ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα. Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-09-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΚΟΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 196/2020, 20/9/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B355

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 196/2020)

 

 

 20 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΑΚΚΟΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Ρ. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χ. Καραολίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

___________________________________________________________________ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε οκτώ συνολικά Κατηγορίες ως ακολούθως:

 

·        Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (Κατηγορίες 2, 5 και 6).

·        Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (Κατηγορίες 7 και 8).

·        Προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (Κατηγορίες 9 και 10).

·        Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Κατηγορία 11).

 

    Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στις Κατηγορίες της προμήθειας σε άλλο πρόσωπο ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β ποινές φυλάκισης 6 ετών, ενώ στις Κατηγορίες της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή με το σκεπτικό ότι τα γεγονότα που περιέβαλλαν αυτές ουσιαστικά εμπεριέχονταν στα γεγονότα των Κατηγοριών της προμήθειας.

 

    Στην Κατηγορία της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος το Κακουργιοδικείο (Κατηγορία 2) επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών. Δεν επέβαλε ποινή στις Κατηγορίες 5 και 6 της συνομωσίας στη βάση του ότι η συνομωσία του Εφεσείοντα με άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη του αδικήματος είχε μετουσιωθεί σε πράξη και έτσι τα γεγονότα αυτών εμπεριέχονταν στα γεγονότα των σοβαρότερων Κατηγοριών 9 και 10.

 

    Στην Κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών.

 

    Διέταξε, τέλος, όπως οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 9, 10 και 11 να συντρέχουν μεταξύ τους και να είναι διαδοχικές της ποινής που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2.

 

    Με την Έφεση προσβάλλεται τόσο η Καταδίκη (Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3), όσο και η Ποινή (Λόγοι Έφεσης 1 και 2).

 

    Προς απόδειξη των Κατηγοριών έδωσαν μαρτυρία πέντε Μάρτυρες Κατηγορίας και συγκεκριμένα, δύο Αστυνομικοί μάρτυρες (Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5), ένας υπάλληλος της ΑΤΗΚ και ένας υπάλληλος της EPIC (Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2) και ο Τ. Ρόνεη (Μ.Κ.3) από τον οποίο προήλθε η ουσιαστικότερη μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντα.

 

    Ο Εφεσείων, όταν κλήθηκε σε απολογία, επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία.

    Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν, εν συνόψει, ως ακολούθως:

 

    Ο Ρόνεη, κατά τους ουσιώδεις για την υπόθεση χρόνους ήταν άτομο που αγόραζε ποσότητες ναρκωτικών και τις πουλούσε, ενώ ο Εφεσείων ήταν έμπορος ναρκωτικών για λογαριασμό και υπό την εντολή του οποίου δρούσε αριθμός προσώπων για σκοπούς διακίνησης και διοχέτευσης τους.

 

    Αρχές Φεβρουαρίου του 2018 ο Ρόνεη μετέβη στην οικία του Εφεσείοντα στο χχχ και ειδικότερα σε δωμάτιο που εφάπτεται αυτής και, αφού συμφώνησαν, αγόρασε από αυτόν επί πιστώσει συνολικά δύο κιλά ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και συγκεκριμένα ένα κιλό κάνναβης για το ποσό των €9.000 και ένα κιλό κάνναβης κατώτερης ποιότητας και αξίας για το ποσό των €3.500, ήτοι, σύνολο €12.500. Στις επόμενες μέρες ο Ρόνεη πώλησε σε τρίτους τα εν λόγω ναρκωτικά και έναντι της οφειλής του κατέβαλε στον Εφεσείοντα το ποσό των €6.000 με αποτέλεσμα να παραμείνει υπόλοιπο το ποσό των €6.500.

 

    Σε μεταγενέστερο χρόνο ο Ρόνεη εγκατέλειψε την Κύπρο και επανήλθε το 2018. Το Φεβρουάριο του 2019 τον προσέγγισε ο Μ. Χριστοφή (εφεξής Τταϊφάς) και τον προέτρεψε να συνεργαστούν στη διακίνηση ναρκωτικών, πράγμα το οποίο αποδέχτηκε.

 

    Ο Εφεσείων, όταν πληροφορήθηκε για τη συνεργασία των δύο πιο πάνω προσώπων, επικοινώνησε με τον Τταϊφά, τον οποίο γνώριζε και ο τελευταίος τον καθησύχασε ότι ο Ρόνεη θα εξοφλούσε το χρέος του και ότι, αν δεν το έπραττε, θα το διευθετούσε ο ίδιος.

 

    Στις 5/4/2019 ο Εφεσείων τηλεφώνησε στον Τταϊφά και ζητούσε τα χρήματα που του χρωστούσε ο Ρόνεη. Την ίδια μέρα ο Τταϊφάς πρότεινε στο Ρόνεη να δώσει στον Εφεσείοντα ½ κιλό MDΜΑ που του είχε δώσει τρίτο πρόσωπο για να εξοφλήσει  το χρέος που δημιούργησε έναντι του από τη χρήση ναρκωτικών. Τότε ο Ρόνεη μίλησε με τον Εφεσείοντα και, μετά από σχετική πρόταση του, ο Εφεσείων αποδέχτηκε να παραλάβει την πιο πάνω ποσότητα MDMA και να του διαγράψει μόνο €4.500 από το χρέος που αναφέρθηκε πιο πάνω.

 

    Στις 11/4/2019, ο Ρόνεη μετέβη στο εργοστάσιο ζωοτροφών του Τταϊφά όπου παρέλαβε το MDMA και στη συνέχεια το έκρυψε σε χώρο του κλειστού γηπέδου «Νίκος Σολομωνίδης» στη Λεμεσό. Σε επικοινωνία που είχε με τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος του ανέφερε ότι στις 12/4/2019 θα τον ενημέρωνε για το πρόσωπο στο οποίο ο Ρόνεη θα παρέδιδε τα ναρκωτικά, αφού ο Εφεσείων βρισκόταν στην Ολλανδία.

 

    Ο Ρόνεη όμως συνελήφθη στις 12/4/2019 στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης και έτσι δεν παρέδωσε τα ναρκωτικά στο πρόσωπο που θα του υποδείκνυε ο Εφεσείων.

 

Λόγοι Έφεσης επί της καταδίκης

 

    Με το Λόγο Έφεσης 1 προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του Ρόνεη. Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα, για τους λόγους που προβάλλονται στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου Έφεσης, ενώ με το                   Λόγο Έφεσης 3 η πλευρά του Εφεσείοντα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα.

 

    Η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν, σε γενικές γραμμές, ότι αυτά που του καταλογίζονταν από την Κατηγορούσα Αρχή είναι ψεύδη και ότι ο Ρόνεη, για αλλότριους και κακόβουλους σκοπούς, αποφάσισε να τον ενοχοποιήσει, εντελώς αδικαιολόγητα.

Λόγοι Έφεσης 1 και 3

 

    Ο Λόγος Έφεσης 1 αφορά στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Ρόνεη και της εν τέλει αποδοχής της, ενώ ο Λόγος Έφεσης 3 της αξιολόγησης και της εν τέλει απόρριψης της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.

 

    Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης, θα εξετασθούν έχοντας κατά νου τις διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

    Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.

    Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει δε να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).

    Όπως προειπώθηκε, μέσω του Λόγου Έφεσης 1 βάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Ρόνεη και της αποδοχής της χωρίς την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

    Ότι ο Ρόνεη ήταν συνεργός αποτέλεσε κοινό έδαφος. Κατόπιν παραδοχής είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών στην υπόθεση 14015/2019 σε σχέση με γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν στις 12/4/2019 οπόταν και συνελήφθη, τα οποία δεν ήταν αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Στην εν λόγω υπόθεση για σκοπούς επιβολής της ποινής λήφθηκαν υπόψη ακόμα δύο υποθέσεις που σχετίζονταν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

    Το Κακουργιοδικείο, αναγνωρίζοντας εξαρχής ότι ο Ρόνεη είναι συναυτουργός, αναφέρθηκε στις καλά θεμελιωμένες αρχές με βάση τις οποίες προσεγγίζεται η μαρτυρία συνεργού και την ανάγκη αξιολόγησης της με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα, καθώς και την ενδεχόμενη ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε συναφώς σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικά στις αποφάσεις Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628 και xxx Πισσά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ρόνεη καταλαμβάνει αρκετές σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης στο πλαίσιο της οποίας σχολιάζονται και επιλύονται σειρά ζητημάτων που άπτονται επί της κρίσης για την αξιοπιστία της. Στις τελευταίες παραγράφους της πιο πάνω θεματικής το Κακουργιοδικείο συνοψίζει την εικόνα που σχημάτισε για τη μαρτυρία που προσέφερε ο μάρτυρας, επισημαίνοντας ότι αυτή «είχε λογική συνοχή, ήταν ένα συμπαγές σύνολο, χωρίς ρωγμές και με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών, που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε πρωτογενώς τα όσα ο μάρτυρας ανέφερε, θα μπορούσε να αποδώσει στην έκταση και στον τρόπο που τα απόδωσε». Το Κακουργιοδικείο, χωρίς να διατηρεί ίχνος αμφιβολίας ότι τα όσα παρέθεσε ο Ρόνεη ήταν η πραγματικότητα, τον έκρινε μάρτυρα της αλήθειας. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας ήταν ζήτημα που απασχόλησε το Κακουργιοδικείο το οποίο αναλογίστηκε τους κινδύνους «που εμπεριέχονταν στην αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού» και, αφού προειδοποίησε σχετικά τον εαυτό του, κατέληξε, όπως ανέφερε, με ασφάλεια ότι «το είδος, φύση, ποιότητα και η πειστικότητα της μαρτυρίας του Τ. Ρόνεη είναι τέτοια, που μπορούμε και έτσι αισθανόμαστε με βεβαιότητα να βασιστούμε στη μαρτυρία του και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας και έτσι δεν την αναζητούμε».

 

    Εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι ο τρόπος που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Ρόνεη συνάδει με ό,τι προκρίνει η πάγια νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού. Ειδικότερα προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και, καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία, κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σε αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο αφού, βεβαίως, αυτοπροειδοποιήθηκε, ως όφειλε, για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση.

    Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση στην υπόθεση Πισσάς v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B114:

«Η αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού λαμβάνει χώραν, κατά πάγια νομολογία, με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μολονότι δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τον δικαστικό λόγο της απόφασης Zacharia v. The Republic (1962) CLR 52, συνάγονται τα ακόλουθα:

Το δικαστήριο, κατά πρώτον, αξιολογώντας την αξιοπιστία συνεργού, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό τα δεδομένα αυτά, έχει νομική υποχρέωση να αυτοϋπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η όποια ουσιαστική μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από τη δική του εμπλοκή στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Εάν, υπό το φως τέτοιας αυτοπροειδοποίησης το δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του εν λόγω συνεργού και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να βασισθεί σε αυτή, χωρίς ενίσχυση, και να προχωρήσει σε έκδοση καταδικαστικής απόφασης, είναι ελεύθερο να το πράξει νόμιμα. Αν το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί στη μαρτυρία συνεργού, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία, τέτοιας μορφής που όχι μόνο να υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό. 

Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000)    2 ΑΑΔ 628, 657-659, το ζήτημα της αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού αντικρίσθηκε ως εξής:

 «Η θεώρηση από το δικαστήριο μάρτυρα ως συνεργού και οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπισή του ως τέτοιου και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πηγάζουν από τη νομολογία, αγγλική, κατ' αρχήν, και κυπριακή, στη συνέχεια. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-

 

(α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

(β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.

(γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.»

 

 

    Όπως υποδεικνύουν οι πιο πάνω αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η δυνατότητα αποδοχής της μαρτυρίας του συνεργού χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας είναι δεδομένη. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 175/2016, ημερ. 23/11/2018, «η ορθή λοιπόν αντιμετώπιση της μαρτυρίας συνεργού θα πρέπει να έχει έναυσμα την καθ΄ αυτό αποτίμηση του αξιόπιστου ή μη της μαρτυρίας του. Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά βάση ως αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο, ή, τους ενόρκους στην Αγγλία, τότε τυχόν στοιχεία άλλης μαρτυρίας που τείνουν να ενισχύσουν το αξιόπιστο μπορούν να αναζητηθούν, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο».

 

    Το ζήτημα που εγείρεται, με βάση τα όσα προέβαλε η πλευρά του Εφεσείοντα για να πλήξει το συμπέρασμα αξιοπιστίας από το Κακουργιοδικείο, είναι κατά πόσο η μαρτυρία του Ρόνεη ήταν τέτοιας ποιότητας που δικαιολογούσε την κατάληξη του ή κατά πόσο υπήρχαν στοιχεία ικανά να οδηγήσουν το Κακουργιοδικείο στο ότι ήταν αναξιόπιστος ή, τουλάχιστον, ότι δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση.

 

    Προβλήθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι λανθασμένα δέχτηκε ως αξιόπιστο τον ισχυρισμό του Ρόνεη για την επίσκεψη και την παράνομη δοσοληψία που έγινε στην οικία του Εφεσείοντα. Και τούτο στη βάση του ότι η περιγραφή του χώρου από μέρους του Ρόνεη δεν συνείδε με την πραγματικότητα. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η εκδοχή του Ρόνεη σε σχέση με το πώς εισήλθε στον συγκεκριμένο χώρο ήταν η ακόλουθη:

 

«Μπαίνεις μέσα στο σπίτι τζιαί δίπλα από το σαλόνι έχει τζιαμαρίες και είναι μια καμαρούα τζιαμέ μεγάλη κάμαρη με καναπέδες, τηλεόραση, luxury».

 

 

    Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα, όπως αυτή προωθήθηκε κατά την αντεξέταση του Ρόνεη, ότι αυτός έλεγε ψέματα αφού δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης στο συγκεκριμένο χώρο από το εσωτερικό του σπιτιού, ως ο Ρόνεη περιέγραψε, και ότι μόνο από το εξωτερικό μέρος της οικίας θα μπορούσε κάποιος να μπει. Ωστόσο στην ένορκη του μαρτυρία, όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, ο Εφεσείων ξεκαθάρισε ότι πρόσβαση υπήρχε μέσω της κυρίας εισόδου του σπιτιού όπου ένας εισερχόμενος συναντά «το σαλόνι, αποχωρητήριο, πόρτα, κουζίνα» και ότι δίπλα από το σαλόνι βρισκόταν η κουζίνα. Ουδέποτε δε ο Ρόνεη ερωτήθηκε αν πέρασε από την κουζίνα για να οδηγηθεί στο συγκεκριμένο δωμάτιο. Όπως κατέθεσε, μπήκε από το σαλόνι και κατευθύνθηκε προς το συγκεκριμένο δωμάτιο. Ούτε του υπεβλήθη ότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα γιατί ο Εφεσείων δεν επέτρεπε σε κανένα να εισέλθει στην οικία του και ότι πρόσβαση υπήρχε μόνο μέσω του εξωτερικού μέρους της οικίας. Πέραν τούτου, η περιγραφή από μέρους του Ρόνεη του προσωπικού αυτού χώρου που ο Εφεσείων διατηρούσε στην οικία του και οι λεπτομέρειες σε σχέση με τη διαμόρφωση καθώς και την επίπλωση του, δεν αμφισβητήθηκαν γεγονός που ορθά οδήγησε το Κακουργιοδικείο να επισημάνει ότι ο Ρόνεη γνώριζε όλες αυτές τις λεπτομέρειες καθότι είχε μεταβεί σε αυτό τον χώρο.

 

    Υποδεικνύεται από μέρους του Εφεσείοντα ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Ρόνεη ότι ο Εφεσείων του πώλησε δύο κιλά ναρκωτικά επί πιστώσει, τα οποία μάλιστα ο Εφεσείων απέκρυπτε στην οικία του.  Όπως προβλήθηκε, κατά πρώτο δεν θα ήταν λογικό να διατηρεί ναρκωτικά στο σπίτι του αφού αυτό ερευνήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις από την Αστυνομία χωρίς προειδοποίηση και κατά δεύτερο δεν θα πωλούσε τα ναρκωτικά επί πιστώσει σε ένα άτομο που μόλις είχε συναντήσει χωρίς να συμφωνηθούν οι τρόποι αποπληρωμής.

 

    Το ότι για ένα μεγάλο χρονικό σημείο δεν είχε ερευνηθεί η οικία του Εφεσείοντα ήταν ένας από τους λόγους που το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Σε ό,τι, όμως, αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη δοσοληψία, το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του Ρόνεη για τους λόγους που σε έκταση παρέθεσε στην Απόφαση του. Υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες που ο Ρόνεη είχε παραθέσει κατά τη μαρτυρία του σε σχέση με την επίδικη δοσοληψία, καθώς και τον τρόπο και τις πρακτικές που διενεργούνται τέτοιες παράνομες δοσοληψίες.

    Προβλήθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι ενώ στην προσβαλλόμενη Απόφαση καταγράφεται ότι «Ο Τ. Ρόνεη τις επόμενες μέρες πώλησε τα ναρκωτικά και έδωσε στον Κατηγορούμενο το ποσό των 6.000 με αποτέλεσμα να παραμείνει υπόλοιπο το ποσό των 6.500», εντούτοις ο ισχυρισμός του Ρόνεη ήταν ότι τα χρήματα αυτά τα έδωσε σε κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο είχε σταλεί από τον Εφεσείοντα για να τα εισπράξει και ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να επαληθεύει την εκδοχή του Ρόνεη. Η εκδοχή του Ρόνεη ήταν ότι μετά την παράδοση των ναρκωτικών, δύο μέρες αργότερα, μετέβη στο καφέ Bulldog, όπου είχε αρχικά συναντηθεί με τον Εφεσείοντα και την πρώτη φορά, και εκεί, αφού επικοινώνησε με τον Εφεσείοντα τηλεφωνικώς, ο τελευταίος έστειλε τρίτο άτομο για να παραλάβει από τον Ρόνεη τα χρήματα. Εν πρώτοις, δεν διαπιστώνεται να υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των όσων καταγράφονται στην Απόφαση και των όσων μαρτύρησε ο Ρόνεη. Έπειτα η εν λόγω εκδοχή, όπως και τα όσα ο Ρόνεη κατέθεσε σε σχέση με την  εμπλοκή του Εφεσείοντα στην όλη υπόθεση, αξιολογήθηκαν λεπτομερώς και σε έκταση από το Κακουργιοδικείο.

 

    Υποδεικνύεται, ακόμη, ότι δεν στοιχειοθετείτο η ισχυριζόμενη συνάντηση Εφεσείοντα, Τταϊφά και Ρόνεη στο Άμστερνταμ επί τη βάση της αγοράς, ενεργοποίησης και παράδοσης τεσσάρων καρτών κινητής τηλεφωνίας. Αποδίδεται, ουσιαστικά, σφάλμα στο Κακουργιοδικείο για το ότι αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς του Ρόνεη ότι αυτός αγόρασε και παρέδωσε τέσσερις κάρτες κινητής τηλεφωνίας στον Εφεσείοντα σε συνάντηση που έγινε στο Άμστερνταμ, στη βάση του ότι ενώπιον του τέθηκε άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Η εν λόγω «αδιαμφισβήτητη» μαρτυρία, όπως το Κακουργιοδικείο την προσδιόρισε, αφορούσε (i) στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του Κοφτερού, υπαλλήλου της ΑΤΗΚ, ότι στις 16/3/2019 είχαν ενεργοποιηθεί οι αριθμοί [ ]679 και [ ]927, (ii) στα παραδεκτά γεγονότα ότι στις 16/3/2029 ο Ρόνεη είχε αναχωρήσει από την Κύπρο για το Άμστερνταμ και (iii) στο ότι καθ' ομολογίαν του Εφεσείοντα, ο αριθμός

[  ]679 (που ενεργοποιήθηκε την ίδια μέρα μαζί με τον αριθμό [ ] 927) χρησιμοποιείτο από τον ίδιο. Όπως προέκυψε, το Κακουργιοδικείο, αφού αποδέχτηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του Ρόνεη αναφορικά με την επίδικη συνάντηση, ό,τι στη συνέχεια επεσήμανε ήταν ότι η πιο πάνω «αδιαμφισβήτητη» μαρτυρία ήτο, απλώς, υποστηρικτική της εκδοχής του Ρόνεη.

 

    Η πλευρά του Εφεσείοντα προσπάθησε να πλήξει την αξιοπιστία του Ρόνεη  προβάλλοντας παράπονα και αιτιάσεις που αφορούσαν, βασικά, ότι ο Ρόνεη έλαβε ανταλλάγματα και, γενικά, ευνοϊκή μεταχείριση προτού καταθέσει.

    Όπως προέκυψε, ο Ρόνεη προέβη σε άμεση παραδοχή ενώπιον Κακουργιοδικείου και καταδικάστηκε στις 5/12/2019 σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών για τα αδικήματα, μεταξύ άλλων, της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, ήτοι κοκαΐνη, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Στο πλαίσιο δε της εν λόγω υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη και οι δύο υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και ειδικότερα, η υπόθεση προμήθειας δύο συνολικά κιλών ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β από τον Εφεσείοντα στο Ρόνεη και η υπόθεση συνομωσίας που σχετίζεται με το ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, ήτοι MDMA, βάρους 393,1 γραμμαρίων, το οποίο εντοπίστηκε στο κλειστό γήπεδο της ΑΕΛ.

 

    Για το ζήτημα της εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης το Κακουργιοδικείο, απορρίπτοντας τη σχετική προς τούτο υποβολή της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του Ρόνεη, ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Στο στάδιο της αντεξέτασης, υποβλήθηκε στον Τ. Ρόνεη, ότι δημιούργησε αυτή την ιστορία για να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο Τ. Ρόνεη καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση και ως ο ίδιος ανάφερε, εκτίει την ποινή αυτή και είναι έγκλειστος σε ένα κελί 2 Χ 2. Οι δε ανακριτικές αρχές, πριν την ομολογία του, ουδέν γνώριζαν για το MDMA, το οποίο τους υποδείχθηκε από αυτόν, στις 23.4.2019, ουδέν γνώριζαν για την προμήθεια των 2 κιλών ναρκωτικών, από τον κατηγορούμενο στον ίδιο, ως επίσης, ουδέν γνώριζαν για τις δύο από τις τρεις περιπτώσεις εισαγωγής ναρκωτικών από την Ολλανδία στην Κύπρο. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις, ο Τ. Ρόνεη δεν ενέπλεξε τον κατηγορούμενο, παρόλο που εύκολα θα μπορούσε να το πράξει, αν πράγματι είχε την ικανότητα να σεναριογραφεί, όπως του αποδόθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου. Τουναντίον, κατονόμασε άλλους, εμπόρους ναρκωτικών. Η συνεργασία του συγκεκριμένου προσώπου, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, επεκτάθηκε και σε αδικήματα που αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες, για τα οποία η Αστυνομία, ουδέν γνώριζε. Αυτός διώχθηκε, καταδικάστηκε μετά από δική του παραδοχή και, αφού το Κακουργιοδικείο προσμέτρησε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων και τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές, του επέβαλε την πιο πάνω ποινή φυλάκισης, την οποία εκτίει. Ο Τ. Ρόνεη δεν έτυχε οποιασδήποτε ασυλίας. Ο ίδιος ήταν που ενέπλεξε τον εαυτό του, στην κατοχή του MDMA, βάρους 393,1 γραμμαρίων, στην προμήθεια των 2 κιλών ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο στον ίδιο, το Φεβρουάριο του 2018, ως επίσης και στις τρεις περιπτώσεις που εισήχθηκαν ναρκωτικά την Κύπρο, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κατηγορητηρίου. Συνεπώς, η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του κατηγορουμένου, ότι αυτός έπλασε την ιστορία αυτή, για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, είναι κενού περιεχομένου και, κατ' επέκταση, απορρίπτεται.»

 

 

    Όπως δε εύστοχα επεσήμανε το Κακουργιοδικείο στην υπό κρίση υπόθεση, εάν η πρόθεση του Ρόνεη ήταν να ψευσθεί δεν θα επιβάρυνε τη θέση του με άλλες σοβαρές υποθέσεις για τις οποίες ουδέν γνώριζε η Αστυνομία. Επεσήμανε ακόμη ότι, αφού αισθάνθηκε ασφαλής με την ένταξη του στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων στις 23/4/2019, η γλώσσα του «λύθηκε» και έδωσε κατάθεση στην οποία αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα γεγονότα της υπόθεσης, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε υπόσχεση ή αντάλλαγμα και γενικότερα οτιδήποτε μεμπτό.

    Το ότι ο Ρόνεη είχε τεθεί σε σχέδιο προστασίας μαρτύρων και κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία ήταν ενταγμένος σε σχέδιο προστασίας, δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στην κρίση επί της αξιοπιστίας του. Όπως δε ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, οι φόβοι ενός μάρτυρα για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειας του μπορεί να τον καταστήσουν δισταχτικό να εκπληρώσει το καθήκον του. Σε περίπτωση, δε, που οι φόβοι του έχουν πραγματικό έρεισμα η Πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία υπό τον όρο ότι ο μάρτυς δεν θα ενθαρρυνθεί με οποιοδήποτε τρόπο να καταθέσει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια.

 

    Όπως υπογραμμίστηκε στη Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. (ανωτέρω) από την οποία το Κακουργιοδικείο άντλησε σχετική καθοδήγηση:

 

«Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού. Αποτελεί καθήκον κάθε ανθρώπου να έρχεται αρωγός στην απονομή της δικαιοσύνης. Φόβοι μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Εφόσον οι φόβοι του έχουν έρεισμα, η πολιτεία μπορεί να του παράσχει προστασία, η μορφή και το είδος της οποίας ποικίλλει, ανάλογα με τα αίτια του φόβου, υπό τον όρο πάντα, ότι ποτέ ο μάρτυρας δε θα ενθαρρυνθεί άμεσα ή έμμεσα να καταθέσει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια. Η αναζήτηση της αλήθειας, για τη διαλεύκανση του εγκλήματος, πρέπει να αποτελεί την αμετάβλητη συνισταμένη των ανακριτικών αρχών.»

 

 

    Συμφωνούμε πλήρως με τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του Ρόνεη. Από τη στιγμή που η ενώπιον του μαρτυρία δεν αποκάλυψε ότι η μαρτυρία του Ρόνεη ήταν αποτέλεσμα οποιουδήποτε αθέμιτου ανταλλάγματος για να αποκρύψει την αλήθεια ή να παραποιήσει την πραγματικότητα, επέμβαση του Εφετείου στην  αξιολόγηση στην οποία προέβη δεν είναι επιτρεπτή.

 

    Στο Διάγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι η απελευθέρωση και η φυγάδευση του Ρόνεη το Δεκέμβριο του 2020, ήτοι ένα μήνα μετά την έκδοση απόφασης επιβολής ποινής στον Εφεσείοντα στις 9/11/2020, τα οποία συνιστούν γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της πρωτόδικης Απόφασης, αναδεικνύουν επιβράβευση ή ασυλία στον Ρόνεη ως αντάλλαγμα της μαρτυρίας του.

 

    Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι αποτέλεσε κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος, την 17/12/2020 αποφάσισε να αναστείλει την ποινή φυλάκισης του Ρόνεη για περίοδο τεσσάρων ετών από την 21/12/2020 έτσι ώστε αυτός να αποφυλακιστεί.

    Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Σ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 202/2015, ημερ. 21/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B55, το γεγονός ότι ένας μάρτυρας αποφυλακίζεται πρόωρα δεν εξυπακούεται ότι η μαρτυρία του ήταν μολυσμένη. Παρατίθεται πιο κάτω σχετική περικοπή από την εν λόγω απόφαση:

 

 «Οι λόγοι για τους οποίους ο Ζ. ευεργετήθηκε με προεδρική χάρη κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 53.4 του Συντάγματος), δεν ελέγχονται δικαστικά (Ιωάννου, ανωτέρω). Το ουσιώδες όμως δεν είναι ότι επειδή έτυχε του ευεργετήματος αυτού, η μαρτυρία του Ζ. αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι όντως ήταν μολυσμένη. Το ουσιώδες είναι ότι ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία συνεργού η οποία κατά τεκμήριο ήταν μολυσμένη και καθοδηγούμενο από την ισχύουσα επί του θέματος νομολογία κατέληξε ότι θα μπορούσε να βασισθεί σ' αυτή για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Πρόκειται για δεδομένη δυνατότητα που είχε το Κακουργιοδικείο, αφού βεβαίως αυτοπροειδοποιήθηκε ως όφειλε για τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση (βλ. και πρόσφατη απόφαση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 175/2016 ημερ. 23.11.2018). Ενόψει αυτού, μόνο στην περίπτωση που η μαρτυρία του Ζ. ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής θα υπήρχε, ενδεχομένως, δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο. Όμως το Κακουργιοδικείο, παρόλο που ξεψάχνισε την ενώπιον του μαρτυρία, δεν εντόπισε οτιδήποτε «ικανό να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενθάρρυνσης από μέρους της Αστυνομίας προς τον μάρτυρα να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια που ο ίδιος γνώριζε. Τούτο είναι το κριτήριο ..»

 

 

    Στο πλαίσιο προώθησης των πιο πάνω θέσεων της, η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Adamčo v. Slovakia, Application No. 45084/2014, 12/2/2020. Στην υπόθεση εκείνη ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος ενώ είχε δώσει αρχικά την εκδοχή του σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια τη διαφοροποίησε ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Όχι μόνο δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα αλλά, ενώ αρχικά αντιμετώπιζε και ο ίδιος το αδίκημα του φόνου και κρατείτο εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα αφέθη ελεύθερος και η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του ολοκληρώθηκε. Ο προσφεύγων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη για το λόγο ότι ο συνεργός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσης του, αφού αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Υπό αυτά τα δεδομένα το ΕΔΑΔ κατέληξε στη διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ (Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 38/2019 και 50/2019, ημερ. 20/1/2022).

 

    Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τα γεγονότα της υπόθεσης Adamčo διαφέρουν ουσιωδώς από την παρούσα υπόθεση. Εν προκειμένω, μόλις ο Ρόνεη εντάχθηκε στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων και ένοιωσε ασφαλής, έδωσε κατάθεση εμπλέκοντας τον εαυτό του σε σοβαρές υποθέσεις για τις οποίες τίποτα δεν γνώριζε η Αστυνομία, διώχτηκε και καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.

 

    Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Ρόνεη ήταν καθόλα επιτρεπτά και δικαιολογημένα και δεν υφίσταται πεδίο που να επιτρέπει την παρέμβαση μας σε αυτά.

 

    Καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο, στις περιστάσεις της υπόθεσης, μπορούσε να αισθάνεται και αισθάνθηκε την αναγκαία ασφάλεια και βεβαιότητα να βασιστεί στη μαρτυρία του Ρόνεη, παρά την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

    Ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 2

 

    Μέσω του δεύτερου Λόγου Έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την κρίση του Κακουργιοδικείου περί της ενοχής του, για τρεις λόγους. Πρώτο, καθότι δεν υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία που να συνδέει τον Εφεσείοντα με το Ρόνεη, εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι υπήρξε επικοινωνία μεταξύ Ρόνεη και Εφεσείοντα στις 5/4/2019. Δεύτερο, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του την επαφή που είχε ο Ρόνεη με δύο μέλη της Αστυνομίας, τους Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, η οποία κατά τη θέση του υποδήλωνε το προκατασκευασμένο της μαρτυρίας του Ρόνεη, για να «στήσουν» την υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα. Και τρίτο, εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι «αφεντικό» δεν ήταν ο Ρόνεη, αλλά ο Τταϊφάς.

 

    Σε σχέση με το πρώτο σκέλος είναι αρκετό να επισημανθεί ότι η εκδοχή του Ρόνεη, ότι στις 5/4/2019 υπήρχε πρώτα επικοινωνία από τον Εφεσείοντα μέσω του κινητού με αρ. [ ]362 προς τον Τταϊφά, ήτοι προς το κινητό με αρ. [ ]000 και ότι της επικοινωνίας αυτής ακολούθησε επικοινωνία του κινητού με αρ. [ ]000 - που σύμφωνα με το Ρόνεη χρησιμοποιείτο και από τον ίδιο - με τον Εφεσείοντα, επιβεβαιώνετο από τα παραδεκτά γεγονότα. Το ότι δεν υπήρχε επικοινωνία του Εφεσείοντα με το κινητό τηλέφωνο του Ρόνεη ουδόλως επηρεάζει τα ευρήματα και την κατάληξη του Δικαστηρίου.

 

    Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης, όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, οι θέσεις της Υπεράσπισης που υποβλήθηκαν στα δύο  μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, και οι οποίες περιστράφηκαν σε προσπάθειες της Αστυνομίας να προετοιμάσει το Ρόνεη για το τι θα πει στη βάση της δικής τους πληροφόρησης με αποτέλεσμα να στηθεί η υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα, ουδέποτε υποβλήθηκαν στο Ρόνεη. Τουναντίον, όπως το Κακουργιοδικείο ορθά σημείωσε, στον τελευταίο υποβλήθηκε ότι ο αυτός ήταν που κατασκεύασε το σενάριο του με σκοπό να εμπλέξει τον Εφεσείοντα, ο οποίος απουσίαζε στο εξωτερικό, προκειμένου να μειώσει την ποινή που θα του επιβαλλόταν.

 

    Αναφορικά με το τρίτο σκέλος της εισήγησης, όπως ορθά επεσήμανε η κα Καραολίδου, με δεδομένο ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η μαρτυρία του Ρόνεη γύρω από τις συνθήκες της επιστροφής του στη Λεμεσό και ότι ουσιαστικά τον έφερε ο Τταϊφάς για να τον βοηθά στις δουλειές των ναρκωτικών, καθώς και ότι ο Τταϊφάς ήταν το πρόσωπο που θα τον βοηθούσε στο να ξεχρεώσει τα χρέη του, αλλά και εκείνος που θα εισήγαγε προς όφελος του τις ποσότητες κοκαΐνης που έφεραν τελικά, όλα αυτά εύλογα οδήγησαν το Κακουργιοδικείο να καταλήξει ότι «αφεντικό» και αυτός που αποφάσιζε ήταν ο Τταϊφάς και όχι ο Ρόνεη.

 

    Προβλήθηκε, επίσης, από τον Εφεσείοντα ότι η αξιοπιστία του Ρόνεη πλήττεται και από το ότι, ενώ ισχυρίστηκε ότι τα κέρδη από τη δουλειά του άγγιζαν τις €100.000, εντούτοις η εκδοχή του ήταν ότι δεν μπορούσε να ξεχρεώσει τον Εφεσείοντα αναφορικά με το ποσό των €6.500. Όπως ορθά επεσήμανε η κα Καραολίδου και όπως προκύπτει και από την ενώπιον του Κακουργιοδικείου προσαχθείσα μαρτυρία στην οποία είχαμε την ευκαιρία να ανατρέξουμε μέσω των πρακτικών, δεν ήταν ποτέ η εκδοχή του Ρόνεη ότι οι δύο δουλειές που έκανε με τον Τταϊφά και αφορούσαν διακίνηση ναρκωτικών για τις οποίες προέκυψε κέρδος €100.000 αποτελούσαν δικές του δουλειές, ούτε και ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είχε προσωπικά τέτοιο κέρδος. Το ποσό των €100.000 στο οποίο έκανε αναφορά είναι σαφές ότι αφορούσε στα ναρκωτικά τα οποία μαζί με τον Τταϊφά διευθέτησαν να εισάξουν στη Δημοκρατία από το Άμστερνταμ κατά το Μάρτιο και Απρίλιο του 2019, περιπτώσεις οι οποίες δεν αποτελούσαν αντικείμενο του κατηγορητηρίου της παρούσας υπόθεσης.

 

    Ο τρίτος Λόγος Έφεσης αφορά στην αξιολόγηση και την εν τέλει απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.

 

    Το έργο κρίσης της αξιοπιστίας του καταγράφεται σε έκταση στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως διαπιστώνεται, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια ανέλυσε την εκδοχή του.

 

    Στην Απόφαση του το Κακουργιοδικείο, αφού προβαίνει σε μια εκτενή ανάλυση και αντιπαραβολή της μαρτυρίας του Εφεσείοντα με την υπόλοιπη μαρτυρία, καταλήγει στο να μην κάνει δεκτή τη μαρτυρία του επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτή χαρακτηριζόταν «από αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, ταλαντεύσεις, υπεκφυγές και υπερβολές» καθώς και προσπάθεια, με κάθε τρόπο, απεμπλοκής του και «από κάθε τι που θεωρούσε ότι το συνδέει με τις αποδιδόμενες σε αυτόν κατηγορίες, παραποιώντας την πραγματικότητα».

 

    Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται αναφορά σε πολλά επιμέρους σημεία, τα οποία και σχολιάζονται. Τα έχουμε διεξέλθει ένα προς ένα. Στη βάση όλων των στοιχείων μπορούσε να δικαιολογηθεί η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ότι η εκδοχή που ο Εφεσείων είχε προβάλει ενώπιον του δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή.

 

    Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι η μόνη ανάμειξη του με τα ναρκωτικά σχετιζόταν με το ότι ήταν χρήστης πολλά χρόνια προηγουμένως  δεν έπεισε το Κακουργιοδικείο το οποίο θεώρησε παράλογο, υπό αυτά τα δεδομένα, ο Εφεσείων να γνωρίζει τόσο πολλά για τα ναρκωτικά, «όπως για παράδειγμα την αξία χοντρικής και λιανικής πώλησης τους ανάλογα με το είδος και φύση του ναρκωτικού καθώς και τον τόπο και τρόπο εισαγωγής, φύλαξης, διακίνησης και προμήθειας τους στην Κύπρο». Τα πιο πάνω εύλογα οδήγησαν το Κακουργιοδικείο να απορρίψει τον ισχυρισμό του ότι τα όσα ανέφερε σε σχέση με αυτά τα είχε μάθει πρόσφατα, χαρακτηρίζοντας τον ως στερούμενο λογικής και πειστικότητας.

 

    Σε ό,τι αφορά την απόρριψη της θέσης του Εφεσείοντα ότι δεν γνώριζε το Ρόνεη, το Κακουργιοδικείο ορθά κατέληξε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του σε σχέση με αυτό το ζήτημα δεν συνιστούσε στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής. Τα ψέματα ενός κατηγορουμένου μπορεί να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του νοουμένου ότι ικανοποιούνται τα κριτήρια που καθορίστηκαν στη νομολογία (Κωνσταντίνου  v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260). Δεν ήταν τέτοια η περίπτωση εν προκειμένω, όπως ορθά αποφάνθηκε το Κακουργιοδικείο, εφόσον το ψεύδος του Εφεσείοντα δεν αποδεικνύετο από ανεξάρτητη μαρτυρία αλλά ως αποτέλεσμα αποδοχής της μαρτυρίας του Ρόνεη κατόπιν που αυτή έτυχε αξιολόγησης και απόρριψης της εκδοχής του Εφεσείοντα.

 

    Η μαρτυρία του Εφεσείοντα εξετάστηκε με σχολαστικότητα, όπως έπρεπε και όλες οι ουσιώδεις πτυχές της απασχόλησαν το Κακουργιοδικείο. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Τα ευρήματα και οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ήταν εύλογες και δικαιολογημένες.

 

    Εν κατακλείδι, δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο που να επιτρέπει στο Εφετείο να παρέμβει στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, τα οποία ήταν καθόλα επιτρεπτά και δικαιολογημένα.

   

    Ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα η Έφεση επί της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης σχετικά με την ποινή

 

    Με δύο Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές.

 

    Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ισχυρίζεται ότι η συνολικά επιβληθείσα ποινή             οκτώ χρόνων σε σχέση με όλες τις Κατηγορίες, είναι έκδηλα υπερβολική στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης εκτιθούν διαδοχικά.

 

    Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους, όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).

 

    Εξετάζοντας τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης που αφορά την επιμέτρηση της ποινής, θα πρέπει εξ αρχής να υπομνηστεί ότι η νομολογία όντως υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις που αφορούν ναρκωτικές ουσίες. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Bora ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110:

«Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις κατοχής ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατοχής τέτοιων ουσιών με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών.

Δεν είναι χωρίς σημασία να τονιστεί ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι βασική παράμετρος που προσμετρά το Δικαστήριο στην πορεία για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης ενός αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, στα πλαίσια εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Προεξάρχουσας όμως σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, στοιχείο που υπαγορεύει παροχή περιορισμένης σημασίας στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου. Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (Selmani κα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κα, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B469).»

 

    Η πιο πάνω νομολογικά προσέγγιση αποτυπώνεται στην πρωτόδικη Απόφαση με παραπομπή τόσο στην Bora (ανωτέρω) όσο και σε αριθμό  άλλων αποφάσεων (Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466, Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2016, ημερ. 4/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:B130 και Hadavand v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 359).

 

    Η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτών, σε συνδυασμό με τη συχνότητα διάπραξης τους, υπογραμμίστηκε από το Κακουργιοδικείο το οποίο, ορθά, θεώρησε ότι το στοιχείο της αποτροπής για προστασία του κοινωνικού συνόλου καθίστατο πιο επιτακτικό. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε και σε παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της ποινής όπως το είδος, η ποσότητα των ναρκωτικών και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται.

 

    Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στα περιστατικά της υπόθεσης αντιμετώπισε τον Εφεσείοντα ως «συνειδητό έμπορο» «ο οποίος πωλούσε ναρκωτικά με σκοπό το οικονομικό όφελος και για λογαριασμό και υπό την εντολή του δρούσε αριθμός προσώπων προς υλοποίηση των έκνομων δραστηριοτήτων του

 

    Δεν παρέλειψε δε να αναφερθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αφορούσαν στην επιβολή ποινής για αδικήματα σε σχέση με τα ναρκωτικά, διευκρινίζοντας ότι αυτές ήταν ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς, όμως, να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα που ο καθορισμός αρχών ενέχει, αναγνωρίζοντας ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του παραβάτη. Παρέπεμψε προς τούτο στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003)            2 Α.Α.Δ. 123.

 

    Παρά τη διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής το Κακουργιοδικείο έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του σε όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του.  Στο πλαίσιο αυτό στάθμισε προσεκτικά κάθε σχετικό παράγοντα και έλαβε υπόψη του κάθε στοιχείο το οποίο ήταν προς όφελος του Εφεσείοντα, όπως το λευκό ποινικό του μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως αυτές προέκυπταν από την Έκθεση του Γραφείου Κοινωνικής Ευημερίας και όπως ανεδείχθησαν μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του, συμπεριλαμβανομένων και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι, σε περίπτωση επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από τις αρχές των Φυλακών.

 

    Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής, ούτε και έχει καταδειχθεί ότι η υπό κρίση ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών αλλά και των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Αντίθετα η διαπίστωση μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην ποινή που επέβαλε αναμφίβολα απέδωσε βαρύνουσα σημασία σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν. Τα παράπονα του Εφεσείοντα στερούνται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

    Τα όσα προβλήθηκαν από πλευράς Εφεσείοντα στο πλαίσιο του πιο πάνω Λόγου Έφεσης αναφορικά με την παραβίαση της Αρχής της Ισότητας, στηρίχθηκαν επί πραγματικού υποβάθρου το οποίο δεν βρίσκεται ενώπιον μας. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι είχε μεσολαβήσει σχετική Αίτηση από μέρους του Εφεσείοντα ώστε το εν λόγω υπόβαθρο να εισαχθεί ενώπιον του Εφετείου μέσω προσκόμισης περαιτέρω μαρτυρίας η οποία, ωστόσο, για τους λόγους που καταγράφονται στην Απόφαση μας ημερ. 9/11/2021 δεν τελεσφόρησε.  Ως εκ τούτου, οι θέσεις που προωθήθηκαν επί του πιο πάνω ζητήματος δεν μπορούν και δεν θα τύχουν οποιασδήποτε εξέτασης.

 

    Η ουσία της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα κατά της απόφασης για διαδοχικές ποινές, που αφορά ο 2ος Λόγος Έφεσης, είναι ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος ο Εφεσείων αποτελούν μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά που συνδέεται τοπικά και χρονικά. Όπως τέθηκε, συντελέστηκε αδίκημα προμήθειας ναρκωτικών από τον Εφεσείοντα προς το Ρόνεη και στη συνέχεια, μετά από ένα χρόνο περίπου, ο Εφεσείων στο πλαίσιο της έκνομης πράξης που διαπράχθηκε ένα χρόνο πριν συνωμοτεί με το Ρόνεη για την προμήθεια από αυτόν για σκοπούς εξόφλησης μέρους του χρέους που προέκυψε από την έκνομη πράξη που διαπράχθηκε ένα χρόνο πριν.

    Η απόφαση του Κακουργιοδικείου για διαδοχική έκτιση των ποινών φυλάκισης βασίστηκε στο ακόλουθο του σκεπτικό:

«Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι έχουμε ενώπιον μας δύο ξεχωριστές και αυτοτελείς παράνομες δραστηριότητες του κατηγορουμένου, σε διαφορετικές ημερομηνίες. Ο κατηγορούμενος, όπως έχει ήδη επισημανθεί, τον Φεβρουάριο του 2018, αφού προηγουμένως συμφώνησε με τον ΧΧΧ Ρόνεη (κατηγορίες 5 και 6), προμήθευσε τον τελευταίο με συνολικά 2 κιλά ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (κατηγορίες 9 και 10), και στο πλαίσιο της πιο πάνω έκνομης δραστηριότητάς τους, κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των €6.000 (κατηγορία 11). Οι ποινές που θα επιβληθούν, αναφορικά με τις κατηγορίες που σχετίζονται με τις πιο πάνω παράνομες πράξεις του κατηγορουμένου, θα πρέπει να συντρέχουν.

 

Ακολούθως, στη δεύτερη περίπτωση, σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο και ειδικότερα, στις 5.4.2019, ο κατηγορούμενος συμφώνησε με τον ΧΧΧ Ρόνεη όπως ο τελευταίος τον προμηθεύσει με ½ κιλό ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α (MDMA), με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Η πιο πάνω συμφωνία διαλάμβανε ότι με την προμήθεια των πιο πάνω ναρκωτικών, ο κατηγορούμενος θα απόσβενε μέρος της οφειλής του ΧΧΧ Ρόνεη προς αυτόν και ειδικότερα το ποσό των €4.500 (κατηγορία 2). Η ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί για την τελευταία εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου θα πρέπει να είναι διαδοχική των ποινών που θα επιβληθούν σ' αυτόν για την εγκληματική του δραστηριότητα που διαδραματίστηκε τον Φεβρουάριο του 2018. Το σύνολο όμως των διαδοχικών ποινών θα είναι τέτοιο ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της συνολικότητας της ποινής.»

 

 

    Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς τις συντρέχουσες ή τις διαδοχικές ποινές είναι γνωστές. Βασική αρχή αποτελεί ότι δεν ενδείκνυται να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για αδικήματα που είναι όμοια ή που σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας ενέργειας ή συμπεριφοράς (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπαγεωργίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 514, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562, Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010)                   2 Α.Α.Δ. 433 και Κατσιαρή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 163/2019, ημερ. 20/12/2019).

 

    Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση Αρ. 132/2017, σχ. με 136/2017, ημερ. 26/6/2019:

 

«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas: Principles of Sentencing σελ. 47 κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.)

 

 

Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο, ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα τους και οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά, υπό την αίρεση, ωστόσο, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα καταντούσε υπερβολική με βάση την αρχή της αναλογικότητας της τιμωρίας προς το έγκλημα και της συνολικότητας της ποινής η οποία έχει ως επίκεντρο την αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη ενός κατηγορούμενου (Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562 και Manga Ekole ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 108/2021, ημερ. 15/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B62).

 

 

    Διαπιστώνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρξαν δύο ξεχωριστές και αυτοτελείς παράνομες δραστηριότητες του Εφεσείοντα οι οποίες διακρίνονταν ως προς το χρόνο διάπραξης τους, εφόσον τα αδικήματα που περιλαμβάνονταν σε αυτές είχαν διαπραχθεί με διαφορά ενός και πλέον έτους. Ο Εφεσείων κατά τον Φεβρουάριο του 2018, αφού προηγουμένως συμφώνησε με το Ρόνεη (Κατηγορίες 5 και 6), τον προμήθευσε με δύο κιλά κάνναβη για την οποία προμήθεια ο Ρόνεη κατέβαλε στον Εφεσείοντα τον ποσό των €6.000  (Κατηγορία 11) και 14 μήνες αργότερα, ήτοι τον Απρίλιο του 2019, ο Εφεσείων συμφώνησε με το Ρόνεη όπως ο τελευταίος τον προμηθεύσει με ½ κιλό MDMA με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα και ότι η προμήθεια αυτή θα απόσβενε μέρος της οφειλής του Ρόνεη προς αυτόν και ειδικότερα του ποσού των €4.500 (Κατηγορία 2). Δικαιολογείτο, επομένως, στη βάση των αρχών που διέπουν το ζήτημα όπως συνοψίσθηκαν ανωτέρω, η επιβολή διαδοχικών ποινών για τα αδικήματα των δύο ξεχωριστών δραστηριοτήτων, ήτοι οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν στις Κατηγορίες 9, 10 και 11 να είναι διαδοχικές της ποινής που επιβλήθηκε στην Κατηγορία 2 ώστε να μην υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές ποινές.

 

    Με δεδομένη πλέον τη διαταγή για διαδοχικές ποινές, ό,τι απομένει προς εξέταση είναι η έκταση και το εύρος των ποινών σε συνάρτηση με την αρχή της συνολικότητας της ποινής, ώστε ο χρόνος που ο Εφεσείων θα εκτίσει στη φυλακή να είναι ανάλογος και να ανταποκρίνεται στη συνολική έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα, όπως αυτή προσδιορίστηκε συμφώνως των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου. Υπό τα δεδομένα της υπόθεσης και την γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, δεν διαπιστώνουμε η ποινική μεταχείριση του μέσω της επιβολής διαδοχικών ποινών να παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας.

    Συνακόλουθα και η Έφεση επί της ποινής απορρίπτεται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

    Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                            Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο