ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Χρ. Τριανταφυλλίδης με Στ. Χριστοδούλου, για τους εφεσείοντες. Αδ. Δημοσθένους εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-05-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SEMENAL INVESTMENTS LTD κ.α. v. AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 226/2020, 37/2021 και 38/2021, 19/5/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D231

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 226/2020)

(Σχετ. 37/2021 και 38/21)

 

19 Μαΐου, 2022

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

SEMENAL INVESTMENTS LTD,

Εφεσείοντες,

v.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

--------- 

(Ποινική Έφεση Αρ. 37/2021)

(Σχετ. 226/2020 και 38/2021)

 

Δ. ΜΑΣΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

---------

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 38/2021)

(Σχετ. 226/2020 και 37/2021)

 

Α. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

 

AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Στ. Χριστοδούλου, για τους εφεσείοντες.

Αδ. Δημοσθένους εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

---------

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου σε σχέση με τη λειτουργία του εστιατορίου Nava Seaside Lounge and Restaurant, σε αριθμό κατηγοριών με αναφορά στο χρονικό διάστημα μεταξύ 5.6.2020 και 8.6.2020.

 

          Για πρακτικούς λόγους ο Αριστείδης, ο οποίος είναι εφεσείων στην ποινική έφεση 38/21 θα αναφέρεται ως «εφεσείων 1», όπως ήταν κατηγορούμενος 1 πρωτοδίκως, o Μασιάς, ο οποίος είναι ο εφεσείων στην ποινική έφεση 37/21 θα αναφέρεται ως «εφεσείων 2», όπως ήταν κατηγορούμενος 2 πρωτοδίκως και η εφεσείουσα στην ποινική έφεση 226/20 θα αναφέρεται ως «εφεσείουσα 3», όπως ήταν κατηγορούμενη 3 πρωτοδίκως.

 

          Οι εφεσείοντες βρέθηκαν μαζί ένοχοι, ειδικότερα ως ακολούθως:

 

(α) Ότι λειτουργούσαν το εν λόγω κέντρο χωρίς άδεια λειτουργίας από το Υφυπουργείο Τουρισμού κατά παράβαση των σχετικών προνοιών των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων του 1985-1999, όπως τροποποιήθηκαν.  

 

(β) Ότι εξυπηρετούσαν το κοινό εκτός τραπεζοκαθισμάτων μη τηρώντας τις κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας, ήτοι πλήθος  κόσμου βρισκόταν εκεί χορεύοντας και καταναλώνοντας ποτά εφαπτόμενοι ο ένας στον άλλο, μη τηρώντας τις αποστάσεις, κατά παράβαση των μέτρων με σκοπό την παρεμπόδιση της εξάπλωσης της ασθένειας του κορωνοϊού Covid-19 και του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260, όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Η έφεση αναφορικά με την καταδίκη για τη λειτουργία κέντρου χωρίς άδεια.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της λειτουργίας κέντρου χωρίς άδεια σχετικές είναι οι πρόνοιες των άρθρων 6(1) και 2 των περί Κέντρων Αναψυχής Νόμων:

 

«6(1)Ουδείς λειτουργεί κέντρο άνευ αδείας λειτουργίας εκδιδομένης συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.»

 

          «2. «κέντρον» σημαίνει κατάστημα

          (α) .

          (β).

εν τω οποίω παρέχονται επί πληρωμή εστίασις, ή πάσης φύσεως φαγητά, ποτά ή γλυκίσματα, ανεξαρτήτως του εάν εις το κατάστημα προσφέρεται μουσική ή καλλιτεχνικόν πρόγραμμα.»

 

          Δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση η παροχή ποτών και εδεσμάτων.  Ό,τι τέθηκε πρωτοδίκως και προβάλλεται τώρα με την έφεση είναι πως δεν υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι το υπό συζήτηση υποστατικό αποτελούσε «κέντρο», εν τη εννοία του Νόμου, ότι δηλαδή η παροχή ποτών και εδεσμάτων γινόταν επί πληρωμή.  Εισηγείται η υπεράσπιση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε επί του προκειμένου σε δικό του συμπέρασμα βάσει εικασίας, παραβιάζοντας την αρχή της Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι.

 

Η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι στην είσοδο του υποστατικού υπήρχαν υπεύθυνοι ασφαλείας και υποδοχής.  Εντός υπήρχαν πολλά άτομα που διασκέδαζαν.  Λ.χ. στις 5.6.2020 η ώρα 20:50 υπήρχαν πάνω από 1000 άτομα. Το ίδιο και στις 7.6.2020, η ώρα 23:25.  Στις 8.6.2020 και περί ώρα 01:40 βρίσκονταν εκεί 700-800 άτομα.  Το υποστατικό είναι χωρητικότητας 1300 ατόμων.  Η περιγραφή που έδωσαν οι μάρτυρες αστυνομικοί για όλες τις επισκέψεις τους, κατά την περίοδο που καλύπτει το κατηγορητήριο, είναι ότι οι θαμώνες, άλλοι στέκονταν και χόρευαν, άλλοι κάθονταν, ο κόσμος «κατανάλωνε διάφορα εδέσματα», «έπινε τα ποτά του», άκουε μουσική και χόρευε, υπήρχαν αλκοολούχα ποτά, όπως βότκα και «διάφορα είδη από αυτά».  Αν και δεν σερβιρόταν ζεστό φαγητό, υπήρχαν platter με σταφύλια ή τυριά.  Υπήρχε μπαρ, μπάρμαν, DJ, καθίσματα και καναπέδες.  Η γενική εικόνα που δόθηκε μέσα από τη μαρτυρία ήταν πως επρόκειτο για ένα πλήρως οργανωμένο κέντρο διασκέδασης με την καθημερινή έννοια του όρου.  Το ερώτημα είναι κατά πόσον τα ποτά και η εστίαση που προσφέρονταν ήταν κατά το νομικό προαπαιτούμενο του όρου επί πληρωμή, ή κατά πόσον υπάρχει έστω και η παραμικρή εύλογη, με έρεισμα τη μαρτυρία, πιθανότητα να δίδονταν δωρεάν. 

 

’μεση μαρτυρία περί πληρωμής αντιτίμου δεν υπήρξε.  Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνοντας ότι δεν μπορούσε όλη αυτή η κατάσταση και μάλιστα επανειλημμένα, να γινόταν δωρεάν από μια ιδιωτική εταιρεία, την εφεσείουσα 3, δεν προέβη σε εικασία, αλλά δικαιολογημένα κατέληξε στο μόνο και αναπόδραστο συμπέρασμα με βάση την παραπάνω περιστατική μαρτυρία. 

 

’λλωστε οι εφεσείοντες κατ'  ουσίαν παραδέχθηκαν - είναι και αυτό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας - ότι επρόκειτο για κέντρο εν τη εννοία του Νόμου.  Όταν ο εφεσείων 1 ρωτήθηκε ως υπεύθυνος του μέρους αν είχε εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας κέντρου από το Υφυπουργείο Τουρισμού και όταν ακολούθως κατηγορήθηκε, αυτός δεν απάντησε ότι δεν είναι ο υπεύθυνος, ούτε ότι δεν απαιτείται τέτοια άδεια διότι δεν επρόκειτο για κέντρο εν τη εννοία του Νόμου, αλλά ανέφερε: «όχι αλλά έχω κάμει τις αιτήσεις μου» και «δεν την έχω ακόμα».  Η απάντηση του εφεσείοντα 2, ο οποίος ήταν διευθυντής και γραμματέας της εφεσείουσας 3, διαχειρίστριας της επιχείρησης στο επίδικο κέντρο, ήταν επίσης «έκαμα αίτηση».  Προς τι η υποβολή αίτησης εάν δεν ήταν «κέντρο»;

 

Συμφωνούμε και επικυρώνουμε το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι επρόκειτο για «κέντρο» εν τη εννοία του Νόμου.

 

Προβάλλεται περαιτέρω με την έφεση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ποιος από τους εφεσείοντες 1 ή 2 ήταν ο υπεύθυνος επιχειρηματίας και κατ'  επέκταση ο υπεύθυνος για την εξασφάλιση άδειας λειτουργίας. 

 

Θεωρούμε ότι ήδη με τα ανωτέρω το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί, δεδομένου ότι σύμφωνα με το Νόμο ένοχος αδικήματος είναι το πρόσωπο το οποίο διατηρεί ή λειτουργεί κέντρο άνευ αδείας λειτουργίας (άρθρο 18(1)(β)).  Η ποινική ευθύνη δεν συναρτάται με την ιδιοκτησία του κέντρου, αλλά με τις πράξεις λειτουργίας του, έννοια συνυφασμένη με τη συμμετοχή στη λειτουργία του κέντρου (Στυλιανού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (1999) 2 ΑΑΔ 47).

 

Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσείων 2 είναι διευθυντής και γραμματέας της εφεσείουσας 3 δεν οδηγεί από μόνο του σε ενοχοποιητικό συμπέρασμα επί τη βάσει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα (Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 600, Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 ΑΑΔ 708).  Όμως ο εφεσείων 2 ήταν παρών και όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο απάντησε «έκαμα αίτηση».  Η γνώση, η συμμετοχή του στην παρανομία και η ευθύνη του είναι προφανής και κατ' ουσίαν παραδεκτή. Ο εφεσείων 1, πάντοτε παρών, παρουσιάστηκε στους αστυνομικούς, όπως δεν αμφισβητήθηκε, ως ο υπεύθυνος του κέντρου και απάντησε, ως ανωτέρω, με τον τρόπο που απάντησε.

 

Με την έφεση εγείρεται και ένα ζήτημα αναφορικά με κάποιο DVD που κατατέθηκε από την υπεράσπιση ως τεκμήριο 12, που φαίνεται να περιέχει σύντομα βίντεο που είχαν αναρτηθεί από πελάτες του κέντρου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  Η υπεράσπιση κάλεσε μάρτυρα για να περιγράψει τα βίντεο αλλά το δικαστήριο ορθά σταμάτησε τέτοια μαρτυρία, κρίνοντας ότι ήταν σε θέση το ίδιο να δει ό,τι τα βίντεο απεικόνιζαν.  Αργότερα στην τελική απόφαση του αναφέρθηκε στο τεκμήριο 12 λέγοντας ότι σε αυτό υπήρχε μια γενική εικόνα για κάποια από τα στοιχεία της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και φαίνονταν και κάποια άλλα εδέσματα που προσφέρονταν.  Αυτό έδωσε έρεισμα στους εφεσείοντες να ισχυριστούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του μαρτυρία που δεν έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη διότι ενώ ανέφερε πως το συγκεκριμένο βίντεο δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, στη συνέχεια το ίδιο παρέπεμψε σε αυτό για να αιτιολογήσει την απόφαση του.  Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.  Το βίντεο ήταν μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου προσφερθείσα από την υπεράσπιση.  Ό,τι σταμάτησε το δικαστήριο ήταν την περιγραφή από μάρτυρα ενός βίντεο που βρισκόταν μπροστά του.  Ούτε, εν πάση περιπτώσει, στήριξε την απόφαση του στο βίντεο. 

 

Η έφεση αναφορικά με την καταδίκη για τη λειτουργία κατά παράβαση του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου.

 

          Σύμφωνα με το άρθρο 2.11(ii) του περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμού Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID-19) Διατάγματος (Αρ.24) του 2020 (ΚΔΠ 219/2020, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 5277 στις 20.5.2020) επιτρέπεται η λειτουργία συναφών επιχειρήσεων υπό τον όρο, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«η εξυπηρέτηση του κοινού γίνεται αποκλειστικά και μόνο σε τραπεζοκαθίσματα, τηρουμένων των κατευθυντηρίων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας

 

          Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2.13 του ιδίου Διατάγματος όλες οι επιχειρήσεις που δέχονται κοινό προς εξυπηρέτηση:

«οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα για σηματοδότηση της απόστασης, τουλάχιστον 2 μ., η οποία πρέπει να τηρείται από τους πολίτες κατά τη διάρκεια εξυπηρέτησης τους, τόσο εντός όσο και εκτός των υποστατικών, και δεν επιτρέπεται η παρουσία στον ίδιο χώρο, δηλαδή στο χώρο εξυπηρέτησης, ανά πάσα στιγμή αριθμού ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, πέραν του ενός ατόμου ανά 8 τ.μ. ωφέλιμου χώρου.»  

 

          Οι λεπτομέρειες των σχετικών κατηγοριών ήταν ότι οι εφεσείοντες «εξυπηρετούσαν το κοινό εκτός τραπεζοκαθισμάτων μη τηρώντας τις κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας, ήτοι πλήθος κόσμου βρίσκονταν εκεί χορεύοντας και καταναλώνοντας ποτά, εφαπτόμενοι ο ένας πάνω στον άλλο μη τηρώντας τις αποστάσεις». 

 

          Δεν φαίνεται να προβλήθηκε πρωτόδικα, ούτε υπάρχει λόγος έφεσης με τον οποίο να εγείρεται ζήτημα ελαττωματικότητας του κατηγορητηρίου και πρόκλησης αδικίας στην υπεράσπιση λόγω της σύνταξης των εν λόγω κατηγοριών με τρόπο ώστε να αναφέρονται τόσο στην εξυπηρέτηση εκτός τραπεζοκαθισμάτων, όσο και στη μη τήρηση των αποστάσεων. 

 

          Προβάλλεται με την έφεση ότι η μαρτυρία δεν στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.  Ειδικότερα, δεν υπάρχει μαρτυρία για εξυπηρέτηση του κοινού εκτός των τραπεζοκαθισμάτων εφόσον το να χορεύουν οι θαμώνες καταναλώνοντας ποτά και εφαπτόμενοι ο ένας στον άλλο δεν αποτελεί εξυπηρέτηση του κοινού εκτός τραπεζοκαθισμάτων.  Ούτε οι ενέργειες αυτές των θαμώνων σχετίζονται με τους εφεσείοντες.  Η δε νομοθεσία περί τήρησης αποστάσεων αναφέρεται και περιορίζεται στον χρόνο που οι επιχειρήσεις εξυπηρετούν το κοινό. 

 

          Επίσης στην έφεση ορθά υποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κατηγορία η οποία να αφορά μουσικοχορευτικά κέντρα, οπότε αχρείαστα το δικαστήριο επεκτάθηκε σε σχετική αναφορά λέγοντας ότι με βάση το εν λόγω Διάταγμα η λειτουργία τέτοιων κέντρων είχε ανασταλεί.  Δεν θα λάβουμε υπόψη την αναφορά αυτή αλλά θα περιοριστούμε στα όσα προκύπτουν από το κατηγορητήριο.

 

Η μαρτυρία και τα συνεπακόλουθα ευρήματα του δικαστηρίου ήταν πως οι θαμώνες διασκέδαζαν όρθιοι, χορεύοντας ο ένας δίπλα από τον άλλο χωρίς αποστάσεις, αφού σηκώνονταν από τις καρέκλες και τα τραπέζια.  Στέκονταν σε απόσταση αναπνοής και κατανάλωναν οινοπνευματώδη ποτά. 

 

Με τον δέοντα σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε με την  προσέγγιση που εισηγήθηκε η υπεράσπιση.  Δεν απαιτείτο μαρτυρία ότι τα ποτά ή τα όποια εδέσματα σερβιρίστηκαν στα τραπεζοκαθίσματα.  Όπως ορθά εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης ο Νόμος δεν αναφέρεται σε «τραπεζοκομία».  Η «εξυπηρέτηση του κοινού αποκλειστικά και μόνο σε τραπεζοκαθίσματα» έχει την έννοια ότι οι πελάτες του κέντρου θα έπρεπε να κάθονται στα καθίσματα τους στα τραπέζια τους και όχι να βρίσκονται ιστάμενοι, να περιφέρονται στο κέντρο, να χορεύουν και μάλιστα να παραβιάζουν τις απαιτούμενες αποστάσεις, πλησιάζοντας ο ένας  τον άλλο ακόμα και σε απόσταση αναπνοής.  Περαιτέρω, η υποχρέωση για τήρηση απόστασης 2 μ. κατά την εξυπηρέτηση του κοινού ήταν αναμφίβολα υποχρέωση της επιχείρησης, η οποία δεν μπορεί να αποστασιοποιείται όπως επιχείρησε να πράξει ο εφεσείων 1 με τις συνεχείς απαντήσεις του προς τους αστυνομικούς ότι ο ίδιος δεν είχε ευθύνη.  Βεβαίως είχε ευθύνη, όπως και οι άλλοι εφεσείοντες, για τήρηση του Διατάγματος, εφόσον το άρθρο 2.13 ορίζει ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα για σηματοδότηση της απόστασης η οποία πρέπει να τηρείται κατά τη διάρκεια της εξυπηρέτησης τους.   

 

Η έφεση θα απορριφθεί.  Θεωρούμε όμως χρήσιμο να σχολιάσουμε τις ποινές που επέβαλε το δικαστήριο, αλλά και τις ποινές που προβλέπει ο περί Κέντρων Αναψυχής Νόμος.  Ο τελευταίος, στο άρθρο 18(1) προβλέπει ότι πρόσωπο που λειτουργεί κέντρο χωρίς άδεια ή διαπράττει άλλα συναφή αδικήματα «υπόκειται εις χρη΅ατικήν ποινήν ΅η υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν ΅η υπερβαίνουσαν τους έξ ΅ήνας ή εις α΅φοτέρας τας ποινάς ταύτας,[1].».  Το δικαστήριο επέβαλε €100 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία. 

 

Το άρθρο 18(1) προβλέπει περαιτέρω ότι αν η παράβαση συνεχιστεί μετά την καταδίκη, ο εκ νέου καταδικασθείς είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μη υπερβαίνουσα τις £250[2] καθ΄ εκάστην ημέρα καθ΄ ην συνεχίζεται η παράβαση.  Όμως, και αυτή η πρόνοια, εάν πράγματι εφαρμόζεται, πόσο αποτρεπτικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει σε κέντρα με εκατοντάδες θαμώνες; 

 

Γενικά, αλλά ιδιαίτερα σε ότι αφορά την αρχική καταδίκη για την οποία προβλέπεται ως μέγιστη χρηματική ποινή το ποσό των £500, ο Νόμος πρέπει να εναρμονίζεται με τη σημερινή πραγματικότητα και να εξυπηρετεί τις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας ώστε οι διαδικασίες των δικαστηρίων να οδηγούν σε αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.  Δεν έχει νόημα και κανένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, επιχειρήσεις στα κέντρα των οποίων συγκεντρώνονται εκατοντάδες άτομα κάθε βράδυ να καλούνται στο τέλος να πληρώσουν €100 ή μερικές εκατοντάδες ευρώ πρόστιμο. 

 

Ως εκ τούτου εισηγούμαστε ότι θα πρέπει ο νομοθέτης να εξετάσει το ζήτημα της αποτρεπτικότητας και αποτελεσματικότητας τέτοιων νομοθεσιών, αλλά ταυτόχρονα και οι αρμόδιες διωκτικές αρχές να θέτουν σε εφαρμογή τις πρόνοιες περί επαναληπτικής διάπραξης του αδικήματος.  Όπως και τα δικαστήρια να επιδεικνύουν, στις κατάλληλες περιπτώσεις, χάριν αποτροπής και αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου, την απαιτούμενη αυστηρότητα.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

                                                          Π. Παναγή, Π.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                    Ι. Ιωαννίδης, Δ.

/φκ



[1] Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή των £500 (€887,10) δεν έχει επηρεαστεί από τον περί Αύξησης των Χρηματικών Ποινών Νόμο 1987, Ν. 166/1987. 

[2] Σε συνδυασμό, εν προκειμένω, με το άρθρο 4 του Νόμου 166/87.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο