ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 131/2021, 27/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:D483
Kωνσταντινίδης Kώστας Eυστρατίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109
Σιακαλλή Xαράλαμπος Kυριάκου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130
Ευριπίδου Γιώργος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337
Μαλά Στέλλα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 135
Hua Mingxia ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 152
Μαυρομιχάλης Αλέξης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 256, ECLI:CY:AD:2014:B251
ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, 1/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:B380
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:B360
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 193/2022]
14 Σεπτεμβρίου, 2022
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
A.A.S.
Εφεσείων
v
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
*****************
Κωνσταντίνος Ταμπούρλας, για τον Εφεσείοντα
Θανάσης Παπανικολάου, Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
******************
ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, κατηγορίες α) απόπειρας διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός (άρθρα 366, 367 και 292(α) ΚΕΦ. 154) β) κατοχής διαρρηκτικών οργάνων εν καιρώ νυκτός (άρθρο 266(γ) ΚΕΦ. 154) γ) κάλυψης προσώπου με προσωπίδα με σκοπό διάπραξης κακουργήματος (άρθρο 296(ε) ΚΕΦ. 154 δ) επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης (άρθρο 244(β) ΚΕΦ. 154) ε) επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης (άρθρο 244(β) ΚΕΦ. 154) ζ) αντίστασης διά ματαίωση νομίμου συλλήψεως (άρθρο 244(α) ΚΕΦ. 154) η) παράνομης κατοχής περιουσίας (άρθρο 309 ΚΕΦ. 154), θ) κλοπής από κατοικία (άρθρο 255, 266(β) ΚΕΦ. 154) και ι) διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής (άρθρο 255, 291, 292(α) ΚΕΦ. 154).
Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν στον Εφεσείοντα στις 22.8.2022, ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 27.9.2022.
Με τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, υπέβαλε αίτημα για κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του, στη βάση ότι διαφαινόταν κίνδυνος φυγοδικίας, ως και κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, αίτημα που προσέκρουσε σε ένσταση του Εφεσείοντα. Συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ισχυρίσθηκε πως το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πιθανόν να αποκαλύπτει πιθανότητα καταδίκης μόνο σε σχέση με 3 κατοικίες και όχι σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ίχνος σχετικής μαρτυρίας. Εισηγήθηκε περαιτέρω, ότι ο Εφεσείων έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Δημοκρατία διότι διαμένει στην Κύπρο υπό νόμιμο καθεστώς μαζί με το γιο του, έχει δική του επιχείρηση και βρίσκεται σε διαδικασία ανέγερσης ιδιόκτητης επιχείρησης. Χωρίς όμως οι θέσεις του να γίνουν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε πως ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζονται από τη νομολογία - σοβαρότητα των αδικημάτων, πιθανότητα καταδίκης και ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής και σοβαρής ποινής - και πως ο Εφεσείων, ο οποίος είναι αλλοδαπός (Παλαιστίνιος) δεν παρουσιάζει τέτοιους ισχυρούς δεσμούς με την Κύπρο που να εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση, την οποία και προσβάλλει με την παρούσα, με τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε στο βαθμό που θα έπρεπε τη μαρτυρία που συνέδεε τον Εφεσείοντα με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, ο δεύτερος, ότι έσφαλε σταθμίζοντας τους δεσμούς του Εφεσείοντα με τη Δημοκρατία και συνακόλουθα ο τρίτος, ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων δεν μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, προώθησε τους λόγους έφεσης, στην βάση των ίδιων επιχειρημάτων που ανέπτυξε και πρωτόδικα.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε με τον ορθό δικαστικό τρόπο τα αναγνωρισμένα από τη νομολογία αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια και το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις προϊόν ορθής άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Υπενθυμίζουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021). Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997)2 Α.Α.Δ. 109 λέχθηκε ότι «το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα Δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις». (Βλ. επίσης Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251 και Suleyman v. Αστυνομίας, ποιν.εφ. 120/20, 11.8.20), ECLI:CY:AD:2020:B286.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία κατά ή υπέρ της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Να παρατηρήσουμε κατ' αρχάς πως η εισήγηση ότι το μαρτυρικό υλικό δεν αποκαλύπτει πιθανότητα καταδίκης σε όλες τις κατηγορίες στερείται ερείσματος. Όπως είναι νομολογημένο για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Κατ΄ εξοχή δε, σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα πτωχή, στοιχείο που στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί. Από το ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, προκύπτει ότι το συγκρότημα κατοικιών που αφορούσαν οι διάφορες καταγγελίες πολιτών, είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την αστυνομία και ο Εφεσείων συνελήφθηκε, αφού τον παρακολούθησαν, να επιχειρεί να διαρρήξει διάφορες κατοικίες και όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των αστυνομικών τράπηκε σε φυγή, ανακόπηκε από την αστυνομία, ενημερώθηκε για την σύλληψη του και προέβαλε αντίσταση σ' αυτήν. Σ' ό,τι αφορά το ύψος της ποινής που ενδεχομένως θα επιβληθεί στον Εφεσείοντα σε περίπτωση καταδίκης, σχετικό είναι το προβλεπόμενο από το Νόμο ανώτατο όριο που έχει ως οροφή την ποινή φυλάκισης των 10 ετών.
Ορθώς επομένως κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η νομολογία για σκοπούς κράτησης ενός υπόδικου και η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε συγχρόνως καθήκον να λάβει σοβαρά υπόψη του και άλλους σχετικούς παράγοντες που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και τους δεσμούς του με την Κύπρο, χωρίς βέβαια να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Βourel κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 206/2021, 28.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:B593).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας ορθά έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κύπρο, συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Όπως συναφώς διαπιστώνεται, οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην όμως κατέληξε ότι αυτές δεν εξουδετέρωσαν τον κίνδυνο φυγοδικίας του, όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις παράγοντες που τον θεμελίωναν.
Σχετική είναι η υπόθεση Mingxia Hua v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 152, στην οποία η εφεσείουσα (Κινέζα) είχε έρθει στην Κύπρο το 2002, παντρεύτηκε με Κύπριο ο οποίος υιοθέτησε την 18χρονη κόρη της που φοιτούσε σε ιδιωτικό σχολείο και είχε δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά. Το Εφετείο αποφάσισε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είχε ασκήσει ορθά την διακριτική του ευχέρεια αποφασίζοντας την κράτηση της εφεσείουσας μέχρι τη δίκη, σημειώνοντας ότι τα γεγονότα αυτά και ο χρόνος που μεσολάβησε, δεν ήταν αρκετός για τη δημιουργία ισχυρών σχέσεων και δεσμών της εφεσείουσας με τον τόπο και τους ανθρώπους, ώστε να θεωρείται ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου παράγοντα, μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο πρόθεσης διαφυγής της στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η πρωτόδικος Δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια επί του ζητήματος και κατά την κρίση μας δεν υπάρχει βάσιμος λόγος επέμβασης του Εφετείου.
Η ΄Εφεση απορρίπτεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.