ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Κ. Θεοχαρίδου (κα), για την εφεσείουσα. Μ. Χαραλάμπους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο A.Θ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 51/2022, 18/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B396

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 51/2022)

 

 

18 Oκτωβρίου, 2022

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

A.Θ.,

Εφεσείουσα,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

-----

 

Κ. Θεοχαρίδου (κα), για την εφεσείουσα.

Μ. Χαραλάμπους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

 

---------------

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

---------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο μετά την κατάρρευση του γάμου της εφεσείουσας με τον πρώην σύζυγο της (ΜΚ2), έδωσε διάταγμα επικοινωνίας του δευτέρου με τα τρία παιδιά τους.  Όρος του διατάγματος αυτού ήταν η εφεσείουσα να παραδίδει τα παιδιά στον ΜΚ2 και να τα παραλαμβάνει από τον ΜΚ2 στον τόπο διαμονής της.

 

          Στις 12.8.2018, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ΜΚ2, δεν υπήρξε συμμόρφωση της εφεσείουσας στο διάταγμα.  Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε από την Αστυνομία για ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές κατά παράβαση του Άρθρου 137 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154.  Κύριος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο πρώην σύζυγος ΜΚ2. 

 

Η υπεράσπιση της εφεσείουσας, η οποία συνίστατο στη μαρτυρία του μεγαλύτερου από τα παιδιά τους (ΜΥ), ήταν πως τα ίδια τα παιδιά δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τον ΜΚ2 και του το δήλωσαν.  Αυτός ήταν ο λόγος που δεν υπήρξε συμμόρφωση.  Ο ΜΥ κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ηλικίας 12 χρονών και τα αδέλφια του 9 και 7 χρονών αντιστοίχως, ενώ όταν έδιδε μαρτυρία ήταν ηλικίας 16 χρονών. 

 

          Το δικαστήριο έκανε δεκτή τη μαρτυρία του ΜΚ2.  Άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση. Δεν έκανε όμως πιστευτή την εξήγηση που το παιδί είχε δώσει για το λόγο που δεν είχαν ακολουθήσει τον πατέρα τους, με το εξής σκεπτικό: 

 

«Δεν ήταν ειλικρινής προς το δικαστήριο και ήταν στη συνείδηση του αυτό και κατά την αντίληψη του δικαστηρίου το εξωτερίκευσε έντονα μέσα από τις διάφορες μη λεκτικές εκφράσεις του και ήταν έκδηλα αμήχανος όταν τοποθετείτο για τα εν λόγω ισχυριζόμενα γεγονότα κυρίως κατά την αντεξέταση του.  Ο ΜΥ ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση του ευθέως τους λόγους γιατί τόσο ο ίδιος όσο και τα αδέλφια του δεν ήθελαν όπως υποστήριξε να ακολουθήσουν τον πατέρα τους ΜΚ2 εκείνη την ημέρα και οι λόγοι που έδωσε κατά τρόπο μάλιστα αρκετά αόριστο με δισταγμό και ασαφείς ισχυρισμούς δείχνουν την πλασματικότητα της θέσης του.[.] ανέφερε, χωρίς να γίνεται πιστευτός από το Δικαστήριο -και τις δύο φορές όταν έγινε- λόγω του τρόπου που εκδηλώθηκε, ότι, ουσιαστικά δεν τρέφει συναισθήματα αγάπης για τον πατέρα του ΜΚ2 επειδή είναι «άγριος, επιθετικός και τρομακτικός», ως λόγους για την εν λόγω άρνηση τους με τα αδέλφια του, έδωσε τους εξής. Κατά την κυρίως εξέταση του, ο ΜΥ ανέφερε ότι ο λόγος ήταν, «επειδή τα περιστατικά που είχαν ζήσει μαζί [με τον ΜΚ2] ήταν όλα τρομαχτικά», λόγω «επιθέσεων μεταξύ της [Κατηγορούμενης] και του [ΜΚ2]» και της «ανασφάλειας» που ένοιωθαν λόγω τούτων. Κατά την αντεξέταση του, όταν του ζητήθηκε περισσότερη λεπτομέρεια και επεξήγηση σε σχέση με αυτά τα «περιστατικά που είχαν ζήσει μαζί [με τον ΜΚ2] [που, ως ισχυρίστηκε] ήταν όλα τρομαχτικά», λόγω «επιθέσεων μεταξύ της [Κατηγορούμενης] και του [ΜΚ2]», ανέφερε απλώς και, ως προαναφέρθηκε, με γενικότητα και δισταγμό, ότι «ο [ΜΚ2] είχε φορές που έλεγε της [Κατηγορούμενης] κάποια πράγματα, που η ίδια δεν ήθελε, και μετά θύμωνε, την ενοχλούσε, την έβριζε». Και περαιτέρω, σε ότι αφορούσε τον ίδιο -χωρίς αυτό να ισχύει για τα αδέλφια του, επειδή, όπως υποστήριξε ήταν μικρής ηλικίας-, ανέφερε ότι, ο ΜΚ2, «κάποιες φορές τον έδειρε», όταν «έκανε κάποιες αταξίες, αλλά όχι αταξίες... δηλαδή, [όταν] δεν τον άκουγε σε κάποια πράγματα που του έλεγε.».

[.]

Ο ΜΥ, κατά τον επίδικο χρόνο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ΜΚ2, ήταν, σημειώνεται, μόλις δώδεκα χρόνων και τα αδέλφια του εννέα χρόνων και επτά χρόνων αντίστοιχα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας, ειδικότερα των δύο νεαρότερων παιδιών, το Δικαστήριο, δεν βρίσκει λογικό και μάλιστα, για τους προαναφερόμενους λόγους που ο ΜΥ υποστήριξε, η προαναφερόμενη θέση που προωθήθηκε από την υπεράσπιση της Κατηγορούμενης, περί αδυναμίας της να συμμορφωθεί με το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, να σχετίζεται με την πραγματικότητα. Εάν η Κατηγορούμενη προσπαθούσε πραγματικά και έψαχνε τους κατάλληλους τρόπους για να συμμορφωθεί με το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ως όφειλε, το Δικαστήριο δύσκολα μπορεί να βρει λογική, λόγου χάρη, ακόμη και αν ο ΜΥ που ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία, ένοιωθε την όποια «ανασφάλεια», για τους λόγους που ισχυρίστηκε σχετικά με τις επικοινωνίες του με τον πατέρα του ΜΚ2, γιατί τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά και ειδικότερα αυτό που ήταν μόλις επτά χρονών, να μπορούσαν να διακατέχονταν από ένα τέτοιο συναίσθημα, ή έστω, αυτά και μόνον, ή κάποιο από αυτά, να μην επιθυμούσαν να ακολουθήσουν τον πατέρα τους ΜΚ2 και δη την ημέρα του επίδικου περιστατικού, εκτός και εάν αυτό ήταν η πραγματική επιθυμία της Κατηγορούμενης και γενική προσέγγισης της του ζητήματος.

 

Ο ΜΥ, και σε αυτό έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο, αντεξεταζόμενος, κατέθεσε ότι η Κατηγορούμενη τους ανέφερε ότι ο πατέρας τους ΜΚ2 είναι ψυχοπαθής, χρήστης ναρκωτικών ουσιών και φταίχτης για τον χωρισμό τους. Ο ισχυρισμός του ΜΥ, που δεν γίνεται αποδεκτός από το Δικαστήριο ως αληθινός και απορρίπτεται, είναι ότι, η συμβουλή και προτροπή της μητέρας του, Κατηγορούμενης, ήταν να έχουν κανονικά τις επικοινωνίες τους με τον πατέρα τους ΜΚ2 με βάση και το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά αυτοί, ακόμη και το επτάχρονο αδελφάκι του, είχαν αυτή την απορριπτική στάση έναντι του πατέρα τους, για τους προαναφερόμενους λόγους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο ΜΥ κατέθεσε την αλήθεια για αυτό το ζήτημα, η Κατηγορούμενη, δεν θα μπορούσε να αθωωθεί και απαλλαχτεί από το Δικαστήριο επικαλούμενη την προαναφερόμενη υπεράσπιση της αδυναμίας συμμόρφωσης της με το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εφόσον, με τις προαναφερόμενες πράξεις της, προκύπτει, ήταν ο δημιουργός της. Δεν μπορεί, λογικά να υποστηριχθεί από την Κατηγορούμενη, ότι με το να συμβουλεύει τα ανήλικα παιδιά της να έχουν κανονικά τις επικοινωνίες τους με τον πατέρα τους ΜΚ2 με βάση και το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όταν από την άλλη τους έλεγε ότι είναι ψυχοπαθής, χρήστης ναρκωτικών ουσιών και φταίχτης για τον χωρισμό τους, δεν ήταν η δημιουργός της αδυναμίας που τώρα επικαλείται προς υπεράσπιση της. Ούτε και θα μπορούσε να λεχθεί ότι, υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, η Κατηγορούμενη, χωρίς καν να είχε εξέλθει της οικίας της κατά το περιστατικό της επίδικης ημέρας, ανεξαρτήτως των όποιων προβλημάτων επικοινωνίας ή άλλα αντιμετώπιζε με τον Κατηγορούμενο, κατέβαλε πραγματική και ουσιαστική προσπάθεια συμμόρφωσης της με το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου.»                    

 

          Περαιτέρω, το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για την έλλειψη αξιοπιστίας του ΜΥ στην αντίληψη του ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ των όσων είχε τότε, την ημέρα εκείνη, αναφέρει η εφεσείουσα στην κατάθεση της στην Αστυνομία και των όσων είχε αναφέρει ο ΜΥ στη μαρτυρία του αναφορικά με τις συγκεκριμένες συνθήκες της ημέρας εκείνης.  Το δικαστήριο προσδιόρισε την αντίφαση ως εξής:

 

 

«Θα ήταν παράλειψη του Δικαστηρίου, αν σε σχέση με τα προαναφερόμενα που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ σε σχέση και με τις θέσεις της Κατηγορούμενης για την υπεράσπιση της σε ότι αφορά τα επίδικα γεγονότα, δεν σημειωνόταν και η παρατήρησης του Δικαστηρίου σχετικά με τις διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ της εκδοχής του ΜΥ για τα επίδικα γεγονότα με αυτή που κατά τους ισχυρισμούς της ΜΚ1 η Κατηγορούμενη κατέθεσε στην Αστυνομία και αποτυπώνονται, ως προελέχθη, στο Τεκμήριο 2. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι εξής διαφορές. Σύμφωνα με την ΜΚ1, η Κατηγορούμενη, στην κατάθεση της στην Αστυνομία -που εδόθη, σημειώνεται, την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό-, ισχυρίστηκε ότι, όταν ο ΜΚ2 έφτασε στην οικία της για να παραλάβει τα παιδιά τους με βάση το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, τα παιδιά τους, αφού άνοιξαν την πόρτα και είπαν στον ΜΚ2 την επιθυμία τους να μην τον ακολουθήσουν, μπήκαν στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα και μετά ο αδελφός του ΜΚ2 άρχισε να της φωνάζει λέγοντας της διάφορα και στην συνέχεια μπήκε και στην αυλή της οικίας της και χτυπούσε την εξώπορτα της συνεχίζοντας να φωνάζει και να της λέει διάφορα. Ο ΜΥ ωστόσο, για το εν λόγω περιστατικό, κατά την κυρίως εξέταση του, κατέθεσε διαφορετικά. Ήταν ο ισχυρισμός του ΜΥ ότι, μαζί με τα αδέλφια του, ήταν εκτός της οικίας και περίμεναν όταν ο ΜΚ2 κατέφθασε για να τους παραλάβει μαζί με τον θείο και άλλα μέλη της οικογένειας του και ότι, όταν προχώρησαν προς τον ΜΚ2 και του ανέφεραν την επιθυμία τους να μην τον ακολουθήσουν, τότε ήταν που ο αδελφός του ΜΚ2 «έτρεξε και μπήκε στο σπίτι με ένα άγριο ύφος», με αποτέλεσμα, «να φοβηθούν και να μπουν μέσα», να «κλείσουν την πόρτα και τρομαγμένοι να φωνάξουν της μητέρας τους να πάρει την Αστυνομία». Ισχυρισμούς τους οποίους, ο ΜΥ, κατά βάση, επανέλαβε και κατά την αντεξέταση του.»

 

   

          To ζήτημα της μη ηθελημένης συμμόρφωσης λόγω της αρνητικής στάσης των παιδιών, περιλαμβανομένου και του βάρους απόδειξης όταν εγείρεται τέτοιο ζήτημα, εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Γ.Κ. ν. Ε.Ζ., Εφ. ΔΟΔ Αρ. 8/21, ημερ. 13.5.2021:

«Είναι γεγονός, συνεχίζει το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι όταν προκύπτει ζήτημα σοβαρής και σθεναρής άρνησης του τέκνου να συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε το δικαστήριο, ούτε ο υπόχρεος της επικοινωνίας γονέας, έχουν δικαίωμα να το πειθαναγκάσουν να την υποστεί, διότι αυτό θα ήταν τελικά αντίθετο στο συμφέρον του (ό.π. 117, ΑΠ 429/2002 ΕλλΔνη 2002, 1622, ΑΠ 499/1994 ΕλλΔνη 1995, 141 και ΝοΒ 1195, 555).  Συμπλήρωσε αναφέροντας, πολύ ορθά, ότι «η πίεση που μπορεί να υποστεί το παιδί δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο της επιτρεπτής επέμβασης στην προσωπική του σφαίρα .το παιδί δεν μπορεί να είναι παιδί-βαλίτσα ή παιδί-πακέτο, το οποίο μπορεί να παραλαμβάνεται, να παραδίδεται, να «αρπάζεται», να «επιστρέφεται», σαν να ήταν αντικείμενο και όχι πρόσωπο». 

 

Σημείωσε όμως παράλληλα την νομολογιακή αρχή ότι όταν ένα τέτοιας φύσεως διάταγμα δεν εκτελείται συνεπεία της αρνητικής στάσης και συμπεριφοράς του ίδιου του ανήλικου, το δικαστήριο «οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του ανήλικου μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα» (Ιακώβου ν. Γεωργίου, Έφεση ΔΟΔ 4/14, ημερ. 2.6.2017). 

 

Σε σχέση με την ευχέρεια με την οποία ένας ανήλικος που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, μπορεί να επηρεαστεί από τους γονείς και τις συνεπακόλουθες υποχρεώσεις τους ώστε να αποφεύγεται ο σχηματισμός εχθρότητας του παιδιού προς τον άλλο γονέα κατά τρόπο που να αντιβαίνει προς το συμφέρον του, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στο ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση του Αρείου Πάγου ΑΠ 1910/2005:

 

«Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμα ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του.  Η διάσπαση εξ άλλου της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα.  Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων.  Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει τη γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιλογή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.»

 

Συνεπώς η αρνητική στάση των παιδιών, συνέχισε, ορθά, το δικαστήριο, δεν οδηγεί άνευ ετέρου και στην απαλλαγή του πατέρα, αλλά θεώρησε ότι είχε την υποχρέωση να αναζητήσει τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά αντιδρούν, ώστε να διαφανεί κατά πόσον αυτοί οφείλονται σε υπαίτιες, επί σκοπώ ενέργειες του πατέρα. 

 

Υπέδειξε περαιτέρω ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η υποχρέωση για συμμόρφωση προς το διάταγμα απαιτεί θετική ενέργεια χωρίς να αρκεί μια μηχανιστική συμπεριφορά.  Επιβάλλεται η θετική ενθάρρυνση και προτροπή του ώστε να υπάρχει πραγματική συμμόρφωση προς το διάταγμα.  Παρέπεμψε σχετικά στο ακόλουθο απόσπασμα από την Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293:

 

«Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γονείς έχουν συλλογική ευθύνη για την, όσο το δυνατό, πιο ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών και ταυτοχρόνως αυξημένη υποχρέωση απάλειψης ή μείωσης των τραυματικών επιπτώσεων ενός διαζυγίου στα παιδιά τους. Η καταφυγή σε αντιμετώπιση των όποιων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων με, «εμπορικούς όρους» σαφώς δεν οδηγεί σε επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «η παράδοση» δεν έπρεπε να αντικρίζεται από την εφεσείουσα ως μηχανιστική ενέργεια, αλλά, ως υποχρέωση θετικής ενέργειας, που αντίκριση της οποίας επέβαλλε όχι μόνο τη φυσική της παρουσία, που στην προκείμενη περίπτωση δεν υλοποιήθηκε, αλλά και στη δική της ενθάρρυνση και προτροπή, που ούτε αυτό υπήρχε, έτσι ώστε να υλοποιήσει την αναληφθείσα εκ συμφώνου υποχρέωση με το Διάταγμα «για παράδοση». .»

 

Σε ό,τι αφορά στο βάρος απόδειξης, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη φύση της διαδικασίας ως οιονεί  ποινικής ώστε το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους του αιτητή για να αποδείξει την κατηγορία γενικά και τα συστατικά της στοιχεία ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 ΑΑΔ 309, Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 ΑΑΔ 269). Παράλληλα όμως, υπέδειξε ότι στην Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση ΔΟΔ 2/12, ημερ. 9.5.2014, αναφέρθηκε ότι εκεί που ο υπόχρεος γονέας προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.»

 

          Η μαρτυρία του ΜΥ θα μπορούσε να αθωώσει την εφεσείουσα επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Δεν έγινε όμως δεκτή.  Η εφεσείουσα καταδικάστηκε.  Της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Ακολούθησε η παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλεται η αξιολόγηση.  Εγχείρημα δύσκολο. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στη διατύπωση ευρημάτων ή την εξαγωγή συμπερασμάτων, ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των πρωτοδίκων δικαστηρίων.  Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648). 

 

          Εν προκειμένω βρίσκουμε ότι η αξιολόγηση ήταν πλημμελής σε βαθμό που να δικαιολογείται επέμβαση.  Συγκρίθηκε η μαρτυρία του ΜΥ, που δόθηκε τρία χρόνια μετά, με το τι είχε τότε καταθέσει η μητέρα του στην Αστυνομία και θεωρήθηκε σημαντική αντίφαση το γεγονός ότι η μητέρα είχε αναφέρει πως τα παιδιά βρίσκονταν στο σπίτι και άνοιξαν την πόρτα, ενώ ο ΜΥ ανέφερε ότι βρίσκονταν εκτός της οικίας και περίμεναν τον πατέρα τους.  Η ουσία όμως ήταν ότι είτε άνοιξαν την πόρτα, είτε βρίσκονταν έξω από αυτή, είχαν εκφράσει την επιθυμία τους να μην τον ακολουθήσουν.  Και το πιο ουσιαστικό στοιχείο είναι η άγρια αντίδραση του θείου τους, αδελφού του ΜΚ2, που είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά να τρομοκρατηθούν.  Αυτή ήταν η εικόνα που είχε σημασία και όχι το τι θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ως αντίφαση.  Και είχε σημασία γιατί αποτελεί συνέχεια της εκδοχής του παιδιού περί εκφοβισμού από τον πατέρα, όπως δε φαίνεται και από την πλευρά του πατέρα.  Εικόνα που ενισχύεται από τη μαρτυρία της αστυνομικού που επισκέφθηκε αμέσως μετά τη σκηνή και έδωσε μαρτυρία ως η εξετάστρια της υπόθεσης (ΜΚ1), για την οποία το δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

 

«.Το Δικαστήριο, αποδέχεται ότι η ΜΚ1, όταν μετέβη στην οικία της Κατηγορούμενης μετά το επίδικο περιστατικό, βρήκε την κατηγορούμενη και τα ανήλικα σε μία κατάσταση «αναστάτωσης», ενδεχομένως για λόγους που να αφορούν τον ΜΚ2 ή και τα πρόσωπα της οικογένειας του που μετέβησαν μαζί του την ημέρα του επίδικου περιστατικού, που να σχετίζονται με το γεγονός της μη συμμόρφωσης της κατηγορούμενης με το Διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου

 

          Η παρουσία και η συμπεριφορά του θείου και το «ενδεχόμενο» η αναστάτωση της μητέρας και των ανηλίκων ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του πατέρα και μελών της οικογένειας του, δεν συνυπολογίστηκαν από το δικαστήριο.  Η αιτία της αναστάτωσης την οποία διαπίστωσε η αστυνομικός δεν προέβαλλε απλώς ως «ενδεχόμενο».  Ασφαλώς επρόκειτο για ψυχολογική κατάσταση που συνδέεται αιτιωδώς με όσα προηγήθηκαν, τα οποία το ίδιο το δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «συμπεριφορά του πατέρα και των μελών της οικογένειας του».  Αντί τέτοιου συνυπολογισμού, το δικαστήριο έθεσε τη λέξη αναστάτωση σε εισαγωγικά, δίδοντας την εντύπωση αμφισβήτησης ή μείωσης τέτοιας ψυχολογικής κατάστασης. 

 

          Είχε λοιπόν σημασία η μαρτυρία της ΜΚ1 γιατί υποστηρίζει την εκδοχή του παιδιού περί εκφοβισμού από τον πατέρα και όπως προκύπτει γενικότερου εκφοβισμού. 

 

Αυτή όμως την εκδοχή την απέρριψε το δικαστήριο επειδή «αυτό ήταν στη συνείδηση του παιδιού» και επειδή το παιδί ήταν έκδηλα αμήχανο.  Θα ήταν όμως παράδοξο εάν ένα 16χρονο παιδί, ευρισκόμενο στη μέση καταλυτικής σύγκρουσης των γονιών του, ευρισκόμενο στο εδώλιο του μάρτυρα με σκοπό να υποστηρίξει τη μητέρα του και για τον σκοπό αυτό να υποχρεώνεται να δηλώσει ότι δεν αγαπά τον πατέρα του επειδή είναι «άγριος, επιθετικός και τρομακτικός», να μην ήταν έκδηλα αμήχανο. 

 

Ασφαλώς ο υπόχρεος γονέας οφείλει να προβαίνει σε θετική ενθάρρυνση και προτροπή ώστε να υπάρχει πραγματική συμμόρφωση προς το διάταγμα.  Όμως το δικαστήριο για να καταλήξει «οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του ανήλικου μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού.».

 

          Eν προκειμένω η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν επιδερμική.  Καθόλου δεν έστρεψε την προσοχή του στην εικόνα που δεν απέκλεισε, αντίθετα την χρησιμοποίησε ως αντίφαση στην περιγραφή των γεγονότων, άγριας συμπεριφοράς, η οποία τρομοκράτησε τα παιδιά.  Είναι στο συνολικό αυτό πλαίσιο που θα έπρεπε να αξιολογηθεί η στάση της εφεσείουσας και η δυνατότητα δικής της προτροπής για συμμόρφωση.  Αυτά στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. 

 

          Υπό το φως των ανωτέρω η καταδίκη και η ποινή παραμερίζονται.  Η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                          Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

/φκ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο