ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B388
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 102/21)
18 Οκτωβρίου, 2022
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΗΛΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ,
2. ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
---------
(Ποινική Έφεση Αρ. 103/21)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΗΛΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ,
2. ΣΟΦΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων
---------
Α. Χατζηϊωάννου, για τους εφεσείοντες.
Λ. Κούτρα (κα), για τους εφεσίβλητους.
---------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων και στις δύο εφέσεις είναι εξ αποφάσεως οφειλέτης των εφεσιβλήτων σε δύο διαφορετικές αγωγές. Εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα πληρωμής των εξ αποφάσεως χρεών με μηνιαίες δόσεις, με βάση το Άρθρο 90(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου αυτού το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το οφειλόμενο δυνάμει της απόφασης χρέος πληρωθεί με δόσεις κατά τις ημερομηνίες και στα ποσά που ήθελε κρίνει εύλογα και εντός των οικονομικών δυνατοτήτων του οφειλέτη. Ο εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί για μακρά περίοδο χρόνου. Στην πραγματικότητα δεν κατέβαλε καμιά δόση. Ούτε καταχώρισε αίτηση για ακύρωση, αναστολή ή τροποποίηση του διατάγματος, δυνατότητα που του παρείχε το εδάφιο (2) του Άρθρου 90, νοουμένου ότι θα αποδείκνυε ότι η οικονομική του κατάσταση είχε αλλάξει ουσιαστικά. Το αποτέλεσμα ήταν τα παραλειπόμενα ποσά στις δύο αγωγές να ανέλθουν σε €5.100 και €2.400 αντιστοίχως. Τέτοια παράλειψη αποτελεί πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, αδίκημα το οποίο προβλέπεται από τα Άρθρα 91Α(3) και 91Β(1) του Κεφ.6, αλλά και από το Άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008, Ν. 60(Ι)/2008 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»).
Το Άρθρο 4(3) του εν λόγω Νόμου προβλέπει ότι σε περίπτωση καταδίκης, δυνάμει του Άρθρου 3(1)(γ) του Νόμου, το δικαστήριο δύναται, υπό τις καθοριζόμενες προϋποθέσεις, να εκδώσει διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου:
«3(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
(α) .
(β) .
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Το Άρθρο 4(3) προβλέπει συγκεκριμένα ότι:
«4(3) Το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, εκδίδει, εφόσον υποβληθεί αίτηση προς τούτο, διάταγμα είσπραξης των οφειλομένων δόσεων του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους, ως χρηματικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου καταργούντος ή τροποποιούντος τούτο. Το δικαστήριο κατά την έκδοση του εν λόγω διατάγματος δύναται να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσής του για περίοδο μέχρι έξι μήνες.»
Τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται από τις αντίστοιχες πρόνοιες του Κεφ. 6. Ό,τι αναφέρεται στο Άρθρο 91Β είναι ότι η επιβολή των προβλεπομένων ποινών γίνεται «χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Δικαστηρίου προς έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.»
Οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να καταχωρίσουν δύο ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις επί τη βάσει των Άρθρων 91Α(3) και 91Β(1) του Κεφ.6, οι πρόνοιες των οποίων έχουν ως ακολούθως:
«91Α(3) Πράξη καταδολίευσης δύναται να θεωρείται και οποιαδήποτε παράλειψη καταβολής από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη του ποσού το οποίο υπολογίζεται ως δίκαιο και εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων και διατάζεται να πληρωθεί με δόσεις δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου κατά τις διατάξεις του άρθρου 90.»
«91Β.-(1) Εξ αποφάσεως οφειλέτης ο οποίος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη καταδολίευσης κατά την έννοια του άρθρου 91Α διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με χρηματική ποινή χιλίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές, χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Δικαστηρίου προς έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.»
Ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες και του επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές. Η ευπαίδευτη δικηγόρος των κατηγόρων/ εφεσιβλήτων ζήτησε να εκδοθούν διατάγματα καταβολής των ποσών, επικαλούμενη την εξουσία που παρέχει το Άρθρο 91Β(1) στο δικαστήριο «να εκδώσει οιονδήποτε άλλο διάταγμα». Κατόπιν τούτου το δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα αποζημίωσης, δια της καταβολής των οφειλόμενων ποσών, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 91Β(1) του Κεφ. 6 σε συνδυασμό με το Άρθρο 24(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960.
Το Άρθρο 24(1) του Ν. 14/1960 ορίζει ότι το δικαστήριο, υπό τις προϋποθέσεις που εκεί καθορίζονται, δύναται επιπρόσθετα ή σε υποκατάσταση της επιβληθείσας τιμωρίας να διατάξει τον καταδικασθέντα όπως πληρώσει προς οποιοδήποτε πρόσωπο που υπέστη βλάβη από το αδίκημα του, αποζημίωση μη υπερβαίνουσα τις €6.000.
Το δικαστήριο θεώρησε ότι μπορούσε να ανατρέξει στις πρόνοιες του Άρθρου 24(1), εφόσον το Άρθρο 91Β(1) του Κεφ. 6 ορίζει ότι το αδίκημα της πράξης καταδολίευσης τιμωρείται με φυλάκιση 12 μηνών ή με χρηματική ποινή £1.000, ή και με τις δύο αυτές ποινές «χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του δικαστηρίου προς έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του παρόντος ή οποιουδήποτε άλλου νόμου».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση για έκδοση των διαταγμάτων αποζημίωσης ήταν κατά νόμο και ουσία εσφαλμένη. Ειδικότερα ότι το δικαστήριο δεν είχε εξουσία να τα εκδώσει με βάση το Άρθρο 24(1) του Ν. 14/1960, ούτε και εξυπηρετείτο ο σκοπός του Άρθρου αυτού. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι σκοπός του Άρθρου 24 είναι η αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών δια της επίλυσης στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης, κατά το δυνατόν, και της παράλληλης αστικής διαφοράς. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε ενδεχόμενο έγερσης άλλης αγωγής για να αποζημιωθούν οι εφεσίβλητοι. Το διάταγμα πληρωμής με μηνιαίες δόσεις συνιστά μέτρο εκτέλεσης και δεν δημιουργείται εξ αυτού αγώγιμο δικαίωμα ώστε να ανακύπτει η σκοπιμότητα αποφυγής νέας αγωγής για αποζημιώσεις.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης τονίζοντας τη μακρά παράλειψη του εφεσείοντα και το γεγονός ότι έχει παραδεχθεί όλες τις κατηγορίες για τα ποσά στο σύνολο τους, χωρίς να επικαλεστεί ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Αυτά όμως δεν συνιστούν απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα.
O σκοπός του Άρθρου 24 είναι όντως η αποφυγή πολλαπλών διαδικασιών και εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και εξόδων. Όπως έχει υποδειχθεί από τη νομολογία, κάθε ευχέρεια που παρέχει το οπλοστάσιο του Νόμου προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να αξιοποιείται από τα δικαστήρια με ετοιμότητα, τηρουμένης πάντοτε της υποχρέωσης για διασφάλιση των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων ενός κατηγορουμένου (Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Πόρα, Ποιν. Έφ. Αρ. 323/18, ημερ. 12.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B466).
Όμως, εν προκειμένω, το διάταγμα δόθηκε σε ένα συγχυσμένο πλαίσιο, το οποίο αναιρεί την όλη υπόσταση του. Διευκρινίζουμε στο στάδιο αυτό ότι στις πρωτόδικες διαδικασίες για τους τότε παραπονούμενους, νυν εφεσίβλητους, εμφανίστηκαν αρχικά, στη μια υπόθεση η κα Κοτσιφάκη (ώρα 09:15) και αργότερα στην άλλη υπόθεση (ώρα 11:00) η κα Κούτρα με την κα Κοτσιφάκη.
Η κα Κοτσιφάκη ζήτησε από το δικαστήριο όπως «εκδοθεί το διάταγμα για καταβολή του ποσού των €5.100» επειδή το Άρθρο 91Β(1) «δεν περιορίζει το δικαστήριο από του να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα που προβλέπεται από το Νόμο της Πολιτικής Δικονομίας ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο». Η άλλη πλευρά έφερε ένσταση λέγοντας πως στο Κεφ. 6 δεν προνοείται η έκδοση τέτοιου διατάγματος. Το δικαστήριο έκρινε ότι είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 91Β(1) του Κεφ. 6 και του Άρθρου 24(1) του Ν. 14/1960, τον οποίο προφανώς και θεώρησε ως τον προβλεπόμενο «οποιονδήποτε άλλο Νόμο». Αργότερα η κα Κούτρα επικαλέστηκε και πάλι την εξουσία του δικαστηρίου να εκδώσει οιονδήποτε άλλο διάταγμα και ζήτησε διάταγμα πληρωμής του οφειλόμενου ποσού, οπότε και πάλι το δικαστήριο επί του ιδίου σκεπτικού εξέδωσε διάταγμα αποζημίωσης για το ποσό των €2.400.
Παρατηρούμε ότι σε καμιά από τις δύο περιπτώσεις οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων δεν καθόρισαν το Νόμο τον οποίο είχαν υπόψη τους ως τον Νόμο εκείνο επί του οποίου θα μπορούσε το δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση «οποιουδήποτε διατάγματος». Το δικαστήριο από μόνο του κατέφυγε στις πρόνοιες του Άρθρου 24(1) του Ν. 14/1960, τις οποίες και εφάρμοσε άνευ ετέρου. Δεν έλαβε υπόψη ότι δεν του είχε ζητηθεί διάταγμα αποζημίωσης, αλλά διάταγμα πληρωμής (κα Κούτρα) και διάταγμα καταβολής (κα Κοτσιφάκη). Δεν ζήτησε από τις δικηγόρους των εφεσιβλήτων να θέσουν τη νομική βάση του αιτήματος τους ώστε να είχε την δυνατότητα να το εξετάσει στα αντίστοιχα πλαίσια. Δυνατότητα είσπραξης των οφειλόμενων δόσεων ως χρηματική ποινή παρέχει, υπενθυμίζουμε, το Άρθρο 4(3) του Νόμου. Στην πραγματικότητα εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 24(1) του Ν. 14/1960, χωρίς να ακούσει τους διάδικους, όπως ρητά προβάλλεται με την έφεση, κατά πόσον ήταν η κατάλληλη περίπτωση.
Τα διατάγματα γι΄ αυτό το λόγο θα πρέπει να ακυρωθούν.
Με ένα περαιτέρω λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδειξε μεροληψία και εκδικητικότητα εναντίον του εφεσείοντα. Έχουμε μελετήσει τους προβαλλόμενους λόγους. Όταν εγείρονται τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να εγείρονται εμπεριστατωμένα, υποχρέωση που δεν τηρήθηκε εν προκειμένω. Με όσα αναφέρονται δεν έχουμε αντιληφθεί τη θέση του εφεσείοντα. Άλλωστε το θέμα των διαταγμάτων έχει κριθεί.
Με ένα τελευταίο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα ότι το ποσό των €20 που επιβλήθηκε ως χρηματική ποινή για κάθε κατηγορία στις δύο υποθέσεις είναι υπερβολικό.
Αναμένεται η επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, όταν διαπιστώνεται εμμονή σε αδικαιολόγητη μη συμμόρφωση στο διάταγμα μηνιαίων δόσεων. Τέτοια δέουσα αυστηρότητα δεν υπήρξε στην παρούσα υπόθεση, όπου το ιστορικό αποκαλύπτει μια απαράδεκτα συνεχή παράλειψη του εφεσείοντα να συμμορφωθεί στις υποχρεώσεις του, αλλά και στις διαταγές του δικαστηρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αποφάσεις εναντίον του είχαν εκδοθεί στις 13.4.2011 με αναστολή μέχρι 15.7.2011 που θα συνεχιζόταν εάν πλήρωνε δόσεις μηνιαίως. Καμιά αναστολή δεν αξιοποίησε.
Σήμερα, 11 και πλέον χρόνια μετά, οι εφεσίβλητοι συνεχίζουν ακόμα τις προσπάθειες τους να εισπράξουν το λαβείν τους, το οποίο έχει αναγνωριστεί και επιδικαστεί δικαστικά, με τον εφεσείοντα να συνεχίζει να ταλαιπωρεί τους ίδιους και τη δικαιοσύνη.
Παρά ταύτα το πρωτόδικο δικαστήριο απλώς του επέβαλε €20 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία, δηλαδή για κάθε μήνα που παρέλειψε να πληρώσει. Η ποινή αυτή μάλιστα χαρακτηρίστηκε με την έφεση ως υπερβολική.
Τούτο παρά το γεγονός ότι τα αδικήματα που ο εφεσείων διέπραξε ενείχαν το στοιχείο της ηθελημένης παρακοής σε δικαστικό διάταγμα.
Ο εφεσείων ουδέποτε άσκησε τη δυνατότητα που του παρείχε ο νόμος να ζητήσει τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος, λόγω μεταβολής των οικονομικών του δεδομένων. Ούτε και το δικαστήριο, όπως ρητώς κατέγραψε, εντόπισε κάποιο πραγματικό λόγο ώστε να μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως αδυναμία συμμόρφωσης. Είχε δίκαιο, συνεπώς, η ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων ότι η ποινή όχι μόνο δεν ήταν υπερβολικά ψηλή, αλλά αντιθέτως ήταν υπερβολικά χαμηλή και δεν εξυπηρετούσε τον τιμωρητικό και αποτρεπτικό της χαρακτήρα.
Η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δεν επιβάλλεται μόνο ως ζήτημα αρχής, ως ζήτημα κατίσχυσης του δικαίου και της νομιμότητας, αλλά αποτελεί και μέτρο αντιμετώπισης της σωρείας καθυστερημένων υποθέσεων, εφόσον επενεργεί αποτρεπτικά.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν σε ό,τι αφορά τα διατάγματα με βάση το Άρθρο 24(1) του Ν. 14/1960. Οι άλλοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Λόγω της μερικής επιτυχίας της έφεσης και της όλης συμπεριφοράς του εφεσείοντα δεν δικαιολογείται να του επιδικαστούν έξοδα.
Τα διατάγματα με βάση το Άρθρο 24(1) του Ν. 14/1960 παραμερίζονται.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Στ. Χατζηγιάννη, Δ.
/φκ