ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Ιωαννίδης, Ιωάννης Π. Σιαηλή (κα), για Σιαηλής amp;amp;amp; Σιαηλή ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-12-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΙΤΣΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 194/2022, 1/12/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B473

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 194/2022)

 

1 Δεκεμβρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΙΤΣΙΟΥ

Εφεσείουσα

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

____________________

 

Π. Σιαηλή (κα),  για Σιαηλής & Σιαηλή ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον  Μαλαχτό, Δ.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με υπόβαθρο γεγονότα που δεν αμφισβητούνται με την έφεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την Εφεσείουσα για απόπειρα διάρρηξης και διάρρηξη, δύο δωματίων ξενοδοχείου στην Πάφο.  Το βράδυ της 27.1.2022 η Εφεσείουσα επιχείρησε αρχικά να παραβιάσει το παράθυρο του πρώτου δωματίου και δεν τα κατάφερε.  Αμέσως μετά δοκίμασε στο δεύτερο, διπλανό δωμάτιο, και αφού παραβίασε το παράθυρο του εισήλθε σε αυτό.  Δεν έκλεψε οτιδήποτε, ούτε δόθηκε μαρτυρία ότι έκαμε οτιδήποτε άλλο μέσα στο δωμάτιο, και εξήλθε.

 

    Με δύο λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει τις αντίστοιχες καταδίκες της.  Στην ίδια βάση, ό,τι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε προβεί σε εύρημα αναφορικά με ποιο κακούργημα είχε σκοπό να διαπράξει στο κάθε δωμάτιο.

 

    Το Άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, στο οποίο εδράζονταν αμφότερες οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε η Εφεσείουσα, προνοεί ότι:

 

«Όποιος-

(α) διαρρήχνει[1] και εισέρχεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή

(β) αν εισέλθει σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος που χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή αν διάπραξε κακούργημα σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω, διαρρήχνει αυτό και εξέρχεται από αυτό,

είναι ένοχος του κακουργήματος της διάρρηξης και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.

Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται κατά τη διάρκεια νύχτας, αυτό καλείται διάρρηξη κατά τη διάρκεια νύχτας, ο δε υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.»

 

    Το Άρθρο 291 του Κεφ.154[2] περιέχει ορισμούς και βασικά πότε θεωρείται ότι κάποιος διαρρηγνύει ένα κτίριο.  Κάποιος που αποπειράται ή διαρρηγνύει ένα κτίριο, δεν διαπράττει χωρίς άλλο το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης ή της διάρρηξης αντίστοιχα.  Αδίκημα σύμφωνα με το Άρθρο 292 του Κεφ.154 διαπράττεται εφόσον έχει στο κτίριο διαπραχθεί κακούργημα ή τουλάχιστο υπήρχε πρόθεση διάπραξης κακουργήματος μέσα σε αυτό κατά την είσοδο.

 

    Στις «Λεπτομέρειες Αδικήματος» της κατηγορίας της απόπειρας διάρρηξης, δεν γινόταν καμιά αναφορά σε αποδιδόμενο στην Εφεσείουσα σκοπό, όταν επιχειρούσε να διαρρήξει το παράθυρο του πρώτου δωματίου.  Σε σχέση με την κατηγορία της διάρρηξης, στην «Έκθεση Αδικήματος» αναφέρεται το εδάφιο (β) του Άρθρου 292, που αφορά στην περίπτωση που ο δράστης διαρρηγνύει κατά την έξοδο του από το κτίριο.  Ακόμα ότι η διάρρηξη ήταν κατά τη διάρκεια της νύχτας.  Στις «Λεπτομέρειες Αδικήματος», δεν αναφερόταν ότι το αδίκημα έγινε νύχτα και οι ώρες μεταξύ των οποίων προσδιοριζόταν η τέλεση του, είχαν διαγραφεί μετά από σχετική τροποποίηση. Περαιτέρω δεν γινόταν καμιά αναφορά σε διάρρηξη κατά την έξοδο, παρά μόνο ότι η Εφεσείουσα εισήλθε στο δεύτερο δωμάτιο «με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος», χωρίς να όμως να προσδιορίζεται ποιο.

 

    Σε σχέση με την κατηγορία της απόπειρας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι προέκυπτε ότι η προσπάθεια της Εφεσείουσας να ανοίξει το παράθυρο του πρώτου δωματίου «δεν είχε άλλο σκοπό από του να ανοίξει το παράθυρο και να εισέλθει στο εν λόγω δωμάτιο, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο Άρθρο 291 του Ποινικού Κώδικα . Συνεπώς το αδίκημα της απόπειρας διάρρηξης έχει αποδειχθεί.»  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο Άρθρο 292, αλλά στο Άρθρο 291 του Κεφ.154 και δεν κατηύθυνε τη σκέψη του στη θεμελιακή αρχή ότι η απόπειρα διάπραξης ενός  αδικήματος εμπεριέχει ως συστατικό στοιχείο την ένοχη διάνοια διάπραξης του πλήρους αδικήματος (Pefkos and Others v. The Republic (1961) C.L.R. 340, 348, 351 και 359) στην προκειμένη περίπτωση το σκοπό της διάπραξης κακουργήματος στο κτίριο στο οποίο η Εφεσείουσα είχε αποπειραθεί να εισέλθει.

 

Στο συστατικό αυτό στοιχείο του αδικήματος κατηύθυνε το πρωτόδικο Δικαστήριο τη σκέψη του εξετάζοντας την κατηγορία της διάρρηξης με σκοπό διάπραξης κακουργήματος.  Ορθά ανάφερε ότι δεν απαιτείται η διάπραξη κακουργήματος στο χώρο όπου επιτυγχάνεται η είσοδος και ότι η απόδειξη και μόνο ότι σκοπός της εισόδου ήταν η διάπραξη κακουργήματος, ικανοποιεί το σχετικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος.  Είπε ακόμα ότι: «Είναι σημαντικό να τονίσω ότι σύμφωνα με το Άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, δεν απαιτείται η απόδειξη διάπραξης κάποιου συγκεκριμένου κακουργήματος.»  Από εδώ άρχισε η εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το ορθό είναι ότι δεν απαιτείται η απόδειξη σκοπού διάπραξης συγκεκριμένου αδικήματος, με την έννοια ότι αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε κακούργημα, όμως σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι κάποιο συγκεκριμένο.

 

Στη συνέχεια, ορθά και πάλι κατέγραψε ότι ο σκοπός της διάπραξης κακουργήματος δύναται να συναχθεί από περιστατική μαρτυρία, η οποία πάντοτε θα πρέπει να οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα, αυτό της ενοχής του κατηγορούμενου και με παραπομπή στις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 55 και Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, 720, ότι η μαρτυρία εξετάζεται και αξιολογείται στα πλαίσια της ανθρώπινης λογικής και εμπειρίας.  Καταδικάζοντας την Εφεσείουσα, κατέληξε ότι: «Η λογική αλλά και η ανθρώπινη εμπειρία, σε συνδυασμό με τα στοιχεία τα οποία παρέθεσα πιο πάνω, οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι σκοπός της [Εφεσείουσας] ήταν να διαπράξει σ΄αυτό κάποιο κακούργημα.»  Είπε ακόμη ότι: «αν και δεν κλάπηκε οτιδήποτε από το δωμάτιο και δεν διαπράχθηκε κάποιο άλλο κακούργημα σ΄αυτό, αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει τον αρχικό σκοπό της διάρρηξης. . κατά το χρόνο όπου αυτή εισήλθε στο δωμάτιο σκοπό είχε τη διάπραξη κακουργήματος.  Εάν στην πορεία, άλλαξε γνώμη για τον οποιοδήποτε λόγο, αυτό δεν αναιρεί τον αρχικό σκοπό της διάρρηξης

 

Είναι επομένως ορθή η θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ως προς το ποιο κακούργημα της απέδιδε ότι είχε σκοπό να διαπράξει όταν αποπειράτο να εισέλθει στο πρώτο δωμάτιο και ποιο κατά την είσοδο της στο δεύτερο.  Ο τρόπος σύνταξης του κατηγορητηρίου ενδεχομένως να συνέδραμε στην ατυχή κατάληξη.  Προέκυψαν έτσι δύο καταδίκες με απροσδιόριστο το βασικότερο συστατικό στοιχείο των υπόψη αδικημάτων.  Τέτοιες καταδίκες είναι ανεπίτρεπτες και θα πρέπει να παραμεριστούν.

 

Δεν υπήρξε εισήγηση ότι, στην περίπτωση παραμερισμού των καταδικών, θα ήταν κατάλληλη περίπτωση ώστε το Εφετείο να ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.[3]  Σε κάθε περίπτωση, έχοντας υπόψη τα ζητήματα που αναφέραμε αναφορικά με την σύνταξη του κατηγορητηρίου, θα αποκλίναμε από του να επέμβουμε κατ' αυτό τον τρόπο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και οι καταδίκες της Εφεσείουσας παραμερίζονται.   

 

 

 

Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 



[1] Το ορθό ρήμα είναι «διαρρηγνύει».

[2] «Όποιος διαρρήχνει οποιοδήποτε μέρος κτιρίου, εξωτερικό ή εσωτερικό ή ανοίγει με ξεκλείδωμα, έλξη, ώθηση, ανύψωση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, θύρα, παράθυρο, παραθυρόφυλλο, πόρτα υπογείου ή άλλο πράγμα προορισμένο για το κλείσιμο ή για την κάλυψη ανοίγματος σε κάποιο κτίριο ή άνοιγμα που επιτρέπει τη δίοδο από ένα μέρος του κτιρίου σε άλλο, θεωρείται ότι διαρρήχνει το κτίριο.

Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι εισέρχεται σε κτίριο αμέσως όταν οποιοδήποτε μέρος του σώματος του ή οποιοδήποτε μέρος οργάνου που χρησιμοποιείται από αυτό, βρίσκεται εντός του κτιρίου.

Εκείνος που επιτυγχάνει την είσοδο του σε κτίριο με τη χρήση απειλής για αυτό το σκοπό ή με τέχνασμα ή με τη συμπαιγνία μαζί με άλλο που βρίσκεται στο κτίριο ή αυτός που εισέρχεται από την καπνοδόχο ή από άλλη τρύπα του κτιρίου η οποία παραμένει μόνιμα ανοικτή για κάποιο αναγκαίο σκοπό, δεν προορίζεται όμως να χρησιμοποιείται συνήθως ως μέσο εισόδου, θεωρείται ότι διάρρηξε και ότι εισήλθε στο κτίριο.»

[3] Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-

 .........................................

(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο