ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2004) 1 ΑΑΔ 1516
Χριστοδούλου & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443
Mενελάου Aνδρέας ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232
Λεβέντης Kώστας ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632
Mιχαήλ Παντελής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331
Πουμπουρής Ανδρέας ν. Aστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 1
Σάββα Σάββας ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 242
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Στυλιανού Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543
Abunazha Muhannad Mohammad Mustafa ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551
ΜΑΚΡΗΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 49/2021, 21/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:D582
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:B464
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 152/2022)
1 Δεκεμβρίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείων
v.
MANRAJ SINGH SIDHU
Εφεσίβλητου
_________________________
Αθ. Παπανικολάου, Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Λαός για Michael Chambers & Co. LLC, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος, ηλικίας 26 ετών, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κύπρο για διακοπές, κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, για πρόκληση του θανάτου γυναίκας, τέως από τη Σουηδία (Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία)). Το θύμα, ηλικίας 45 ετών, βρισκόταν στην Κύπρο επίσης για διακοπές μαζί με το ανήλικο κοριτσάκι της, ηλικίας 5 ετών. Με δική του παραδοχή, κρίθηκε ένοχος και για εγκατάλειψη του τόπου του δυστυχήματος το οποίο προκάλεσε τον θάνατο του πιο πάνω προσώπου χωρίς παροχή βοήθειας (Άρθρο 235Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία)).
Τα πιο πάνω αδικήματα ήταν τα σοβαρότερα που διέπραξε στις 4.5.2022, στην Αγία Νάπα, καθ΄ όν χρόνο οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα τύπου Buggy, στο οποίο επέβαινε και άλλο πρόσωπο ως συνοδηγός. Στο Κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου, υπήρχαν και οι ακόλουθες σοβαρές κατηγορίες, οι οποίες βασίζονταν στα σχετικά άρθρα και κανονισμούς της ισχύουσας Νομοθεσίας, τις οποίες ο Εφεσίβλητος επίσης παραδέχθηκε:
(α) Χρήση Μηχανοκίνητου Οχήματος σε Οδό χωρίς Πιστοποιητικό Ασφάλειας (3η κατηγορία).
(β) Αλόγιστη/Επικίνδυνη Οδήγηση (4η κατηγορία).
(γ) Παράλειψη Λήψης Αναγκαίων Μέτρων για να αποφευχθεί η πρόκληση άλλων δυστυχημάτων μετά το δυστύχημα (6η κατηγορία).
(δ) Παράλειψη Παραμονής στην Σκηνή Δυστυχήματος μέχρι η Αστυνομία να ολοκληρώσει τις εξετάσεις (7η κατηγορία).
(ε) Παράλειψη Αναφοράς Δυστυχήματος στην Αστυνομία εντός 24 ωρών (8η κατηγορία).
Αντιμετώπισε και μιαν άλλη κατηγορία, την 2η , στην οποίαν απαλλάχθηκε μετά που η Κατηγορούσα Αρχή ανακοίνωσε αναστολή ποινικής δίωξης.
Τα γεγονότα, ως αυτά είχαν εκτεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή, και δεν είχαν αμφισβητηθεί από τον Εφεσίβλητο, είχαν ως εξής (Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση):
«Την 04/05/2022 και περί ώρα 17:35 ο ΜΚ 1 οδηγούσε το αυτοκίνητο του επί της Λεωφόρο Νίσσι στην Αγία Νάπα με κατεύθυνση προς Λάρνακα. Σε κάποιο σημείο του δρόμου παρά το ξενοδοχείο «Sunwing», αντιλήφθηκε το θύμα να στέκεται στην άκρη της διάβασης πεζών αριστερά σύμφωνα με την πορεία του, περιμένοντας να σταματήσει η κυκλοφορία για να διασταυρώσει απέναντι. Ο ίδιος σταμάτησε το αυτοκίνητο και συγκεκριμένα περί το ένα μέτρο πριν τη διάβαση πεζών, έτσι ώστε να διασταυρώσει το θύμα. Την ίδια στιγμή το όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, τύπου buggy, συγκρούστηκε με το δικό του. Συγκεκριμένα συγκρούστηκε το μπροστινό του buggy με το δεξιό πισινό μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο ΜΚ1. Το buggy συνέχισε την πορεία του κινούμενο προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να κτυπήσει αρχικά το θύμα και στη συνέχεια να συγκρουστεί σε σιδερένιο προστατευτικό κιγκλίδωμα και να ακινητοποιηθεί. Το όχημα που οδηγούσε καταστράφηκε ολοσχερώς. Στο όχημα του ΜΚ1 σημειώθηκαν ζημιές στο πίσω μέρος ενώ υπέστη μετατόπισης με το μεγαλύτερο μέρος του να είχε υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές της διάβασης.
Το δε θύμα εκτινάχθηκε σε απόσταση κάποιων μέτρων. Στην σκηνή κλήθηκε ασθενοφόρο από παρευρισκόμενους το οποίο αφού παρέλαβε το θύμα και η κατάσταση του κρίθηκε κρίσιμη, το μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου, Κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ο γιατρός που εξέτασε το θύμα, διαπίστωσε τον θάνατό της. Κατά την νεκροτομής επί της σορού του θύματος και διαπιστώθηκε ότι ο θάνατος προήλθε από «πολυτραυματισμό ως είναι κατά το τροχαίο δυστύχημα». Πρόκειται για 45χρονη Σουηδή υπήκοο η οποία βρισκόταν στην Κύπρο για διακοπές με την ανήλικη κόρη της ηλικίας 5 ετών.
Ο Κατηγορούμενος, αμέσως μετά τη σύγκρουση, εγκατέλειψε τη σκηνή γοργά και κατευθύνθηκε προς την Αγία Νάπα. Αναζητήθηκε ακόμα και με δημοσίευση της φωτογραφίας του. Εντοπίστηκε εν τέλει σε ξενοδοχείο περί τη 21:20 και συνελήφθη. Η κατάσταση στην οποία ευρισκόταν δεν έχει αναφερθεί πλην του ότι έφερε τραύματα στα πόδια γόνατα και κνήμη τα οποία ακόμα αιμορραγούσαν. Η εξέταση έγινε με δική του συγκατάθεση. Προσήχθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στις 05/05/2022 οπόταν και εκδόθηκε διάταγμα προφυλάκισης του για έξι ημέρες. Στο πλαίσιο της διερεύνησης εντοπίστηκε γενετικό υλικό του κατηγορούμενου στον μοχλό ταχυτήτων του buggy και στον δείκτη σηματοδότησης. Εντοπίστηκαν επίσης τα γυαλιά ηλίου του στη σκηνή.
Σε ό,τι αφορά αυτές καθαυτές τις λεπτομέρειες του δυστυχήματος λέχθηκαν τα ακόλουθα: Η Λεωφόρος Νησί στην Αγία Νάπα είναι ευθύς δρόμος εντός κατοικημένης περιοχής. Δίπλα από το δρόμο υπάρχει ανθώνας, ποδηλατοδρόμος και πεζοδρόμιο. Υπήρχε απρόσκοπτή ορατότητα πέραν των 120 μέτρων προς το ξενοδοχείο «Aeneas».
Η επαφή με το όχημα του ΜΚ1 έγινε πριν την διάβαση πεζών και οι ζημιές που αναφέρθηκαν στο όχημα αυτό εντοπίστηκαν στην δεξιά πίσω πλευρά του οχήματος στον προφυλακτήρα και στην πίσω δεξιά πόρτα. Η δεύτερη σύγκρουση που επέφερε το μοιραίο, επεσυνέβη επί της διάβασης πεζών και δη στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Η πεζή δηλαδή είχε προλάβει και είχε διανύσει απόσταση μήκους 5,10 μέτρα πλησίαζε δηλαδή στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος της. Υπήρχαν πριν τη διάβαση οι κατάλληλες σημάνσεις ως επιμαρτυρούν οι φωτογραφίες του «Τεκμηρίου 2». Πέραν των γραμμώσεων στην άσφαλτο υπήρχαν και φωτεινοί σηματοδότες καθώς και προειδοποιητική πινακίδα διάβασης πεζών σε απόσταση 45,8 μέτρων πριν το σημείο της σύγκρουσης ύπαρξη διάβασης πεζών.»
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, σημείωσε πως το ανώτατο όριο των ποινών που ο Νόμος προβλέπει για το αδίκημα της 1ης κατηγορίας, είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή. Με δεδομένο ότι ο Νόμος προβλέπει, ανάμεσα σ΄ άλλα, ποινή φυλάκισης μέχρι 4 έτη, βρήκε πως το αδίκημα της 1ης κατηγορίας ήταν σοβαρό. Σημείωσε ακόμη, με αναφορά στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232, πως τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις και πως «τέτοιας φύσης αδικήματα οδηγούνται ενώπιον των Δικαστηρίων με αμείωτη συχνότητα». Αναφέρουμε από τώρα πως οι πιο πάνω διαπιστώσεις του, ήταν ορθές.
Ακολούθως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου ήταν εγωϊστική και αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου. Έδωσε καταφατική απάντηση, και προς τούτο παραθέτουμε αυτολεξεί την αιτιολογία που παρέθεσε:
«Στρεφόμενη τώρα στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγωιστική και αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου ή ότι δεν είναι τέτοια που να εμπεριέχει το στοιχείο της εγωιστικής συμπεριφοράς και αδιαφορίας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ως καταδεικνύεται από τα γεγονότα που παρατέθηκαν δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Ο Κατηγορούμενος κινείτο σε δρόμο ευθύ με απεριόριστη ορατότητα. Ο καιρός ήταν αίθριος και η άσφαλτος στεγνή. Σε απόσταση πέραν των 45 μέτρων υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα για την ύπαρξη διάβασης πεζών. Υπήρχε σχετική σήμανση και στο έδαφος αλλά και φωτεινή σηματοδότες. Ο Κατηγορούμενος κινείτο σε ένα δρόμο επί κατοικημένης τουριστικής περιοχής με αρκετή κίνηση τη δεδομένη στιγμή. Παρά τις πιο πάνω ευνοϊκές για τον Κατηγορούμενο συνθήκες εντούτοις και προδήλως ένεκα του ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε την δέουσα ή και καθόλου προσοχή επί του δρόμου, απέτυχε εν πρώτοις να παρατηρήσει ότι το προπορευόμενο αυτού όχημα είχε σταματήσει για να δώσει προτεραιότητα σε πεζό που ανέμενε στη διάβαση. Τούτο το ακόμα πιο εμφανές επί του δρόμου δηλαδή η ύπαρξη οχήματος σταματημένου καταδεικνύει και την παντελή έλλειψή επιμέλειας που είχε ή και έγνοιας και φροντίδας για τα υπόλοιπα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο. Σημειώνεται βεβαίως και η αναφορά του ΜΚ1 ως μεταφέρθηκε ότι δηλαδή η αποβιώσασα ανέμενε επί της διαβάσεως για να σταματήσουν τα οχήματα. Άρα εάν ο Κατηγορούμενος είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα μέσα θα εντόπιζε την πεζή ή έστω λογικώς θα συναρτούσε το ότι το προπορευόμενο του όχημα σταμάτησε για να δώσει προταιρότητα σε πεζό επί της διαβάσεως. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η οδήγηση του Κατηγορουμένου εμπεριείχε έκδηλα το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια των άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο περιλαμβανομένου του θύματος και ήταν επικίνδυνη.»
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν εύστοχες, κάτι που παραδέχθηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα.
Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η εξατομίκευση της ποινής, η οποία πρέπει πάντα να υπάρχει, «δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αδικημάτων όπως είναι το αδίκημα της 1ης κατηγορίας». Και αυτό ήταν ορθό.
Αφού έλαβε υπόψη του την παραδοχή του Εφεσίβλητου, για την οποία σημείωσε πως δεν ήταν άμεση (για το θέμα αυτό καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως δεν θυμόταν τί είχε συμβεί και ότι ανέμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων τα οποία τελικά τον συνέδεσαν με το αυτοκίνητο), τις οικογενειακές- προσωπικές του περιστάσεις, το λευκό του ποινικό μητρώο, και αφού επανέλαβε πως ο Εφεσίβλητος «επέδειξε παντελή αδιαφορία στους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου και παντελώς εγωϊστικά προκάλεσε τον θάνατο σε μια νέα γυναίκα με αποτέλεσμα να αφήσει το πεντάχρονο παιδί της χωρίς μητέρα», κατέληξε πως η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης, την οποία και καθόρισε σε 12 μήνες στην 1η κατηγορία. Περαιτέρω, επέβαλε στον Εφεσίβλητο 10 βαθμούς ποινής και στέρηση του δικαιώματος του να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης για περίοδο 18 μηνών από την ημέρα που αυτός «ήθελε αφεθεί ελεύθερος».
Στην 3η κατηγορία, η οποία αφορούσε, ως ελέχθη, σε χρήση μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας, του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 μηνών και στέρηση του δικαιώματος του να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης για περίοδο 2 μηνών από την ημέρα που αυτός «ήθελε αφεθεί ελεύθερος».
Διέταξε όπως οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης συντρέχουν.
Δεν επέβαλε ποινή στις κατηγορίες 4, 5, 6, 7 και 8 επειδή, ως καταγράφεται στην απόφαση του «τα όσα γεγονότα αφορούν σ΄ αυτές λήφθηκαν ουσιωδώς υπόψιν και προσμέτρησαν ως επιβαρυντικοί και καθοριστικοί παράγοντες για το ύψος της ποινής στα γεγονότα της 1ης κατηγορίας». Από την πιο πάνω διατύπωση, αφήνεται να νοηθεί πως η ποινή φυλάκισης των 12 μηνών που επέβαλε στον Εφεσίβλητο στην 1η κατηγορία, ενδεχομένως να ήταν χαμηλότερη εάν αυτός δεν διέπραττε και τα αδικήματα των πιο πάνω κατηγοριών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξού και η καταχώριση εκ μέρους του της υπό εκδίκαση έφεσης. Δύο είναι οι λόγοι έφεσης, σύντομοι αλλά περιεκτικοί. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής η ποινή φυλάκισης των 12 μηνών που το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσίβλητο για το αδίκημα της 1ης κατηγορίας. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται ο Γενικός Εισαγγελέας για την παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει ποινή στην 5η κατηγορία, η οποία αφορούσε, ως ελέχθη, στο αδίκημα της εγκατάλειψης του τόπου του δυστυχήματος το οποίο προκάλεσε τον θάνατο χωρίς παροχή βοήθειας (Άρθρο 235Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Θεωρεί πως το αδίκημα της 5ης κατηγορίας «είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από το αδίκημα της 1ης κατηγορίας». Μάλιστα η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή φυλάκισης, συνεχίζει, είναι πιο αυστηρή από αυτήν που προβλέπεται από το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1η κατηγορία). Αυτό το τελευταίο δεν διέλαθε την προσοχή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα παρέπεμψε και στην υπόθεση Πουμπουρής ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 1. Σημείωσε όμως τα ακόλουθα, με τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διαφωνεί:
«Στην υπό κρίση υπόθεση σημειώνω εδώ ότι το θύμα μεν εγκαταλείφθηκε (Κατηγορία 5) και εάν και η προβλεπόμενη στο νόμο ποινή το καθιστά πιο σοβαρό από το αδίκημα της 1ης Κατηγορίας εντούτοις με δεδομένο ότι ήταν πολυσύχναστος δρόμος και υπήρχαν άλλα πρόσωπα και αυτόπτες μάρτυρες, τα γεγονότα το καθιστούν λιγότερο σοβαρο του αδικήματος της 1ης Κατηγορίας. Παραμένει βεβαίως σοβαρό.»
Διαφωνούμε και εμείς. Δεν μειώνεται η σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος επειδή ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος και επειδή υπήρχαν άλλα πρόσωπα και αυτόπτες μάρτυρες στη σκηνή, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση. Υιοθέτηση μιας τέτοιας προσέγγισης θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα. Άλλωστε, η νομοθεσία δεν επιβάλλει θετική υποχρέωση σε τρίτα πρόσωπα που έτυχε να παρευρίσκονται στο δρόμο, για παροχή βοήθειας. Ο Εφεσίβλητος αδιαφόρησε πλήρως για τις συνέπειες της παράνομης συμπεριφοράς του. Εγκατέλειψε αβοήθητο το θύμα του, το οποίο προηγουμένως παρέσυρε και τραυμάτισε σε διάβαση πεζών. Απομακρύνθηκε πεζός από τον τόπο του δυστυχήματος, και κρύφτηκε σε ξενοδοχείο. Αναζητήθηκε ακόμη και με δημοσίευση της φωτογραφίας του, την οποία έδωσε ο συνοδηγός του αυτοκινήτου, για να εντοπιστεί και συλληφθεί τελικά από την Αστυνομία η ώρα 21:20 της ίδιας ημέρας, εντός του ξενοδοχείου όπου είχε κρυφτεί. Ανακρινόμενος δήλωσε, ως είχε κάθε δικαίωμα, «δεν επιθυμώ να απαντήσω σε οποιανδήποτε ερώτηση».
Όσον αφορά στο αδίκημα της 1ης κατηγορίας (Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), αυτό που προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα είναι ότι οι περιστάσεις διάπραξης του ήταν άκρως επιβαρυντικές για τον Εφεσίβλητο. Ο τελευταίος οδήγησε το μηχανοκίνητο όχημα επικίνδυνα και απερίσκεπτα. Η οδηγική του συμπεριφορά αποκαλύπτει πλήρη αδιαφορία προς τους κανόνες οδήγησης, τα σήματα τροχαίας αλλά και προς την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο, όπως ήταν το θύμα του, το οποίο επιχείρησε να διασταυρώσει ένα δημόσιο δρόμο χρησιμοποιώντας νόμιμα και κανονικά διάβαση πεζών. Μάλιστα η εν λόγω διάβαση είχε σημανθεί με διαγραμμίσεις στην άσφαλτο, φωτεινούς σηματοδότες και προειδοποιητική πινακίδα διάβασης πεζών σε απόσταση 45,8 μέτρων. Δεν ήταν μόνο τα πιο πάνω. Ούτε το αυτοκίνητο που σταμάτησε ένα μέτρο περίπου πριν από τη διάβαση πεζών για να επιτρέψει στο θύμα να διασταυρώσει, στάθηκε ικανό να κάνει τον Εφεσίβλητο να ενεργήσει ως νουνεχής οδηγός, ως όφειλε. Τουναντίον, ο απερίσκεπτος και επικίνδυνος τρόπος με τον οποίο οδηγούσε εντός κατοικημένης περιοχής, δεν του επέτρεψε να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής.
Και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις ικανές αγορεύσεις τους, μας παρέπεμψαν σε νομολογία. Να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο, πως κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της γεγονότων. Όπως εύστοχα το έθεσε ο αείμνηστος Νικήτας, Δ., στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, «. εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοιωνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις». Έτσι, η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε τέτοιο παραβάτη, έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του η οποία προκάλεσε τον θάνατο, σε συνάρτηση πάντα και με τις προσωπικές του περιστάσεις, οι οποίες επίσης λαμβάνονται υπόψη (Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331). Η νομολογία μας πάντως, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες αρχές στις αγγλικές υποθέσεις R. v. Guilfoyle [1973] 2 All E.R. 844 και R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, κρίνει με μεγαλύτερη αυστηρότητα τις περιπτώσεις εκείνες όπου η επιλήψιμη συμπεριφορά του παραβάτη εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο, όπως εν προκειμένω.
Περαιτέρω ένα άλλο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε μεταγενέστερες υποθέσεις που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων, είναι κατά πόσο το συγκεκριμένο αδίκημα παρουσιάζει έξαρση. Αν παρουσιάζει, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών.
Δεν χρειάζεται να παραπέμψουμε σε όλες τις προηγούμενες αποφάσεις. Ενδεικτικά και μόνο θα πούμε πως στην Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 242 ποινή φυλάκισης 3 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα στον Εφεσείοντα, κατόπιν άμεσης παραδοχής του, για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, μειώθηκε σε 2 ½ έτη για λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στο πρόσωπο του συγκεριμένου Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, αυτός ήταν τακτικός δότης αιμοπεταλίων, κάτι για το οποίο το Εφετείο έκρινε πως θα έπρεπε να του δοθεί περαιτέρω έκπτωση στην ποινή.
Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543, η οποία αφορούσε σε διπλό τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα, ο Εφεσίβλητος εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με το εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα των θυμάτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη την παραδοχή του Εφεσίβλητου, την συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές-οικογενειακές του συνθήκες, και τέλος την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης (τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 18.11.2006, η υπόθεση καταχωρίστηκε 12.9.2007 και οι ποινές επιβλήθηκαν στις 11.5.2009), επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών. Το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στην έξαρση των εν λόγω αδικημάτων και στις τραγικές συνέπειες τους, αύξησε τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης σε 2 έτη.
Δυστυχώς, χρόνια μετά, τα θανατηφόρα δυστυχήματα συνεχίζουν να συνιστούν κοινωνική μάστιγα ή όπως τέθηκε στην υπόθεση Μενελάου (πιο πάνω) «. χαίνουσα πληγή για την Κυπριακή κοινωνία». Η συμπεριφορά μας κατά την οδήγηση δεν βελτιώνεται (Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 49/21, ημερ. 21.12.2021). Δικαιολογείται λοιπόν η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών (Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, 557-558).
Η ποινή φυλάκισης των 12 μηνών που έχει επιβληθεί στον Εφεσίβλητο στην 1η κατηγορία, κρίνεται, στη βάση και των μετριαστικών παραγόντων, χωρίς να αγνοούμε τους βαθμούς και τη στέρηση που του έχει επιβληθεί, έκδηλα ανεπαρκής. Στέλλει λανθασμένα μηνύματα για τέτοιες απαράδεκτες και προκλητικές οδηγικές συμπεριφορές, οι οποίες αφαιρούν ανθρώπινες ζωές. Η συγκεκριμένη υπόθεση είναι από τις σοβαρότερες του είδους. Επιβάλλετο εν προκειμένω η απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, η οποία δεν υπάρχει στην επιβληθείσα, παρόλο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε πως η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου ήταν εγωιστή και αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου.
Κρίνουμε ως αρμόζουσα την ποινή φυλάκισης των 2 ½ ετών στην 1η κατηγορία την οποία και επιβάλλουμε στον Εφεσίβλητο. Σημειώνουμε όμως πως χωρίς την παραδοχή του η ποινή φυλάκισης θα ήταν αυστηρότερη.
Τελειώνοντας να σημειώσουμε και τα ακόλουθα. Ως ελέχθη, ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, και στη σοβαρή κατηγορία που αφορούσε σε εγκατάλειψη του τόπου του δυστυχήματος το οποίο προκάλεσε τον θάνατο άλλου προσώπου χωρίς παροχή βοήθειας, κατά παράβαση του Άρθρου 235Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (5η κατηγορία).
Η εγκατάλειψη θύματος και η μη παροχή βοήθειας σε αυτό, συνιστά μια άκρως αντικοινωνική και εγωιστική συμπεριφορά. Αποκαλύπτει έλλειψη σεβασμού προς τον πλησίον. Η έγκαιρη παροχή βοήθειας μπορεί να σώσει ανθρώπινες ζωές. Τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει κατά κανόνα να αντιμετωπίζονται με την επιβολή αυστηρών ποινών.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που έχουμε ήδη παραθέσει δεν επέβαλε ποινή στην 5η κατηγορία. Να επαναλάβουμε πως το ορθό είναι να μην επιβάλλεται ποινή σε κάποιες κατηγορίες όταν τα γεγονότα αυτών εμπεριέχονται σε άλλες κατηγορίες στις οποίες επιβάλλεται ποινή. Και τούτο για να μην τιμωρείται διπλά ο κατηγορούμενος για την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά. Άλλο βεβαίως είναι το θέμα έκδοσης διαταγής για συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές φυλάκισης, εκεί όπου αυτές επιβάλλονται.
Εν προκειμένω, τα γεγονότα της 5ης κατηγορίας, στην οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή, δεν εμπεριέχονταν στα γεγονότα της 1ης κατηγορίας. Άλλη αξιόποινη συμπεριφορά στοιχειοθετούσε το αδίκημα της 1ης κατηγορίας και άλλη αξιόποινη συμπεριφορά το αδίκημα της 5ης κατηγορίας. Όμως δεν έχουμε ενώπιον μας επιβληθείσα ποινή στην 5η κατηγορία για να εξετάσουμε κατά πόσο αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Τέτοιο ζήτημα εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443, όπου σημειώθηκε πως «Δεν χωρεί έφεση κάτω από το Άρθρο 137(1) (β) του Κεφ. 155 εναντίον παράλειψης επιβολής ποινής από Δικαστή και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τέτοια έφεση». Λίγα χρόνια μετά, ο Γενικός Εισαγγελέας επεδίωξε με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων όπως κατώτερο Δικαστήριο διαταχθεί να επιβάλει ποινή σε καταδικασθέντα (Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1516). Το κατώτερο Δικαστήριο, για λόγους που είχε παραθέσει στην απόφαση του, αποφάσισε να μην επιβάλει ποινή. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., απορρίπτοντας την μονομερή αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, επανέλαβε πως, ενόψει της δεσμευτικής απόφασης στην Χριστοδούλου (πιο πάνω), απόφαση με την οποία δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή δεν υπόκειται σε έφεση.
Η ποινή φυλάκισης των 2 ½ ετών στην 1η κατηγορία θα συντρέχει με την ποινή φυλάκισης που το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσίβλητο για το αδίκημα της 3ης κατηγορίας. Νοείται βεβαίως ότι παραμένει σε ισχύ η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την επιβολή βαθμών ποινής και σε σχέση με τη στέρηση του δικαιώματος του Εφεσίβλητου να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
Η Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα γίνεται δεκτή ως πιο πάνω.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.