε να ισχυριστεί ότι επρόκειτο για καταστροφικό λάθος του συνηγόρου υπεράσπισης και ότι στην πραγματικότητα οι κάμερες στον σταθμό βενζίνης δεν ελέγχθηκαν ποτέ. 

 

Η άλλη πλευρά εξήγησε ότι η εντύπωση του συνηγόρου υπεράσπισης, την οποία είχε αναφέρει στο Κακουργιοδικείο, προκλήθηκε από το γεγονός ότι είχε δοθεί σε αυτόν το σχετικό ημερολόγιο ενεργείας από τον αστυνομικό που έλεγξε τις κάμερες του πρατηρίου, το οποίο δόθηκε και στον νυν δικηγόρο του εφεσείοντα.  Κατατέθηκε επίσης κατά την ακρόαση της έφεσης προς ενημέρωση του Εφετείου σχετική αλληλογραφία στην οποία ενημερώνεται από το δικηγόρο της Δημοκρατίας κ. Α. Χατζηκύρου ο κ. Αλεξάνδρου ότι υπάρχει σχετική μαρτυρία και είναι εντός του φακέλου που είχε δοθεί κατά την παραπομπή (έγγραφα με αρ. 8 και 22), η σχετική καταγραφή του αστυνομικού στο ημερολόγιο ενεργείας σε σχέση με τον εφεσείοντα και την ώρα παρουσίας του στο πρατήριο καυσίμων.  Δεν θα αναφερθούμε στο περιεχόμενο του ημερολογίου ενεργείας, εφόσον δεν κατατέθηκε ως μαρτυρία. 

 

 Σημειώνουμε όμως ότι εάν όντως έχει δοθεί το ημερολόγιο ενεργείας στον κ. Αλεξάνδρου, τούτο έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του στο διάγραμμα αγόρευσης του ότι «Το θέμα διερευνήθηκε από πλευράς υπεράσπισης του εφεσείοντα από τον νέο δικηγόρο του . και ούτε δυστυχώς είχαν οποιαδήποτε στοιχεία κατά πόσον μέσα στον ουσιώδη χρόνο έκανε οποιαδήποτε έρευνα η Αστυνομία περί τούτου.»

 

Εν πάση περιπτώσει είναι σαφές ότι το γεγονός πως δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου το αποτέλεσμα του ελέγχου του συστήματος παρακολούθησης του πρατηρίου ουδόλως επηρέασε τα ευρήματα και την τελική απόφαση του δικαστηρίου. 

 

Προβάλλεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε σε ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα στις κατηγορίες 2 και 3.  Ειδικότερα αποδίδεται στο Κακουργιοδικείο ότι δεν είχε ενώπιον του επαρκή ή και καθόλου μαρτυρία για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής για διάρρηξη και κλοπή και οι οποιεσδήποτε αναφορές του ΜΚ7 ήταν αόριστες και αυθαίρετες (λόγοι έφεσης 7, 8).  Καταληκτικά δε, προβάλλεται ότι η απόφαση είναι ακροσφαλής καθότι το σύνολο της μαρτυρίας παρουσιάζει κενά και ελλείψεις και υπήρξε κακός χειρισμός από το δικηγόρο του εφεσείοντα.  Ειδικότερα, δεν καταδείχθηκε η ύπαρξη οποιουδήποτε κίνητρου και η εκδοχή του παραπονούμενου για άλλα ύποπτα πρόσωπα θα έπρεπε να οδηγήσει το Κακουργιοδικείο στην αθώωση του εφεσείοντα. 

 

Είναι γεγονός ότι έγινε διάρρηξη και κλοπή.  Αυτά δεν αμφισβητήθηκαν.  Είναι επίσης γεγονός ότι δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία που να συνδέει τη διάρρηξη και την κλοπή με τον εφεσείοντα ως τον δράστη.  Ο εφεσείων όμως διέφυγε τρεχτός από τη κατοικία και αμέσως μετά ξέσπασε η πυρκαγιά.  Από το σπίτι έλειπε, μεταξύ άλλων, ένα άσπρο ψυγείο και ένα άσπρο ψυγείο είδε ο ΜΚ7 στην κάσια του διπλοκάμπινου του εφεσείοντα να μεταφέρεται από τον ίδιο χωρίς να είναι δεμένο.  Επιπρόσθετα, επιχείρησε αρχικά να δώσει ψευδές άλλοθι. 

 

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα χιλιοειπωμένα αναφορικά με τον τρόπο που λειτουργεί η περιστατική μαρτυρία.  Παραπέμπουμε απλώς σε μια σημαντική απόφαση επί του ζητήματος.  Στην Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, 119-120 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων). Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους. Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R., 73 p. 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).

 

Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του.»

 

 Εν προκειμένω, σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο, θεωρούμε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης οδηγούν προς ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα.  Ότι είναι ο εφεσείων που διέρρηξε την κατοικία εν καιρώ νυκτός και ακολούθως διέπραξε τα εγκλήματα της κλοπής και του εμπρησμού, όπως του αποδίδεται με το κατηγορητήριο.  Η πιθανότητα το έγκλημα να είχε διαπραχθεί από την πρώην σύζυγο ή συγγενείς της, πτυχή που εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο, δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία έστω και υπό την έννοια της πρόκλησης λογικής υποβόσκουσας αμφιβολίας. 

 

Όπως και το Κακουργιοδικείο δεν παραβλέπουμε ότι δεν καταδείχθηκε ελατήριο.  Όμως στην Παφίτης επαναλήφθηκε ότι το ελατήριο δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος, όσο και αν η ύπαρξη του τείνει να διαφωτίσει ως προς την κινητήρια δύναμη που ώθησε τον δράστη στο έγκλημα. 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

/φκ

                                     

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο