ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Χριστοδουλίδη, για τον Εφεσείοντα Ε. Κληρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-11-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο KRZYSZTOF DYGDALOWICZ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11/2021, 4/11/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B418

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11/2021]

 

 

4 Νοεμβρίου, 2022

 

 

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         

KRZYSZTOF DYGDALOWICZ

Εφεσείων

v

 

                                                ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

*****************

Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Χριστοδουλίδη, για τον Εφεσείοντα

 

Ε. Κληρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για την Εφεσίβλητη

 

 

                                                ******************

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Στις 28.6.2020 η παραπονούμενη, ηλικίας 63 ετών, είχε προγραμματίσει να μεταβεί με φίλη της για προσκύνημα στη Μονή Κύκκου.  Αντ'  αυτού,  η ώρα 08.25, βρέθηκε στο διαμέρισμα της σοβαρά τραυματισμένη και δεμένη από την αστυνομία, μετά από σχετική πληροφορία. 

 

Είχαν προηγηθεί τα ακόλουθα: Περί ώρα 08.00 και ενώ ήταν με τις πυτζάμες, άνοιξε την πόρτα της κύριας εισόδου του  διαμερίσματος της, για να αφήσει έξω τα σκουπίδια. Αμέσως αντίκρυσε τον Εφεσείοντα και τον κατηγορούμενο 1 πρωτόδικα, οι οποίοι φορούσαν μάσκες και πλαστικά γάντια και είχαν ήδη συνωμοτήσει με τον κατηγορούμενο 3, πρωτόδικα, για να διαρρήξουν την κατοικία της παραπονούμενης.

 

          Συγκεκριμένα, περί τα μέσα Ιουνίου, ο κατηγορούμενος 3 συνάντησε τον κατηγορούμενο 1 και του πρότεινε να συμμετέχει σε μία «δουλειά» που αφορούσε «μια κοτσιάκαρη που είχε χρυσοχοείο και έχει €5.000.000 στο σπίτι της γιατί το χρυσοχοείο το έκλεισε και τα είχε σπίτι της τα λεφτά και τα χρυσαφικά».  Αυτός αποδέχθηκε και όπως ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο 3, θα συμμετείχε και ο Εφεσείων,  ηλικίας 49 ετών, από την Πολωνία. Προς τούτο,  στις 22.6.2020 περί ώρα 17.30 ο Εφεσείων με τους κατηγορούμενους 1 και 3 συναντήθηκαν σε χώρο στάθμευσης στα Πολεμίδια, όπως και στις 24.6.2020, οπότε ο κατηγορούμενος 3 τους ανέφερε ότι η διάρρηξη θα πραγματοποιείτο την Κυριακή 28.6.2020, όταν η παραπονούμενη θα απουσίαζε από το διαμέρισμα της γιατί θα πήγαινε εκκλησία.

 

          Την ίδια ημέρα, ο κατηγορούμενος 3 υπέδειξε στον Εφεσείοντα και κατηγορούμενο 1 την πολυκατοικία της παραπονούμενης, και στην συνέχεια μετέβηκαν  σε χώρο στάθμευσης στη Λεμεσό, όπου συμφώνησαν όπως τα ξημερώματα της Κυριακής 28.6.2020, μεταβούν στην πολυκατοικία αφού η παραπονούμενη θα απουσίαζε.  Μεταξύ 24.6.2020 και 27.6.2020 οι κατηγορούμενοι 1 και 3 και ο Εφεσείων είχαν τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους σε σχέση με τον προγραμματισμό της εγκληματικής τους δραστηριότητας.  Στις 27.6.2020 συναντήθηκαν όλοι στο χώρο στάθμευσης πολυκαταστήματος στη Λεμεσό, ενώ ο Εφεσείων που διέμενε στη Πάφο μετέβηκε σε ξενοδοχείο στη Λεμεσό, η κράτηση του οποίου έγινε από τον κατηγορούμενο 3, σε άλλο όνομα. 

          Στις 28.6.2020 και ώρα 03.30 ο κατηγορούμενος 1 και ο Εφεσείων μετέβηκαν στην πολυκατοικία της παραπονούμενης.  Σε παρακείμενο χωράφι συνομίλησαν τηλεφωνικώς με τον κατηγορούμενο 3, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν εντάξει.  Ο κατηγορούμενος 1 και ο Εφεσείων μετέβηκαν πεζοί στην πολυκατοικία.  Ο κατηγορούμενος 1 εισήλθε στην πολυκατοικία από ξεκλείδωτο αλουμινένιο παράθυρο στο πίσω μέρος του κτιρίου.  Ακολούθως άνοιξε την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας από την οποία εισήλθε και ο Εφεσείων.  Αμφότεροι ανέβηκαν τις σκάλες και όταν έφθασαν στο ρετιρέ, κάθισαν δίπλα από την είσοδο της οικίας της παραπονούμενης και συνομιλούσαν με τον κατηγορούμενο 3 μέσω μηνυμάτων αναμένοντας να ξημερώσει.

 

Όταν το πρωί ο κατηγορούμενος 1 και ο Εφεσείων  είδαν την παραπονούμενη που είχε ανοίξει την είσοδο του διαμερίσματος της, κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος της και, αφού την άρπαξαν με τη βία, την μετέφεραν από την είσοδο στην κουζίνα του διαμερίσματος της. Εκεί την έριξαν στο έδαφος και την χτυπούσαν και οι δύο στο κεφάλι και στη κοιλιά με τα χέρια τους. Ο κατηγορούμενος 1 την χτυπούσε και με ένα μεγάλο κατσαβίδι που είχε στη κατοχή του. Της φώναζαν να τους πει που είναι τα λεφτά και τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου. Ο κατηγορούμενος 1  άρχισε να ψάχνει στο σπίτι, ενώ ο Εφεσείων κρατούσε με τα χέρια του την παραπονούμενη περιορισμένη. Στη συνέχεια διατήρησαν περιορισμένη την παραπονούμενη στον καναπέ του σαλονιού δένοντας τα χέρια και τα πόδια της με ηλεκτρικά καλώδια και σφραγίζοντας το στόμα της με ένα κομμάτι ύφασμα χρώματος άσπρου με τη βοήθεια κολλητικής ταινίας. Ακολούθως,  εγκατέλειψαν την οικία της παίρνοντας μαζί τους διάφορα αντικείμενα. Πριν φύγουν ο κατηγορούμενος 1 πήρε αντισηπτικό (Dettol) με το οποίο ψέκασε τα νύχια της. Μετά τη διάπραξη της ληστείας ο κατηγορούμενος 1 συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο 3 στο χώρο στάθμευσης του  πολυκαταστήματος, και τον ενημέρωσε σχετικά με το τι  είχε συμβεί.

 

Η παραπονούμενη, όπως ήταν δεμένη, κατάφερε να τηλεφωνήσει στο γιο της, ο οποίος έφτασε στο διαμέρισμα της. Το πρόσωπο της ήταν φουσκωμένο με αίματα και  έφερε τραύμα στο δεξιό μάγουλο. Αίματα υπήρχαν και στις πυτζάμες που φορούσε ενώ η ίδια ήταν αναστατωμένη.

 

Στο μέρος κλήθηκε  ασθενοφόρο το οποίο μετέφερε το θύμα στο Τμήμα Α΄ Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Η  σκηνή του εγκλήματος εξετάστηκε από μέλη της αστυνομίας που μετέβησαν στο χώρο και περισυνέλλεξαν διάφορα τεκμήρια,  ένα εξωτερικό δίσκο και ένα ψηφιακό δίσκο όπου καταγράφεται η πορεία διαφυγής των δραστών και πλάνα που αποκαλύπτουν ότι επρόκειτο για τον κατηγορούμενο 1 και τον Εφεσείοντα, οι οποίοι και αναγνωρίστηκαν.

 

Από την εξέταση των τεκμηρίων της υπόθεσης εντοπίστηκε γενετικό υλικό στην χειρουργική μάσκα που ανευρέθηκε στη σκηνή, το οποίο αφού συγκρίθηκε με την βάση δεδομένων του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, διαπιστώθηκε ότι συνδέεται με το γενετικό υλικού του κατηγορουμένου 1.  Την 01.07.20 και ώρα 21:10, ο κατηγορούμενος 1 παρουσιάστηκε στο Τ.Α.Ε Λεμεσού και συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος που εκκρεμούσε εναντίον του.   Ανακρινόμενος προφορικά,  ανέφερε ότι στη παρούσα υπόθεση εμπλέκονται και ο Εφεσείων και ο κατηγορούμενος 3.

 

Ο Εφεσείων συνελήφθηκε από την αστυνομία στις 02.07.20 με τη βοήθεια του κατηγορουμένου 1, ο οποίος είχε διευθετήσει συνάντηση μαζί του. Έτσι ο Εφεσείων, ενώ  οδηγούσε όχημα, ανακόπηκε στην Λεμεσό από μέλη της αστυνομίας. Κατά την έρευνα στο αυτοκίνητο εντοπίστηκαν, ανάμεσα σ' άλλα, μια πολωνική ταυτότητα στο όνομα  LABER TOMASZ BOGUSLAW και μια Πολωνική άδεια οδηγού στο ίδιο όνομα, τα οποία ο Εφεσείων ανέφερε ότι ήταν δικά του. Όταν του υποδείχθηκε από την αστυνομία ότι τα πιο πάνω έγγραφα φαίνεται να είναι πλαστά επειδή αυτός είναι Βούλγαρος και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, ο Εφεσείων απάντησε "My name is Krzysztof  Dygdalowicz". O Eφεσείων συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της πλαστοπροσωπίας. Τα έγγραφα εξετάστηκαν από εμπειρογνώμονα της αστυνομίας και από την εξέταση τους διαπιστώθηκε ότι είναι πλαστά αφού δεν περίκλειαν τα απαραίτητα στοιχεία ασφαλείας.

 

Από έλεγχο που διενήργησε η αστυνομία  στην οικία της παραπονούμενης, διαπιστώθηκε ότι είχαν κλαπεί τα ακόλουθα χρυσαφικά, κοσμήματα και χρήματα συνολικής αξίας €16.550:

 

1.         2 ζευγάρια σκουλαρίκια μονόπετρα συνολικής αξίας €3000,

2.         ένα δακτυλίδι μονόπετρο αξίας €8000,

3.         ένα χρυσό δακτυλίδι μισόβερο με τρία διαμάντια αξίας €1000,

4.         ένα ολόβερο λευκόχρυσο δακτυλίδι αξίας €400,

5.         ένα ρολόι μάρκας LANCASTER με διαμάντια αξίας €2000,

6.         ένα δακτυλίδι μάρκας CARTIER χρώματος κίτρινου χρυσού, αξίας  €1000,

7.         ένα δακτυλίδι με διαμάντια λευκόχρυσο, αξίας €300,

8.         ένα δακτυλίδι με διαμαντάκια κίτρινου χρυσού αξίας €300,

9.         δύο καδένες η μία λευκόχρυση και η άλλη κίτρινου χρυσού αξίας €300,

10.      ένα ζευγάρι σκουλαρίκια χαλκαδάκια λευκού και κίτρινου χρυσού αξίας €100 και

11.      το χρηματικό ποσό των €150.

 

Ο κατηγορούμενος 1 και ο Εφεσείων συνεργάστηκαν με την αστυνομία, παραδέχτηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων σε θεληματικές καταθέσεις τους και στις 3.7.2020  προέβηκαν σε υποδείξεις σκηνών. Ο κατηγορούμενος 1 υπέδειξε και τον  κάλαθο σκουπιδιών όπου είχε πετάξει τα κλοπιμαία, χωρίς όμως να ανευρεθεί οτιδήποτε. Στις 09.07.20 έγιναν αναγνωριστικές παρατάξεις όπου η παραπονούμενη αναγνώρισε τον  κατηγορούμενο 1 και τον Εφεσείοντα, ως τα πρόσωπα που την λήστεψαν και την κτύπησαν.

 

    Η παραπονούμενη εισήχθηκε διασωληνωμένη στην Μονάδα      Εντατικής Θεραπείας του Γ. Ν. Λεμεσού στις 28.6.2020,  εξ αιτίας επαπειλούμενου αεραγωγού συνεπεία σοβαρών κρανιοπροσωπικών κακώσεων,  δηλαδή εμποδιζόταν η είσοδος του αέρα στην τραχεία επειδή υπήρχε αιμάτωμα στο λαιμό. Διαγνώστηκε υπαραχνοειδής  αιμορραγία (αιμορραγία στην εξωτερική επιφάνεια του εγκεφάλου), εκτεταμένο αιμάτωμα μαλακών μορίων κεφαλής και τραχήλου, ιδίως δεξιά, κάταγμα σπλαχνικού κρανίου και συνδεσμική κάκωση αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης.   Υπήρξε επιδείνωση του οιδήματος του τραχήλου, ως και εκτεταμένη κάκωση με οίδημα και αιμάτωμα παρωτίδας, σιελογόνων αδένων με συνοδό παρεκτόπιση της τραχείας. Με βάση τα  παραπάνω ευρήματα και λόγω επαπειλούμενου αεραγωγού, η   ασθενής διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

       

           Έφερε εκχυμώσεις με εκτεταμένο οίδημα δεξιού οφθαλμού, δεξιάς γνάθου και δεξιάς τραχηλικής χώρας, με μικρό     θλαστικό τραύμα πώγωνα (πηγούνι). Μικρότερη εκχύμωση στον  αριστερό οφθαλμό και δεξιά πλάγια κοιλιακή χώρα.  Παρέμεινε διασωληνωμένη υπό καταστολή και λόγω της κλινικής βελτίωσης του οιδήματος τραχήλου, διεκόπη η  καταστολή και  αποσωληνώθηκε επιτυχώς την  01.07.20.  Στις 6.7.2020 απολύθηκε.

 

          Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων και οι κατηγορούμενοι 1 και 3 αντιμετώπισαν ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού αριθμό κατηγοριών, στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν παραδοχής τους. Ειδικότερα, ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία α) της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371, 292 και 20 του ΚΕΦ. 154,  β) της ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283, 20 και 21 του ΚΕΦ. 154  γ) της απαγωγής προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του κατά παράβαση των Άρθρων 247, 250, 20 και 21 του ΚΕΦ. 154, δ) των πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 228(α), 20 και 21 του ΚΕΦ. 154, ε) της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333, 337 και 339 του ΚΕΦ. 154 και στ) της πλαστοπροσωπίας κατά παράβαση των Άρθρων 360 και 35 ΚΕΦ. 154.

 

          Για σκοπούς επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα και κατόπιν σχετικού αιτήματος του συνηγόρου του, λήφθηκε υπόψη η εκκρεμούσα υπόθεση με αριθμό ποινικού φακέλου Σ/05/2020, η οποία αφορά νυκτερινή διάρρηξη και κλοπή περιουσίας από χρηματοκιβώτιο σε χρυσοχοείο στις 3.12.2019 και συγκεκριμένα χρυσών κοσμημάτων συνολικής αξίας €55.000, ως και δύο βιβλιαρίων επιταγών, με την αξία της ζημιάς που προκλήθηκε να ανέρχεται σε €300.  Στις 2.7.2020 ο Εφεσείων συνελήφθηκε από το ΤΑΕ Λεμεσού στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης.

 

          Περαιτέρω ο Εφεσείων βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες.  Πρόκειται για τις ποινικές υποθέσεις με αριθμό 2585/2010 και 7017/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Στην πρώτη υπόθεση κρίθηκε ένοχος στα αδικήματα της παράνομης χρήσης, κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και στις 05.10.10 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Στη δεύτερη υπόθεση κρίθηκε ένοχος στη διάπραξη των αδικημάτων της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, κατοχής πυρομαχικών κατηγορίας Β, κατοχής μη πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια, διάρρηξης καταστήματος, κλοπής από κατάστημα, παράνομη κατοχή περιουσίας, κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της νύχτας, απόπειρας διάρρηξης και κλοπής και στις 22.05.18 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Στις 15.03.19 η ποινή φυλάκισης του αναστάληκε επειδή του απονεμήθηκε προεδρική χάρη.   Ο Εφεσείων  αναμενόταν να αποφυλακιστεί στις 03.01.21 και ως εκ τούτου, οφείλει να εκτίσει ακόμη 660 ημέρες.

 

          Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης, είναι οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που ο Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα και συγκεκριμένα η ποινή φυλάκισης 8 ετών για το αδίκημα της ληστείας, ως και των πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, 3 ετών για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και 12 μηνών σ' έκαστη των κατηγοριών της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της πλαστοπροσωπίας.  Στην κατηγορία της απαγωγής προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του, δεν επιβλήθηκε καμιά ποινή, αφού κρίθηκε ότι τα γεγονότα της εμπεριέχονται στην κατηγορία της ληστείας.

 

          Ο Εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες σ' αυτόν ποινές με δύο Λόγους Έφεσης.  Παραπονείται ότι αυτές είναι  έκδηλα υπερβολικές και/ή εσφαλμένες.  Όπως συναφώς διατείνεται με τον 1ο Λόγο Έφεσης, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε ο Εφεσείων, όπως αυτό προκύπτει από την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που κατατέθηκε ενώπιον του και συγκεκριμένα, το γεγονός ότι είχε ασθενήσει σοβαρά με γρίπη Α, η οποία του άφησε σοβαρά κατάλοιπα, κινητικά και αναπνευστικά που τον καθιστούν άνεργο.  Συνακόλουθα, δεν εξέτασε κατά πόσο αυτός έχρηζε ψυχολογικής και/ή οικονομικής στήριξης συνεπεία του εν λόγω προβλήματος υγείας, που  ενδεχομένως να αποτέλεσε και  τον λόγο που τον ώθησε στη διάπραξη των  υπό αναφορά αδικημάτων.         

Με το 2ο Λόγο Έφεσης διατείνεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσμέτρησε επαρκώς προς όφελος του τους μετριαστικούς παράγοντες  και δεν εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας και/ή ισότητας σε σχέση με τους υπόλοιπους συγκατηγορούμενους. 

 

           Σε ό,τι αφορά την εξουσία επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια  της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993)   2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2  ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας,  (2014) 2 (Α) ΑΑΔ 329, ECLI:CY:AD:2014:B327  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση  Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015). Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525).

 

          Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας που τιμωρείται με ανώτατη ποινή την διά βίου φυλάκιση, της κυκλοφορίας πλαστού επίσημου εγγράφου που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης 10 ετών, ως και της απαγωγής προσώπου με σκοπό το κρυφό και άδικο περιορισμό και της συνωμοσίας, που αμφότερα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης 7 ετών.  Αναφορά έγινε και στη σχετική νομολογία, σύμφωνα με την οποία η ληστεία αποτελεί αποτρόπαιο έγκλημα που προκαλεί κυρίως αισθήματα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες.  Παράλληλα δημιουργεί ανησυχία, αγωνία και προβληματισμό στην κυπριακή κοινωνία αφού προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Είναι αδίκημα, το οποίο ενέχει στοιχεία επικινδυνότητας και βλάβης στο θύμα. Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος έγκειται στο ότι συνδυάζει κλοπή περιουσίας από το νόμιμο ιδιοκτήτη και/ή κάτοχο της με πρόκληση σωματικού πόνου και τρόμου στο θύμα κατόπιν άσκησης σωματικής και ψυχολογικής βίας σ' αυτό. Το θύμα καθίσταται έρμαιο στις διαθέσεις του εγκληματία, ο οποίος ενεργεί από θέση ισχύος. Είναι αδίκημα που ενέχει επίδειξη βίας με σκοπό τον εκφοβισμό και εξαναγκασμό του θύματος και  παραβιάζει κάθε έννοια πολιτισμένης συμπεριφοράς (βλ.  Μακρή v. Δημοκρατίας  (2013) 2 ΑΑΔ 15 και Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50).

 

          Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε επίσης,  ότι τα αδικήματα της ληστείας, οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, σημειώνεται έξαρση, γι' αυτό και τα Δικαστήρια τα αντιμετωπίζουν με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα του πολίτη (βλ. Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 104 και Αbed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128).

 

          Αναφορά έγινε και στην αυστηρότητα που επιδεικνύεται και στα αδικήματα που ενέχουν στοιχεία δόλου και απάτης, όπως η κυκλοφορία πλαστού επίσημου εγγράφου και πλαστοπροσωπίας, τα οποία έκδηλα υποτιμούν τους νόμους, κανονισμούς και θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους και η διάπραξη τους επίσης παρουσιάζει ανοδική τάση. (βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 286).

 

          Στρεφόμενο στα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο τόνισε ότι με συνεισφορά και συμμετοχή του Εφεσειόντος και των κατηγορουμένων 1 και 3, τέθηκε σε εφαρμογή ένα άρτια οργανωμένο λεπτομερές σχέδιο για την πραγματοποίηση της διάρρηξης της οικίας της παραπονούμενης και της κλοπής από αυτή της περιουσίας της, με απώτερο στόχο την προσωπική απόκτηση οικονομικού οφέλους, στοιχείο που συνιστά σοβαρά επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Χριστοφής ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 71 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 ΑΑΔ 304).

 

          Έλαβε, ωστόσο, υπόψη  ότι ο Εφεσείων και ο κατηγορούμενος 1 ανέλαβαν τον ρόλο της εκτέλεσης του καλά οργανωμένου σχεδίου, όμως διέπραξαν τα αδικήματα της ληστείας και απαγωγής, μετά από απόφαση της στιγμής, χωρίς προσχεδιασμό, όταν αντίκρυσαν την παραπονούμενη να αφήνει σκουπίδια έξω από την είσοδο του διαμερίσματος της.  Αν και είχαν την ευκαιρία να υπαναχωρήσουν, δεν το έπραξαν και χωρίς κανένα δισταγμό, από θέση ισχύος, μεταχειρίστηκαν την παραπονούμενη, βίαια και βάναυσα, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα ανυπεράσπιστο άτομο, ηλικίας 63 ετών,  που διέμενε μόνο του, προκαλώντας της σοβαρά τραύματα.  Με βίαιη και απάνθρωπη συμπεριφορά, αμφότεροι έπληξαν την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια της παραπονούμενης, την έριξαν στο έδαφος, με μένος την κτυπούσαν επανειλημμένα στο κεφάλι και στην κοιλιά με τα χέρια τους και ο κατηγορούμενος 1 χρησιμοποίησε και ένα μεγάλο κατσαβίδι για να της επιφέρει κτυπήματα, ενώ ο Εφεσείων την περιόριζε με τα χέρια του.  Στη συνέχεια, αμφότεροι έδεσαν τα χέρια και πόδια της με ηλεκτρικά καλώδια, σφραγίζοντας το στόμα της με ύφασμα και κολλητική ταινία.  Εγκατέλειψαν  το μέρος με την κλοπιμαία περιουσία συνολικής αξίας €16.550,00, αδιαφορώντας για την παραπονούμενη, η οποία ήταν τραυματισμένη και αιμορραγούσε. 

 

Ως επιβαρυντικός παράγοντας λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι η κλοπιμαία περιουσία ουδέποτε ανευρέθηκε, ούτε και επιστράφηκε στην παραπονούμενη, η οποία ουδόλως αποζημιώθηκε από τον Εφεσείοντα ή τους κατηγορουμένους 1 και 3, ως και η ψυχολογική αναστάτωση της παραπονούμενης, πέραν των σοβαρών σωματικών της τραυμάτων, η οποία τρομοκρατήθηκε και φοβήθηκε για την σωματική της ακεραιότητα αλλά και για την ίδια τη ζωή της.

 

  Ακόμα και μετά τη ληστεία, ο Εφεσείων συνέχισε να παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά, αφού 5 ημέρες αργότερα, έθεσε σε κυκλοφορία πλαστά επίσημα έγγραφα (πολιτική ταυτότητα και άδεια οδηγού) και ψευδώς και δολίως προσπάθησε να παραπλανήσει τις κυπριακές αρχές, όταν παρουσίασε τον εαυτό του ως άλλο πρόσωπο σε μέλος της αστυνομίας, που προσπαθούσε να εξακριβώσει τα πραγματικά του στοιχεία, όταν τον συνέλαβε στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. 

 

          Το Κακουργιοδικείο, ορθά προσέγγισε τις δύο προηγούμενες καταδίκες του Εφεσείοντα, μέσα στα πλαίσια των νομικών αρχών που έχει καθιερώσει η νομολογία και έχοντας υπόψη ότι ουδείς τιμωρείται εκ νέου για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη τιμωρηθεί.  Όμως η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί.  Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορούμενου στην τήρηση των νόμων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).  Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 306 τονίστηκε και πάλι ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής, αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας, της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες (βλ. επίσης Γεωργίου άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565   και Vedat v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 787).  Έλαβε επίσης υπόψη  για σκοπούς επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα και μια εκκρεμούσα  υπόθεση  με κατηγορίες που επίσης στρέφονται κατά της περιουσίας πολιτών.  Όπως είναι νομολογημένο, όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και άλλα αδικήματα, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο της κύριας υπόθεσης από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο τις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο της υπόθεσης που καλείται να επιβάλει ποινή (βλ. Ιωάννου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598). 

 

Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρών  και αποτρεπτικών ποινών, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και με αναφορά στην σχετική νομολογία, τόνισε   ότι ακόμη και στα σοβαρά αδικήματα, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί και καθηκόντως πραγματεύεται την κάθε περίπτωση στη βάση των γεγονότων της και τον κάθε κατηγορούμενο αναλόγως των περιστάσεων του (βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478 και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 124). 

 

Στο πλαίσιο αυτό προσμέτρησε προς όφελος του Εφεσείοντα ότι αυτός συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές προς τις οποίες υπέδειξε σκηνές (βλ. Conrad Mbakoub v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 8614 ημερομηνίας 27.3.2015), προέβηκε σε θεληματική κατάθεση όπου αποκάλυψε το σύνολο της αξιόποινης συμπεριφορά τους, παραδέχθηκε τη διάπραξη όλων των αδικημάτων και προέβηκε σε άμεση ομολογία και  παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία όπως επεσήμανε, δικαιολογούσε έκπτωση στην ποινή του, αφού «ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή, με συνέπεια να μην σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση των υποθέσεων»  (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).  Προσμέτρησε περαιτέρω, προς όφελος του Εφεσείοντα, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του, όπως αυτές καταγράφονται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που κατατέθηκε ενώπιον του, τονίζοντας συγχρόνως ότι, όπου το στοιχείο της αποτροπής προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη, οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατατηγορούμενου είναι ήσσονος σημασίας και διαδραματίζουν περιθωριακό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζαννέτου (2001) 2 ΑΑΔ 438, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575).

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τους δύο Λόγους Έφεσης με τους οποίους ο Εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες σ' αυτόν ποινές, ως υπερβολικές.  Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προηγούμενες αποφάσεις, οι οποίες, όπως επεσήμανε, δίδουν το στίγμα των ευρύτερων παραμέτρων επιμέτρησης της ποινής σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι, σύμφωνα με την νομολογία, «ουδέποτε κατά την επιμέτρηση της ποινής είναι δυνατόν να αντληθεί άμεση βοήθεια από προηγούμενες αποφάσεις, λόγω των ιδιαίτερων γεγονότων της κάθε υπόθεσης» (βλ. LCA DOMIKI LTD v. RKA KIKKOS DEVELOPERS LTD κ.ά., (2015) 2 (Α) ΑΑΔ 91 και Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας,  Ποινική Έφεση 141/2017 ημερομηνίας 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B202Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο παρέθεσε τις ακόλουθες αποφάσεις οι οποίες είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας του Εφεσείοντος:

 

          Στις υποθέσεις  Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 58/2015 ημερομηνίας 31.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:B49 και Asem Ali Ahmed Faraq v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 20/2014 ημερομηνίας 26.6.2015, μετά από ακροαματική διαδικασία, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών στο αδίκημα της ληστείας.

 

                   Στην υπόθεση Talal Faeg Mahmoud Abed v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 128, κατόπιν ακρόασης, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 ετών και         στην υπόθεση Sefik Yusuf v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 46/2014, ημερομηνίας 18.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:B100 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών στο αδίκημα της ληστείας.

 

          Στην υπόθεση Ερωτοκρίτου κ.ά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 149/2012 και 150/2012, ημερομηνίας 25.6.2014, κατόπιν παραδοχής, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών για το αδίκημα της ληστείας.

 

          Είναι η κρίση μας ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε προσεκτικά και ορθά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο προς όφελος του Εφεσείοντος.  Το παράπονο της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος, όπως προβάλλει μέσα από τον 1ο Λόγο Έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε σοβαρά υπόψη το πρόβλημα υγείας που αυτός αντιμετώπισε και ειδικότερα ότι στο χρονικό διάστημα 6.12.2017 - 15.3.2019, εντός των φυλακών, αρρώστησε με σοβαρής μορφής γρίππη Α΄ και νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, γεγονός που του άφησε μέχρι σήμερα κατάλοιπα, δηλαδή κινητικά και αναπνευστικά προβλήματα υγείας που τον καθιστούν άνεργο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το Κακουργιοδικείο έλαβε σοβαρά υπόψη του το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας ημερομηνίας 6.10.2020 που είχε ετοιμαστεί για σκοπούς επιβολής ποινής - η οποία, όπως είναι παραδεκτό, επιβεβαιώνει τα εν λόγω ιατρικά του προβλήματα - ως και όσα είχε αναφέρει σχετικά  ο συνήγορος υπεράσπισης του στην αγόρευση του πρωτόδικα.  Ούτε και συμφωνούμε με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσειόντος ότι το  Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε αν ο Εφεσείων έχρηζε ιατρικής και/ή ψυχολογικής στήριξης ενόψει του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, εφόσον πρωτόδικα κανένα σχετικό αίτημα δεν υποβλήθηκε  για ετοιμασία τέτοιας έκθεσης, ούτε και ο ίδιος παρουσίασε τέτοια έκθεση, συμπληρωματική της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.      

 

Είναι δε αξιοσημείωτο ότι είναι λόγω αυτού του προβλήματος υγείας που είχε δοθεί προεδρική χάρη στον Εφεσείοντα στις 15.3.2019.  Ωστόσο αυτός, παραβιάζοντας τους όρους της προεδρικής χάρης,  διέπραξε στις 3.12.2019 τα αδικήματα της εκκρεμούσας υπόθεσης για παρόμοια αδικήματα, και στη συνέχεια, στις 28.6.2020, τα επίδικα σοβαρά αδικήματα, παρά τα προβλήματα υγείας που επικαλείται.  Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Χριστάκης Ιακώβου Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166 «Ένα πράγμα που πρέπει να αντιληφθεί ο εφεσείων είναι ότι δεν μπορεί να προβάλλει αυτά τα θέματα της υγείας του κάθε φορά που παρανομεί. Και να αναμένει γι' αυτό επιείκεια. Βαρύνεται με δύο προηγούμενα σοβαρής μορφής». 

         

          Με το 2ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη τη διαφοροποίηση από το Κακουργιοδικείο,  του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε στον  Κατηγορούμενο 1, με αυτή που επιβλήθηκε στον ίδιο.   Ούτε και αυτή η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους.  Το Κακουργιοδικείο ορθά κατά την κρίση μας προέβηκε σε διαφοροποίηση του ύψους  της ποινής στον κατηγορούμενο 1, επιβάλλοντας σ' αυτόν στις κατηγορίες της ληστείας, απαγωγής προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό του και των πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 7 ετών.  Και τούτο, συνυπολογίζοντας ότι, ναι μεν το ποινικό μητρώο τους και οι υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη είναι του ιδίου βαθμού, όπως είναι περίπου και οι προσωπικές - οικογενειακές τους συνθήκες, ως και ο ρόλος τους στη διάπραξη των αδικημάτων, όμως, η μεγαλύτερη σε έκταση  συνεργασία του κατηγορούμενου 1 με την αστυνομία, την οποία χαρακτήρισε ως καταλυτικής σημασίας για την εξιχνίαση της υπόθεσης, δικαιολογούσε την διαφοροποίηση του ύψους της ποινής μεταξύ τους.  Όπως ορθά επεσήμανε, ο εντοπισμός και η σύλληψη του Εφεσείοντα και του κατηγορούμενου 3 οφείλεται στον κατηγορούμενο 1, ο οποίος τους κατονόμασε και μάλιστα συμμετείχε ενεργά στη σύλληψη του Εφεσείοντα, διευθετώντας μεταξύ τους συνάντηση.  Περαιτέρω, είχε δηλώσει την προθυμία και ήταν έτοιμος να καταθέσει εναντίον των συγκατηγορουμένων του ως μάρτυρας κατηγορίας και από μόνος του ενημέρωσε την αστυνομία ότι εμπλέκεται στην ποινική υπόθεση που λήφθηκε υπόψη στην επιβολή της ποινής του.  Με αυτά τα δεδομένα είναι που οδηγήθηκε η παρούσα υπόθεση στην πλήρη διαλεύκανση της και συνακόλουθα, η μεγαλύτερη και έμπρακτη μεταμέλεια του, δικαιολογούσε κατά την κρίση μας την διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε, σε σχέση με την επιβληθείσα ποινή στον Εφεσείοντα.

 

          Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων, αν και είχε ευεργετηθεί της αναστολής της ποινής φυλάκισης των 4 ετών που του είχε επιβληθεί  στην Ποινική Υπόθεση 7017/2017, επειδή του απονεμήθηκε στις 15.3.2019 προεδρική χάρη που αφορούσε 660 ημέρες, λόγω της βεβαρημένης υγείας του στις φυλακές από τη γρίππη Α και αναμενόταν να αποφυλακιστεί στις 3.1.2021, εν τούτοις, στις 3.12.2019 διέπραξε τα αδικήματα της εκκρεμούσας υπόθεσης και στις 28.6.2020, τα υπό κρίση αδικήματα.  Με αυτά τα δεδομένα, εξέτασε με μέγιστη προσοχή κατά πόσο το σύνολο της ποινής που θα προέκυπτε μετά την αυτόματη ενεργοποίηση του υπόλοιπου της φυλάκισης του Εφεσείοντος δηλαδή των 660 ημερών, θα παραβίαζε την αρχή της συνολικότητας, καθιστώντας έτσι την ποινή υπερβολική.  Με αναφορά σε σχετική νομολογία (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας  (2007) 2 ΑΑΔ 327 και Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356), κατέληξε ότι οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα, με μεγαλύτερη αυτή των 8 ετών, θα ήταν διαδοχικές της εναπομείνασας φυλάκισης των 660 ημερών που ενεργοποιήθηκε αυτόματα.  Κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι οι διαδοχικές ποινές ως ανωτέρω, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, στο σύνολο τους δεν ήταν υπερβολικές.  Και αυτό, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του γεγονότος ότι ο Εφεσείων επέδειξε πλήρη αδιαφορία στο ευεργέτημα που έτυχε από την Πολιτεία, με επακόλουθο το παράπονο του για την διαδοχικότητα της ποινής - εξ ου και η κατ' ισχυρισμό υπερβολική ποινή - να είναι αποκλειστικά απότοκο και μόνο της δικής του εγκληματικής  συμπεριφοράς. 

 

          Συνεπώς δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ούτε και έχει καταδειχθεί ότι οι υπό κρίση ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών, αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Αντίθετα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιεικείς. 

 

          Η Έφεση είναι εντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

                                                          Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.                                                   ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο