ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B405
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 205/2021)
26 Οκτωβρίου, 2022
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσείων
v.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ
Εφεσίβλητης
_________________________
Π. Ευθυβούλου (κα) με Θ. Παπακυριακού (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ηλ. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Αστυνομία διερευνά κατά πόσο έχουν διαπραχθεί σοβαρά ποινικά αδικήματα που αφορούν σε πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών. Στο πλαίσιο της πιο πάνω διερεύνησης, εξασφάλισε τρία δικαστικά εντάλματα έρευνας που αφορούσαν σε συγκεκριμένα υποστατικά (γραφεία της δικηγορικής εταιρείας Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ). Τα δύο είχαν εκδοθεί στις 29.7.21, σε διαφορετική ώρα, και το άλλο την επόμενη ημέρα στις 30.7.21.
Και τα τρία εντάλματα έρευνας εκτελέστηκαν. Κατά την εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας, παραλήφθηκε ένας μεγάλος αριθμός αντικειμένων. Ακολούθως η Αστυνομία, καθηκόντως καταχώρισε στις 2.8.21 την Αίτηση με Αρ. 109/21 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπου και εξασφάλισε την ίδια ημέρα διάταγμα κατακράτησης των αντικειμένων που είχαν κατασχεθεί κατά την εκτέλεση των τριών ενταλμάτων έρευνας. Καταγράφεται στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως:
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ανέγνωσε την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή ως επίσης άκουσε όλα όσα ελέγχθηκαν από ή εκ μέρους του αιτητή.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ των τεκμηρίων που αναφέρονται στην ένορκη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Α. Ανδρέου του Τ.Α.Ε. Αρχηγείου Αστυνομίας,
Α) για περίοδο 1 μηνός από σήμερα.
Το παρόν διάταγμα να επιδοθεί στους Καθ΄ ων η Αίτηση, Ανδρέα, Γιώργο και Δημήτρη Δημητριάδη το συντομότερο.»
Ο μήνας παρήλθε, χωρίς να είχε καταχωριστεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου αφού οι έρευνες της Αστυνομίας συνεχίζονταν. Η τελευταία στο πλαίσιο της Αίτησης στην οποία είχε εκδοθεί το διάταγμα κατακράτησης (Αρ. Αίτησης 109/21), επανήλθε με νέα αίτηση ημερ. 1.9.21. Αυτή τη φορά ζητούσε ανανέωση του ήδη εκδοθέντος διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων «. μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων καθώς και την αποπεράτωση των ποινικών διαδικασιών σε σχέση με αυτά».
Η Αίτηση για ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων, τέθηκε ενώπιον άλλου Επαρχιακού Δικαστή. Η Αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του Υπαστυνόμου Α. Ανδρέου και κάλυπτε γύρω στις 47 σελίδες. Σ΄ αυτήν γινόταν αναφορά στο ιστορικό των ερευνών και στις εξετάσεις της Αστυνομίας οι οποίες δεν είχαν ολοκληρωθεί. Η Αίτηση επεδόθη στην άλλη πλευρά, η οποία με οδηγίες του Δικαστηρίου καταχώρισε ένσταση.
Ο Επαρχιακός Δικαστής αφού άκουσε και τις δύο πλευρές εξέδωσε στις 13.12.2021 την απόφαση του. Απέρριψε τη θέση της Εφεσίβλητης ότι θα έπρεπε να είχε καταχωριστεί ξεχωριστή αίτηση για κάθε συγκεκριμένο ένταλμα έρευνας. Ωστόσο, απέρριψε την Αίτηση της Αστυνομίας στο μεγαλύτερο της μέρος, και συγκεκριμένα στο μέρος που αφορούσε στα τεκμήρια 2-37 και 52-57, επειδή δεν γινόταν ειδική αναφορά στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα, ποια συγκεκριμένα τεκμήρια «συνδέονταν» με έκαστο εκδοθέν ένταλμα έρευνας. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε: «Συνεπώς, εφόσον καμία ειδική αναφορά δεν υπάρχει από την οποία να μπορεί να συνδεθούν αντικείμενα με ένταλμα (πλην για τα Τεκμήρια 1 και 38-51), δεν μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει με βάση ποιο ένταλμα κατασχέθηκε κάθε Τεκμήριο και αν καλυπτόταν από αυτό».
Όσον φορά στα τεκμήρια 38-51 σημείωσε τα ακόλουθα: «. εφόσον υπάρχει δεδομένη αμφισβήτηση ως προς το αν καλύπτονται τα εν λόγω έγγραφα από δικηγορικό απόρρητο θα βασιστώ στην εν λόγω πρόνοια του εντάλματος και θα εξετάσω-επιθεωρήσω τους φακέλους που κατασχέθηκαν (αν και θεωρώ ότι το ορθότερο θα ήταν να είχε ήδη μεριμνήσει η Αστυνομία να μεταφέρει τα αρχεία στο Δικαστήριο, με δεδομένη την εν λόγω διαταγή και την έγερση ζητήματος απορρήτου από τους Καθ΄ ων η Αίτηση). Συνεπώς, θεωρώ ορθό όπως τεθούν ενώπιον μου τα συγκεκριμένα Τεκμήρια 38-51, ώστε να αποφανθώ επί του αν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο».
Στη συνέχεια όρισε την Αίτηση για τις 17.12.2021 ώστε να τεθούν ενώπιον του τα εν λόγω τεκμήρια «. και να δοθούν ειδικές οδηγίες ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί». Την ίδια ημερομηνία όρισε την Αίτηση «. για να ακούσω τις τοποθετήσεις των μερών ως το προς εάν πρέπει να εκδοθεί διαταγή επιστροφής των Τεκμηρίων 2, 3-37, 52-57 από το παρόν Δικαστήριο μετά τη μη ικανοποίηση του αιτήματος της Αστυνομίας για κατακράτηση τους».
Στις 20.1.2022 διέταξε την επιστροφή των συγκεκριμένων τεκμηρίων εντός 48 ωρών στους δικηγόρους της Εφεσίβλητης. Ταυτόχρονα διέταξε την Αστυνομία να καταχωρίσει στο φάκελο του Δικαστηρίου εντός 3 εργάσιμων ημερών μετέπειτα, ένορκη δήλωση που να βεβαιώνει την εν λόγω παράδοση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας αντέδρασε στην πιο πάνω προσέγγιση και καταχώρισε, αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια, Αίτηση δια Κλήσεως με την οποία αξίωνε από το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η επιστροφή των τεκμηρίων 2-37 και 52-57. Πρόκειται για την Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/22, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων της Φύσεως Certiorari και Phohibition, απόφαση ημερ. 23.2.2022, που εξεδόθη από την Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.. Το Ανώτατο Δικαστήριο για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει, εξέδωσε το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα Certiorari και ακύρωσε την απόφαση ημερ. 20.1.2022 του Κατώτερου Δικαστηρίου για επιστροφή των τεκμηρίων.
Προηγουμένως, και συγκεκριμένα στις 17.2.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πολιτική Αίτηση αρ. 10/22 που καταχώρισε και πάλι ο Γενικός Εισαγγελέας για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, εξέδωσε το αιτούμενο προνομιακό ένταλμα με το οποίο το Κατώτερο Δικαστήριο εμποδιζόταν «. από του να επιθεωρήσει τα ως άνω τεκμήρια, ως η απόφαση του ημερ. 13.12.2021, στα πλαίσια της Αίτησης κατακράτησης τεκμηρίων υπ΄ αρ. 109/21» (απόφαση που εξεδόθη από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.).
Με την υπό εκδίκαση Έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης ημερ. 13.12.2021 του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την Αίτηση της Αστυνομίας για ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης των αντικειμένων.
Πέντε είναι οι λόγοι έφεσης. Τους παραθέτουμε αυτολεξεί:
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας απέρριψε το αίτημα ανανέωσης κατακράτησης Τεκμηρίων για όλα τα τεκμήρια πλην του τεκμηρίου 1, ενεργώντας ως Εφετείο σε απόφαση ομόβαθμου Δικαστηρίου.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα ανανέωσης κατακράτησης Τεκμηρίων για όλα τα τεκμήρια, πλην του τεκμηρίου 1 τελώντας υπό νομική πλάνη.
3. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, αποφάσισε επί θεμάτων που αφορούν την εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας.
4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και τελώντας υπό νομική πλάνη αποφάσισε όπως τα Τεκμήρια 38-51 τεθούν ενώπιον του για να αποφανθεί κατά πόσο καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο.
5. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτελεί αντικανονικότητα διαδικασίας και είναι νομικώς εσφαλμένη.
Η Εφεσίβλητη δικηγορική εταιρεία εγείρει προδικαστικό ζήτημα, λέγοντας ότι λανθασμένα ασκήθηκε ποινική έφεση. Κατ΄ επέκταση ζητά απόρριψη αυτής χωρίς να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης.
Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155 (Νόμος), είναι το δίκαιο της ποινικής διαδικασίας και διακρίνεται από το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Ο πιο πάνω Νόμος περιέχει κανόνες κατά την ποινική δίωξη (Μέρος ΙΙΙ) αλλά και κανόνες πριν από την ποινική δίωξη (Μέρος ΙΙ - άρθρα 4-34). Αυτό που εν προκειμένω ενδιαφέρει, είναι οι Κανόνες πριν από τη δίωξη και συγκεκριμένα η κατακράτηση ή διάθεση πραγμάτων που κατάσχονται κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας. Τα σχετικά άρθρα του Νόμου έχουν ως εξής:
«32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.
32.Α(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.
34. Αν δυνάμει εντάλματος έρευνας, προσκομίζεται ενώπιον Δικαστή έγγραφο ή πράγμα του οποίου η χρήση ή η κατοχή είναι παράνομη, ο Δικαστής δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας που θα αποδειχτεί από το πρόσωπο που το κατέχει, να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση, ή καταστροφή του εγγράφου αυτού ή του πράγματος ανεξάρτητα του ότι κανένα πρόσωπο δεν διώκεται σε σχέση με αυτό.»
Να υπενθυμίσουμε ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για την ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων που σχετίζονται με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων (Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) ΑΑΔ 1014, 1021).
Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι η κατακράτηση ή διάθεση πραγμάτων-αντικειμένων που κατάσχονται κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, δεν αφορά σε αστικής φύσεως διαφορά αλλά σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με ποινική διαδικασία. Δεν έχουμε εντοπίσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πολιτική Έφεση που να αφορά σε απόφαση Πρωτόδικου Δικαστηρίου για κράτηση και φύλαξη αντικειμένων που κατάσχονται δυνάμει του Άρθρου 27. Στις αποφάσεις που θα κάνουμε αναφορά πιο κάτω, είχαν καταχωριστεί Ποινικές Εφέσεις και ουδέποτε αποφασίστηκε ότι κακώς καταχωρίστηκαν τέτοιες.
Στην Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.
Είμαστε της γνώμης, χωρίς να αποφασίζουμε οριστικά το θέμα εφόσο δεν εγείρεται προς απόφαση, ότι διάταγμα που εκδίδεται βάσει του άρθρ. 32 (1) μπορεί να εφεσιβληθεί για τους ίδιους λόγους που χωρεί έφεση εναντίον διατάγματος προσωποκράτησης. Και όπως κάθε άλλη δικαστική διαταγή, μπορεί επίσης να αναθεωρηθεί βάσει των προνομιακών ενταλμάτων αν συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις.»
Στη C.T. Tοbacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 ΑΑΔ 212, η Ποινική Έφεση που καταχωρίστηκε απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε πως ο Νόμος δεν προέβλεπε δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων «επαγόμενων την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων» και όχι γιατί είχε καταχωριστεί ποινική έφεση αντί πολιτική. Βεβαίως ακολούθησε στις 23.7.2004 η τροποποίηση του Νόμου (Ν. 219(1)/2004) με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 32Α πως:
«1. Κάθε απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.
2. Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.»
Στην Ησαϊα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669, λέχθηκε πως η διαδικασία για κατακράτηση τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου είναι πολιτική όχι γιατί αφορά σε αστικής φύσεως διαφορά αλλά γιατί δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για αδίκημα. Και τούτο γιατί, ως καταγράφεται στην απόφαση, «. Το Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), καθορίζει ότι 'ποινική διαδικασία' σημαίνει οιανδήποτε διαδικασία εισαγομένη ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου καθ΄ οιουδήποτε προσώπου προς επίτευξη τιμωρίας αυτού δι΄ οιονδήποτε αδίκημα .... Ενώ 'πολιτική διαδικασία' περιλαμβάνει οιανδήποτε διαδικασίαν άλλην ή ποινικήν διαδικασίαν». Στην εν λόγω υπόθεση η Ποινική ΄Εφεση που καταχωρίστηκε αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων κατακράτησης δεν απερρίφθη. Ουσιαστικά θεωρήθηκε πως ορθά καταχωρίστηκε ποινική έφεση και όχι αστική.
Στην CH. & G. EMPORIUM CARS LTD v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 70/15, ημερ. 12.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B350, τα γεγονότα είχαν ως εξής: Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης που καταχώρισε η Αστυνομία ενώπιον του, εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης από την Αστυνομία οχημάτων μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας ήθελε διαταχθεί σε σχέση με αυτά. Ακολούθησε αίτηση εκ μέρους της ιδιοκτήτριας εταιρείας των οχημάτων, με την οποία αυτή ζητούσε όπως ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού της επιστρέψει τα οχήματα και ακυρώσει το εκδοθέν διάταγμα κατακράτησης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο για συγκεκριμένους λόγους απέρριψε την αίτηση με αποτέλεσμα η ιδιοκτήτρια εταιρεία να καταχωρίσει ποινική έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Και εκεί, με αναφορά στην υπόθεση Ησαϊα (πιο πάνω), λέχθηκε ότι η διαδικασία είναι πολιτική και όχι ποινική, όχι γιατί αφορά σε αστικής φύσεως διαφορά αλλά επειδή δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα. Ωστόσο, η ποινική έφεση εξετάστηκε επί της ουσίας της.
Η υπόθεση Γεωργιάδης ν. Γρ. Φόρου Εισοδήματος (1990) 2 ΑΑΔ 380, στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσίβλητης, δεν βοηθά, αφού εκεί αντικείμενο της έφεσης ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου στη βάση της οποίας βεβαιώθηκε φορολογική οφειλή και διατάχθηκε η αποπληρωμή της (Άρθρο 9(1) του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1962, Ν. 31/62). Εν προκειμένω, η απόφαση ήταν ποινικού δικαστηρίου, αφορούσε σε ποινική διαδικασία και ουδόλως σε αστικό χρέος ή οφειλή.
Ούτε η υπόθεση Kotlyarenko v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 2 ΑΑΔ 269, στην οποία επίσης παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσίβλητης, βοηθά, αφού αφορούσε σε διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο συγκεκριμένου Νόμου (όχι ποινικού) που αφορά σε έκδοση φυγοδίκου, δεν συνιστά ποινική διαδικασία.
Εν κατακλείδι, η κατακράτηση και διάθεση πραγμάτων που κατάσχονται κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, δεν αφορά σε αστικής φύσεως διαφορά. Τουναντίον, συνιστά ζήτημα που αφορά στη μεταχείριση πραγμάτων «. μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά». Η δε απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του Άρθρου 32(1) του Νόμου, είναι αυτοτελής απόφαση Δικαστηρίου ποινικής δικαιοδοσίας η οποία (απόφαση), εφεσιβάλλεται δυνάμει συγκεκριμένης πρόνοιας ποινικού Νόμου (Άρθρο 32Α (1) του Νόμου).
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, βρίσκουμε ότι ορθά ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε ποινική έφεση. Το εγειρόμενο από την Εφεσίβλητη «προδικαστικό ζήτημα» ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, επειδή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει έγκυρη έφεση, είναι αβάσιμο και απορρίπτεται.
Προχωρούμε να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης. Έχει ήδη γίνει αναφορά στους λόγους έφεσης. Έχουμε θέσει ενώπιον μας τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανέφεραν με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους. Αναφέρουμε από τώρα πως συμφωνούμε με τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων του Εφεσείοντα.
Η εξουσία των Δικαστηρίων που αφορά σε έκδοση διαταγής για κατακράτηση ή διάθεση πραγμάτων που κατάσχονται δυνάμει εντάλματος έρευνας, είναι όντως περιορισμένη και δεν επεκτείνεται σε έλεγχο που αφορά στην αποδεκτότητα μαρτυρίας. Όπως λέχθηκε στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 10/22 (πιο πάνω):
«Συμφωνώντας με την πλευρά του Αιτητή θεωρώ ότι, όπως ερμηνεύεται το άρθρο από τη νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της κατακράτησης/ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων είναι περιορισμένη στην ίδια την έκδοση ή μη διαταγής για κατακράτηση/ανανέωση τεκμηρίων κατασχεθέντων δυνάμει του άρθρου 27 «για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας, η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις». Δεν γίνεται στη διαδικασία αυτή ένας έλεγχος ή προέλεγχος της αποδεκτότητας της μαρτυρίας. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην κατακράτηση ή στην ανανέωση αυτής σε συνάρτηση με τον έλεγχο ως προς τον χρονικό προσδιορισμό της ποινικής υπόθεσης. Δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου και από την υπάρχουσα νομολογία τέτοια εξουσία όπως ο Επαρχιακός Δικαστής την αντιλήφθηκε. ...............................
Πλην όμως, ο ίδιος ο δικός μας Νόμος, όπως υφίσταται, δεν παρέχει τέτοια ευρεία εξουσία στον Επαρχιακό Δικαστή στη συγκεκριμένη διαδικασία. Η αντίληψη «επιθεώρησης» ή «προσκόμισης» ή «μεταφοράς» των τεκμηρίων για σκοπούς του άρθρου δεν σημαίνει - και δεν μπορεί να σημαίνει - ότι στην ουσία ο Δικαστής που ασκεί δικαιοδοσία εκ του άρθρου 32 θα αποφασίσει οτιδήποτε άλλο που να εκφεύγει της αναγκαιότητας να παραμείνουν ή μη ως τεκμήρια τα κατασχεθέντα, ως προς τον παράγοντα που αφορά το χρόνο έγερσης της ποινικής υπόθεσης. Εντάσσονται δε στο πλαίσιο εξέτασης και του άρθρου 32 περιορισμένα θέματα, ως εξηγήθηκαν στην Ησαΐα (ανωτέρω) τα οποία δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Εξάλλου, όπως υποδεικνύεται στην Concrete Mix Ltd, ανωτέρω, η πρόσαψη της κατηγορίας οριοθετεί το στάδιο εκ του άρθρου 32(3), όπου το Δικαστήριο αποφασίζει - εφόσον ο,τιδήποτε κατασχέθηκε δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική υπόθεση - να διατάξει την επιστροφή του. .................»
Το μοναδικό θέμα που εγειρόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση της Αίτησης για ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης, ήταν κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η περαιτέρω κατακράτηση των αντικειμένων και τίποτε άλλο. Στην Παντελίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 84, εφεσιβλήθηκε από τους ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων η απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την περαιτέρω κατακράτηση των αυτοκινήτων για σκοπούς ολοκλήρωσης των εξετάσεων που αφορούσαν σε υπόθεση κλοπής και κλεπταποδοχής που διερευνούσε η Αστυνομία. Είχε αρχικά διαταχθεί η κατακράτηση τους για δέκα ημέρες, και το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την περαιτέρω κατακράτηση για άλλες τέσσερεις ημέρες. Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση σημείωσε τα ακόλουθα:
«Υπό συζήτηση ήταν απλώς το θέμα της περαιτέρω κράτησης των αυτοκινήτων για τέσσερις ακόμα μέρες. Στο Δικαστήριο αναφέρθηκε ότι προηγήθηκε διαδικασία για την κράτηση των αυτοκινήτων για περίοδο δέκα ημερών προηγουμένως και το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τους λόγους για τους οποίους, σύμφωνα με την Αστυνομία, χρειαζόταν να κρατηθούν για άλλες τέσσερις μέρες. Τους οποίους έκρινε ικανοποιητικούς, ευλόγως, όπως εκτιμούμε. Αυτά, ενόψει και της φύσης του θέματος, ήταν αρκετά και δε νομίζουμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο.»
Να επαναλάβουμε πως εν προκειμένω είχε ήδη αποφασιστεί στις 2.8.2021 (από άλλο Επαρχιακό Δικαστή) ότι η κατακράτηση των κατασχεθέντων αντικειμένων ήταν αναγκαία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 13.12.2021 φαίνεται να προβληματίζεται, και δικαιολογημένα, σε σχέση με αυτό το θέμα αφού σημείωσε τα ακόλουθα: «Δεν μου διαφεύγει επίσης ότι η παρούσα αφορά ανανέωση διατάγματος κατακράτησης που ήδη εκδόθηκε. Υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά. Στην παρούσα έχει εμφανιστεί δικηγόρος για τους Καθ΄ ων η Αίτηση και έχει επιστηθεί η προσοχή του Δικαστηρίου σε σειρά ζητημάτων τα οποία και του επιτρέπεται να έχει μια σφαιρικότερη άποψη ως προς το κατά πόσον η κατακράτηση δικαιολογείται ή όχι. Επίσης ως προκύπτει από το φάκελο της παρούσας Αίτησης, ο οποίος περιέχει και την προηγούμενη, στην πρώτη διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων δεν φαίνεται να παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα τρία εντάλματα έρευνας».
Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Η προηγούμενη απόφαση κατακράτησης ημερ. 2.8.2021, επίσης πρωτόδικη, δεν μπορούσε να ανατραπεί από Πρωτόδικο Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι εμφανίστηκε δικηγόρος με αποτέλεσμα να υπάρχει «μια σφαιρικότερη άποψη ως προς το κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η κατακράτηση των τεκμηρίων». Ο σχετικός λόγος έφεσης (πρώτος) είναι βάσιμος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση για ανανέωση κατακράτησης τεκμηρίων επικαλούμενο εξουσίες που δεν είχε από το Νόμο. Δεν επικεντρώθηκε στο ένα και ουσιώδες, κατά πόσο στη βάση των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του ήταν δικαιολογημένη η περαιτέρω κατακράτηση των τεκμηρίων. Ενώ ορθά σημειώνει στην απόφαση του πως δεν θα πρέπει κάθε τεκμήριο να διασυνδέεται «με κάθε αδίκημα που αυτό θα σχετίζεται ή θα τείνει να αποδείξει», και ότι η διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων δεν πρέπει να μετατρέπεται «σε μια υπερδιαδικασία, που πιθανόν να προκαταλάμβανε πιθανή μελλοντική ακροαματική διαδικασία, όπου και κρίνεται η σχετικότητα τεκμηρίων που ζητούνται να κατατεθούν», στο τέλος της ημέρας με την απόφαση του, αυτό είναι που έγινε.
Η Έφεση είναι δικαιολογημένη και επιτυγχάνει. Η εκδοθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο απόφαση ημερ. 13.12.2021, με την οποία απερρίφθη το αίτημα της Αστυνομίας για περαιτέρω κατακράτηση των κατασχεθέντων αντικειμένων, είναι εσφαλμένη και παραμερίζεται. Νοείται ότι παραμερίζεται και η διαταγή για έξοδα.
Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστήριζε την Αίτηση για ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως η κατακράτηση των κατασχεθέντων τεκμηρίων παραταθεί και παρατείνεται μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής υπόθεσης ήθελε καταχωριστεί σε σχέση με αυτά.
Νοείται βεβαίως πως σε περίπτωση που δεν καταχωριστεί τέτοια ποινική υπόθεση εντός ευλόγου χρόνου, η Αστυνομία οφείλει είτε να επιστρέψει αμέσως τα αντικείμενα στους ιδιοκτήτες ή δικαιούχους τους είτε να αποταθεί εκ νέου στο Πρωτόδικο Δικαστήριο για οδηγίες.
Είναι αυτονόητο πως τέτοιο δικαίωμα έχει και η Εφεσίβλητη δικηγορική εταιρεία, η οποία επίσης μπορεί να αποταθεί στο Πρωτόδικο Δικαστήριο για επιστροφή των κατασχεθέντων αντικειμένων σε περίπτωση που δεν καταχωριστεί εντός ευλόγου χρόνου ποινική υπόθεση σε σχέση με αυτά.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.