ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Χρ. Γαβριηλίδης, για τους Εφεσείοντες. Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FRANGOUS P.S. LIMITED κ.α. v. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Ποινική Έφεση Αρ. 233/2020, 4/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B277

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 233/2020)

 

4 Ιουλίου, 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/στές]

 

1.    FRANGOUS P.S. LIMITED

2.   ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ

Εφεσείοντες

       v.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Εφεσίβλητου

_________________________

    Χρ. Γαβριηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

   Π. Βαρνάβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

              

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:    Ο περί Προστασίας των Μισθών Νόμος του 2007, Ν. 35(Ι)/2007, θεσπίστηκε για την προστασία των εργοδοτουμένων, και πιο συγκεκριμένα για τη διασφάλιση του δικαιώματος τους να λαμβάνουν τους μισθούς και τα ωφελήματα που αυτοί δικαιούνται (Ροδοσθένους ν. Aqua Masters PLC, Ποινική Έφεση αρ. 138/17,  απόφαση ημερ. 4.7.2018).

 

    Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι τα άρθρα 9 και 10 του Νόμου, τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Συχνότητα πληρωμής των μισθών

9. -(1) Η συχνότητα της πληρωμής των μισθών πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία, εκτός για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό, οπότε πρέπει να είναι τουλάχιστον μηνιαία.

(2) Σε περίπτωση εργοδοτουμένων, των οποίων οι μισθοί υπολογίζονται "με το κομμάτι" ή ανάλογα με την παραγωγή, τα μέγιστα διαστήματα για την πληρωμή των μισθών πρέπει, κατά το δυνατόν, να είναι τέτοια, έτσι ώστε οι μισθοί να καταβάλλονται τουλάχιστον δύο φορές το μήνα, σε διαστήματα που να μην ξεπερνούν τις δεκαέξι μέρες.

(3) Η συχνότητα πληρωμής που προνοείται στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου, μπορεί να διαφοροποιηθεί στην περίπτωση που προνοείται διαφορετικά από συλλογική σύμβαση και/ή πρακτική.

Αποκοπές από το μισθό

10.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, δεν επιτρέπονται αποκοπές ποσών από το μισθό, παρά μόνο:

(α) αποκοπές που προνοεί νόμος ή κανονισμός·

(β) αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης·

(γ) αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης˙

(δ) αποκοπές για αποζημίωση λόγω ζημιάς που υπέστη η επιχείρηση και που προκλήθηκε σκόπιμα ή ένεκα βαριάς αμέλειας του εργοδοτούμενου· και

(ε) άλλες αποκοπές, μετά από συγκατάθεση του εργοδοτούμενου.

(2) Πριν από την αποκοπή από τον μισθό, για λόγους αποζημίωσης του εργοδότη, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1), πρέπει να γίνεται διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που θα έχουν ως στόχο, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης και τον τρόπο καταβολής της και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει αναγνωρισμένος μηχανισμός εκπροσώπησης των εργοδοτουμένων μέσα στην επιχείρηση, πρέπει να γίνεται διαβούλευση με τον ίδιο τον εργοδοτούμενο.

(3) Σε περίπτωση που οι διαβουλεύσεις, δυνάμει του εδαφίου (2), δεν καταλήξουν σε διευθέτηση της διαφοράς, τότε η διαφορά θα παραπέμπεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για μεσολάβηση και, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία στο στάδιο της μεσολάβησης, τότε το Υπουργείο θα παραπέμπει την διαφορά στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

(4) Οι αποκοπές από το μισθό δυνάμει του παρόντος άρθρου περιορίζονται στο βαθμό που ο εργοδοτούμενος θα μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του.»

 

 

    Προκύπτει από τις πιο πάνω σαφείς πρόνοιες, πως ο εργοδότης οφείλει κατά κανόνα να καταβάλλει το μισθό σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του μήνα ή κάθε μήνα για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό.   Αποκοπές από το μισθό δεν επιτρέπονται, παρά μόνο στις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται ειδική αναφορά στο Νόμο.

 

   Στο άρθρο 20(1) του Νόμου, κάτω από τον τίτλο «Αδικήματα και Ποινές», ορίζεται πως «. εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές».

 

    Η Εφεσείουσα 1 εταιρεία υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα η εργοδότρια του παραπονούμενου Γεώργιου Καλλίσιη (Μ.Κ. 2).   Ο Εφεσείων 2 ήταν, κατά τον χρόνο εργοδότησης του Μ. Κ. 2, ο Διευθυντής και μέτοχος της Εφεσείουσας 1.   Και οι δύο αντιμετώπισαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου κατηγορίες που αφορούσαν σε αποκοπή από το μισθό του  Μ. Κ. 2, χωρίς τη συγκατάθεση του, κατά παράβαση του άρθρου 10(1) (ε) του Νόμου, και κατηγορίες που αφορούσαν σε μη πληρωμή μηνιαίου μισθού κατά παράβαση του άρθρου 9(1) του Νόμου.   Να διευκρινίσουμε εδώ πως οι κατηγορίες που αντιμετώπισε ο Εφεσείων 2 (κατηγορούμενος 2) αφορούσαν σε παρακίνηση της Εφεσείουσας 1 εταιρείας (κατηγορούμενης 1) ώστε αυτή να διαπράξει τα κατ΄ ισχυρισμόν αδικήματα.   

 

     Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 9-24, η αποκοπή από το μισθό του Μ. Κ. 2 αφορούσε σε ποσό €300 καθαρά, και ήταν για τους μήνες Μάρτιο του 2013 - Οκτώβριο του 2013.   Οι κατηγορίες 25-30 αφορούσαν σε μη πληρωμή του μηνιαίου μισθού ύψους €1.600 για τους μήνες Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2013 και Ιανουάριο του 2014.    Το  κατηγορητήριο, το οποίο καταχωρίστηκε τον Ιανουάριο του 2016, αρχικά ομιλούσε για μη καταβολή των μηνιαίων μισθών του Μ.Κ. 2 για τους μήνες Αύγουστο του 2013 - Ιανουάριος του 2014 (κατηγορίες 1-6) και για μη πληρωμή μέρος του μισθού για το μήνα Ιούλιο του 2013 (κατηγορία 7).   Στις 17.9.2019, η Κατηγορούσα Αρχή τροποποίησε το κατηγορητήριο με την απόσυρση των πιο πάνω κατηγοριών και με την προσθήκη των κατηγοριών 9-30, για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω.

 

    Και οι δύο Εφεσείοντες αρνήθηκαν τις κατηγορίες 9-30, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ακροαματική διαδικασία.  Να σημειώσουμε πως προηγουμένως είχαν παραδεχθεί την 8η κατηγορία, η οποία αφορούσε σε παράλειψη εκ μέρους τους να ενημερώσουν γραπτώς τον εργοδοτούμενο Γεώργιο Καλλίσιη (Μ.Κ. 2) για τους βασικούς όρους της απασχόλησης του, κατά παράβαση του περί Ενημέρωσης του Εργοδοτουμένου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν τη Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμου του 2000, Ν. 101(Ι)/2000.

 

    Κατά την ακροαματική διαδικασία, η οποία άρχισε στις 13.2.2020, κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας η κα Μαρία Ορφανίδη, Επιθεωρήτρια στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων της επαρχίας Λάρνακας-Αμμοχώστου και ως δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας ο εργοδοτούμενος Γεώργιος Καλλίσιης (Μ.Κ. 2).   Αφού το Δικαστήριο βρήκε πως υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, κάλεσε σε απολογία και τους δύο Εφεσείοντες, με τον Εφεσείοντα 2 να καταθέτει ενόρκως και να αντεξετάζεται.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στις 9.7.2020 επεφύλαξε την απόφαση του.    

 

    Στις 17.9.2020 τηρήθηκε πρακτικό από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή εκπροσωπήθηκε από την κα Χρ. Προξένου και οι κατηγορούμενοι από τον κ. Γαβριηλίδη.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:  «Θα σας αναφέρω τη σύνοψη της απόφασης και τα βασικότερα σημεία αυτής και αντίγραφο αυτής θα παραλάβετε εντός της ημέρας. ......».   Ακολούθησε σύνοψη της απόφασης.   Και ενώ θα ανέμενε κανείς πως η γραπτή πρωτόδικη απόφαση θα είχε ημερομηνία έκδοσης 17.9.2020 και σ΄ αυτήν να καταγράφεται πως  την Κατηγορούσα Αρχή  εκπροσώπησε η κα Χρ. Προξένου, αυτή εν τέλει είχε ημερομηνία έκδοσης 21.9.2019 (προφανώς η ορθή ημερομηνία θα πρέπει να είναι 21.9.2020), με την Κατηγορούσα Αρχή να εκπροσωπείται τώρα από τον κ. Προδρόμου.  Να προσθέσουμε πως στο Εφετήριο οι Εφεσείοντες κάνουν αναφορά σε καταδικαστική απόφαση ημερ. 17.9.2020, και θα θεωρήσουμε και εμείς πως αυτή εξεδόθη κατά την εν λόγω ημερομηνία.   Θα πρέπει όμως να πούμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικό για να μην υπάρχει αυτή η σύγχυση τόσο σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης όσο και σε σχέση με το περιεχόμενο της.

 

    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του πως «. Προχώρησε  να αξιολογήσει τη μαρτυρία των δύο πλευρών στη βάση των αρχών που έχει παγίως πλέον η Νομολογία καθορίσει σχετικώς».   Με αναφορά στην ορθή Νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, καταγράφει πως η  μαρτυρία των μαρτύρων «. αξιολογείται με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, το λογικό κάποιων παρεκκλίσεων ένεκα παρέλευσης χρονικού διαστήματος από το χρόνο που έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα, τη φυσικότητα, την ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους».

   

    Για την Μ.Κ. 1 σημείωσε πως δεν είχε καμία αμφιβολία «για την φιλαλήθεια της» και πως «αποδέχομαι τη μαρτυρία της όχι όμως και τα συμπεράσματα στα οποία αυτή κατέληξε κατά τη διερεύνηση του  παραπόνου».

 

    Για τον Εφεσείοντα 2, σημείωσε πως αυτός «ουδόλως έπεισε για τους ισχυρισμούς του».    Σημείωσε ακόμη πως υπήρχαν ασάφειες  και αοριστίες στη μαρτυρία του, τις οποίες παραθέτει.   Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, απέρριψε τη μαρτυρία του.   

 

    Για τον παραπονούμενο (Μ.Κ. 2), κατέγραψε τα ακόλουθα:

«Γεώργιος Καλλίσιης - ΜΚ2: O μάρτυς αυτός θα πρέπει να σημειώσω ότι απαντούσε στις ερωτήσεις που του τίθονταν αμέσως. Μιλούσε αρκετά γρήγορα και πολλές φορές του έγινε παράκληση να μιλά πιο αργά. Φάνηκε να είναι εντόνως δυσαρεστημένος με τη διαφορά που προέκυψε ένεκα και των πολύ καλών σχέσεων που είχε με τον Κατηγορούμενο 2. Την πολύ καλή μεταξύ τούς σχέση επιβεβαίωσε και ο Κατηγορούμενος 2. Από τη μαρτυρία του αποδέχομαι ότι ο μισθός του δεν του καταβαλλόταν ως ο Νόμος ορίζει στο άρθρο 9 αυτού («Η συχνότητα της πληρωμής των μισθών πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία, εκτός για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό, οπότε πρέπει να είναι τουλάχιστον μηνιαία) Διαφάνηκε και από τη μαρτυρία και του Παραπονούμενου αλλά και την προερχόμενη από την πλευρά του Παραπονουμένου πραγματική μαρτυρία (Τεκμήριο 5) ότι η καταβολή του μισθού δεν ήταν συστηματική και συγκεκριμένη. Φάνηκε να είναι ειλικρινής όταν αναφέρθηκε στο ζήτημα της συμφωνίας αποκοπής ή ορθότερα μεταβολής του τρόπου καταβολής του μισθού ότι ανά τρετράμηνο δηλαδή θα καταβάλλονταν τα ποσά που θα αποκόπτονταν κατά τους τέσσερις προηγούμενους μήνες. Άλλωστε προς τούτο συνηγορεί και η όλη μέθοδος πληρωμής που ακολουθείτο από την Κατηγορούμενη εταιρεία. Δηλαδή καταβαλλόταν ο μισθός με καθυστέρηση ή και σε δόσεις που επιμαρτυρεί και το Τεκμήριο 5. Επίσης αυτό για το οποίο έχω πειστεί είναι ότι ο μάρτυς ουδέποτε συμφώνησε να αποσύρει την κατάθεση του για την υπόθεση άλλου στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. 'Ηταν έντονος επί τούτου και ως αναφέρθηκε και κατά τη μαρτυρία της ΜΚ 1 οι όποιες αναφορές σχετικώς έγιναν από τον πατέρα του Παραπονουμένου ο οποίος είχε άμεση εμπλοκή ως φαίνεται κατά τη διερεύνηση του παραπόνου. Επί τούτων γίνονται και ανάλογα ευρήματα. Αυτό για το οποίο δεν έπεισε ο Παραπονούμενος είναι για τη βεβαιότητα του επί των ποσών που του οφείλονταν οι τρεις ή και τέσσερις αναφορές στην απαίτηση του κλονίζουν τη μαρτυρία του. Αρχικώς αξίωσε και 13° μισθό τον οποίο δεν δικαιούτο ως και ο ίδιος ανάφερε. Μετά ξανακοίταξε τα λογιστικά με τους λογιστές των Κατηγορουμένων και κατέληξαν σε άλλο ποσό ενώ για το Τεκμήριο 3 δήλωσε άγνοια. Εν τέλει συμφώνησε στο ποσό των €7.500.- που σύμφωνα και με τη ΜΚ 1 η οποία διερεύνησε την υπόθεση ήταν αυτό που μπορούσε να αποδειχθεί. 'Ενα άλλο σημείο που φάνηκε να υπάρχει κάποια διαφοροποίηση από τον τρόπο που απαντούσε τις προηγούμενες ερωτήσεις ο μάρτυς, ήταν ότι εργάστηκε τον Ιανουάριο τον 2014. Παρά την φαινομενική βεβαιότητα του ως iαναδεικνύεται από την καταγραφή των πρακτικών, ο Παραπονούμενος φαίνεται να προβληματίζεται όταν του υποβλήθηκε ότι όταν έδωσε την παραίτηση δεν ξαναπήγε δουλειά όπως και ότι ο Κατηγορούμενος 2 του είπε ότι δεν χρειάζεται να ξαναπάει στην εργασία του.»

 

    Εν τέλει έκρινε ενόχους και τους δύο Εφεσείοντες στις κατηγορίες που δεν παραδέχθηκαν, εξαιρουμένων των κατηγοριών 29 και 30, στις οποίες τους αθώωσε και απάλλαξε.

 

    Οι Εφεσείοντες, με συγκεκριμένους λόγους έφεσης (που είναι και οι περισσότεροι), θεωρούν ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πάσχει.   Θα συμφωνήσουμε.   Κατ΄ αρχάς δεν υπάρχει εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Κ. 2 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, δηλαδή μάρτυρας προσηλωμένος στην αλήθεια.   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ότι «. αυτό για το οποίο έχω πειστεί είναι ότι ο μάρτυρας ουδέποτε συμφώνησε να αποσύρει την κατάθεση του για την υπόθεση άλλου στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις».   Αυτό όμως δεν αφορούσε στα αδικήματα του κατηγορητηρίου.   Τα ουσιώδη ήταν άλλα.  Ένα από τα ουσιώδη ήταν κατά πόσο ο Μ.Κ. 2 εργάστηκε και τον Ιανουάριο του 2014 αφού οι Εφεσείοντες αντιμετώπισαν και κατηγορίες που αφορούσαν στην μη καταβολή του μισθού   του Μ.Κ. 2 για τον Ιανουάριο του 2014.   Ο Μ.Κ. 2 επέμενε ότι εργάστηκε για λογαριασμό της Εφεσείουσας 1 και τον Ιανουάριο του 2014, χωρίς να του καταβληθεί ο  μηνιαίος μισθός του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, ως ελέχθη, αθώωσε και απάλλαξε τους Εφεσείοντες από τις εν λόγω κατηγορίες (κατηγορίες 29 και 30) αφού δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 ότι αυτός εργάστηκε για λογαριασμό της Εφεσείουσας 1 και τον Ιανουάριο του 2014.    Για το θέμα αυτό σημείωσε τα ακόλουθα:   «Ένα άλλο σημείο που φάνηκε να υπάρχει κάποια διαφοροποίηση από τον τρόπο που απαντούσε στις προηγούμενες ερωτήσεις ο μάρτυς, ήταν ότι εργάστηκε τον Ιανουάριο του 2014.   Παρά τη φαινομενική βεβαιότητα του ως αναδεικνύεται από την καταγραφή των πρακτικών ο παραπονούμενος φαίνεται να προβληματίζεται όταν του υποβλήθηκε ότι όταν έδωσε την παραίτηση δεν ξαναπήγε δουλειά όπως και ότι ο κατηγορούμενος 2 του είπε ότι δεν χρειάζεται  να ξαναπάει στην εργασία του».    Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε την αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε «φαινομενική βεβαιότητα», την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διευκρινίζει.   Προκύπτει όμως από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, πως ο Μ.Κ. 2 ερωτήθηκε αρκετές φορές για το θέμα αυτό, τόσο κατά την κυρίως εξέταση του όσο και κατά την αντεξέταση του, και επέμενε πως εργάστηκε μέχρι και την τελευταία ημέρα του Ιανουαρίου του 2014, και τούτο γιατί ως ανέφερε, θα έπρεπε «να κλείσουν 3 εβδομάδες από την ημέρα που έδωσα την παραίτηση μου», «ήταν καθήκον μου να συνεχίσω να εργάζομαι μέχρι 31.1.2014 και επομένως συνέχισα να εργάζομαι μέχρι την τελευταία ημέρα».   Συνεπώς, δεν υπήρχε περίπτωση να μην θυμόταν ή να έκανε λάθος.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι εργάστηκε μέχρι και την 31 Ιανουαρίου του 2014.   Ουσιαστικά βρήκε  πως εδώ ο Μ.Κ. 2 δεν είπε την αλήθεια και ότι την αλήθεια είπε ο Εφεσείων 2, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ο Μ.Κ. 2 δεν εργάστηκε τον Ιανουάριο του 2014.  Να υπενθυμίσουμε ότι ο Εφεσείων 2 είχε κριθεί αναξιόπιστος μάρτυρας.          

 

     Στη σύνοψη της απόφασης για την οποία γίνεται αναφορά στο πρακτικό ημερ. 17.9.2020, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφέρει τα ακόλουθα για τον Μ.Κ. 2:   «Σε ότι αφορά τον παραπονούμενο, αποδέχομαι  μέρος της μαρτυρίας του και απορρίπτω μέρος αυτής, καθ'  ότι δεν υπήρξε πειστικός σε κάποια σημεία αυτής και τα παραθέτω ..».   Για ποιους λόγους δεν ήταν πειστικός δεν διευκρινίζεται.  Να επαναλάβουμε πως όταν ένας μάρτυρας έχει κριθεί αξιόπιστος, είναι δυνατόν η μαρτυρία του, συγκρινόμενη με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τυχόν υπάρχει, σε ένα μέρος της να γίνει αποδεκτή και σε άλλο μέρος της να απορριφθεί (Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 499).  

 

    Σε άλλο μέρος της απόφασης, που αφορά στην αξιολόγηση του Μ.Κ. 2, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι:    «. Αυτό για το οποίο δεν έπεισε ο παραπονούμενος είναι για τη βεβαιότητα του επί των  ποσών που του οφείλονταν ή τρεις ή και τέσσερις αναφορές στην απαίτηση του κλονίζουν τη μαρτυρία του».  

 

     Τελικά, ήταν ή δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας ο Μ.Κ. 2;   Στην Βαρνάβα ν. Αστυνομίας, Ποινικής Έφεση αρ. 225/20, απόφαση ημερ. 31.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D138, παραμερίστηκε η καταδίκη αφού εκεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς την κρίση του ότι ο παραπονούμενος ήταν μάρτυρας της αλήθειας.  Εδώ ελλείπει εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο ο Μ.Κ. 2 ήταν ή όχι μάρτυρας της αλήθειας.

 

    Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ. 2, επί της οποίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε, στο βαθμό που βασίστηκε, για να προβεί σε ουσιώδη ευρήματα, παρουσιάζει αδυναμίες.   Η πρόβλεψη αναφορικά με το ποια θα ήταν η απόφαση του αν προσέγγιζε ορθά την μαρτυρία, δεν είναι δυνατή. Οι σχετικοί με το πιο πάνω θέμα λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι.  Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. Η καταδίκη θα πρέπει να παραμεριστεί και παραμερίζεται.

 

    Το επόμενο θέμα αφορά στο κατά πόσο θα πρέπει να διαταχθεί ή όχι επανεκδίκαση.   Δεν είναι δυνατόν να προκαθοριστούν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ενδείκνυται η επανεκδίκαση, αφού το θέμα αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να συνεκτιμήσει όλους τους σχετικούς παράγοντες.  Όπως εύστοχα λέχθηκε στην Kondratjev v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ, 551, «. Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες  συνθήκες της υπόθεσης.   Αφενός, τα συμφέροντα του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την αρχή του δικαίου ότι είναι κατά κανόνα ανεπιθύμητο για τον πολίτη να υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίκης για περισσότερες της  μιας φορές και αφετέρου τα συμφέροντα του δημοσίου για την αποτελεσματική και ορθή απονομή της δικαιοσύνης».

 

    Εδώ,  τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί το 2013.   Η ποινική υπόθεση καταχωρίστηκε στις 15.1.2016, με την Κατηγορούσα Αρχή να τροποποιεί, ως ελέχθη, το κατηγορητήριο στις 17.10.2019 προσθέτοντας νέες, και μάλιστα διαφορετικές, κατηγορίες σε αντικατάσταση των προηγουμένων.    Η καταδικαστική απόφαση εξεδόθη το  2020 με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιβάλλει χρηματικές ποινές.  Μέχρι σήμερα έχουν παρέλθει περίπου 9 χρόνια από την ημερομηνία διάπραξης των κατ΄ ισχυρισμόν αδικημάτων.   Ο διαρρεύσας χρόνος είναι κάτι που συνυπολογίζεται.   Τα ποινικά αδικήματα που οι Εφεσείοντες φέρονται να έχουν διαπράξει, δεν έχουν τη σοβαρότητα που είχαν στην υπόθεση Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 147/16 (Σχ. με 148/16), απόφαση ημερ. 20.11.2019, όπου εκεί διατάχθηκε επανεκδίκαση.   Αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους σχετικούς παράγοντες, αποφασίσαμε πως εδώ δεν ενδείκνυται η επανεκδίκαση (Παπακυριακού κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2007) 2 ΑΑΔ, 133 και Βαρνάβα, πιο πάνω). 

 

    Η Έφεση γίνεται δεκτή.  Οι Εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.  Οι επιβληθείσες χρηματικές ποινές στις εν λόγω κατηγορίες ακυρώνονται.   Ακυρώνεται επίσης και το διάταγμα καταβολής που εξεδόθη εναντίον της Εφεσείουσας 1.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο