ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ιωαννίδης, Ιωάννης Χατζηγιάννη Χριστοδούλου, Στάλω Π. Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα Μ. Αγγελίδου (κα) και Μ. Ιωάννου για Μ.Ξ. Ιωάννου amp;amp;amp; Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-07-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΡΑΦΦΙ ΝΤΕΡ ΓΚΑΡΑΠΕΤΙΑΝ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 101/2021, 26/7/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                [ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 101/2021]

 

       26  Ιουλίου, 2022

 

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                          Εφεσείων

v.

ΡΑΦΦΙ ΝΤΕΡ ΓΚΑΡΑΠΕΤΙΑΝ

                          Εφεσίβλητου

 

***************************

 

Π. Βαρνάβας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τον Εφεσείοντα

Μ. Αγγελίδου (κα) και Μ. Ιωάννου για Μ.Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες, για τον Εφεσίβλητο

 

                                      ****************************

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δύο κατηγορίες.  Aφορούσαν, το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των άρθρων 371, 5 και 29 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, το οποίο τιμωρείται κατά ανώτατο όριο με φυλάκιση 7 χρόνων, ως  και το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 255, 270(β), 5, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, το οποίο τιμωρείται κατ' ανώτατο όριο με ποινή φυλάκισης 14 χρόνων.  

 

          Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου, διαπίστωση που είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή και αθώωση του.  Ο λόγος που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σ' αυτή την κατάληξη, συνίσταται στην απουσία συστατικού στοιχείου των αδικημάτων, που σχετίζεται με το άρθρο 5(1)(δ) του ΚΕΦ. 154 - στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά στην έκθεση αδικημάτων του κατηγορητηρίου -  και ειδικότερα στην αποτυχία στοιχειοθέτησης  εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ότι τα αδικήματα είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου διαπράχθηκαν και συγκεκριμένα με βάση το δίκαιο της Ελβετίας και Ιταλίας.

 

          Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, οι H.I.J. και Ε.Α. από το Ηνωμένο Βασίλειο (ΜΚ2 και ΜΚ3), ιδιοκτήτες του διαμαντένιου δακτυλιδιού με χαρακτηριστικά «12.02 carat fancy intence yellow internally flawless ring» και του πρωτότυπου πιστοποιητικού του «GIA», κατά το έτος 2015 εμπιστεύθηκαν τα εν λόγω αντικείμενα στον Εφεσίβλητο με σκοπό την πώληση τους, ο οποίος όμως αντί αυτού, τα οικειοποιήθηκε.  Όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι πράξεις του Εφεσίβλητου που στοιχειοθετούσαν ειδικότερα το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, διαπράχθησαν στην πόλη της Γενεύης στην Ελβετία, ή/και στην πόλη του Τορίνο στην Ιταλία.

 

          Περαιτέρω, σύμφωνα με την μαρτυρία της Παρασκευής Βοσκαρίδου (ΜΚ7) διοικητικής λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο Εφεσίβλητος κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Σε σχέση με το κατά πόσο οι πράξεις του Εφεσίβλητου που στοιχειοθετούν τα υπό κρίση αδικήματα, είναι επίσης αξιόποινες με βάση το δίκαιο της Ελβετίας και της Ιταλίας, η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμισε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τη μαρτυρία της Αστ. 4260 Μαργαρίτας Γεωργιάδου (ΜΚ8), η οποία είναι τοποθετημένη στο Εθνικό Κεντρικό Γραφείο στη Δημοκρατία ("NCB"), της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας («ICPO») ή «Ιντερπόλ».  Η εν λόγω μάρτυρας παρουσίασε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα ερωτήματα που της προωθήθηκαν γραπτώς από την Αστυνομική Εισαγγελία (Τεκμήριο 39) και τα οποία η ίδια προώθησε στα αντίστοιχα Εθνικά Κεντρικά Γραφεία της Ιντερπόλ στην Ελβετία και Ιταλία (Τεκμήριο 40), ως και τις σχετικές απαντήσεις (Τεκμήρια 41, 42 και 43).

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο στάδιο εξέτασης του κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου, εξέτασε προσεκτικά την μαρτυρία της ΜΚ8, ως και τα Τεκμήρια 41, 42 και 43 και κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε, ως όφειλε, μαρτυρία εμπειρογνώμονα προς απόδειξη του δικαίου της Ελβετίας και Ιταλίας, κατάληξη που οδήγησε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου.

 

          Με την Έφεση, προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου.

 

          Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Εφεσείοντος δεν προώθησε ενώπιον του Εφετείου τον 1ο λόγο έφεσης.  Με τον 2ο και 3ο λόγο, εγείρει ζήτημα πλημμελούς εφαρμογής από πρωτόδικο Δικαστήριο, του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης με βάση το άρθρο 137(1)(α)(iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155, ενώ με τον 4ο λόγο έφεσης, εγείρει ζήτημα αντικανονικότητας της διαδικασίας στη βάση του άρθρου 137(1)(α)(iv) του ΚΕΦ. 155.

 

          Προχωρούμε στην εξέταση του 2ου λόγου έφεσης.  Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου εκπρόσωπου του Γενικού Εισαγγελέα  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε τις νομολογιακές αρχές που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.  Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο  σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας εσφαλμένα α) κατέληξε ότι η ΜΚ8 δεν ήταν εμπειρογνώμονας επί αλλοδαπού δικαίου και  εσφαλμένα  β) προέβηκε σε λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση του περιεχομένου των Τεκμηρίων 41, 42 και 43.

 

          Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση, δικαιολογείται μόνο όταν ως θέμα πρώτης όψεως, δηλαδή, μετά την προκαταρκτική θεώρηση της υπόθεσης, δικαιολογείται η κλήση του κατηγορούμενου σε υπεράσπιση.  Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης, δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. In Re Kakos (1985) 1 CLR 250).  To ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, είναι σχετικό:

«To δικαστήριο δεν προβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορίας στο ενδιάμεσο στάδιο της δίκης. Άλλωστε, τέτοια αξιολόγηση θα οδηγούσε, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία προκατάληψης εναντίον του κατηγορούμενου οποτεδήποτε κρινόταν ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας είναι αξιόπιστη. Και εδώ έγκειται η σημασία της Πρακτικής του 1962 που υιοθετήθηκε στην απόφαση της ολομέλειας  Azinas and Another v. Police, (1981) 2  C.L.R. 9 και κρίθηκε ότι ενσωματώνει τις αρχές που εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν η Κατηγορία έχει τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η πρώτη όψη του πράγματος είναι εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Είναι με αυτή την έννοια που ο όρος χρησιμοποιείται στην Πρακτική του 1962. Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της Κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος, και

(β) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ' αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.»

 

          Έχοντας υπόψη  τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και ειδικότερα ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει στο στάδιο αυτό της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας - έργο που επιτελείται στο τέλος της δίκης - αλλά σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης, θα εξετάσουμε την εισήγηση του ευπαίδευτου εκπρόσωπου του Γενικού Εισαγγελέα, όπως περιλαμβάνεται στο 2ο λόγο έφεσης (ανωτέρω).

 

          Σύμφωνα με το άρθρο 5 (1)(δ) του ΚΕΦ. 154

 

«5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-

................................

(δ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας, αν το αδίκημα τιμωρείται στη Δημοκρατία με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια και η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα, είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου αυτό διαπράχτηκε, ή

...............................»

 

          Προέκυψε συνεπώς, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η υποχρέωση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, απόδειξης του  αξιόποινου των πράξεων του Εφεσίβλητου που συνιστούσαν τα υπό κρίση αδικήματα και με  βάση το δίκαιο της Ελβετίας και Ιταλίας.  Προς τούτο κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ΜΚ8, η οποία παρουσίασε σχετικά τα Τεκμήρια 41, 42 και 43.  Το ερώτημα που εγείρεται και το Εφετείο καλείται να αποφασίσει είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή, στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως υπόθεση, απέτυχε, ως είχε την υποχρέωση, να παρουσιάσει μαρτυρία πραγματογνώμονα, προς απόδειξη του δικαίου της Ελβετίας και Ιταλίας. 

 

          Το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί απλό πραγματικά γεγονός και αποδεικνύεται από τον διάδικο που εγείρει το ζήτημα, ο οποίος οφείλει να το τεκμηριώσει με την προσαγωγή κατάλληλης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, κυρίως με τη γνώμη νομομαθούς (βλ. Τlais Enterprises Ltd v. Her Majesty' s Revenue and Customs, (2015) 1 (Α) ΑΑΔ, 616, Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (1999) 1 (Α) ΑΑΔ 44, Impregilo SPA v. Tου Πλοίου «Marwa M» Σημαίας Κύπρου (Αρ. 1) (2002) 1 (Α) ΑΑΔ 284, Zeeland Navigation Company Limited v. Banque Worms (2000) 1 (B) ΑΑΔ 707, Sat Vision Ltd v. Interamerican Property and Casualty Ins. Co (1999) 1(Γ) AAΔ 1811 και Bank of Scotland Ltd v. Geodrill Ltd (1993) 1 AAΔ 753).  To πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», των T. Ηλιάδης  και Ν. Σάντης Β΄ ΄Εκδοση, σελ. 598 είναι σχετικό:

 

«Ο κανόνας είναι επιτακτικός και μονάχα στην περίπτωση παραδοχής από τον αντίδικο του περιεχομένου του ισχύοντος στην ξένη χώρα δικαίου θα μπορούσε να συγχωρεθεί η όποια παρέκκλιση.  Η πρακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα επί του θέματος είναι ότι η μαρτυρία που θα παρουσιαστεί ενδείκνυται να προέρχεται από πραγματογνώμονες που γνωρίζουν ή έχουν εμπειρίες ως προς τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται στην ξένη χώρα (R v. Ofori (1994) 99 Cr. App R 223, Cooper McDougal & Robertson Limited v. Stella Cosmetics Co Ltd and Others (1980) 1 CLR 214).»

 

 

 

          Στο Σύγγραμμα Phipson on Evidence, 19η έκδοση, Παρ. 33-77 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Foreign law must, in general, be proved on oath, either orally or in some cases by affidavit or witness statement, and not by the mere certificates of experts."

 

          Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ΜΚ8, υπό την ιδιότητα της ως Αστυφύλακας, τοποθετημένη στο Εθνικό Κεντρικό Γραφείο στη Δημοκρατία, της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ), αλλά και στη βάση της δικής της παραδοχής αντεξεταζόμενη,  δεν γνώριζε το δίκαιο της Ελβετίας και Ιταλίας και δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει το περιεχόμενο των απαντήσεων που είχε εξασφαλίσει από τα Εθνικά Κεντρικά Γραφεία της Ιντερπόλ στην Ελβετία και Ιταλία (Τεκμήρια 41, 42 και 43).  Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως νομικός ειδικός για το δίκαιο της Ελβετίας και Ιταλίας - ούτε και η ίδια ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο - ώστε να αντιμετωπισθεί, αντικειμενικά, ως εμπειρογνώμονας στον υπό αναφορά τομέα.

 

          Είναι η εισήγηση του  ευπαίδευτου εκπρόσωπου του Γενικού Εισαγγελέα,  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα προέβηκε σε εύρημα, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ότι δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του μαρτυρία εμπειρογνώμονα και ισχυρίστηκε ότι  η μαρτυρία της ΜΚ8 θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί από το Δικαστήριο σε βάθος ως προς το αξιόπιστο και ευσταθές  των λεχθέντων της, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει στο τέλος της υπόθεσης κατά τη διατύπωση της τελικής ετυμηγορίας. 

 

          Αντίθετα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσίβλητου εισηγήθηκαν ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της ΜΚ8 δεν ήταν κατάλληλη μαρτυρία πραγματογνώμονα επί αλλοδαπού δικαίου, δεν ήταν αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας της, αλλά διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι εκ της ιδιότητας της δεν ήταν εμπειρογνώμονας και συνεπώς ικανή μάρτυρας επί του αλλοδαπού δικαίου.

 

          Εξετάσαμε με προσοχή τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών.  Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία είχε και το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων των υπό κρίση αδικημάτων, είχε την υποχρέωση να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κατάλληλη μαρτυρία εμπειρογνώμονα επί αλλοδαπού δικαίου, ως ένα από τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 5(1)(δ) του ΚΕΦ. 154.  Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς έκρινε, στη βάση της ιδιότητας της ΜΚ8 αλλά και σύμφωνα με όσα η ίδια διευκρίνισε κατά την αντεξέταση της (ως ανωτέρω), ότι αυτή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας επί αλλοδαπού δικαίου, ενόσω αυτή δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε ως επαγγελματίας δικηγόρος, ούτε και ως πρόσωπο που κατείχε οποιαδήποτε επίσημη θέση που συνεπάγεται γνώση αλλοδαπού δικαίου.    Αντίθετα, ήταν η σταθερή και αδιαμφισβήτητη θέση της ότι δεν ήταν γνώστης του δικαίου της Ελβετίας και Ιταλίας, ούτε και μπορούσε να ερμηνεύσει το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 41, 42 και 43.  Περαιτέρω, είναι η κρίση μας ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε περί τούτου, στο στάδιο εξέτασης κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Εφεσίβλητου.  Τούτο γιατί σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας, δεν ετίθετο θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας της ΜΚ8 ως προς την ικανότητα της να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας επί αλλοδαπού δικαίου, εφόσον είχε ήδη αποσαφηνισθεί κατά το στάδιο της  αντεξέτασης της, η δεδηλωθείσα άγνοια της περί του δικαίου της Ελβετίας και Ιταλίας.  Ό,τι απαιτείτο να εξετασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας,  ήταν  να διαπιστωθεί κατά πόσο  είχε προσκομισθεί ικανοποιητική μαρτυρία που αφορούσε το συστατικό στοιχείο για το αλλοδαπό δίκαιο - ως το άρθρο 5(1)(δ) του ΚΕΦ. 154 απαιτεί - σε σχέση με το οποίο ορθώς κατέληξε,   ότι υπό  τα δεδομένα της μαρτυρίας της ΜΚ8, αυτό δεν είχε στοιχειοθετηθεί.

 

          Περαιτέρω, η εισήγηση του ευπαίδευτου εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ενήργησε εκτός του πλαισίου των εξουσιών του διότι προέβηκε σε λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση του περιεχομένου των Τεκμηρίων 41, 42 και 43 και πρόσδωσε σ' αυτά βαρύτητα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα Τεκμήρια 41, 42 και 43, τα οποία είχε καταθέσει η ΜΚ8 ενώπιον του και αποτελούσαν τις απαντήσεις των Εθνικών Κεντρικών Γραφείων της Ιντερπόλ στην Ελβετία και Ιταλία, ως προς το αλλοδαπό δίκαιο που διέπει τα υπό κρίση αδικήματα.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω τεκμήρια είναι «απρόσωπα», υπό την έννοια ότι δεν υπογράφονται από το πρόσωπο που τα σύνταξε, ούτε και διευκρινίζεται η πηγή γνώσης του συντάξαντος σε σχέση με το δίκαιο της Ιταλίας (Τεκμήριο 41) και της Ελβετίας (Τεκμήρια 42 και 43), ώστε να κριθεί ως πραγματογνώμονας του αλλοδαπού δικαίου, κρίνουμε πως είναι ορθή.  Η απλή αναφορά στα εν λόγω τεκμήρια, «Interpol Rome»/ «IP Rome» και «Interpol Βέρνης/ «IP Berne», δεν κρίνεται ικανοποιητική για να στοιχειοθετήσει την απαραίτητη πραγματογνωμοσύνη του συντάξαντος τα Τεκμήρια 41, 42 και 43, ο οποίος παρέμεινε άγνωστος για το Δικαστήριο.  Με αυτά τα δεδομένα, είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αξιολόγησε ούτε και ερμήνευσε το κείμενο  των Τεκμηρίων 41, 42 και 43 ως προς την ουσία του εγειρόμενου ζητήματος, αλλά  ορθώς περιορίστηκε  να εξετάσει κατά πόσο τα εν λόγω τεκμήρια αποτελούσαν την αναγκαία μαρτυρία από εμπειρογνώμονα επί του αλλοδαπού δικαίου, ως απαιτείται με βάση τη σχετική νομολογία (ανωτέρω).  Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Royal Bank of Scotland Plc v. Geodrill Co Ltd (ανωτέρω) σελ. 760, είναι σχετικό:

 

«Είναι φανερό ότι στο προκείμενο η μαρτυρία για τον αλλοδαπό νόμο δεν προήλθε από νομικό εμπειρογνώμονα. Ο μάρτυρας της εφεσείουσας δεν ήταν ούτε εμφανίστηκε σαν ειδικός σε θέματα αγγλικού ή του δικαίου της Σκωτίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να απορρίψει τη μαρτυρία και για το λόγο αυτό. Κατ' εξοχή για το λόγο αυτό. Η προσπάθεια του δικαστηρίου να ερμηνεύσει χωρίς βοήθεια εμπειρογνώμονα το κείμενο του αγγλικού νόμου ήταν, με βάση τα προεκτεθέντα, το ίδιο απαράδεκτη. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία στο θεμελιακό αυτό ζήτημα εκ μέρους της εφεσείουσας.»

         

Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της αντικειμενικής θεώρησης της υπόθεσης, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να στοιχειοθετήσει με κατάλληλη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, το δίκαιο της Ελβετίας και Ιταλίας, ως συστατικό στοιχείο του άρθρου 5(1)(δ) του ΚΕΦ. 154.   Επομένως  ο 2ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον 3ο λόγο έφεσης και διαζευκτικά με τον 2ο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, μόνο το ζήτημα της εμπειρογνωμοσύνης που προέκυπτε από τα Τεκμήρια 41, 42 και 43  αποδίδοντας σ' αυτά μηδενική βαρύτητα, ενώ είχε την υποχρέωση να αξιολογήσει το περιεχόμενο τους ως εξ ακοής μαρτυρία, με βάση το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9Ούτε και αυτή η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους.  Με δεδομένη την κατάληξη μας σε σχέση με τον 2ο λόγο έφεσης ως ανωτέρω, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς περιορίστηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, στην εξέταση μόνο του ζητήματος της εμπειρογνωμοσύνης, χωρίς να προχωρήσει στην αξιολόγηση του περιεχομένου των πιο πάνω τεκμηρίων. 

 

          Επομένως και ο 3ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

          Τέλος, με τον 4ο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα παραπονείται για αντικανονικότητα διαδικασίας.  Έχουμε μελετήσει τις σχετικές εισηγήσεις και με δέοντα σεβασμό δεν συμφωνούμε.  Ό,τι έπραξε  εν προκειμένω  το Δικαστήριο και ορθώς, ήταν να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σε σχέση με τη συνδρομή ή όχι των συστατικών στοιχείων του αδικήματος. 

 

          Συνακόλουθα και ο 4ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και  απορρίπτεται.

 

          Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                             Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                             ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο