ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D345
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 164/2020)
8 Ιουλίου, 2022
[ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. K & M (FAMAGUSTA) DEVELOPERS AND
CONSTRUCTIONS LTD,
2. ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
___________________
Αγγέλα Τιμοθέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Λεωνίδας Μούσουλος για Θεόδωρο Ποσνακίδη, για την Εφεσίβλητη 1.
Ο Εφεσίβλητος 2 εμφανίζεται προσωπικά.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Παναγή, Π.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Π.:- Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 (νομικό και φυσικό πρόσωπο) κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας κρίθηκαν ένοχοι σε τρεις κατηγορίες για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής ΦΠΑ, που βεβαιώθηκε ως οφειλόμενος φόρος και γνωστοποιήθηκε σε αυτούς με σχετικές ειδοποιήσεις, στη βάση των άρθρων 46(11), 49(2)(8), 48 και 57 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (στο εξής «ο Νόμος») και των σχετικών κανονισμών (κατηγορίες 1,5 και 6). Κρίθηκαν ένοχοι επίσης σε ανάλογες κατηγορίες για παράλειψη καταβολής πρόσθετου φόρου, χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, που επιβλήθηκαν λόγω παράλειψης καταβολής των ποσών που αναφέρονται στις κατηγορίες 1, 5 και 6 αντίστοιχα, στη βάση των άρθρων 35(1)(3)(4), 46(10Α), 46(11), 49(8), 20(1) και 57 του πιο πάνω Νόμου (κατηγορίες 3, 7 και 8).
Τα εν λόγω αδικήματα διαπράχθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες κατά τη διάρκεια του έτους 2011 (1η και 3η κατηγορία), του 2014 (5η και 7η κατηγορία) και του 2015 (6η και 8η κατηγορία). Ο οφειλόμενος ΦΠΑ που βεβαιώθηκε, αφορά στις φορολογικές περιόδους μεταξύ 1ης Φεβρουάριου 2003 και 30ης Νοεμβρίου 2009 και μεταξύ 1ης Δεκεμβρίου 2009 και 30ης Νοεμβρίου 2011.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο μεν νομικό πρόσωπο επέβαλε χρηματικές ποινές σε όλες τις κατηγορίες που κρίθηκε ένοχο, με μέγιστη αυτή των €5.000 στην πρώτη κατηγορία. Στη βάση δε του άρθρου 46(12) του Νόμου εκδόθηκαν διατάγματα για καταβολή των οφειλόμενων ποσών που καταγράφονται στις κατηγορίες. Δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό μέχρι σήμερα.
Στον εφεσίβλητο 2 (στο εξής «ο εφεσίβλητος») επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για τις κατηγορίες 1, 5 και 6, η μεγαλύτερη εκ των οποίων ήταν 5 μηνών. Δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στις κατηγορίες 3, 7 και 8.
Η έφεση που ασκήθηκε από τον Έφορο Φορολογίας προωθήθηκε στη βάση τεσσάρων λόγων έφεσης μετά την απόσυρση, κατά την ακρόαση της έφεσης, του τέταρτου από τους πέντε λόγους έφεσης.
Βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία και η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι έκδηλα ανεπαρκείς (λόγοι έφεσης 1 και 2). Κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος, στα γεγονότα της υπόθεσης και στο ύψος του οφειλόμενου ποσού, το οποίο ανερχόταν σε €4.629.397,27 και έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβλήθηκαν να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως επαρκείς και αποτρεπτικού χαρακτήρα. Πρόκειται δε για αδικήματα τα οποία ενέχουν μεγάλη σημασία για το δημόσιο και το κοινωνικό σύνολο, αλλά και λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται.
Προβάλλεται, επίσης, από τον εφεσείοντα, ότι η απόφαση για μη επιβολή ποινής στις κατηγορίες 3, 7 και 8 στον εφεσίβλητο, οι οποίες αφορούν διαφορετικά αδικήματα από τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 5 και 6 και δεν έχουν κάποια αντιστοιχία, είναι αναιτιολόγητη (3ος λόγος έφεσης).
Αναιτιολόγητη θεωρεί ο εφεσείων και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιβάλει διαδοχικές ποινές στον εφεσίβλητο (5ος λόγος έφεσης). Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα, οι κατηγορίες αφορούσαν ξεχωριστές παραλείψεις σε διαφορετικές περιόδους και οδήγησαν στη διάπραξη διαφορετικών ποινικών αδικημάτων και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενιαία συμπεριφορά. Οι τρεις βεβαιώσεις φόρου, υποδεικνύεται, είχαν επίσης ξεχωριστές προθεσμίες για την καταβολή των οφειλόμενων ποσών.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι εφεσίβλητοι, ως διαφαίνεται από τις προβλεπόμενες στο Νόμο ποινές και τη νομολογία. Σημείωσε ότι για το αδίκημα της άρνησης ή παράλειψης καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α του Νόμου, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, η προβλεπόμενη ποινή είναι χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες (€8.543,01) ή φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και οι δύο αυτές ποινές. Επιπλέον, με βάση το άρθρο 46(10) Α του Νόμου, πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι και 10% του οφειλόμενου ποσού.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο παράθεσε τα ακόλουθα αποσπάσματα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Andreas Makris Tourist Taxi Service Co Ltd (1996) 2 Α.Α.Δ 262, επισημαίνοντας την ανάγκη που τονίζεται στη νομολογία, για αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων που σχετίζονται με την εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων. Σημείωσε, ταυτόχρονα, την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών εκ της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τέτοια αδικήματα:
«Η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θέτει ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και κάθε άλλη φορολογική νομοθεσία, συνιστά σοβαρό παράπτωμα και η εκπλήρωση τους ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. (Βλ. Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Σχίζα και Άλλων (1996) 2 Α.Α.Δ. 175).
...
Κατά συνέπεια, οι ποινές που πρέπει να επιβάλλονται, πρέπει να αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και παράλληλα να είναι αποτρεπτικές για τους αδικοπραγούντες και για το κοινό, για να μην υπάρχει ενθάρρυνση στην παρανομία και στην παράνομη κατακράτηση των εσόδων του κράτους».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για σκοπούς επιβολής ποινής, θεώρησε ως κοινούς επιβαρυντικούς παράγοντες για αμφότερους τους εφεσίβλητους, το πολύ μεγάλο ύψος του οφειλόμενου φόρου και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, καθώς και «τις επιπτώσεις που αυτά έχουν για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και την οικονομία του τόπου, την ανάγκη για γενική αποτροπή και τη μη καταβολή από πλευράς της οποιουδήποτε ποσού έναντι της οφειλής.». Σε σχέση με την εφεσίβλητη εταιρεία, σημείωσε, επίσης, ότι «είτε μέσω των αξιωματούχων της, είτε μέσω του εκκαθαριστή της, δεν φαίνεται να έχει κάνει οποιεσδήποτε προσπάθειες για αποπληρωμή του οφειλόμενου φόρου». Αναφορικά δε με τον εφεσίβλητο, έλαβε υπόψη το ιδιαίτερα επιβαρυμένο ποινικό μητρώο του, το οποίο, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεικνύει δυστυχώς άτομο με τάση και ροπή προς τη διάπραξη αδικημάτων οικονομικής φύσης». Συγκεκριμένα, από τον Μάιο 1990 μέχρι τον Νοέμβριο 2018, ο εφεσίβλητος μπαινόβγαινε στη φυλακή εκτίοντας εννέα συνολικά ποινές φυλάκισης για σοβαρά ποινικά αδικήματα, οικονομικής φύσεως, πλείστα εκ των οποίων ενείχαν το στοιχείο των ψευδών παραστάσεων. Οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσίβλητου, όπως ορθά υποδεικνύει και ο ίδιος, σαφώς δεν συνιστούσαν επιβαρυντικό παράγοντα, αποστερούσαν όμως από αυτόν τον ελαφρυντικό παράγοντα του λευκού ποινικού μητρώου και επηρέαζαν το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα μπορούσε να επιδείξει αν αυτός δεν βαρύνετο με τόσες προηγούμενες καταδίκες.
Ως μετριαστικός της ποινής παράγοντας για την εφεσίβλητη εταιρεία, λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ότι ήταν πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου «η οποία αντιμετώπισε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που οδήγησαν στην έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της περιουσίας της». Συνεκτιμήθηκαν και συνυπολογίστηκαν και στην περίπτωση του εφεσίβλητου, τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του, όπως αυτές είχαν εκτεθεί με λεπτομέρεια από τον ίδιο, καθώς και σε Έκθεση Κοινωνικής Έρευνας που ετοιμάστηκε σε σχέση με το πρόσωπό του.
Από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται ότι βαρύνουσα σημασία στην κρίση του Δικαστηρίου είχε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν αξιωματούχος της εφεσίβλητης εταιρείας κατά τις φορολογικές περιόδους μεταξύ 1.2.2003 και 30.11.2009, για τις οποίες βεβαιώθηκε ως οφειλόμενος ο ΦΠΑ (αντικείμενο της 1ης κατηγορίας), ούτε ήταν το πρόσωπο που ετοίμασε και υπέβαλε τις σχετικές φορολογικές δηλώσεις της εταιρείας την τότε χρονική περίοδο. Ειδικά δε σε σχέση με τις κατηγορίες 5, 6, 7 και 8, χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, η εφεσίβλητη εταιρεία είχε τεθεί υπό εκκαθάριση και επομένως οι εξουσίες του εφεσίβλητου ως διευθυντή αυτής, ήταν πολύ περιορισμένες. Ως προς τον ρόλο του εφεσίβλητου σημειώνουμε το εύρημα του Δικαστηρίου στην καταδικαστική απόφαση του ότι αυτός «κατείχε σημαίνοντα ρόλο σε ότι αφορά τις δραστηριότητες της κατηγορουμένης 1 εταιρείας από την ίδρυση της και εντεύθεν».
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, υπέρ του εφεσίβλητου προσμέτρησε και ο χρόνος που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, σε συνάρτηση με την ηλικία του, 61 ετών, και την μεταβολή στο μεσοδιάστημα, σε κάποιο βαθμό, των προσωπικών συνθηκών του. Όπως σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, οι ευθύνες του εφεσίβλητου απέναντι στα τέκνα του είχαν πολλαπλασιαστεί αφού τα δύο πρώτα του τέκνα είναι φοιτητές στο εξωτερικό και το τρίτο του τέκνο, που υποφέρει από αυτισμό, χρειάζεται καθημερινά την βοήθεια και συμπαράστασή του. Ενίοτε, βέβαια, η καθυστέρηση στην ποινική δίωξη αφήνει χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης ώστε αυτή, σε τέτοια περίπτωση, να είναι δυνατό να αποφευχθεί (Κωνσταντίνου ν. Έφορου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2009) 2 ΑΑΔ 403).
Το είδος και η έκταση της ποινής καθορίζεται πάντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα στα προβλεπόμενα νομοθετικά πλαίσια. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική, επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζακατζιώτη (2001) 2 ΑΑΔ 85, η οποία αφορούσε αδικήματα παράλειψης καταβολής οφειλόμενων φόρων, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990-1994, παρατηρήθηκε ότι:
«Η μικρή ποινή σε σχέση με τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε υπόθεσης αποτελεί έμμεσο τρόπο ενθάρρυνσης της παρανομίας, όταν η σοβαρότητα των αδικημάτων επιβάλλει την παρουσία του στοιχείου της αποτρεπτικότητας.
[..]
Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας καθίσταται οφειλόμενος από τη στιγμή που διενεργείται η παράδοση ή παροχή υπηρεσιών και ο επιχειρηματίας καθίσταται εμπιστευματοδόχος του κράτους για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο επιχειρηματίας έχει υποχρέωση να εισπράττει αμέσως τις σχετικές φορολογικές επιβαρύνσεις και να τις αποδίδει χωρίς καθυστέρηση στο κράτος. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα ελαφρυντικά που έχουν προβληθεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων αφού από αυτές απουσιάζει έντονα το στοιχείο της αποτρεπτικότητας.»
Στη Μελάς κ.ά ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 412 λέχθηκε, με αναφορά στην Ζακατζιώτη (ανωτέρω), ότι η παράλειψη καταβολής Φ.Π.Α.: «ενέχει μεγάλη σημασία στο δημόσιο, γι' αυτό άλλωστε και η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερία δεν είναι ασυνήθης επιλογή, ιδιαίτερα σε περίπτωση μη καταβολής Φ.Π.Α., ο οποίος εισπράττεται αλλά δεν καταβάλλεται στο κράτος».
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση για την ποινή υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, σε συνάρτηση με τη σχετική νομολογία και τα τεθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα, έχοντας ιδιαίτερα υπόψη τις παραμέτρους των παραπόνων του εφεσείοντα, όπως προβάλλονται με την έφεση. Δεν θα μας απασχολήσουν γεγονότα ή παράγοντες οι οποίοι δεν ηγέρθηκαν πρωτοδίκως και δεν απασχόλησαν στην εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία ο εφεσίβλητος θέτει για πρώτη φορά με το διάγραμμα αγόρευσης του, εισηγούμενος ότι θα πρέπει να προσμετρήσουν υπέρ του κατ' έφεση, όπως, για παράδειγμα, η μη ποινική δίωξη της κας ΜΑ, η οποία διετέλεσε διευθύντρια της εφεσίβλητης εταιρείας κατά τα έτη 2003-2009.
Έχουμε σημειώσει την προσέγγιση της νομολογίας σε υποθέσεις αυτής της φύσεως, με αναφορά σε αποφάσεις που παράθεσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Παρά την ορθή αναφορά του στην νομολογία, κρίνουμε, σε συμφωνία με τον εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στη συνολική εγκληματική ευθύνη των εφεσιβλήτων, ενώ προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες αμφοτέρων, με αποτέλεσμα η ποινή που επιβλήθηκε να καθίσταται έκδηλα ανεπαρκής. Οι βεβαιώσεις φόρου, αντικείμενο των κατηγοριών 1 και 5, αφορούσαν ιδιαίτερα μεγάλα ποσά ύψους €3.527.697,72 και €287.380,15 αντίστοιχα, τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδοθεί στο κράτος, προκαλώντας σε αυτό αντίστοιχη απώλεια. Η διαδικασία της εξατομίκευσης της ποινής στην προκειμένη περίπτωση οδήγησε, ουσιαστικά, στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί και του παράγοντα αυτής της αποτροπής.
Κρίνουμε, λοιπόν, ότι επιβάλλεται η παρέμβαση μας.
Προτού προχωρήσουμε στη διαφοροποίηση της ποινής, θα πρέπει πρώτα να μας απασχολήσει η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιβάλει ποινή στον εφεσίβλητο, στις κατηγορίες 3, 7 και 8. Το Δικαστήριο, όπως ορθά υποδεικνύει ο εφεσείων, δεν αιτιολόγησε την απόφαση του αυτή. Ωστόσο, αποφασίσαμε να μην επέμβουμε, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια.
Πρόσωπο το οποίο κρίνεται ένοχο για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 46(10Α), επί του οποίου εδράζονται οι εν λόγω κατηγορίες, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού[1]. Ο συνδυασμός ποινής φυλάκισης με πρόστιμο είναι παραδεκτό, κατά τη νομολογία, όμως όταν πρόκειται για βαρύ πρόστιμο, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις οικονομικές δυνατότητες του κατηγορούμενου, όπως εν προκειμένω, η ποινή μπορεί να καταστεί υπερβολική (Γεν. Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 ΑΑΔ 21). Υπάρχει και το εξής. Ο όρος «ενιαία ενέργεια» ή «ενιαία συμπεριφορά», όπως έχει ερμηνευτεί από τη νομολογία, καλύπτει μία σειρά από αδικήματα του ίδιου ή παρόμοιου τύπου που προκύπτουν από την ίδια συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται προς το ίδιο θύμα, μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Πέτρου (2006) 2 Α.Α.Δ. 183, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωτήρης Παπαγεωργίου (2007) 2 Α.Α.Δ. 514, Γιάννης Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433, Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762). Η διάπραξη των αδικημάτων στις κατηγορίες 3, 7 και 8 έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες κατά σειρά κατηγορίες 1, 5 και 6. Η συμπεριφορά είναι ουσιαστικά η ίδια, ήτοι η παράλειψη καταβολής ΦΠΑ που βεβαιώθηκε, πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκου που επιβλήθηκαν γιατί δεν πληρώθηκε εμπρόθεσμα το ποσό του ΦΠΑ που βεβαιώθηκε με ειδοποιήσεις από τον Έφορο Φορολογίας. Αναγκαία προϋπόθεση για τη συντέλεση των αδικημάτων των κατηγοριών 3, 7 και 8 είναι η στοιχειοθέτηση των αδικημάτων των κατηγοριών 1, 5 και 6. Αναμφίβολα τα αδικήματα στις κατηγορίες 3, 7 και 8 αποτελούν μία ενιαία ενέργεια ανάλογης των κατά σειρά αδικημάτων στις κατηγορίες 1, 5 και 6, για τα οποία επιβλήθηκε ποινή στον εφεσίβλητο.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι επιβληθείσες πρωτοδίκως ποινές παραμερίζονται και αντικαθίστανται με τις ακόλουθες ποινές:
Στην εφεσίβλητη εταιρεία:
Στην 1η κατηγορία: €8.500
Στην 5η κατηγορία: €8.000
Στην 6η κατηγορία: €8.000
Όσον αφορά τις κατηγορίες 3, 7 και 8, δεν κρίνουμε αναγκαίο να επέμβουμε στις επιβληθείσες από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινές.
Οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές, στις κατηγορίες 1, 5 και 6 παραμερίζονται και αντικαθίστανται με ποινές φυλάκισης 12 μηνών, 8 μηνών και 4 μηνών αντίστοιχα.
Επιβάλλοντας συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στον εφεσίβλητο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ρητά αναφέρει στην απόφασή του, είχε υπόψη την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής. Ο εφεσείων, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλει την απόφαση ως εσφαλμένη, εισηγούμενος ότι ενυπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για την επιβολή διαδοχικών ποινών.
Στην πρόσφατη απόφαση μας ΧΧΧ Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 54/2019, ημερ. 19.5.2022, επαναλάβαμε τις αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, με ιδιαίτερη αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση Αρ. 132/17, ημερομηνίας 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B260:
«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas Principles of Sentencing, σελ. 47 κ.επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).
Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (R. v. Buckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214.
Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»
Βλ. και την υπόθεση Μούζου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 127/2020, ECLI:CY:AD:2022:B119, απόφαση ημερ. 18.3.2022.
Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά πόσο οι ποινές πρέπει να δομούνται ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική.
Ειδικά για τα αδικήματα που εδώ απασχολούν, χρήσιμη αναφορά, θεωρούμε, μπορεί να γίνει και στο Definitive Sentencing Guideline, Fraud, Bribery and Money Laundering Offences, του Sentencing Council της Αγγλίας και Ουαλίας, αναφορικά με αδικήματα φορολογικής φύσεως (Revenue Fraud), στο οποίο αναφέρεται ότι η επιβολή διαδοχικών ποινών μπορεί να είναι κατάλληλη όταν υπάρχει αριθμός αδικημάτων που, όπως εδώ, αφορούν σε μεγάλα ποσά: «Consecutive sentences for multiple offences may be appropriate where large sums are involved».
Εν προκειμένω, παρόλο που τα αδικήματα των κατηγοριών 1, 5 και 6 ήταν παρόμοιου χαρακτήρα και στρέφονταν εναντίον του ιδίου προσώπου, ήτοι του κράτους, αφορούσαν διαφορετικές περιόδους και μεγάλα χρηματικά ποσά. Με την επιβολή δε συντρεχουσών ποινών δεν αντανακλάται η σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων και δεν στιγματίζεται η συνολική εγκληματική συμπεριφορά του εφεσίβλητου.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές θα είναι διαδοχικές.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως ανωτέρω.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού»