ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Κ. Χατζησέργη (κα), για τον Εφεσείοντα στην 129/2021 και Εφεσίβλητο στην 145/2021. Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο στην 129/2021 και Εφεσείοντα στην 145/2021. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-10-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο S. J. L. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 129/2021, 145/2021, 27/10/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B409

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

27 Οκτωβρίου, 2022

 

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 129/2021)

(σχ. με 145/2021)

 

 

S. J. L.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

__________________________________________________

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2021)

(σχ. με 129/2021)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

 

S. J. L.,

 

Εφεσίβλητου.

Κ. Χατζησέργη (κα), για τον Εφεσείοντα στην 129/2021 και Εφεσίβλητο στην 145/2021.

 

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο στην 129/2021 και Εφεσείοντα στην 145/2021.

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ηλικίας 73 ετών, κατάγεται από την Αγγλία όπου και διαμένει. Στις αρχές του 2019 είχε έλθει στην Κύπρο για μια εβδομάδα, για να επισκεφθεί τη θυγατέρα του και τα τρία ανήλικα παιδιά της. Κατά την εβδομάδα  που παρέμεινε στην Κύπρο, επισκεπτόταν σχεδόν καθημερινά την οικογένεια της θυγατέρας του. 

 

Ανέπτυξε καλές σχέσεις με τα εγγόνια του και ιδιαίτερα με το αγοράκι, ηλικίας 5 ½ ετών (εν τοις εφεξής «το αγοράκι» ή «το παιδί»).  Το αγοράκι αυτό βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού με δυσκολία, ανάμεσα στα άλλα, στην αντίληψη των κοινωνικών κανόνων και στην κατάλληλη εξωτερίκευση των σεξουαλικών του επιθυμιών ενώ, λόγω της ευάλωτης κατάστασης του, είναι άτομο υψηλού ρίσκου για όλες τις μορφές κακοποίησης.

 

Ο Εφεσείων συνήθιζε να κλείνεται με το αγοράκι σε μια σκηνή (αντίσκηνο) που βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού. Μία ημέρα ευρισκόμενος με το αγοράκι εντός της σκηνής του έδειξε το πέος του.  Τότε εισήλθε στο δωμάτιο η ανήλικη εγγονή ηλικίας 10 ½  ετών (εν τοις εφεξής «το κορίτσι»), για να τους πει ότι το φαγητό ήταν έτοιμο. Αφού εισήλθε και αυτή στη σκηνή, ο παππούς επέδειξε και σε εκείνη το πέος του.  Στη συνέχεια το αγοράκι άγγιξε και έγλειψε το πέος του Εφεσείοντα και ο Εφεσείων έπραξε το ίδιο στο πέος του αγοριού. Στο πλαίσιο του ιδίου περιστατικού προσπάθησε, επίσης, να διεισδύσει το πέος του στον πρωκτό του παιδιού. Ο μόνος λόγος που δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή ήταν επειδή το αγοράκι είχε πονέσει και του ζήτησε να σταματήσει. Την ίδια πράξη προσπάθησε να κάνει το αγοράκι στον Εφεσείοντα. Ενώ ευρίσκονταν όλοι εντός της σκηνής, ο Εφεσείων δεν άφηνε το κορίτσι να φύγει. Και όχι μόνο αυτό. Ο Εφεσείων ζήτησε από το κορίτσι να κατεβάσει το παντελόνι της και να του επιδείξει τα γεννητικά της όργανα. Αυτή, αντιλαμβανόμενη αρχικά το όλο θέμα ως παιγνίδι, ανταποκρίθηκε σε αυτό που της ζήτησε ο Εφεσείων και κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο της. Τότε ο Εφεσείων άγγιξε το αιδοίο της.  Στο τέλος ο Εφεσείων είπε και στα δύο παιδιά να μην αναφέρουν τίποτε στη μητέρα τους για το τι είχε συμβεί γιατί «ήταν το μυστικό τους». 

 

Το αγοράκι όμως αποκάλυψε τα διαδραματισθέντα στο μεγαλύτερο τους αδελφό, ανήλικο και αυτό.  Ο τελευταίος ενημέρωσε σχετικά τον πατέρα τους και ακολούθησε καταγγελία στην Αστυνομία.

 

Το αγοράκι μετά την αποκάλυψη του επίδικου συμβάντος και την ψυχολογική αξιολόγηση του από ειδική Ψυχολόγο, και αφού του εξηγήθηκε η φύση των παραπάνω πράξεων, παρουσίασε άγχος και αγωνία και κοιμόταν στο κρεβάτι μαζί με τους γονείς του. Όσον αφορά το κορίτσι, μετά το επίδικο περιστατικό και ως αποτέλεσμα αυτού ανέπτυξε συμπτωματολογία μετατραυματικού στρες, ήτοι ήταν λυπημένο, δεν συγκεντρωνόταν στο σχολείο και είχε δυσκολία κατά την επέλευση και διατήρηση του ύπνου της, βιώνοντας επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα με περιεχόμενο συνδεδεμένο με το τραυματικό γεγονός.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας διάφορες κατηγορίες που αφορούν σεξουαλικής φύσεως αδικήματα και περιλαμβάνουν τα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των  Άρθρων 2 και 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου (Ν. 91(Ι)/2014), (Κατηγορίες 6, 9 και 10), της απόπειρας συνουσίας με νεαρό άνδρα κάτω των 13 ετών, κατά παράβαση του Άρθρου 174(1)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 7) και άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 152 του Κεφ. 154 (Κατηγορίες 5 και 8).

 

Δεν παραδέχτηκε και διεξήχθη δίκη, στην οποία κατέθεσαν και τα δύο ανήλικα θύματα, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να κριθεί ένοχος σε αυτές στη βάση των πιο πάνω γεγονότων που αποτέλεσαν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.

 

Αντικείμενο των υπό κρίση Εφέσεων είναι οι ποινές που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στις Κατηγορίες 6 και 7. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στην Κατηγορία 6 (σεξουαλική κακοποίηση παιδιού) ποινή φυλάκισης 7 ετών και στην Κατηγορία 7 (απόπειρα συνουσίας με νεαρό άνδρα κάτω των 13 ετών) ποινή φυλάκισης 4 ετών.

 

Με την Έφεση του ο Εφεσείων προσβάλλει τις ποινές που επιβλήθηκαν στις πιο πάνω Κατηγορίες ως έκδηλα υπερβολικές, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας με τη δική του Έφεση τις προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές αλλά και από την ίδια τη φύση τους, σε συνάρτηση και με την ολοένα αυξανόμενη συχνότητα διάπραξής τους.

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης, τόνισε ότι αντί η επίσκεψη του Εφεσείοντα, ενός παππού, στην οικογένεια να φέρει τη χαρά, το χαμόγελο, την ευτυχία «συνεπικουρούμενα από συμβουλές» και διήγηση ιστοριών με ηθικά διδάγματα, «έφερε την ανηθικότητα, τη δυστυχία, την βεβήλωση και τον εξευτελισμό της αγνής και ανόθευτης υπόστασης» των παιδιών τραυματίζοντας τα ψυχικά με τον πιο άθλιο τρόπο. Όπως επεσήμανε, ο Εφεσείων «εκμεταλλευόμενος από την μια την παιδική αθωότητα τους και από την άλλη την απλόχερη αγάπη και εμπιστοσύνη που έδειξαν σε αυτόν, δημιουργώντας, ανυποψίαστα, καλές σχέσεις με αυτόν, ιδιαίτερα ο Μ.Κ.1, παραπονούμενος-εγγονός του, με τον οποίο ανέπτυξε πιο στενές σχέσεις.. ευρισκόμενοι στη σκηνή αντί για παιγνίδι προέβαινε στις επαίσχυντες, κατακριτέες, βδελυρές και άνομες ενέργειες που περιγράψαμε ανωτέρω». Ως επιβαρυντικούς παράγοντες το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του μόνο τη σχέση εμπιστοσύνης που η ιδιότητα του Εφεσείοντα ως παππού των ανηλίκων δημιουργούσε και την οποία αυτός καταχράστηκε, αλλά και τη μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του Εφεσείοντα, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο ήτο 72 ετών, και των ανήλικων θυμάτων.

 

Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να επισημάνει και τις συνέπειες που οι άνομες πράξεις του Εφεσείοντα επέφεραν στον ψυχικό κόσμο των ανήλικων εγγονιών του, όπως αυτές περιγράφησαν ανωτέρω. Χωρίς δε να παραγνωρίζει το αναφαίρετο δικαίωμα του να μην προβεί σε παραδοχή και ότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος του δεν ήταν σε καμιά περίπτωση επιβαρυντικός παράγων, επεσήμανε ότι ο Εφεσείων στερήθηκε του ευεργετήματος της έκπτωσης της ποινής που θα είχε σε περίπτωση παραδοχής και της σημασίας που αυτός ο παράγοντας θα είχε, ιδιαίτερα σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις όπου το θύμα υποχρεώνεται να δώσει μαρτυρία και να βιώσει εκ νέου το επίδικο περιστατικό.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Η.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 50/2018 (σχ. με 137/2018), ημερ. 8/4/2020, η οποία αφορούσε σε αδίκημα σεξουαλικής κακοποίησης της θετής κόρης του Εφεσείοντα:

«. η παραδοχή είναι ο πλέον σημαντικός μετριαστικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση της ποινής (Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28 και δη σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως όπου, με την παραδοχή, αποφεύγεται η ψυχική ταλαιπωρία του θύματος το οποίο με τη μη παραδοχή του δράστη υποβάλλεται σε αντεξέταση και ως εκ τούτου βιώνει εκ δευτέρου τα όσα τραυμάτισαν το σώμα και την ψυχή του.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν απεφεύχθη η ψυχική ταλαιπωρία των θυμάτων εφόσον χρειάστηκε να καταθέσουν στη δίκη που διεξήχθη και να επαναβιώσουν, μέσα από αυτή, τη σεξουαλική κακομεταχείριση που είχαν υποστεί (Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304).

 

Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσείοντα και στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το λευκό του ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις, καθώς και το άγχος που βίωσε για την εξέλιξη της υπόθεσης από την ημέρα της σύλληψης του, δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, μέχρι και την ημέρα επιβολής ποινής. Δεν παρέβλεψε ούτε την ηλικία του Εφεσείοντα, ο οποίος είναι 73 ετών, επισημαίνοντας ότι απώτερος σκοπός αποτελεί να δοθεί η ευκαιρία να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του έξω από τους τοίχους της φυλακής.  (Costas Pittas v. The Police (1968) 2 C.L.R. 137).  Ο παράγοντας αυτός δεν παραβλέπεται.  Όμως, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 176/2018, ημερ. 11/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:B4, με αναφορά στην υπόθεση Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189, σε σοβαρά αδικήματα τα οποία παρουσιάζουν έξαρση, η ηλικία του δράστη δεν έχει ουσιαστική βαρύτητα.   Μάλιστα, σε σεξουαλικής φύσεως αδικήματα η τεράστια διαφορά ηλικίας (age gap) συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα και προσδίδει στην εγκληματική δράση ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική απαξία.

 

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991)             2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993)            2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015, ECLI:CY:AD:2015:B779).

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κατ' επανάληψη την ευκαιρία να καταγράψει τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της μορφής. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22/11/2016:

 

«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.»

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτήρη Σάββα, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021, ημερ. 17/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:D116, επαναλήφθηκαν  τα ακόλουθα:

 

«Η σοβαρότητα του αδικήματος διαφαίνεται τόσο από την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή, όσο και από την μεγάλη κοινωνική απαξία που χαρακτηρίζει αυτής της φύσεως τα αδικήματα, ιδιαίτερα όταν τα θύματα είναι ανήλικα άτομα. Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ΣΛ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 155/19, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ακριβώς σκοπό έχει την προστασία τους. Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 69/16, 23.3.2017, τονίστηκε ότι τα δικαστήρια είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατεύσει, δηλαδή τα παιδιά, παραπέμποντας στην προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή.»

 

 

Το Κακουργιοδικείο ορθώς σημείωσε ότι τα επίδικα αδικήματα παρουσιάζουν αυξανόμενη συχνότητα στη διάπραξή τους. Αναμφίβολα στις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής (Abumazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551 και Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016).

Μόλις σήμερα μας δόθηκε η ευκαιρία σε άλλη υπόθεση παρόμοιας φύσης (Robert Cionel Clarson ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 38/2022, ημερ. 27/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B411 ) να τονίσουμε τα ακόλουθα σε σχέση με την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία διαπράττονται τέτοια εγκλήματα:

 

«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα. 

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο. 

 

Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους. 

[.]

 

Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης.  Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.»

 

Ειδικότερα, σε ότι αφορά τις προσωπικές περιστάσεις, επαναλαμβάνουμε, για να τονίσουμε, τα όσα σχετικά ειπώθηκαν στη Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457:

 

«Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας.»

 

 

Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 59/2016, ημερ. 23/3/2017).

 

Όπως τονίστηκε, συναφώς, στην υπόθεση Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 155/2019, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν για τέτοια αδικήματα, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τέτοιες απαράδεκτες και ειδεχθείς  συμπεριφορές.  Η επιβολή επιεικών ποινών για τέτοια αδικήματα και με τέτοιες περιστάσεις διάπραξης, θα έστελνε, λανθασμένα μηνύματα τόσο προς την κοινωνία αλλά και σε κάθε επίδοξο παραβάτη. 

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης και οι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως ανεδείχθησαν και από το ίδιο το Κακουργιοδικείο, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι η σεξουαλική κακοποίηση στράφηκε εναντίον δύο παιδιών, που ήταν εγγόνια του Εφεσείοντα, το ένα μάλιστα με ιδιαίτερα προβλήματα, η ηλικία τους, καθώς και τα αποτελέσματα που η έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα επέφερε στον ψυχικό κόσμο των θυμάτων, καθιστούσαν την υπό κρίση περίπτωση άκρως ειδεχθή. Ο Εφεσείων, όντας άτομο συγγενικό και του περιβάλλοντος των παιδιών, επιτέθηκε σε αυτά σεξουαλικά μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, το οικογενειακό τους άσυλο και μάλιστα ταυτοχρόνως. Χωρίς, λοιπόν, να σεβαστεί την όλως ιδιαίτερη εξ αίματος σχέση που είχε μαζί τους και καταχρώμενος την εμπιστοσύνη που του έτρεφαν, δεν έλαβε υπόψη ούτε την παιδική αθωότητα τους, ούτε τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε το αγοράκι που τον καθιστούσαν περισσότερο ευάλωτο σε κακοποιητικές συμπεριφορές. Αντιθέτως, εκμεταλλεύτηκε αυτά τα δεδομένα προς ικανοποίηση των ανώμαλων και διεστραμμένων ορέξεων του, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των πράξεων στον ψυχισμό των θυμάτων του.

 

Η κατ' επανάληψη στηλίτευση από το Κακουργιοδικείο των «επαίσχυντων» και «βδελυρών», όπως τις χαρακτήρισε, πράξεων του Εφεσείοντα, δεδομένης της σοβαρότητας, όπως ορθώς το ίδιο διαπίστωσε, των αδικημάτων που αυτός διέπραξε και των περιστάσεων τους, σαφώς δεν αντανακλάται στο ύψος των ποινών που τελικά επέβαλε. Αυτές, αντικειμενικά κρινόμενες υπό το φως και της σχετικής νομολογίας,  αναμφίβολα, είναι ανεπαρκείς, μη δυνάμενες να επιτελέσουν το σκοπό που επιτάσσουν οι προαναφερθείσες αρχές, και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση για υπερβολική ποινή απορρίπτεται, ενώ η Έφεση για ανεπάρκεια της ποινής επιτρέπεται και η ποινή στην Κατηγορία 6 αυξάνεται από 7 σε 14 έτη, ενώ στην Κατηγορία 7 από 4 σε 7 έτη.

 

Οι ποινές θα συντρέχουν.

 

         Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                               Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                               Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο