ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B340
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 162/2022)
2 Αυγούστου, 2022
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CHANDAR TANEV IVANOV,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαλοίζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 5/9/2022 για αριθμό κατηγοριών οι οποίες αφορούν αδικήματα με βάση τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και Προστασίας των Θυμάτων Νόμο, Ν. 60(Ι)/2014, τον περί Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθώς και τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, Ν.188(Ι)/2007. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται κατηγορίες για εμπορία ενήλικου προσώπου, σεξουαλική εκμετάλλευση ενήλικου προσώπου, προαγωγή διαφθοράς γυναίκας, εκμετάλλευση πόρνης, μαστροπεία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα λόγω κινδύνου μη προσέλευσης του στο Δικαστήριο κατά τη δίκη του, λόγω κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων και λόγω κινδύνου επηρεασμού μάρτυρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μόνο ο κίνδυνος φυγοδικίας ευσταθούσε και διέταξε την κράτηση του μέχρι την παρουσίαση του στο Κακουργιοδικείο στις 5/9/2022.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση, στην οποία προβάλλονται τρεις συνολικά Λόγοι Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας θεωρώντας τους δεσμούς του Εφεσείοντα με την Κύπρο ως μη ουσιαστικούς. Ενώ με το δεύτερο Λόγο Έφεσης ότι, εκδίδοντας διάταγμα κράτησης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι οι προτεινόμενοι όροι για απόλυση του ήταν αρκετοί για εξασφάλιση της παρουσίας του. Μέσω του τρίτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το μαρτυρικό υλικό και ιδιαίτερα η μαρτυρία - κατάθεση της Παραπονούμενης, στην όψη της, δημιουργούσε πιθανότητα καταδίκης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υιοθέτησε τους Λόγους Έφεσης και την αγόρευση που έγινε από το συνήγορο του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη υιοθέτησε διάγραμμα αγόρευσης το οποίο παρέδωσε στο Δικαστήριο.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.
Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση[1]. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).
Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι πολύ σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές. Ειδικότερα καθόσον αφορά τις κατηγορίες για εμπορία ενήλικου προσώπου καθώς και για σεξουαλική εκμετάλλευση ενήλικου προσώπου - που είναι οι πρώτες δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων - η κατ' ανώτατο όριο προβλεπόμενη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης για 25 έτη. Ούτε αμφισβητείται το ύψος των ενδεχόμενων ποινών σε περίπτωση καταδίκης. Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτό που αμφισβητείται εν προκειμένω μέσω του τρίτου Λόγου Έφεσης, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το μαρτυρικό υλικό, στην όψη του, δημιουργούσε εύλογη πιθανότητα καταδίκης, κάνοντας αποσπασματικές αναφορές στην κατάθεση της Παραπονούμενης και παραγνωρίζοντας «την αλλοπρόσαλλη στάση και συμπεριφορά της» καθώς και τις αντιφατικές, όπως προβάλλεται, αναφορές της.
Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Κατ' εξοχή αρμόδιο, λοιπόν, να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού ήταν το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού παρέπεμψε σε συγκεκριμένα σημεία από την κατάθεση της Παραπονούμενης αλλά και άλλων μαρτύρων, αναφέρθηκε σε αυτό, κρίνοντας το στην όψη του, όπως είναι το ορθό κριτήριο. Χωρίς να παραγνωρίζει αναφορά της Παραπονούμενης ότι «αγαπά τον Κατηγορούμενο», διαπίστωσε μέσω των εν λόγω παραπομπών, τις οποίες εντοπίσαμε και εμείς, ότι ο Εφεσείων φερόταν να ασκούσε πλήρη έλεγχο σε αυτή, να περιόριζε την ελευθερία της χτυπώντας την αν κυκλοφορούσε, έχοντας, μάλιστα, κατακρατήσει και τα ταξιδιωτικά της έγγραφα, καθώς και δίδοντας της οδηγίες-διαταγές για το πώς να ενεργούσε, αποσπώντας της όλα τα χρήματα που αυτή ελάμβανε.
Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή. Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.
Έχοντας εξετάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη, ορθά, στη συνέχεια, έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Έκρινε, ωστόσο, ότι ο Εφεσείων, ο οποίος κατάγεται από τη Βουλγαρία αλλά ζει, χωρίς να εργάζεται ο ίδιος, με την οικογένεια του στην Κύπρο, δεν είχε ουσιαστικούς οικογενειακούς δεσμούς αφού, με βάση τους ισχυρισμούς της Παραπονούμενης, διατηρούσε μια παράλληλη ζωή μαζί της, διαμένοντας μάλιστα με αυτή, σε μια περίοδο που η σύζυγος του ευρίσκετο στη Βουλγαρία, και ότι ο ίδιος και η Παραπονούμενη πηγαινοέρχονταν από το εξωτερικό στην Κύπρο.
Όπως, συναφώς, διαπιστώνεται, οι δεσμοί του Εφεσείοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκαν και συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην, όμως, δεν κρίθηκαν τέτοιοι που να εξουδετερώνουν τον κίνδυνο φυγοδικίας όπως αυτός προέκυπτε από την κατάληξη του ως προς τους τρεις παράγοντες που τον θεμελίωναν.
Προς υποστήριξη του δεύτερου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι κακώς ελήφθη υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του κίνδυνου φυγοδικίας, ότι ο Εφεσείων είχε προσπαθήσει να μεταβεί με την Παραπονούμενη στα κατεχόμενα όταν η τελευταία αναζητήθηκε από την Αστυνομία, εφόσον κατ' εκείνο το στάδιο δεν υπήρχε εναντίον του Εφεσείοντα καταγγελία και, συνεπώς, δεν αναζητείτο ο ίδιος.
Δεν συμφωνούμε. Ό,τι έχει εν προκειμένω σημασία είναι ο τρόπος δράσης του Εφεσείοντα και η ευκολία μετάβασης του στα κατεχόμενα προς το σκοπό διαφυγής και, συνακόλουθα, μη εντοπισμού του ατόμου που κατ' εκείνο το στάδιο ο ίδιος συνόδευε.
Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που κινούμενο μέσα στα ορθά νομολογημένα πλαίσια, δικαιολογημένα διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 134.