ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Ιωαννίδης, Ιωάννης Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα. Α. Ματθαίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 215/2020, 4/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B374

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 215/2020)

 

4 Οκτωβρίου 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

 

Εφεσείοντας

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης

____________________

 

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ματθαίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον  Μαλαχτό, Δ.

____________________

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο για το κακούργημα του βιασμού. Η καταδίκη του θεμελιώθηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε, προβαίνοντας σε εύρημα ότι η συνουσία, που παραδεχτά ο Εφεσείων είχε μαζί της, ήταν χωρίς τη θέληση της.

 

Με τρείς λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική απόφαση.  Ο πρώτος και κυριότερος αφορά στην κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η παραπονούμενη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας.  Κατά την εισήγηση του η παραπονούμενη είχε υποπέσει σε ουσιώδεις αντιφάσεις και η μαρτυρία της είχε, μέσω της αντεξέτασης της, κλονιστεί.  Εντούτοις, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο θεώρησε τις αντιφάσεις αυτές επουσιώδεις. 

 

    Με το λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι εσφαλμένα ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και αναφέρονται τέσσερα σημεία που, κατά τον Εφεσείοντα, καταδεικνύουν ότι το Κακουργιοδικείο διατηρούσε αμφιβολίες για την ενοχή του.

 

Ο λόγος έφεσης 3 αφορά στην απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της μαρτυρίας του ιατροδικαστή που κάλεσε η υπεράσπιση, χωρίς, κατά τον Εφεσείοντα, την όποια αιτιολόγηση.

 

Ο Εφεσείων προτάσσει  τρία ζητήματα ως ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Η παραπονούμενη είχε μαρτυρήσει ότι ενώ βρισκόταν στην Κύπρο δεν είχε σεξουαλική επαφή με άλλο άνδρα.  Κατά τον Εφεσείοντα είπε ψέματα, αλλά το Κακουργιοδικείο δεν το έλαβε υπόψη του.  Η θέση του Εφεσείοντα ότι είχε πει ψέματα εδράζεται στη θέση του ότι στα τεκμήρια που αυτή παρέδωσε για εξέταση, ρούχα και εσώρουχα, ανευρέθηκε γενετικό υλικό άλλου άνδρα.

 

Δεν ήταν αυτή η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου από τον μάρτυρα γενετιστή, τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται ο Εφεσείων.  Έχουμε διέλθει όλη τη μαρτυρία του γενετιστή και με ιδιαίτερη προσοχή το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει ο Εφεσείων στην επιχειρηματολογία του.  Ο γενετιστής είχε εξηγήσει ότι η μόνη περίπτωση όπου δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι κάποιος άλλος άνδρας ήταν δότης γενετικού υλικού, αφορούσε σε επίχρισμα από το λαιμό της παραπονούμενης όπου εντοπίστηκε μείγμα γενετικού υλικού της παραπονούμενης και δύο άλλων προσώπων.  Ένα από τα πρόσωπα αυτά, ανάφερε «πρέπει να είναι άνδρας αλλά παραμένει απροσδιόριστο, διότι είναι μικρές οι ποσότητες και απουσιάζουν αρκετά γενετικά χαρακτηριστικά».  Εντοπίστηκαν σε αυτό γενετικά χαρακτηριστικά του Εφεσείοντα, όχι όμως αρκετά για να ήταν βέβαιο ότι εκείνος ήταν ο δότης.  Σε αυτή την έκταση είναι που δεν αποκλείστηκε κάποιος άλλος άνδρας να ήταν ο δότης.

 

Προκύπτει επομένως ότι η επιμέρους επιχειρηματολογία βασίστηκε σε ανύπαρκτο υπόβαθρο.  Ακόμα όμως και αν είχε τεκμηριωθεί αυτό που πρόβαλε η υπεράσπιση τίποτα το ουσιαστικό σε σχέση με το επίδικο ζήτημα δεν θα μπορούσε να συναχθεί.

 

Το επόμενο ζήτημα που εγείρεται από τον Εφεσείοντα αφορά στο γεγονός ότι είχε ανιχνευτεί στο αίμα της παραπονούμενης αλκοόλη και στα ούρα της κάνναβη.  Καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο ότι παρέλειψε να εξετάσει την επίδραση που η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα κάνναβης θα μπορούσε να έχει.

 

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι η παραπονούμενη είχε καταναλώσει αλκοόλ, διαπίστωσε ωστόσο ότι δεν ήταν μεθυσμένη, είχε επίγνωση των πράξεων της και δυνατότητα διαμόρφωσης συναίνεσης αλλά και ικανότητα σκέψης, λειτουργίας, μνήμης και αντίληψης.

 

Σε σχέση με την κάνναβη, η επιστημονική μαρτυρία δεν διέψευδε την παραπονούμενη, όπως εισηγείται ο Εφεσείων.  Αντίθετα συνεπικουρούσε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι η χρήση που είχε κάμει ήταν μέρες προηγουμένως, πριν έρθει στην Κύπρο και κανένας συσχετισμός δεν θα μπορούσε να είχε γίνει με τα επίδικα θέματα.

 

Το τρίτο ζήτημα αφορούσε στα δύο τηλεφωνήματα για τα οποία μαρτύρησε η παραπονούμενη.  Το πρώτο προς την φίλη της και το δεύτερο προς την Αστυνομία.  Σε σχέση με αμφότερα, ο Εφεσείων διαπιστώνει αντιφάσεις με αναφορά στις μαρτυρίες της φίλης της και του αστυνομικού που έλαβε το τηλεφώνημα.  Καταλογίζει μάλιστα στην παραπονούμενη ότι δεν είπε την αλήθεια γιατί επέμενε ότι είχε προβεί σε πρώτο παράπονο, ενώ το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δεν τεκμηριωνόταν πρώτο παράπονο.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο, διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως προς τα γεγονότα, που στοιχειοθετούσαν το παράπονο της.  Όπου κατέληξε το Κακουργιοδικείο ήταν ότι τα γεγονότα δεν τεκμηρίωναν κατά νόμο πρώτο παράπονο, επειδή η παραπονούμενη δεν κατονόμασε τον Εφεσείοντα, που της ήταν άγνωστος.

 

Σε σχέση με το τηλεφώνημα προς τη φίλη της, η παραπονούμενη μαρτύρησε ότι της τηλεφώνησε και της ανάφερε ότι την είχαν βιάσει και ότι βρισκόταν μόνη σε ένα χώρο στάθμευσης.  Έπρεπε να κλείσει γιατί δεν είχε πολλή μπαταρία.  Η φίλη της μαρτύρησε ότι είχε βρει αναπάντητη κλήση στο τηλέφωνο της και πήρε πίσω την παραπονούμενη.  Δεν απαντούσε.  Ξαναδοκίμασε και μίλησαν εννέα περίπου λεπτά μετά την πρώτη αναπάντητη κλήση. Η παραπονούμενη έκλαιγε και της είπε ότι βρισκόταν σε ένα χώρο στάθμευσης.  Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε γιατί έκλαιγε.

 

Σε σχέση με το τηλεφώνημα προς την Αστυνομία, που ακολούθησε χρονικά, η παραπονούμενη μαρτύρησε ότι ζήτησε από διερχόμενο μοτοποδηλάτη να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία επειδή η ίδια δεν είχε αρκετή μπαταρία στο τηλέφωνο της.  Στην κύρια της εξέταση ανάφερε ότι η ίδια μίλησε στην Αστυνομία και είπε ότι μόλις την είχαν βιάσει και χρειαζόταν βοήθεια.  Σε σχέση με τον μοτοποδηλάτη, είπε ότι δεν θυμόταν κατά πόσο αυτός μίλησε στο τηλέφωνο.  Ο αστυνομικός που είχε λάβει το τηλεφώνημα είπε ότι μίλησε με την παραπονούμενη.  Ο Εφεσείων παραπέμπει σε απάντηση της παραπονούμενης κατά την αντεξέταση της, όπου, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο ο μοτοποδηλάτης ήταν κύπριος ή άγγλος απάντησε «Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά μιλούσε πάρα πολύ καλά αγγλικά, επίσης μιλούσε και ελληνικά επειδή με βοήθησε, επειδή μίλησε με την Αστυνομία στο τηλέφωνο».  Στη συνέχεια ως προς το ποιος μίλησε αρχικά με την Αστυνομία, είπε «Δεν θυμάμαι ποιος μίλησε πρώτα, θυμάμαι όμως ότι μίλησα με την Αστυνομία και θυμάμαι ότι του είπα να με βοηθήσει γιατί δεν θυμόμουν την ακριβή τοποθεσία».

Κρίνουμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο αποτίμησε τη διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της φίλης της ως επουσιώδη, αποφαινόμενο ότι ο πυρήνας της μαρτυρίας της παρέμεινε συμπαγής και αμετάβλητος.  Σε σχέση με το τηλεφώνημα στην Αστυνομία ανάφερε ότι η παραπονούμενη «δεν μπορούσε να θυμηθεί και να αποτυπώσει με βεβαιότητα αν ο ποδηλάτης αυτός μίλησε με την Αστυνομία ή όχι, μολονότι σε κάποια στιγμή φαίνεται να τοποθετήθηκε κατά πιο απόλυτο τρόπο στο ότι ο μοτοποδηλάτης είχε πράγματι μιλήσει με την Αστυνομία».  Επεσήμανε το Κακουργιοδικείο ότι η παραπονούμενη ήταν κατά τη δεδομένη ώρα αναστατωμένη και συναισθηματικά φορτισμένη και δικαιολογημένα χαρακτήρισε την ανακολουθία στη μαρτυρία της περιθωριακής φύσης ζήτημα.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει.  Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

    Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.

 

Οι αντιφάσεις πρέπει να εκτιμώνται σε συνάρτηση με το επιμέρους ζήτημα για το οποίο δόθηκε η σχετική μαρτυρία, από την οπτική γωνιά του μάρτυρα και στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας και των επίδικων ζητημάτων.  Στην περίπτωση που η παραπονούμενη είχε αποφασίσει να καταγγείλει ψευδώς ότι βιάστηκε, ενώ είχε συναινετική σεξουαλική επαφή με άγνωστο της άνδρα, σε τίποτα δεν θα εξυπηρετούσε να υποστηρίξει ότι το τηλεφώνημα στην Αστυνομία έγινε από το τηλέφωνο κάποιου μοτοποδηλάτη, αν είχε γίνει από το δικό της και προς τι να πει ότι και αυτός μίλησε στην Αστυνομία, αν θυμόταν ότι δεν είχε μιλήσει.  Ποια η λογική να αναφέρει ότι έγιναν γεγονότα που δεν έγιναν και για τα οποία εύκολα θα μπορούσε να την διαψεύσει ο αστυνομικός που είχε δεχτεί την καταγγελία της.

 

Βρίσκουμε ότι ορθά εκτιμήθηκαν οι προβαλλόμενες ως αντιφάσεις από το Κακουργιοδικείο, που επίσης ορθά κατέληξε ότι η μαρτυρία της φίλης της, όπως και του αστυνομικού, ήταν υποστηρικτικές της μαρτυρίας της παραπονούμενης.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η παραπονούμενη έδωσε μαρτυρία «χαρακτηριζόμενη από ατόφια ποιότητα και δυναμική απορρέουσα και από μια πηγαία και ανεπιτήδευτη παράθεση λεπτομερειών τις οποίες μόνο η ίδια ήταν σε θέση και μπορούσε να αποδώσει λόγω της πρωτογενούς επίδικης της εμπειρίας».  Και την αποδέχτηκε ως αξιόπιστη.  Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση μας στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης.  Ήταν πλήρως αιτιολογημένα και δεν κλονίστηκαν, ούτε κατ' ελάχιστο, με τα όσα προβλήθηκαν με την έφεση.  Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Η ουσία του λόγου έφεσης 2 είναι ότι το Κακουργιοδικείο κατέγραψε στην απόφαση του τέσσερεις επισημάνσεις που, κατά τον Εφεσείοντα, αναδεικνύουν ότι είχε αμφιβολίες «από την ενώπιον του προσφερθείσα μαρτυρία», αλλά τις αξιολόγησε εσφαλμένα. 

 

Η δεύτερη και τρίτη επισήμανση αφορούν στις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ότι δεν υπήρχε πρώτο παράπονο, ούτε και μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονούμενης την οποία, όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του, αναζήτησε «επισταμένως».  Είναι η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι για να αναζητήσει τέτοια μαρτυρία το Κακουργιοδικείο και μάλιστα «επισταμένως» καθ' όσον αφορά την ενισχυτική, θα πει ότι αισθανόταν ότι την έκρινε αναγκαία και επομένως στην απουσία της ουσιαστικά διατηρούσε αμφιβολίες και θα έπρεπε να τον είχε αθωώσει.

 

Δεν είναι αναγκαίο να εξετάσουμε κατά πόσο η χρησιμοποίηση του επιρρήματος «επισταμένως» ήταν, στις περιστάσεις, δόκιμη.  Η δικαστική απόφαση δεν ελέγχεται ως λογοτεχνικό έργο αλλά ως το μέσο διατύπωσης της δικαστικής κρίσης στα επίδικα σε κάθε περίπτωση θέματα.  Και εδώ το Κακουργιοδικείο εξήγησε ότι αναζήτησε κατά πόσο υφίστατο ενισχυτική μαρτυρία γιατί αυτή «θα μπορούσε, υπό κάποιες προϋποθέσεις, να επιρρώσει τη μαρτυρία της παραπονούμενης», εξηγώντας ότι «δεν αποτελεί σφάλμα η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, ακόμα και αν το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταδικάσει χωρίς αυτή, αφού η μαρτυρία τούτη μπορεί να ενδυναμώσει το ήδη αξιόπιστο της υπάρχουσας μαρτυρίας» και κατέστησε σαφές ότι «Ούτε η διαδικασία εξεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας - και σίγουρα όχι εδώ ως εκ των όσων προείπαμε - τεκμαίρει ύπαρξη ενδόμυχων αμφιβολιών στη σκέψη του Δικαστηρίου».  Δεν έχουμε, ούτε κατ' ελάχιστο, πειστεί ότι το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην ενισχυτική μαρτυρία και εξέτασε κατά πόσο υπήρχε τέτοια γιατί αισθανόταν αμφιβολία να καταδικάσει στηριζόμενο στη μαρτυρία της παραπονούμενης.

 

Η τέταρτη επισήμανση αφορά στη μαρτυρία σε σχέση με τις εξετάσεις για γενετικό υλικό που έγιναν.  Το ζήτημα μας απασχόλησε και στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1.  Το Κακουργιοδικείο δεν κατέγραψε την τέταρτη επισήμανση ως αδυναμία της υπόθεσης της κατηγορίας.  Αντίθετα, το έπραξε για να καταδείξει ότι η θέση της υπεράσπισης ότι βρέθηκε γενετικό υλικό άλλου (από του Εφεσείοντα) άνδρα επί της παραπονούμενης δεν ανταποκρινόταν στη μαρτυρία που είχε δοθεί.  Ό,τι λοιπόν, προκαταρκτικά, ανάφερε το Κακουργιοδικείο ήταν ότι στα γεγονότα της υπόθεσης δεν εγειρόταν ζήτημα ταυτοποίησης του Εφεσείοντα.  Ορθά, εφόσον η συνουσία μεταξύ του και της παραπονούμενης ήταν παραδεχτή.  Συνέχισε να αναφέρει, με παραπομπή στη μαρτυρία του γενετιστή, ότι αυτό που είχε μαρτυρήσει ήταν ότι σε κάποιες δειγματοληψίες μεικτών γενετικών υλικών δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί από δότης κάποιος άνδρας εκτός του Εφεσείοντα, γιατί δεν επρόκειτο για πλήρη γενετικά προφίλ άνδρα και παρόλο που υπήρχε μερική ταύτιση με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί άλλος άνδρας.

 Αφήσαμε τελευταία την πρώτη επισήμανση στην οποία αναφέρθηκε ο Εφεσείων γιατί δεν αφορά στην ισχύ της υπόθεσης της κατηγορίας, αλλά σε ζήτημα της υπεράσπισης το οποίο, κατά τον Εφεσείοντα, επηρέασε την κρίση του Κακουργιοδικείου στο να τον καταδικάσει.  Καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο ότι επηρεάστηκε από την επιλογή του να προβεί σε ανώμοτη δήλωση και αναφέρθηκε σε αδυναμίες σε αυτή που καταδεικνύουν την αρνητική επίδραση που αυτή είχε στην κρίση του.  Και τούτο παρά το ότι γίνεται αποδεχτό ότι το Κακουργιοδικείο αποτίμησε την ανώμοτη του δήλωση «κατά τις συναφείς προσταγές της νομολογίας».

 

Βρίσκουμε το επιμέρους παράπονο του Εφεσείοντα εντελώς αδικαιολόγητο.  Το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του ότι: «. οι αδυναμίες που έχουμε εντοπίσει στην ανώμοτη δήλωση, αλλά ακόμα και η επιλογή του κατηγορούμενου να δώσει ανώμοτη δήλωση, δεν αποδεικνύει την υπόθεση εναντίον του, με την Κατηγορούσα Αρχή να εξακολουθεί να βαρύνεται με απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».  Παρέπεμψε σχετικά στις Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. Αρ.176/2018 και 202/2018, ημερ.11.1.2019 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260, 268-9.  Και δεν είναι μόνο το τι είπε το Κακουργιοδικείο, αλλά και η ίδια η κρίση του, όπως αναδύεται από το σκεπτικό και τους συλλογισμούς του, που επιβεβαιώνουν ότι δεν επηρεάστηκε, όπως του αποδίδεται από τον Εφεσείοντα.

 

Οι παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα ήταν εύστοχες.  Η τελευταία ήταν και αντικειμενική περίσταση της υπόθεσης.  Πώς η παραπονούμενη, που αναζητούσε μέσο μεταφοράς στο ξενοδοχείο της, βρέθηκε εγκαταλειμμένη μετά, που σύμφωνα με την αντίθετη της δικής της εκδοχή, είχε συναινετική σεξουαλική επαφή με τον άνδρα που προσφέρθηκε να την πάρει με το αυτοκίνητο του στο ξενοδοχείο της.

 

Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 2 εγείρεται περαιτέρω ζήτημα ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε κατά πόσο η στάση της παραπονούμενης θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως θέληση ή και συγκατάθεση της να έρθει σε συνουσία μαζί του.  Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν διέφυγε, αλλά υπάκουσε τις προσταγές και οδηγίες που τις έδιδε ο Εφεσείων δεν υποδηλούσε συναίνεση, αλλά υποταγή και το εύρημα του ήταν λογικό και δικαιολογημένο στις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Το Κακουργιοδικείο είχε την ευχέρεια, αφού αποδέχτηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης στη βάση της και μόνο να καταδικάσει τον Εφεσείοντα, όπως και έπραξε.  Ανάφεραν οι Δικαστές του Κακουργιοδικείου ότι «Αυτοπροειδοποιηθήκαμε σε ύψιστο βαθμό με ένταση, αισθαντικότητα και περίσκεψη» λαμβάνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για σεξουαλικής φύσης αδίκημα και κατέληξαν αναφέροντας «Αποφαινόμαστε ότι, ως εκ της δύναμης, της ποιότητας, του εύρους και της πειστικότητας της μαρτυρίας της παραπονούμενης θα μπορούσαμε - και είμαστε διατεθειμένοι - να στηριχθούμε αποκλειστικώς στη μαρτυρία της δίχως ενισχυτική μαρτυρία και να καταδικάσουμε τον κατηγορούμενο».  Βρίσκουμε ότι και εδώ δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για επέμβαση από το Εφετείο στη κρίση του Κακουργιοδικείου

 

Επομένως και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με τον ιατροδικαστή της υπεράσπισης το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι αυτός είχε αμφισβητήσει κάθε πτυχή της μαρτυρίας του ιατροδικαστή που μαρτύρησε για την Κατηγορούσα Αρχή, καταφεύγοντας όμως σε γενικόλογες και αόριστες τοποθετήσεις, αντί να ήταν συγκεκριμένος και ορθολογικός στις αναφορές του, όπως θα αναμενόταν.  Διαπίστωσε ακόμα το Κακουργιοδικείο ασυνέπεια στις τοποθετήσεις του μάρτυρα με αναφορά στους χρωματισμούς των εκχυμώσεων στο σώμα της παραπονούμενης, που στόχευαν στο χρονικό προσδιορισμό τους.  Η θέση του ότι συγκεκριμένη εκδορά της παραπονούμενης δεν είχε προέλθει από πτώση στην άσφαλτο παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτη, ενώ και η προσπάθεια του να πείσει ότι οι βλάβες της παραπονούμενης είναι του είδους που εντοπίζονται σε άτομα που πίνουν ποτό και κτυπούν, είχε παραμείνει χωρίς επιστημονική στήριξη.

 

Διαπιστώνουμε ότι η θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας του ιατροδικαστή της υπεράσπισης είναι εντελώς ανυπόστατη.  Αιτιολογία δόθηκε και ήταν συγκεκριμένη με αναφορές στη μαρτυρία του και αντιπαραβολή επιμέρους πτυχών της.   Καταλήγουμε ότι δεν παρέχεται κανένα περιθώριο παρέμβασης μας στην κρίση του Κακουργιοδικείου ως προς την αξιοπιστία του ιατροδικαστή της υπεράσπισης. 

 

Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 εγείρεται περαιτέρω ζήτημα ότι το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε ότι στα ρούχα της παραπονούμενης δεν υπήρχαν ενδείξεις για άσκηση βίας εναντίον της, ενώ και οι βλάβες στο σώμα της ανάγονταν όλες σε χρόνους προγενέστερους του επίδικου, πλην μιας που ήταν από πτώση στο έδαφος και όχι από άσκηση σεξουαλικής βίας.  Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να παρουσιάζονταν συγκεκριμένες κακώσεις στο σώμα της παραπονούμενης εδράζεται στη μαρτυρία του ιατροδικαστή που κάλεσε και που το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι δεν είχε κατορθώσει να το επικουρήσει με αντικειμενική και σαφή μαρτυρία.  Αντίθετα το Κακουργιοδικείο είχε αποδεχτεί τη μαρτυρία του ιατροδικαστή που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή, που πρόσφερε εξηγήσεις πως θα μπορούσε να μην υπάρχουν σημάδια βιαιότητας στα γεννητικά όργανα της παραπονούμενης και αλλού στο σώμα της. Ορθά επομένως η επιμέρους επιχειρηματολογία δεν κρίθηκε βάσιμη.

 

    Ο λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.

    Η έφεση απορρίπτεται. 

 

 

 

                                                        Κ. Σταματίου, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο