ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D293
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 36/2021)
8 Ιουλίου, 2022
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εφεσείουσα
v.
Α. Β.
Εφεσίβλητου
_________________________
Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
[Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό και έτσι το πρωτότυπο που περιλαμβάνει τα ονόματα ή άλλα στοιχεία των αδικημάτων θα παραμείνει στο φάκελο, ενώ θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες του εφεσίβλητου, εφόσον αθωώθηκε, προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων που δύνανται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων και για προστασία του ανήλικου προσώπου]
______________________
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ι. Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είχε πάντοτε δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων του Κακουργιοδικείου και κατά αποφάσεων του Κακουργιοδικείου που αφορούσαν σε ποινές (Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.α. (1990) 2 ΑΑΔ, 459). Όμως και για τις αθωωτικές αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου, για τις οποίες είχε δικαίωμα έφεσης δυνάμει του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το δικαίωμα αυτό τελούσε πάντοτε κάτω από αυστηρό περιορισμό. Όπως τονίστηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ, 152:
«.το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα πηγάζει αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κεφ. 155· περαιτέρω, ότι αποτελεί παρέκκλιση από τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιικού μας συστήματος) και καθιστούν το πρωτόδικο δικαστήριο το μοναδικό κριτή της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου. Δικαιολογείται συνεπώς, όπως έχει υποδειχθεί στην πιο πάνω απόφαση, ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση στα πλαίσια που θέτει το άρθρο 137. Το γεγονός ότι στην Κύπρο ο δικαστής είναι ταυτόχρονα ο κριτής του δικαίου, δε μειώνει το ρόλο του ως κριτή των γεγονότων, ούτε αλλοιώνει το παραδοσιακό πλαίσιο της δίκης βάσει των αρχών του κοινού δικαίου.
Αποτελεί θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικάζεται για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές ή, ακόμα ακριβέστερα, δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα. ..»
Στις 2.7.1998 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998, Ν. 54(Ι)/98. Με αυτόν τροποποιήθηκε το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, με αποτέλεσμα να εφεσιβάλλονται πλέον από τον Γενικό Εισαγγελέα και οι αποφάσεις των Κακουργιοδικείων. Επρόκειτο περί τροποποίησης ουσιαστικού περιεχομένου και κεφαλαιώδους σημασίας, αφού καταργήθηκε ένα βασικό δικαίωμα-πλεονέκτημα που είχαν οι κατηγορούμενοι ενώπιον Κακουργιοδικείων (Γενικός Εισαγγελέας ν. Γιάγκου (1999) 2 ΑΑΔ, 254).
Το άρθρο 137(1) (α) έχει σήμερα ως εξής:
«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως η λέξη «απόδειξη» που χρησιμοποιείται στο πιο πάνω άρθρο, δεν συνιστά την ορθή μετάφραση της λέξης «evidence» που υπήρχε στο αγγλικό κείμενο και η οποία θα έπρεπε να είχε αποδοθεί ως «μαρτυρία».
Στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας [Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ, 94 και Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2014) 2(Β) ΑΑΔ, 965 (αναφορικά με την Ποινική Έφεση αρ. 162/13 - Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου Κυπριανού)] παρατίθεται και αναλύεται η Νομολογία σε σχέση με την εμβέλεια του άρθρου 137(1) (α) (πιο πάνω).
Στην M. and A. Christaki Christodoulou Ltd ν. Ορφανίδη Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 291/15, απόφαση ημερ. 3.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B238, η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη αφού κρίθηκε ότι οι λόγοι έφεσης συνιστούσαν συγκεκαλυμμένη επιδίωξη αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κάτι που συνιστά εκτροπή από τις πρόνοιες του άρθρου 137(1) (α) (πιο πάνω). Σημειώθηκε μάλιστα πως ακόμη και αν υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση μαρτυρίας, αυτό «δεν εξισώνεται με την ανεδαφική συμπερίληψη ή τον αποκλεισμό μαρτυρίας, ούτως ώστε να εμπίπτουν οι λόγοι έφεσης στα όρια εφαρμογής του άρθρου 137».
Στην E.C. Fresh Meat Ltd v. Γεωργίου, Ποινική Έφεση αρ. 43/17, απόφαση ημερ. 5.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, σημειώνεται πως «. απαγορεύεται στην ουσία κατά την εξέταση έφεσης επί αθωωτικής αποφάσεως η επανακρόαση της αξιολόγησης της μαρτυρίας».
Εδώ, ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου ένα βαρύ Κατηγορητήριο, το οποίο καταχωρίστηκε στις 30.7.2018. Σ΄ αυτό υπήρχαν 14 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σε σοβαρά αδικήματα κατά της ανήλικης Χ. Μ., ηλικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο 15 περίπου ετών. Οι κατηγορίες και οι λεπτομέρειες αυτών, ομιλούσαν για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 16 ετών, και για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Οι κατηγορίες βασίζονταν στα σχετικά άρθρα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στα σχετικά άρθρα του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/14. Όλα τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο, κατά το έτος 2018.
Ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ακροαματική διαδικασία. Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε 14 μάρτυρες, ανάμεσα σ΄ αυτούς και την παραπονούμενη Χ. Μ. (Μ.Κ. 11). Μετά που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της ο Εφεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία και αφού του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως. Κάλεσε και 4 μάρτυρες υπεράσπισης. Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στην ορθή Νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, σημείωσε, ανάμεσα σ΄ άλλα, και τα ακόλουθα:
«Κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια και παρακολούθησε με κάθε δυνατή προσοχή, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του, ως εκ τούτου είχε την ευχέρεια να παρακολουθήσει τον τρόπο κατάθεσης και συμπεριφοράς τους (βλέπε ως σχετική την υπόθεση Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους διενεργήθηκε έχοντας κατά νου το στάδιο από το οποίο ανέκυψε η μαρτυρία, την πηγή και την εμβέλεια των γνώσεων των μαρτύρων, την πιθανή ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην έκβαση της υπόθεσης, τις δυνατότητες που είχαν να αντιληφθούν τα όποια διαδραματισθέντα, το επίπεδο μνήμης και τους λόγους που είχαν να θυμούνται τα όσα κατέθεσαν, τη σαφήνεια ή μη των απαντήσεων τους, την ύπαρξη υπερβολών ή μη, είτε αντιφάσεων, τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, το φυσικό ή αφύσικο των αντιδράσεων τους στο εδώλιο του μάρτυρα, αλλά και τη γενικότερη ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Ορθά σημείωσε πως η μαρτυρία της παραπονούμενης
(Μ.Κ. 11), ηλικίας 17 περίπου ετών όταν κατέθετε ενώπιον του, «. αποτελεί το βασικό ζητούμενο ως θεμέλιο για τη στοιχειοθέτηση της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής». Έτσι ανάλωσε αρκετές σελίδες από την απόφαση του παραθέτοντας και σχολιάζοντας τη μαρτυρία της. Για να καταλήξει, για πολλούς λόγους, πως δεν ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στην μαρτυρία που αυτή έδωσε, αφού την έκρινε αναξιόπιστη μάρτυρα. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε ουσιώδη ψεύδη, σημαντικές αντιφάσεις και αδυναμίες στη μαρτυρία της, τις οποίες καταγράφει. Εντόπισε ακόμη ευκολία εκ μέρους της, αλλά και ικανότητα, να πλάθει ανύπαρκτα σενάρια και να παραποιεί την πραγματικότητα. Το Κακουργιοδικείο, με δεδομένες τις αντιφάσεις και τις άλλες αδυναμίες στη μαρτυρία της Μ.Κ. 11, σημείωσε πάντως και την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσίβλητο από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και με τέσσερεις λόγους έφεσης ζητά τον παραμερισμό της. Σύμφωνα με τον πρώτο, τον δεύτερο και τέταρτο λόγο έφεσης, «Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί πραγματικών γεγονότων», ενώ σύμφωνα με τον τρίτο λόγο έφεσης «Απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου θεωρεί πως οι λόγοι έφεσης δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου 137(1) (α) (πιο πάνω). Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Εφεσείουσας διαφωνεί. Και οι δύο πλευρές με αναφορά στη Νομολογία, παρέθεσαν τις θέσεις τους.
Ξεκινούμε από τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος ουσιαστικά αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων και συγκεκριμένα της μαρτυρίας της κας Αγγελικής Παπέττα, Μ.Κ. 10 (ιατροδικαστή), του κ. Δημήτριου Μοιρογιώργου, Μ.Κ. 13 (μαιευτήρα-γυναικολόγου) και του κ. Φίλιππου Κουτσάφτη, Μ.Υ. 3 (ιατροδικαστή). Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων μέσα στα ορθά πλαίσια. Αφού είχε συγκρίνει και αντιπαραβάλει την επιστημονική μαρτυρία και θέσεις τους, αποφάσισε, για συγκεκριμένους λόγους που παραθέτει, να δεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3, ο οποίος είχε αναφέρει πως η μαρτυρία των Μ.Κ. 10 και Μ.Κ. 13 ότι η παραπονούμενη παρουσίαζε «μερική ρήξη, μαζί με ύπαρξη μύρτων», δεν ήταν συμβατή με τα επιστημονικά δεδομένα. Κατ΄ επέκταση το Κακουργιοδικείο, το οποίο διατηρούσε τη δυνατότητα να απορρίψει τη μαρτυρία κάποιων πραγματογνωμόνων και να αποδεχθεί τη μαρτυρία άλλων (Parris ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 186), σημείωσε πως «. δεν αποδεχόμαστε το εύρημα και τη γνώμη των Μ.Κ. 10 και 13 αφού ως διαφάνηκε η γνώμη τους κλονίστηκε και δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή ως επιστημονικά τεκμηριωμένη». Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ουσιαστικά σε αξιολόγηση μαρτυρίας πραγματογνωμόνων και επιδιώκει την εκ νέου αξιολόγηση της, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Το ίδιο ισχύει και για τον δεύτερο λόγο έφεσης. Σύμφωνα με την αιτιολογία αυτού, «Το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση νομολογιακών αρχών σε σχέση με σεξουαλικά αδικήματα, προέβη σε τελική κρίση επί της αξιοπιστίας της παραπονούμενης προτού αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία». Τέτοια υποχρέωση το Κακουργιοδικείο δεν είχε. H μαρτυρία της παραπονούμενης, ως ελέχθη, ήταν ουσιαστικά το βασικό έρεισμα των κατηγοριών. Το Κακουργιοδικείο κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης του συνόλου της μαρτυρίας, έκρινε αναξιόπιστη την παραπονούμενη. Ορθά σημείωσε πως σε τέτοια περίπτωση δεν τίθεται θέμα να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός αναξιόπιστου μάρτυρα, αφού αυτό συμβαίνει, όπως ορθά ανέφερε, όταν ένας μάρτυρας έχει κριθεί αξιόπιστος (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 499). Να επαναλάβουμε πως αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποδεικνύει οτιδήποτε. Το Κακουργιοδικείο που είδε και άκουσε την παραπονούμενη ενόσω αυτή κατέθετε, και αφού έθεσε ενώπιον του και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, έκρινε πως η αυτή δεν ήταν μάρτυρας προσηλωμένος στην αλήθεια. Το θέμα τελειώνει εδώ.
Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Θεωρεί ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το περιεχόμενο γραπτής κατάθεσης της αδελφής της παραπονουμένης στην Αστυνομία, η οποία ουδέποτε κλήθηκε ως μάρτυρας. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, θεωρεί ότι το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να είχε αξιολογήσει το περιεχόμενο της εν λόγω γραπτής κατάθεσης ως εξ ακοής μαρτυρία και ότι πλημμελώς δέχθηκε ως αντιφάσεις συγκεκριμένες αναφορές στην κατάθεση της αδελφής της παραπονούμενης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, θεωρεί ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να είχε δώσει βαρύτητα στις εν λόγω αναφορές και ότι εσφαλμένα εφάρμοσε τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, άρθρο 27.
Η κατάθεση της αδελφής της παραπονούμενης κατατέθηκε ως τεκμήριο από μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής μετά που το ζήτησε η Υπεράσπιση. Η παραπονούμενη αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της κατάθεσης της αδελφής της. Ουδέποτε ήταν η θέση της πως δεν μίλησε στην αδελφή της και δεν είπε αυτά που καταγράφονται στην κατάθεση της αδελφής της. Μάλιστα, παραδέχθηκε πως κάποια από αυτά που ανέφερε στην αδελφή της ήταν ψέματα, ενώ για κάποια άλλα που καταγράφονται στην κατάθεση της αδελφής της, ανέφερε πως δεν θυμόταν αν τα είχε αναφέρει. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε στην απόφαση του πως η πιο πάνω μαρτυρία και ψεύδη της παραπονούμενης, συνιστούσαν άλλο ένα στοιχείο το οποίο αποδυνάμωνε «την πειστικότητα της ανήλικης».
Και εδώ πρόκειται για αξιολόγηση μαρτυρίας. Να επαναλάβουμε, πως η ανήλικη παραπονούμενη δεν κρίθηκε αναξιόπιστη, και η μαρτυρία της απορρίφθηκε, αποκλειστικά και μόνο από το περιεχόμενο κάποιων αναφορών στη γραπτή κατάθεση της αδελφής της, η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου χωρίς ένσταση. Κρίθηκε αναξιόπιστη, και η μαρτυρία της δεν έγινε δεκτή, για πολλούς λόγους, ως λεπτομερώς καταγράφεται στην απόφαση του. Συνεπώς, ακόμη και αν υπήρχε εσφαλμένη εκτίμηση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης (που δεν βρίσκουμε ότι υπήρχε), αυτό δεν θα συνιστούσε «μαρτυρία που έγινε εσφαλμένα αποδεκτή ή αποκλείστηκε», για να καλύπτεται από το άρθρο 137(1) (α) (ιι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Να υπενθυμίσουμε πως δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατά αξιολόγησης μαρτυρίας ή συναφούς με αυτή θέματος (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σοφρωνίου (2000) 2 ΑΑΔ, 151).
Ισχύουν και εδώ τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Αστυνομία ν. Χαραλάμπους, Ποινική Έφεση αρ. 223/17, απόφαση ημερ. 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B240, ότι δηλαδή «. επιχειρείται ανεπίτρεπτη προσπάθεια ανατροπής της αντικειμενικής θεώρησης και ανάλυσης της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάτω από τον μανδύα της πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των γεγονότων».
Σε συμφωνία με τις θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσίβλητου, η Έφεση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 137(1) (α) (πιο πάνω). Είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.