ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B441
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 97/2022)
(Σχ. με 98/2022, 114/2022, 115/2022)
16 Νοεμβρίου, 2022
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ Δ/στές]
Σ. Σ.,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 98/2022)
(Σχ. με 97/2022, 114/2022, 115/2022)
Α. Χ.,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 114/2022)
(Σχ. με 97/2022, 98/2022, 115/2022)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
v.
Σ. Σ.,
Εφεσίβλητου.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 115/2022)
(Σχ. με 97/2022, 98/2022, 114/2022)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
v.
Α. Χ.,
Εφεσίβλητου.
____________________
Η. Στεφάνου με κ. Γ. Νεάρχου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 97/2022 και 98/2022 και Εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 114/2022 και 115/2022.
Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 97/2022 και 98/2022 και Εφεσείοντα στις Ποινικές Εφέσεις αρ. 114/2022 και 115/2022.
____________________
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία του αδικήματος θα παραμείνει στο φάκελο ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και αυτό βέβαια για προστασία της ανήλικης.]
-----------------
ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Οι Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις 97/2022 και 98/2022, κατηγορούμενοι 1 και 2 πρωτοδίκως, κρίθηκαν ένοχοι από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας - Αμμοχώστου, σε 2 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση των Άρθρων 20, 21, 144 και 145 του ΚΕΦ. 154, ως και το αδίκημα της συμμετοχής σε σεξουαλική πράξη με παιδί η οποία έγινε με κατάχρηση ευάλωτης θέσης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 6(4)(β) και 15(1)(4) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(Ι)/2014, ενώ αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες που αφορούσαν την παραγωγή παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση των Άρθρων 2, 8(5) και 15(1) (4) του Ν.91(Ι)/2014, ως και την διάθεση υλικού παιδικής πορνογραφία, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 8(4) και 15(1)(4) του Ν.91(Ι)/2014. Η κατηγορία που αφορούσε την επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 20, 21 και 243 του ΚΕΦ. 159, αναστάληκε από την Κατηγορούσα Αρχή στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Σύμφωνα με το Κατηγορητήριο, τα αδικήματα των υπό αναφορά Εφέσεων, στα οποία οι Εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι και επιβλήθηκαν σ' αυτούς συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 ετών, διαπράχθηκαν στις 9.8.2020 στην [ ], όπου οι Εφεσείοντες ήλθαν σε παράνομη συνουσία με την Α.Α. - ηλικίας 16 ετών και 8 μηνών - (στο εξής η ανήλικη), χωρίς τη συναίνεση της και μέσω κατάχρησης ευάλωτης θέσης, δηλαδή της κατάστασης μέθης στην οποία αυτή βρισκόταν και την καθιστούσε ανίκανη να αντισταθεί. Συναφώς, ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατέθεσαν 13 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή και για την Υπεράσπιση ένας μάρτυρας, ενώ οι Εφεσείοντες επέλεξαν το δικαίωμα της σιωπής.
Με τις προαναφερθείσες Εφέσεις προσβάλλεται η καταδίκη των Εφεσειόντων, ενώ με τις Εφέσεις με αρ. 114/2022 και 115/2022 προσβάλλονται οι επιβληθείσες σ' αυτούς ποινές, ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την καταδίκη τους, την οποία προσβάλλουν με την παρούσα Έφεση. Τα ευρήματα και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, τα οποία προσβάλλονται ως αυθαίρετα και αποτέλεσαν το βάθρο της καταδίκης, έχουν ως ακολούθως:
Περί τον Οκτώβριο του 2020, η ανήλικη (ΜΚ9) επισκέφθηκε το γραφείο της Σχολικής Ψυχολόγου του σχολείου της (ΜΚ1), στην οποία αποκάλυψε τον κατ' ισχυρισμό βιασμό της στις 9.8.2020. Η ΜΚ1 προέβηκε σε γραπτή αναφορά ημερομηνίας 16.12.2020 (Τεκμήριο 7) για πιθανό περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου, στο αρμόδιο τμήμα της αστυνομίας. Υπό το φως της εν λόγω αναφοράς, άρχισε η διερεύνηση της υπόθεσης από ανακριτική ομάδα του Γραφείου Χειρισμού Θεμάτων Βίας στην Οικογένεια και Κακοποίησης Ανηλίκων και Ελλειπόντων Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλημάτων του Αρχηγείου Αστυνομίας, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε, στις 13.1.2021, οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης (ΜΚ9). Απομαγνητοφωνημένο κείμενο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 19. Περαιτέρω, λήφθηκαν καταθέσεις και από άλλα πρόσωπα (ΜΚ1-8, 10-13 και την ΜΥ) ενώ η Αστυφύλακας 3661 (ΜΚ7) έλαβε ανακριτικές καταθέσεις από τους Εφεσείοντες (Τεκμήρια 1 και 2), αλλά και από τον Α. Μ., ως και καταθέσεις από τους Δ. Α., Α. ΧΑ., Α. Ο., Α. P. και Χ. Χ., τα ονόματα των οποίων δεν συμπεριλήφθηκαν στον πίνακα των μαρτύρων κατηγορίας στο Κατηγορητήριο.
Στις 8.8.2020 η ανήλικη (ΜΚ9) μετέβηκε με τις φίλες της ΜΥ και ΜΚ10 στην [ ], ενώ διευθέτησε να διανυκτερεύσει στο διαμέρισμα του ΜΚ6 στον [ ]. Το ίδιο βράδυ, γύρω στα μεσάνυκτα, η ανήλικη μετέβηκε στο Club [ ] με φίλες της, μεταξύ των οποίων και η ΜΥ και ΜΚ10. Στο ίδιο club μετέβηκαν και οι Εφεσείοντες, ηλικίας 20 και 18 ετών αντίστοιχα. Η ανήλικη διατηρούσε στο παρελθόν ερωτικό δεσμό με τον Εφεσείοντα 2.
Στο club, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, τόσο η ανήλικη, όσο και οι υπόλοιποι της παρέας, κατανάλωσαν αρκετό αλκοόλ, με αποτέλεσμα η ανήλικη να περιέλθει σε κατάσταση μέθης και να επηρεαστεί η μνήμη και η αντίληψη της, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να μην θυμάται ή να μην αντιλαμβάνεται οτιδήποτε ή να μην μπορεί να μιλήσει ή να επικοινωνήσει με άλλο πρόσωπο. Την κατέστησε όμως ανίκανη να ενθυμηθεί όσα έγιναν εντός του club και είχε μόνο σκόρπιες και θολές εικόνες. Όταν έφυγαν από το club και έξω από αυτό, οι Εφεσείοντες πολιόρκησαν την ανήλικη, η οποία δεν ήταν καλά, δεν ήταν ήρεμη, ήταν νευριασμένη, συγχυσμένη και σε κατάσταση μέθης και τραβώντας την από το χέρι και υπενθυμίζοντας της την παλαιά φιλία τους, την παρέσυραν να πάει μαζί τους. Αφού βεβαιώθηκαν ότι θα έφευγε μαζί τους, ο Εφεσείων 1, αγόρασε από το περίπτερο μια μπουκάλα βότκα και στη συνέχεια εισήλθαν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Εφεσείων 2, πέρασαν από το σπίτι του Ο. και του ΜΚ5, πήραν τα πράγματα τους και μετέβηκαν στο ξενοδοχείο [ ] στην [ ].
Όταν εισήλθαν στο ξενοδοχείο, η ανήλικη, με προτροπή των Εφεσειόντων, πήρε το κλειδί ενός δωματίου από τον χώρο της ρεσεψιόν που ήταν αφύλακτη. Αφού εισήλθαν παράνομα σ' αυτό, οι Εφεσείοντες, ως ήταν και ο σκοπός τους, «πότιζαν», όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, την ανήλικη με βότκα, μέχρι που αυτή έφτασε σε τέτοια κατάσταση ώστε να μην μπορούσε να θυμηθεί σχεδόν τίποτα, παρά μόνο σποραδικές στιγμές και δεν είχε την ικανότητα και συνείδηση να λαμβάνει αποφάσεις. Στη συνέχεια η ανήλικη, όπως θυμόταν, μπήκε στο μπάνιο όπου την ακολούθησαν και οι Εφεσείοντες. Τους φώναξε πολύ δυνατά και πολλές φορές «τι κάμνετε» και όπως χαρακτηριστικά ανέφερε «τσιρίλλισε». Θυμόταν τον Εφεσείοντα 2 να την βλέπει με «λύσσα» και τον Εφεσείοντα 1 να βλέπει προς τα κάτω. Οι Εφεσείοντες εξήλθαν του μπάνιου, όμως εισήλθαν ξανά και από εκείνη τη στιγμή η ανήλικη δεν θυμάται οτιδήποτε, μέχρι τη στιγμή που ξύπνησε γυμνή στο δωμάτιο.
Αυτά, σύμφωνα πάντα με το Κακουργιοδικείο.
Όπως είναι παραδεκτό από τους Εφεσείοντες στις ανακριτικές τους καταθέσεις, ο Εφεσείων 1 ήλθε σε συνουσία με την ανήλικη στο μπάνιο και ο Εφεσείων 2 στο κρεββάτι.
Συνεχίζει το Κακουργιοδικείο αναφέροντας ότι, όταν η ανήλικη ξύπνησε γυμνή, περί ώρα 11.00 π.μ. στις 9.8.2020, θυμόταν κάποιο πρόσωπο του ξενοδοχείου να της φωνάζει «τι κάνεις στο δωμάτιο», ενώ οι Εφεσείοντες είχαν φύγει. Επρόκειτο για την καμαριέρα του ξενοδοχείου, η οποία τη βοήθησε να εξέλθει του δωματίου, ενώ φορούσε σόρτ και φανέλα, χωρίς εσώρουχο. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου (ΜΚ3) είχε προλάβει τους Εφεσείοντες στο αυτοκίνητο τους, ενώ έτρεχαν για να φύγουν, τους έφερε πίσω στο ξενοδοχείο όπου τον πλήρωσαν για τη ζημιά του καθίσματος της τουαλέτας που είχε σπάσει, ως και για τη διαμονή τους στο δωμάτιο. Η ανήλικη βγαίνοντας από το δωμάτιο, δεν είχε αντίληψη της κατεύθυνσης που έπρεπε να ακολουθήσει για την έξοδο του ξενοδοχείου και προς τούτο την βοήθησε ο ΜΚ3, ο οποίος αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν πελάτισσα του ξενοδοχείου. Η μνήμη της ανήλικης ήταν ακόμα επηρεασμένη από το αλκοόλ και συνέχισε να μην έχει αντίληψη των πραγμάτων, ακόμα και όταν οι Εφεσείοντες μαζί με ένα φίλο τους, τον Α. Μ., την μετέφεραν από το ξενοδοχείο, στο σπίτι όπου διέμεναν οι ΜΚ10 και ΜΥ.
Ο εν λόγω Α. Μ., σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία της ανήλικης και τα αντίστοιχα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο κατά πάντα κρίσιμο χρόνο.
Σ' ό,τι αφορά τα επίδικα γεγονότα εντός του δωματίου, η ανήλικη ισχυρίστηκε ότι, με θολή μνήμη και συγκεχυμένα χωρίς σειρά, θυμόταν να ξαπλώνει στο κρεββάτι και να βλέπει τον Εφεσείοντα 2 με τα γόνατα του να πηγαίνει προς το μέρος της και αυτή να κρατά του χέρια του και να τον σπρώχνει, ενώ ένα τρίτο πρόσωπο, ο Α.Μ., να την βλέπει και να την λυπάται, να παίρνει τα κλειδιά και να φεύγει. Η ανήλικη δεν θυμόταν ότι είχε πέσει στο μπάνιο, ούτε και ότι το δωμάτιο είχε γεμίσει νερά διότι είχε αφήσει το ντους ανοικτό, γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν από τον ΜΚ5, με βάση τα λεγόμενα των Εφεσειόντων, ως και τη τσάντα που κρατούσαν με κομμάτια του καθίσματος της τουαλέτας του ξενοδοχείου. Η θέση της ανήλικης ήταν ότι «ξέρω ότι δεν ήθελα να κάνω κάτι με κανένα από τους δύο» ... «δεν ξέρω ότι δεν έδειξα, αλλά επειδή είμαι εγώ, ξέρω ότι δεν ήθελα ούτε τους είχα δείξει κάτι πριν για να φανεί ότι ήθελα», ......... «δεν είχα καμία πρόθεση εγώ να κάνω κάτι μαζί τους, δεν μου περνούσε καν από το μυαλό μου», ... «Επειδή που ήμουν νηφάλια δεν ήθελα να κάνω κάτι με κανένα από τους δυο, με καμία περίπτωση τζιαι αφού δεν θυμάμαι τίποτε η μόνη εξήγηση που δίνω στον εαυτό μου ήμουν χαμέ, ούτε να σταθώ δεν μπορούσα».
Η Υπεράσπιση αντιθέτως έθεσε θέμα ικανότητας και αντίληψης της ανήλικης κατά τον ουσιώδη χρόνο και επικαλέστηκε προς τούτο
μηνύματα που είχε ανταλλάξει μέσω του κινητού της τηλεφώνου με την ΜΥ μεταξύ των ωρών 04.25 - 05.55 (Τεκμήριο 4). Η ίδια η ανήλικη ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν αν τα έστειλε και, εν πάση περιπτώσει, είχε αμφιβολίες αν τα είχε πράγματι στείλει η ίδια. Το Κακουργιοδικείο, όπως προκύπτει, δέχθηκε ότι ήταν δικά της μηνύματα και ότι είχε ανταλλαγή μηνυμάτων με την ΜΥ, πλην όμως θεώρησε ότι δεν είχαν κανονικό ειρμό σκέψης.
Όταν οι Εφεσείοντες με τον Α.Μ., μετέφεραν την ανήλικη στο σπίτι των ΜΚ10 και ΜΥ, αυτή ήταν ταλαιπωρημένη, βρεγμένη, αναστατωμένη, συγχυσμένη, σε κατάσταση σοκ, είχε κρίσεις πανικού, και έλεγε ακαταλαβίστικα πράγματα, κάνοντας αναφορά στη φίλη της Θ.. Δεν θυμόταν τι έγινε και μετά που ξύπνησε και αφού πέρασε μια κρίση πανικού άρχισε να θυμάται σκόρπιες στιγμές από τα πιο πάνω, ως και την αρπαγή των κλειδιών του δωματίου. Αυτά, και αισθανόμενη ότι κάτι κακό της συνέβη, αποτέλεσαν το έναυσμα να επικοινωνήσει με τους Εφεσείοντες, οι οποίοι αρχικά αρνήθηκαν ότι έκαναν σεξ μαζί της, ενώ αργότερα, το πρωί της 10.8.2020 ο Εφεσείων 2 παραδέχθηκε στην ΜΚ10 ότι και οι δύο Εφεσείοντες είχαν κάνει σεξ με την ανήλικη, ξεχωριστά.
Στις 10.8.2020 και περί τις 08.00 οι Εφεσείοντες, η ανήλικη, οι ΜΚ6, ΜΚ11 και ΜΥ, συναντήθηκαν, μετά από επιμονή της ανήλικης, προκειμένου να μάθει τι έγινε τις πρωινές ώρες, δηλαδή γύρω στις 06.00 της 9.8.2020 στο δωμάτιο 202. Εκεί η ανήλικη είπε στους Εφεσείοντες ότι την βίασαν στο ξενοδοχείο στην [ ]. Ο Εφεσείων 1 βούρκωσε, άρχισε να κλαίει και της ζήτησε συγνώμη, ενώ ο Εφεσείων 2 αν και αρχικά αρνείτο, στη συνέχεια και μετά από πολλές συζητήσεις, ζήτησε και αυτός συγνώμη.
Στις 16.8.2020, ο ΜΚ4, δεύτερος εξάδελφος της ανήλικης, πληροφορήθηκε από τον Ο., ότι υπήρχε ένα βίντεο για το επίδικο περιστατικό στην [ ] με την ανήλικη. Στις 21.8.2020 ενημέρωσε την ανήλικη για την ύπαρξη του βίντεο, γεγονός που επηρέασε δυσμενώς την ψυχολογική της κατάσταση και σε τηλεφωνικές τους επικοινωνίες έκλαιγε και ζητούσε τη βοήθεια του. Ο Α.Μ. είχε ζητήσει συγνώμη από τον ΜΚ4 και τον επιβεβαίωσε ότι δεν είχε κάνει ο ίδιος οτιδήποτε, αλλά ήταν απλώς θεατής στο δωμάτιο, επειδή όταν προσπάθησε να βοηθήσει την ανήλικη να σηκωθεί, αυτή έπιασε το πέος του.
Μετά την επιστροφή της ανήλικης από την [ ] στις 10.8.2020, σύμφωνα με τη μητέρα της (ΜΚ2), αυτή «συντρομασσόταν» στον ύπνο της, παραμιλούσε και ήταν πολύ ανήσυχη. Μετά το άνοιγμα του σχολείου τον Σεπτέμβριο του 2020, οι επιδόσεις της ανήλικης στο σχολείο είχαν μειωθεί και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Για όσα επεσυνέβηκαν στην ανήλικη, η ΜΚ2 τα πληροφορήθηκε περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2020, όταν δέχθηκε τηλεφώνημα από λειτουργό από το Σπίτι του Παιδιού και ακολούθησε η οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης. Σύμφωνα με την μητέρα της (ΜΚ2), την αδελφή της (ΜΚ8) και τον ερωτικό της σύντροφο (ΜΚ13), η συμπεριφορά της ανήλικης, μετά την επιστροφή της από την [ ], είχε αλλάξει, είχε γίνει οξύθυμη, αντιδραστική, ανήσυχη, νευρική και κάποιες φορές έκλαιγε.
Η ψυχολόγος (ΜΚ12) ανέλαβε την ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης και ετοίμασε σχετική έκθεση, σύμφωνα με την οποία, η ανήλικη μετά το συμβάν στο δωμάτιο 202, παρουσίασε διαταραχή μετατραυματικού στρες, με συνύπαρξη μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής μέτριας βαρύτητας με ήπια αγχώδη δυσφορία.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω ευρημάτων, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο πιο κάτω (τελικό) εύρημα, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:
«Η ενέργεια των κατηγορουμένων (α) να την πείσουν να πάει μαζί τους, υπό τις συνθήκες που αναφέραμε πιο πάνω, (β) να σταματήσουν να αγοράσει μια μπουκάλα βότκα ο κατηγορούμενος 1, (γ) να πάρουν τα πράγματα τους από το σπίτι όπου θα διέμεναν και να μην παραμείνουν εκεί και μαζί με τους άλλους να καταναλώσουν τη βότκα, (δ) αλλά να μεταβούν σε ξενοδοχείο και να εισέλθουν στο δωμάτιο 202, υπό τις συνθήκες που ήδη περιγράψαμε, για να είναι μόνοι τους οι κατηγορούμενοι με την παραπονούμενη, (ε) να βάλουν χαμηλή μουσική και (στ) να καθίσουν στο κρεβάτι και οι τρεις τους και να ποτίζουν την παραπονούμενη βότκα και όχι να καθίσει ο κάθε ένας χωριστά και να αφήσουν την παραπονούμενη να βάζει αυτή στο ποτήρι της βότκα όποτε η ίδια ήθελε, δείχνει το σχεδιασμό, την πρόθεση και την απόφαση των κατηγορουμένων να έλθουν σε συνουσία με την παραπονούμενη, που είτε συμπεριλαμβάνετο είτε όχι στο σχεδιασμό τους να καταστήσουν αυτήν ανίκανη να συναινέσει λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ, η παραπονούμενη μέθυσε σε βαθμό που κατέστη ανίκανη να δώσει την συναίνεση της για συνουσία.
Οι κατηγορούμενοι αφενός αντιλαμβάνονταν πλήρως τις πράξεις τους και αφετέρου γνώριζαν ότι η παραπονούμενη ήταν σε κατάσταση μέθης που την καθιστούσε ανίκανη να αντισταθεί ή να συναινέσει σε συνουσία μαζί τους.
Έτσι ο κατηγορούμενος 1 στο μπάνιο και ο κατηγορούμενος 2 στο κρεβάτι του δωματίου 202 στο ξενοδοχείο [ ], (α) διείσδυσαν το πέος τους στον κόλπο τη παραπονούμενης και ήρθαν σε παράνομη συνουσία με αυτή αφού δεν είχαν κανένα νόμιμο δικαίωμα προς τούτο, (β) χωρίς τη συναίνεση της παραπονούμενης, (γ) οι κατηγορούμενοι έπραξαν τούτο με πρόθεση για σεξουαλική επαφή, συνουσία, και (δ) με γνώση ότι η παραπονούμενη δεν συναινούσε στη συνουσία, αφού αυτή ήταν ανίκανη να συναινέσει.
.............................
Η παραπονούμενη λόγω της μέθης, αφού αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι αυτή είχε καταναλώσει ποσότητα οινοπνεύματος, τόσο στο club όσο και στο δωμάτιο 202 του ξενοδοχείου, βρισκόταν σε κατάσταση (όπως την εξηγήσαμε ανωτέρω) που δεν μπορούσε να πάρει αποφάσεις ελεύθερα και κατ΄ επιλογή και δεν είχε την ικανότητα να συναινέσει ή να αντισταθεί και ως εκ τούτου βρισκόταν σε ευάλωτη θέση.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις πιο πάνω αναφερόμενες πράξεις τους αναμφίβολα αποτελούν κατάχρηση της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη. Οι κατηγορούμενοι, στα χέρια των οποίων βρισκόταν η παραπονούμενη, στην κατάσταση την οποία περιγράψαμε ανωτέρω, την οποία προκάλεσαν αγοράζοντας κατ΄ αρχάς ο κατηγορούμενος 1 μπουκάλα βότκα και στη συνέχεια στο δωμάτιο 202 ποτίζοντας την βότκα, είδαν, ως το είχαν σχεδιάσει όπως το περιγράψαμε ανωτέρω, την κατάσταση της, ως ήταν και η πρόθεση τους, ως την κατάλληλη στιγμή να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις και δραττόμενοι της κατάστασης την οποία αυτοί δημιούργησαν ποτίζοντας την βότκα, καταχρώμενοι την ευάλωτη θέση της, προέβησαν στις ως άνω πράξεις τους, χωρίς η ίδια να δώσει την συναίνεση της, αλλά και χωρίς την όποια δυνατότητα να αντισταθεί.
Κρίνουμε, περαιτέρω, με όσα έχουμε αναφέρει ανωτέρω, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν γνώση, της ως άνω περιγραφείσας ευάλωτης θέσης της παραπονούμενης και προέβηκαν σε κατάχρηση αυτής, εκμεταλλευόμενοι την ανικανότητα της να συναινέσει, προχωρώντας σε συνουσία μαζί της.
Αναμφίβολα οι κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν, εκμεταλλεύτηκαν και καταχράστηκαν αυτή την ευάλωτη θέση της παραπονούμενης, την οποίαν γνώριζαν, με αποτέλεσμα αυτή να μην είχε άλλη επιλογή, ένεκα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν, από του να υποστεί τη συγκεκριμένη κατάχρηση.»
Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και των όσων αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προέβαλαν και κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, στα πλαίσια πάντοτε των Λόγων Έφεσης τους.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των Λόγων Έφεσης των Ποινικών Εφέσεων 97/2022 και 98/2022, αυτοί κατ' ουσία περιστρέφονται γύρω από δύο βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης και ο δεύτερος την παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Σε σχέση με τον πρώτο πυλώνα, προχωρούμε να εξετάσουμε την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων, περί εσφαλμένης καταδίκης τους, λόγω παράλειψης του Κακουργιοδικείου να εφαρμόσει τον «κανόνα πρακτικής», ενόψει της σεξουαλικής φύσης των αδικημάτων, προς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, ως και να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν να θεμελιώσει την καταδίκη των Εφεσειόντων στη βάση της μαρτυρίας της ανήλικης (ΜΚ9). Και τούτο, με βάση την κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία της ανήλικης δεν ήταν «συγκεκριμένη και σαφής» επί των ουσιωδέστερων γεγονότων και συγκεκριμένα σε σχέση με το τι έλαβε χώρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου διαπράχθηκε ο κατ' ισχυρισμό βιασμός.
Θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινίσουμε ότι η ανάγκη, ως γενικός κανόνας, για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σεξουαλικής φύσεως εγκλήματα και ο «κανόνας πρακτικής», που οι Εφεσείοντες, επικαλούνται, για αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου για τους κινδύνους καταδίκης χωρίς τέτοια μαρτυρία, έχει εκ του Νόμου καταργηθεί.
Κατά την ακροαματική διαδικασία δεν υποδείχθηκε στο Κακουργιοδικείο, ούτε το ίδιο έστρεψε την προσοχή του, ως όφειλε, στο γεγονός ότι οι ίδιες πράξεις που αποδόθηκαν στους Εφεσείοντες, θεμελιώθηκαν επί του κατηγορητηρίου, τόσο στον Ποινικό Κώδικα, όσο και στον Ν.91(Ι)/2014. Με βάση το Άρθρο 21(1) του εν λόγω Νόμου, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στο Νόμο αυτό. Επιπρόσθετα, με βάση το Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.14(Ι)/2009 «Για την απόδειξη οποιουδήποτε αδικήματος δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, ούτε η αυτοπροειδοποίηση του δικαστηρίου για τον κίνδυνο καταδίκης με μόνη την ένορκη ή ανώμοτη μαρτυρία παιδιού.»
Η υποχρέωση πλέον για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Η ανάγκη για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας προκύπτει από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα και όχι από τη φύση του αδικήματος.
Όπως αποφασίστηκε στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 231/18, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473:
«Στην Makanjuola [Easton, [1995] 2 Cr.App.R. 469] η ανάγκη έχει συγκεκριμενοποιηθεί. Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη. (η υπογράμμιση είναι δική μας).
[.]
Αφ΄ ης στιγμής το δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία και τέτοια μαρτυρία δεν εντοπιστεί, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική του ευχέρεια ο τρόπος διατύπωσης και η ένταση της αυτοπροειδοποίησης, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγειρόμενα θέματα, το περιεχόμενο και την ποιότητα της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα. Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένος τύπος.»
Όπως διευκρινίστηκε περαιτέρω στην ΣΣ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 147/2016, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477:
«Το ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου.»
Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης «δεν ήταν συγκεκριμένη και σαφής» και σημείωσε ότι αυτή δεν θυμόταν οτιδήποτε σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι Εφεσείοντες ήλθαν σε συνουσία μαζί της, ούτε και ήταν σίγουρη ότι δεν έδωσε την εντύπωση στους Εφεσείοντες ότι επιζητούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους. Παρά ταύτα, παρά τα καίρια αυτά κενά σε ό,τι αποτελούσε την ουσία της υπόθεσης, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη χωρίς καμιά επιφύλαξη και χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, όχι στα πλαίσια ενός τεχνικού κανόνα απόδειξης, αλλά κατ' επιταγή της πιο θεμελιακής αρχής του ποινικού δικαίου: ότι η καταδίκη είναι μόνο επιτρεπτή όταν δεν παραμένει στο μυαλό του δικαστή εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορούμενου.
Σε ό,τι αφορά το παράνομο ή μη της συνουσίας, όπως και τη κατάχρηση ή μη της ευάλωτης θέσης της ανήλικης, το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε στη μαρτυρία των ΜΚ3, 5, 6, 10 και 11, - η οποία αφορούσε τις συνθήκες και περιστάσεις προτού έλθουν οι Εφεσείοντες σε συνουσία με την ανήλικη - και όχι στην άμεση μαρτυρία της ανήλικης.
Έχουμε εξετάσει πολύ προσεκτικά τη μαρτυρία της ανήλικης, υπό το πρίσμα του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Επιπρόσθετα, λάβαμε υπόψη την απουσία οποιασδήποτε αμφιβολίας και ενδοιασμού εκ μέρους του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την ειλικρίνεια της ανήλικης, σε τέτοιο βαθμό που η απουσία άμεσης μαρτυρίας εκ μέρους της, ως προς το ουσιωδέστατο στοιχείο της ύπαρξης ή όχι συναίνεσης εκ μέρους της στην συνουσία της με τους Εφεσείοντες, να μην δημιουργεί ούτε καν υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της ανήλικης για δύο λόγους:
Ο πρώτος γιατί, το σχετικό εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι όταν αυτή έφυγε από το club, γύρω στις 04.00, ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με άλλα άτομα, ήταν αντίθετο με την δική της θέση ότι δεν είχε αντίληψη και δεν ήταν σε θέση να λάβει αποφάσεις, τουλάχιστον 2 ώρες πριν φύγουν από το club. Περαιτέρω, αντίθετη ήταν και η θέση της ανήλικης ότι εκείνο το βράδυ «δεν ήπιε καν πολύ ποτό» υποστηρίζοντας, χωρίς καμιά τεκμηρίωση, ότι «κάτι άλλο της έβαλαν στο ποτό». Με βάση τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, η μαρτυρία των ΜΚ3, 5, 6, 10 και 11 καμιά σχέση δεν έχει με τον ουσιώδη χρόνο και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, εφόσον αυτοί από τις 04.00 π.μ. μέχρι τις 11.00 π.μ., δεν είχαν καμιά απολύτως εικόνα για το τι επεσυνέβηκε σ' αυτή την κρίσιμη χρονική περίοδο.
Συνακόλουθα, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου περί του παράνομου ή μη της συνουσίας και συνεπώς τη συναίνεση ή μη της ανήλικης κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενόσω αυτή στηρίχθηκε στη μαρτυρία των ΜΚ3, 5, 6, 10 και 11 και όχι στην άμεση μαρτυρία της ανήλικης, κρίνεται ως άκρως επισφαλής. Το δε εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι Εφεσείοντες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «πότιζαν βότκα» την ανήλικη, ενόσω δεν προήλθε από την μαρτυρία της ανήλικης, είναι αυθαίρετο. Και όμως το Κακουργιοδικείο θεμελίωσε σ' αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα του, το ουσιωδέστερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή την απουσία συναίνεσης λόγω κατάστασης μέθης. Το Κακουργιοδικείο, αναμένετο να προβληματιστεί ιδιαίτερα, όταν η ίδια η ανήλικη στη μαρτυρία της, δεν απέκλεισε την πιθανότητα με τη συμπεριφορά της να έδωσε την εντύπωση στους Εφεσείοντες ότι συναινούσε στις επίδικες σεξουαλικές πράξεις. Απεναντίας, η ίδια άφησε ανοικτό τέτοιο ενδεχόμενο, στοιχείο που εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς τη θεμελίωση της συναίνεσης της ή όχι στην συνουσία της με τους Εφεσείοντες.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι η κρίση μας ότι στην παρούσα υπόθεση, τα ιδιάζοντα περιστατικά της και η ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης, καθιστούν εύλογη και βάσιμη την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι ήταν η κατάλληλη περίπτωση για να αναζητηθεί από το Κακουργιοδικείο ενισχυτική μαρτυρία και σε περίπτωση απουσίας τέτοιας μαρτυρίας, να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την καταδίκη των Εφεσειόντων. Και τούτο, με δεδομένο ότι η μαρτυρία της ανήλικης, όχι μόνο δεν ήταν τόσο συμπαγής που να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς την ενοχή των Εφεσειόντων (βλ. Τρύφωνος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 41/2019 ημερομηνίας 3.4.2020), ECLI:CY:AD:2020:B119, αλλά αντίθετα χαρακτηρίστηκε από το ίδιο το Κακουργιοδικείο ως «μη συγκεκριμένη και ασαφής».
Ο δεύτερος, - ο οποίος σχετίζεται και με τον δεύτερο πυλώνα - αφορά τη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τη μη κλήτευση από την Κατηγορούσα Αρχή ως μαρτύρων, των Α. ΧΑ., Α. Ο., Α. Μ., Δ. Α. και Α. MΙ. (MY), παρά το γεγονός ότι η Αστ. 3661 (ΜΚ7) είχε λάβει από αυτούς καταθέσεις, ως και ανακριτική κατάθεση από τον Α. Μ.. Επί του προκειμένου το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στο σύγγραμμα Δίκαιο της Απόδειξης των Ηλιάδης και Σάντης σελ. 622 - 626, αλλά και στην υπόθεση Κουμπαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 215/2018, ημερομηνίας 11.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B151, θεώρησε ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν αναγράφοντο στο πίνακα μαρτύρων κατηγορίας και δεν άφηναν κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, 499 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143). Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο, κατά τρόπο εσφαλμένο, απέδωσε στην Υπεράσπιση την ακόλουθη δήλωση, ενώ αυτή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, αποτέλεσε δήλωση του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής «. αλλά να δηλώσω από τώρα ότι πριν κλείσει την υπόθεση της η Υπεράσπιση θα ζητήσω να κλητευθούν για να αντεξεταστούν επί εξ ακοής δηλώσεων που προωθήθηκαν από την Υπεράσπιση, αν θέλετε να αναφέρω ποιους από τώρα για να περιέλθουν εις γνώση της Υπεράσπισης, η μητέρα του Α.Χ., η Α. P., ο Α. ΧΑ., η Α. MΙ. και ο Α. Ο.». Στη βάση αυτής της εσφαλμένης αντίληψης του, το Κακουργιοδικείο έψεξε την Υπεράσπιση ότι δεν ζήτησε να αντεξετάσει τους εν λόγω μάρτυρες, ενώ στην πραγματικότητα είναι η Κατηγορούσα Αρχή που παρέλειψε να τους κλητεύσει ως μάρτυρες ή να τους προσφέρει για αντεξέταση.
Όπως είναι νομολογημένο, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, πλην εκείνων τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους. Οφείλει περαιτέρω, να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη μη κλήτευση συγκεκριμένου μάρτυρα και είναι στη βάση των εξηγήσεων αυτών που κρίνεται κατά πόσο δικαιολογείται η μη κλήτευση του, ως και η δυνατότητα της Υπεράσπισης να τους καλέσει (βλ. ΧΧΧ v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 177/17, ημερ. 20/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B550, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 17, Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20, Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Ισίδωρου ν. GM Christofi Enterprises Ltd (1998) 2 Α.Α.Δ. 204, Κλεοβούλου (ανωτέρω), Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, Τυμπιώτης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, Rana κ.α. (ανωτέρω), Κυριάκου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 15/2013 ημερ. 20.3.14, ECLI:CY:AD:2014:B209, και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 9/17 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:D213, με την επισήμανση ότι η κυπριακή νομολογία επί του θέματος υιοθέτησε αντίστοιχη αγγλική. Κυρίως τις R v. Oliva [1965] Vol. 49 Cr. App. R. 298, R. v. Liverpool Crown Court, ex p. Roberts [1986] 622 Crim. L. R., R. v. Russel Jones [1995] Cr. App. R. 538 και Brown v. R. [1997] 1 Cr. App. R. 112.
Έχουμε υπόψη την εξέλιξη της νομολογίας (ως ανωτέρω) επί του θέματος. Είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις που η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριελάμβανε στον κατάλογο μαρτύρων ουσιώδεις μάρτυρες, ούτε καλούσε τέτοιους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα, πάντα έδινε εξήγηση. Στην παρούσα περίπτωση τέτοια εξήγηση δεν δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να αισθανθεί την ανάγκη να δώσει το ίδιο εξήγηση και μάλιστα αυθαίρετη. Έκρινε συναφώς, ότι η μαρτυρία του Α. ΧΑ. δεν ήταν ουσιώδης διότι η πεποίθηση του ότι ήταν επιλογή της ανήλικης να πάει με τους Εφεσείοντες, δεν διαφοροποιεί σχετική μαρτυρία του φίλου του, ΜΚ6. Σ' ό,τι αφορά τον Α. Ο., περιορίστηκε να αναφέρει ότι η μαρτυρία του δεν είναι ουσιώδης εφόσον σχετίζεται με το βίντεο και την αναφορά του ότι είδε την ανήλικη να φιλά διαδοχικά τους Εφεσείοντες στο club, η οποία εισήχθηκε ως εξ' ακοής μαρτυρία μέσω της ΜΚ7, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Σε ό,τι αφορά την Α.P. σχολίασε ότι η μαρτυρία της αφορά το βίντεο και δεν καταδεικνύει ότι αυτό έγινε με την συγκατάθεση της ανήλικης. Σε σχέση με τους Α. Μ., Δ. Α. και την ΜΥ, σε καμιά αναφορά προέβηκε το Κακουργιοδικείο.
Διαφωνούμε με αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Σύμφωνα με την ΜΚ7, λήφθηκε κατάθεση από τον Α. Ο., ο οποίος ανέφερε ότι είχε δει την ανήλικη να φιλά διαδοχικά τους Εφεσείοντες στο club. Αναμφίβολα η μαρτυρία του κρίνεται ως ουσιώδης εφόσον θα μπορούσε να καλύψει κενά στην υπόθεση και συγκεκριμένα τα κενά μνήμης της ανήλικης, η οποία, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στη μαρτυρία της είχε αναφέρει ότι δεν ήταν βέβαιη για το τι προηγήθηκε και άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο με τη στάση της, να έδωσε την εντύπωση στους Εφεσείοντες ότι επιζητούσε σεξουαλική επαφή μαζί τους. Περαιτέρω, θα μπορούσε να υποστήριζε και την σχετική μαρτυρία της ΜΥ, η οποία είχε αναφερθεί σε ερωτικό φιλί της ανήλικης με τον Εφεσείοντα 2 στο club και η οποία εν τέλει, κρίθηκε ως αναξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο.
Ουσιωδέστατη κρίνεται και η μαρτυρία του Α. Μ. ο οποίος, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των Εφεσειόντων στην Αστυνομία (Τεκμήρια 1 και 2), αλλά και όπως είναι παραδεκτό και από την ανήλικη στη μαρτυρία της, αυτός ήταν εντός του δωματίου 202 κατά τον ουσιώδη χρόνο τέλεσης των αδικημάτων και η μαρτυρία του θα μπορούσε να καλύψει σημαντικά κενά στη μαρτυρία της ανήλικης ή να δώσει άλλη διάσταση στο τι πράγματι συνέβη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Ουσιαστική κρίνεται και η μαρτυρία του Α. ΧΑ., σύμφωνα με τον οποίο η δική του αντίληψη ήταν ότι ήταν επιλογή της παραπονούμενης να ακολουθήσει τους Εφεσείοντες στο ξενοδοχείο, θέση που αν μη τι άλλο, θα ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τους ισχυρισμούς της ανήλικης ότι αυτή δεν είχε συναίσθηση του τι γινόταν, αφού όπως ισχυρίσθηκε, από τις 1.30 π.μ. είχε καταναλώσει νοθευμένο ποτό που της πρόσφερε ο Εφεσείων 1.
Τέλος, η μαρτυρία του Δ. Α., αστυνομικού που διέμενε απέναντι από το δωμάτιο 202 κατά τον κρίσιμο χρόνο, κρίνεται επίσης ως ουσιώδης, αφού ενδεχομένως να διαφώτιζε σχετικά με τη θέση της ανήλικης ότι κατά την είσοδο των Εφεσειόντων στο μπάνιο, αυτή φώναξε πολύ δυνατά, «τσιρίλισσε». Ωστόσο το Κακουργιοδικείο, αν και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ότι είναι δυνατόν να ακουστεί κάποιος που φωνάζει, στα γειτνιάζοντα δωμάτια, εν τούτοις, κατέληξε ότι δεν είχε ικανοποιητική μαρτυρία περί τούτου για την συγκεκριμένη περίπτωση.
Τέλος, να διευκρινίσουμε ότι η υπόθεση Κουμπαρής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στην οποία έκανε αναφορά το Κακουργιοδικείο, ουδόλως διαφοροποιεί την νομολογία περί υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να δίδει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη μη κλήτευση συγκεκριμένου μάρτυρα είτε το όνομα του καταγράφεται στο κατηγορητήριο, είτε όχι. Στην εν λόγω υπόθεση, όπου το όνομα συγκεκριμένου προσώπου δεν ήταν αναγραμμένο στο κατηγορητήριο, κρίθηκε ότι η μαρτυρία του δεν διαφάνηκε να άφηνε κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε και ότι θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την καταδίκη της κατηγορούμενης, παρά μόνο κρίθηκε ως βοηθητική. Και αυτό σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση όπου, η μη κλήτευση ουσιωδών για την υπόθεση μαρτύρων από την Κατηγορούσα Αρχή, και μάλιστα χωρίς εξήγηση, στέρησε από το Κακουργιοδικείο τη δυνατότητα να έχει ενώπιον του όλη την σχετική μαρτυρία, ώστε να είναι σε θέση να την αξιολογήσει για κατάληξη σε ανάλογα ευρήματα.
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η μη κλήτευση των πιο πάνω προσώπων από την Κατηγορούσα Αρχή, όπως τη δικαιολόγησε εν μέρει το Κακουργιοδικείο, στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, έπληξε το δικαίωμα των Εφεσειόντων για δίκαιη δίκη και αποτελεί από μόνο του στοιχείο για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, επιπρόσθετα από την ποιοτικά αδύνατη μαρτυρία της ανήλικης.
Επί του προκειμένου, παραπέμπουμε ακόμα μία φορά στην υπόθεση ΧΧΧ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου ουσιώδεις για την υπόθεση μάρτυρες, θεωρήθηκε επαρκής λόγος για παραμερισμό της καταδίκης.
Για όλα τα πιο πάνω, οι Εφέσεις με αρ. 97/2022 και 98/2022 επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και οι Εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.
Οι Ποινικές Εφέσεις με αρ. 114/2022 και 115/2022 για ανεπάρκεια της ποινής, απορρίπτονται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.