ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 205/2017
(Σχ. με 210/2017)
11 Μαΐου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στών]
xxx DEJAN
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Ποινική Έφεση Αρ. 210/2017
(Σχ. με 205/2017)
xxx ΠΕΝΤΑΥΚΑ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Λοΐζος Νεοφύτου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα στην 205/2017.
Ανδρέας Παπαχαραλάμπους για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην 210/2017.
Έλλη Παπαγαπίου-Χρίστου (κα) με κ. Θάσο Χατζηλούκα και Γεωργία Θεολόγου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων στην 205/2017 και ο Εφεσείων στην 210/2017 ήταν οι κατηγορούμενοι 3 και 2 αντίστοιχα στην υπόθεση που αφορούσε μεταξύ άλλων, κατηγορίες για τέσσερεις φόνους εκ προμελέτης. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν και τέσσερα άλλα πρόσωπα.
Η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τέλους μόνο σε σχέση με τους Εφεσείοντες και η απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 8.9.2017 αφορά μόνο αυτούς. Καταδικάστηκαν, μεταξύ άλλων, στις τέσσερεις κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης και σε αυτές τους επιβλήθηκε η δια βίου φυλάκιση, όπως προνοείται στο Νόμο. Οι εφέσεις τους αφορούν την καταδίκη τους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, ενώ ο κατηγορούμενος 2 προσβάλλει και τις ποινές που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες πλην αυτών του φόνου εκ προμελέτης.
Η υπόθεση αφορούσε στην, κατόπιν σχεδιασμού, δολοφονία κάποιου Θεοφάνη Θεοφάνους, άλλως Καλοψιδιώτη. Την 23.6.2016 μετά τις δέκα το βράδυ ο Χ. Αντρέου, πρώην συγκατηγορούμενος 6, Μ.Κ.39, οδηγώντας κλεμμένο αυτοκίνητο μετέφερε δύο εκτελεστές σε χώρο πλησίον του εστιατορίου Stone Garden στην Αγία Νάπα. Οι εκτελεστές κρατώντας όπλα αποβιβάστηκαν από το αυτοκίνητο και κινήθηκαν προς το εστιατόριο όπου ο Καλοψιδιώτης συνέτρωγε με άλλα πρόσωπα. Από τα πυρά που ακολούθησαν σκοτώθηκε ο στόχος της δολοφονικής επίθεσης και άλλα τρία πρόσωπα, ενώ άλλα δύο τραυματίστηκαν σοβαρά. Ανάμεσα στους υπόλοιπους νεκρούς ήταν και ο ένας από τους εκτελεστές. Ο άλλος, τρέχοντας, επέστρεψε και επιβιβάστηκε στο κλεμμένο αυτοκίνητο, το οποίο με ταχύτητα εγκατέλειψε την περιοχή.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.39, ότι τη 15.6.2016, λίγες δηλαδή ημέρες πριν το έγκλημα, αυτός συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο 2 και τον Μ. Χριστοδούλου, άλλως Μπένη, πρώην συγκατηγορούμενο 1. Επιβαίνοντες και οι τρεις σε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο κατηγορούμενος 2, με συνοδηγό τον ίδιο και τον Μπένη στο πίσω κάθισμα, κινήθηκαν σε δρόμους της Αγίας Νάπας με τον κατηγορούμενο 2 να υποδεικνύει διαδρομή διαφυγής από το εστιατόριο Stone Garden μέχρι τον αυτοκινητόδρομο, διαδρομή στην οποία, όπως ειπώθηκε, δεν είχε κάμερες και που θα ακολουθούσε ο Μ.Κ.39 εκτελώντας χρέη οδηγού μετά τη δολοφονική επίθεση, στην περίπτωση που αυτή θα γινόταν στο εστιατόριο Stone Garden. Ο κατηγορούμενος 2 είχε περαιτέρω υποδείξει το ακριβές σημείο που ο Μ.Κ.39 θα εγκατέλειπε το αυτοκίνητο που θα είχε χρησιμοποιηθεί, ώστε να μεταβούν εκεί «οι δικοί του» (του κατηγορούμενου 2) για να το κάψουν. Μαρτύρησε ακόμα ο Μ.Κ.39, ότι ο Μπένης και ο κατηγορούμενος 2 τον ενημέρωσαν ότι ένας φρουρός του Καλοψιδιώτη, ο οποίος θα βρισκόταν στην τουαλέτα κατά το χρόνο της δολοφονικής επίθεσης, θα ειδοποιούσε με τηλεφωνικό μήνυμα τον κατηγορούμενο 2 και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος 2 τον Μπένη, καθορίζοντας με συνθηματικό τρόπο κατά πόσο το θύμα βρισκόταν στο εστιατόριο Stone Garden ή στο εστιατόριο Ελληνάδικο, «ΟΚ1» στην πρώτη περίπτωση και «ΟΚ2» στην δεύτερη.
O Καλοψιδιώτης είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο δύο φρουρούς. Ο ένας από αυτούς (Μ.Κ.38) υπέστηκε πολύ σοβαρούς τραυματισμούς κατά τη δολοφονική επίθεση, ενώ ο άλλος βρισκόταν στην τουαλέτα. Ο τελευταίος ήταν ο κατηγορούμενος 3. Για τις κινήσεις και την συμπεριφορά του στη σκηνή δόθηκε μαρτυρία από πρόσωπα που βρίσκονταν στο εστιατόριο Stone Garden.
Η θέση του κατηγορούμενου 3, που έδωσε ένορκη μαρτυρία, ήταν ότι δεν εμπλεκόταν στο έγκλημα και ότι η μετάβαση του στην τουαλέτα και ότι βρισκόταν εκεί κατά τη δολοφονική επίθεση, ήταν σύμπτωση. Ο κατηγορούμενος 2, που προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση αρνήθηκε κάθε ανάμιξη.
Οι λόγοι έφεσης:
Στην έφεση του κατηγορούμενου 3 ο λόγος έφεσης 1 είναι γενικός και σύνθετος. Αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα τον καταδίκασε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Στην αιτιολογία του αναφέρεται ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε εσφαλμένα ή και παρέλειψε να εξετάσει τη μαρτυρία ή πτυχές της με αποτέλεσμα να καταλήξει λανθασμένα σε συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 3 είχε αποστείλει μήνυμα στον κατηγορούμενο 2 και κατά συνέπεια ήταν ένοχος. Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.39, μαρτύρων που ήταν παρόντες στο εστιατόριο Stone Garden κατά την ώρα του εγκλήματος (Μ.Κ.22 και Μ.Κ.38) και μελών της ανακριτικής ομάδας (Μ.Κ.36, Μ.Κ.40 και Μ.Κ.45). Ως εσφαλμένη προσβάλλεται και η αξιολόγηση και απόρριψη της μαρτυρίας του ιδίου του κατηγορούμενου 3.
Με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία του κατηγορούμενου 3 τελώντας υπό πλάνη ή και με προκατάληψη. Συμπλέκεται ο λόγος με το λόγο έφεσης 1, στην έκταση που αυτός αφορά τον κατηγορούμενο 3. Το ίδιο και ο λόγος έφεσης 4 που προσβάλλει ως εσφαλμένη και αντινομική την αποδοχή ως αξιόπιστη μαρτυρία συνέντευξης του Μ.Κ.38, του οποίου η αξιοπιστία επίσης προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 1. Συνοψίζοντας, οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 αφορούν, κατά κύριο λόγο, ζητήματα αξιοπιστίας μαρτύρων.
Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου 3 για δίκαιη δίκη, ενώ με το λόγο έφεσης 5 ότι οι ανακριτικές αρχές ενήργησαν μεθοδευμένα εναντίον του και διερεύνησαν την υπόθεση πλημμελώς και στοχευμένα εναντίον του.
Τέλος, με το λόγο έφεσης 6 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομικές αρχές και εσφαλμένα αποδέχτηκε εξ ακοής μαρτυρία. Στην αιτιολογία του γίνεται αναφορά στη δήλωση του Μπένη που μετέφερε ο Μ.Κ.39 και στη μη κλήση του πρώτου ως μάρτυρα παρά την προθυμία του να καταθέσει. Γίνεται επίσης αναφορά στην εξ ακοής μαρτυρία των Μ.Κ.31, 32, 35 και 50 (η μαρτυρία τους αφορούσε τις περιστάσεις εισόδου του κατηγορούμενου 3 στη Δημοκρατία) και στο ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας ο αρμόδιος λειτουργός.
Στην έφεση του κατηγορούμενου 2 ο λόγος έφεσης 1 είναι επίσης γενικός και σύνθετος και αναφέρει ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα τον καταδίκασε για συνωμοσία και φόνο εκ προμελέτης. Με την αιτιολογία του εγείρονται δύο βασικά ζητήματα. Πρώτο, ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Κ.39 και αριθμού άλλων μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.30, 38 και 42) και απορρίφθηκε η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης και ότι το Κακουργιοδικείο δεν στάθμισε την απουσία κινήτρου εκ μέρους του κατηγορούμενου 2. Και δεύτερο, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου 2 για δίκαια δίκη λόγω της μη καλόπιστης διεξαγωγής της ανάκρισης της υπόθεσης, αλλά και της παρουσίασης της από την Κατηγορούσα Αρχή. Επικαλείται και ο κατηγορούμενος 2 τη μη κλήση του Μπένη ως μάρτυρα, αλλά και πολλά άλλα επιμέρους ζητήματα στα οποία θα αναφερθούμε κατά τη συζήτηση των λόγων έφεσης στη λεπτομέρεια τους.
Με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι λανθασμένα ο κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αφορούσαν φόνο εκ προμελέτης των υπολοίπων τριών θυμάτων πέραν του στόχου, ενώ οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν τα υπόλοιπα εγκλήματα στα οποία καταδικάστηκε, για τα οποία επίσης προβάλλεται ότι η καταδίκη του ήταν εσφαλμένη.
Ο λόγος έφεσης 5 αφορά στο χειρισμό της υπεράσπισης του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ότι οι τότε δικηγόροι του άσκησαν πλημμελώς τα καθήκοντα τους και επέδειξαν έκδηλα ανεπαρκή δικηγορία με αποτέλεσμα να καταδικαστεί. Συγκεκριμενοποιούνται έξι ενέργειες και παραλήψεις των τότε δικηγόρων του που, κατά τον κατηγορούμενο 2, αιτιολογούν τη θέση του.
Ο λόγος έφεσης 6 αφορά στις ποινές στις κατηγορίες πλην εκείνων που αφορούσαν τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης και εκεί όπου επιβλήθηκαν ποινές, δηλαδή στις δύο κατηγορίες της απόπειρας φόνου και εκείνη του εμπρησμού. Είναι η θέση του κατηγορούμενου 2 ότι ήταν έκδηλα υπερβολικές. Δεν αποδόθηκε, αναφέρει, η δέουσα βαρύτητα στο βαθμό συμμετοχής του και στην ηλικία του.
Ο αριθμός και το εύρος των ζητημάτων που εγείρονται με τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις, ορισμένα κοινά, καθώς και η επανάληψη θεμάτων σε διαφορετικούς λόγους έφεσης, μας αναγκάζουν να τις εξετάσουμε σε θεματικές ενότητες, όπως θα τις καθορίσουμε, για καλύτερη κατανόηση, τόσο των παραπόνων, όσο και της κρίσης μας σε κάθε ζήτημα. Περαιτέρω, παράπονα ότι η διερεύνηση ήταν πλημμελής, όχι καλόπιστη και η δίκη δεν ήταν δίκαιη, εδράζονται σε θέσεις άλλες από αυτές που αποδέχτηκε το Κακουργιοδικείο και έχουν ως βάση την κατ' αρχή ανατροπή των ευρημάτων του. Θα εξετάσουμε πρώτες τις πτυχές των λόγων εκείνων που άπτονται της αξιοπιστίας μαρτύρων, αφού με την κατάληξη στο ζήτημα αυτό θα αποκρυσταλλωθεί το πραγματικό υπόβαθρο στη βάση του οποίου θα εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.
Η μαρτυρία του Μ.Κ.39:
Διακρίνουμε τέσσερα επί μέρους θέματα να εγείρονται σε συνάρτηση με την μαρτυρία του Μ.Κ.39. Ο τρόπος που προσεγγίστηκε από το Κακουργιοδικείο το ζήτημα της αξιοπιστίας του, με αναφορά στο ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας, η κρίση της αξιοπιστίας του, το ζήτημα της αναγνώρισης του κατηγορούμενου 2 και το γεγονός ότι μέρος της συνιστούσε, για τους λόγους που προσφέρθηκε, εξ ακοής μαρτυρία.
(i) Ο τρόπος αξιολόγησης του Μ.Κ.39:
Προωθήθηκε από τον κατηγορούμενο 2 η θέση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.39 έγινε κατά τρόπο αντινομικό. Καταλογίζεται στο Κακουργιοδικείο ότι αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας του Μ.Κ.39 προτού καταλήξει θετικά ως προς την αξιοπιστία του.
Ότι ο Μ.Κ.39 ήταν συνεργός είναι κοινό έδαφος. Οι αρχές που διέπουν την αντιμετώπιση τέτοιου μάρτυρα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του συνοψίζονται στο απόσπασμα που ακολουθεί από την Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2)(2000) 2 Α.Α.Δ. 628, 657-9, το οποίο παρατίθεται και υιοθετείται στην προσβαλλόμενη απόφαση:
«(α) Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ' αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.
(β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.
(γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.
Η κυπριακή όσο και η αγγλική νομολογία, από την οποία αντλήθηκε καθοδήγηση, υποστηρίζει ότι τίθεται θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, μόνο εφόσον ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Στην απόφαση του Privy Council - Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping [1987] 2 All E.R. 488 - ως επισημάναμε στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, αποφασίστηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία. Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Μάρτυρας, εμφανώς αναξιόπιστος, δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης, εφόσον ελλείπει το αντικείμενο της ενίσχυσης, το, κατ' αρχήν, παραδεκτό της εκδοχής του. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού, λόγω της συμμετοχής ή σύμπραξής του στο έγκλημα. Είναι προς άρση αυτών των αμφιβολιών, που αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορουμένου στο έγκλημα. Παραμένει, όμως, το δικάζον δικαστήριο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας, που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία της δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχτεί ως βάσιμη τη μαρτυρία συνεργού.»
Υποστηρίχτηκε ενώπιον μας από το δικηγόρο του κατηγορούμενου 2 ότι το Κακουργιοδικείο, παρά την καταγραφή της νομολογίας στο ζήτημα, την παραγνώρισε και έκαμε το αντίθετο. Προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του ήταν το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου (σελ.144): «Ακολουθώντας τον τρόπο προσέγγισης που εισηγείται η πιο πάνω απόφαση Ρόπας, θα εξετάσουμε πρώτα κατά πόσο υπάρχει ή όχι ενισχυτική μαρτυρία και στη συνέχεια θα προχωρήσουμε σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας των Μ.Κ.37 και Μ.Κ.39».
Από το απόσπασμα, ακόμα και απομονωμένο, γιατί στη συνέχεια θα πρέπει να εξετάσουμε τη σημασία του στο σύνολο της απόφασης, αυτό που αναδύεται είναι ότι η εξέταση του κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία θα διενεργείτο πριν την «τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας» του Μ.Κ.39. Αναφέρεται δηλαδή το Κακουργιοδικείο σε μια τελική κρίση, της οποίας προηγείται η εξέταση του κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, χωρίς να παρεμβάλλεται οτιδήποτε άλλο ενδιαμέσως. Η αναφορά σε τελική κρίση αξιοπιστίας, όρος που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, εξυπακούει μια άλλη κρίση αξιοπιστίας που προηγήθηκε και που, εφόσον δεν ήταν ενδιαμέσως της αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και της τελικής κρίσης της αξιοπιστίας, τοποθετείται πριν την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει προκαταρτική ή τελική κρίση αξιοπιστίας. Και αν κάποιος κριθεί αξιόπιστος και αναζητηθεί, χωρίς να βρεθεί, ενισχυτική μαρτυρία και το δικαστήριο αποφασίσει να μην ενεργήσει στη βάση της μαρτυρίας του, αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ανατραπεί το εύρημα ότι ήταν αξιόπιστος. Ο τρόπος που εκφράστηκε το Κακουργιοδικείο δεν αναδεικνύει ότι αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία πριν ακόμα κρίνει ότι ο Μ.Κ.39 ήταν αξιόπιστος. Η κρίση περί της αξιοπιστίας του μάρτυρα προηγήθηκε, παρά το ότι η διανοητική αυτή λειτουργία δεν αποτυπώθηκε στο σημείο εκείνο της απόφασης του.
Είναι προφανές ότι τον όρο «τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας» το Κακουργιοδικείο δανείστηκε από την Χριστοδούλου άλλως Ρόπας και στη φράση θα πρέπει να αποδοθεί μια ιδιαίτερη σημασία. Στην περίπτωση εκείνη, το Κακουργιοδικείο εκδήλωσε την ετοιμότητα του να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, χωρίς να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε ή όχι ενισχυτική μαρτυρία. Αναφέρθηκε ότι (σελ.659):
«Ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει όπως πρώτα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικάζον δικαστήριο χωρήσει σε τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του συνεργού. Τονίζουμε τον όρο "ορθολογιστική", για να υπογραμμίσουμε ότι δεν ισχύει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής για τον ακριβή τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας συνεργού, αφού, βέβαια, δοθεί η πρέπουσα προειδοποίηση».
Η «τελική κρίση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας» αφορά στο στάδιο που το Δικαστήριο καταλήγει στα ευρήματα γεγονότων τα οποία μπορεί με ασφάλεια να εξαγάγει από την μαρτυρία που έχει αποδεχτεί ως αξιόπιστη. Κρίνει δηλαδή κατά πόσο αξιόπιστη μαρτυρία είναι της ποιότητας εκείνης που του επιτρέπει να προχωρήσει σε ευρήματα γεγονότων στη βάση της χωρίς ενίσχυση ή ότι, παρά το αξιόπιστο της, εγγενή χαρακτηριστικά της δεν του επιτρέπουν να αισθάνεται την αναγκαία προς τούτο ασφάλεια. Δεν πρόκειται για στάδιο κρίσης της αξιοπιστίας του μάρτυρα, αλλά κρίσης της αποδεικτικής αξίας ήδη διαπιστούμενης αξιόπιστης μαρτυρίας.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.39 καταλαμβάνει 21 σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης. Η επιμέρους ενότητα θα μπορούσε να ήταν καλύτερα δομημένη, ό,τι όμως είναι αποφασιστικής σημασίας είναι η ουσία των ζητημάτων που επιλύονται. Στην τελευταία παράγραφο της σχετικής ενότητας (σελ.166-7) το Κακουργιοδικείο συνοψίζει την προσέγγιση του, καταγράφοντας ότι η εικόνα που είχε σχηματίσει για τον Μ.Κ.39 ήταν τόσο θετική, όπως είναι όταν κάποιο πρόσωπο λέει την αλήθεια, παραθέτοντας τέτοιες λεπτομέρειες, που μόνο ένας που πραγματικά βίωσε τα όσα εξιστόρησε, θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που αυτός τα απέδωσε, καταλήγοντας ότι τίποτε δεν κλόνισε τη μαρτυρία του. Ανάφερε ακόμα ότι η μαρτυρία του αποτελούσε ένα συμπαγές σύνολο, χωρίς ρωγμές την οποία αποδεχόταν εξ ολοκλήρου χωρίς κανένα ενδοιασμό ως αξιόπιστη, χωρίς να έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι τα όσα είχε αναφέρει στο Δικαστήριο ανταποκρίνονταν πλήρως στην αλήθεια. Σε σχέση με την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, το ζήτημα απασχόλησε το Κακουργιοδικείο που αναλογίστηκε τους κινδύνους «στο ανώτατο επίπεδο και σε υπέρτατο βαθμό» και που κατέληξε «κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων».
Η ουσία του επιμέρους παραπόνου του κατηγορούμενου 2 απολήγει στο ότι η αξιοπιστία του Μ.Κ.39 δεν κρίθηκε αυτοτελώς, αλλά ο μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστος λόγω της ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας. Όμως, όλο το υπόβαθρο της επιχειρηματολογίας θα κατάρρεε σε κάθε περίπτωση, αφού το Κακουργιοδικείο, έχοντας ορθά αποκρυσταλλώσει τι θα συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία, δεν εντόπισε τέτοια. Αναφέρεται στην απόφαση του (σελ.149): «Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο εντοπίζονται στοιχεία μαρτυρίας που ενισχύουν την εκδοχή του ΜΚ39 σ' ότι αφορά την εμπλοκή των κατηγορουμένων 2 και 3 στη διάπραξη των επίδικων εγκλημάτων. Αναζητήσαμε τέτοια στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας, πλην όμως δεν έχουμε εντοπίσει την ύπαρξη τους». Είναι γεγονός ότι πιο πριν στην απόφαση του (σελ.146) το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε στοιχεία που έτειναν να ενισχύσουν σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ.39, αλλά αυτό με κανένα τρόπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε εκτίμηση ότι το Κακουργιοδικείο εξέλαβε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Η «ενίσχυση» αφορούσε «σημεία της μαρτυρίας του ΜΚ39», διακριτά από την εμπλοκή των κατηγορούμενων 2 και 3, με το ζήτημα να ξεκαθαρίζεται πλήρως στην συνέχεια της απόφασης. Ό,τι υπήρχε, ήταν υποστηρικτική μαρτυρία πτυχών της μαρτυρίας του Μ.Κ.39, που πολλές δεν αμφισβητούνταν.
Υποδείχθηκε ακόμα ένα απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, που χαρακτηρίστηκε ως και καταλυτικής σημασίας, όσον αφορά το εσφαλμένο της προσέγγισης του. Αναφέρθηκε στην απόφαση (σελ.149) ότι: «Ωστόσο, η παράθεση των στοιχείων ενισχυτικής μαρτυρίας, σ΄ότι αφορά τις εν γένει συνθήκες διάπραξης των επίδικων εγκλημάτων, καθώς επίσης και ότι αυτά ήταν προϊόν οργανωμένου σχεδίου, αποκαλύπτει ότι η μαρτυρία του ΜΚ39 συνοδεύεται από ειλικρίνεια, ακρίβεια, σαφήνεια και σταθερότητα σε ουσιώδη με την υπόθεση στοιχεία ως και ότι ελλείπει οποιοδήποτε επιλήψιμο κίνητρο και προσχεδιασμός εκ μέρους του ΜΚ39 για να εμπλέξει εν αδίκω και επικαλούμενος ψέματα, τους κατηγορούμενους 2 και 3 στη διάπραξη των επίδικων δολοφονιών.»
Tο Κακουργιοδικείο καταγράφοντας «ενισχυτικής μαρτυρίας, σ΄ότι αφορά τις εν γένει συνθήκες διάπραξης των επίδικων εγκλημάτων», αναφερόταν και εδώ σε υποστηρικτική μαρτυρία. Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι αυτή η υποστηρικτική μαρτυρία δεν χρησιμοποιήθηκε για να προσδώσει αξιοπιστία στην μαρτυρία του Μ.Κ.39, πολύ περισσότερο προτού αυτή κριθεί, αυτοτελώς αξιόπιστη. Αναφέρεται στην απόφαση (σελ.166-7) μετά την καταγραφή ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.39 ήταν τόσο θετική και που τίποτε δεν την κλόνισε, ότι: «Προχωρήσαμε και συγκρίναμε τη μαρτυρία τους με αυτή των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας, ως και με τα παραδεκτά γεγονότα και παραθέσαμε την ενισχυτική επί του θέματος μαρτυρία (ανωτέρω), η οποία σχετίζεται με τις εν γένει συνθήκες διάπραξης των επίδικων εγκλημάτων ως και ότι αυτά ήταν προϊόν οργανωμένου σχεδίου με εμπλοκή αριθμού προσώπων συμπεριλαμβανομένων και των πρώην κατηγορουμένων 1, 4 (ΜΚ37), 5 και 6 (ΜΚ39), οι οποίοι παραδέχθηκαν ενοχή και ήδη τους επιβλήθηκε ποινή.»
Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε να ευσταθεί η θέση ότι ο Μ.Κ.39 κρίθηκε αξιόπιστος στη βάση ενισχυτικής μαρτυρίας εφόσον τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε. Ό,τι υπήρχε, ήταν υποστηρικτική μαρτυρία, αλλά ούτε και αυτή χρησιμοποιήθηκε ώστε να προσδώσει αξιοπιστία στη μαρτυρία του Μ.Κ.39, παρά μόνο, μετά που η μαρτυρία του Μ.Κ.39 αξιολογήθηκε αυτοτελώς και κρίθηκε τόσο θετική και ακλόνητη, συγκρίθηκε με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία περιλαμβανομένης της «υποστηρικτικής». Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι αισθανόταν με βεβαιότητα ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.39 με απόλυτη ασφάλεια, χωρίς ενίσχυση, στη βάση, όπως ανάφερε, της ποιότητας, της δύναμης και της πειστικότητας της.
(ii) Η κρίση της αξιοπιστίας του Μ.Κ.39:
Είχε πράγματι τέτοια ποιότητα και πειστικότητα η μαρτυρία του Μ.Κ.39, όπως αποφάνθηκε το Κακουργιοδικείο ή έστω τέτοια που να δικαιολογούσε την κατάληξη του ή υπήρχαν στοιχεία που επέβαλλαν, όπως εισηγείται ο κατηγορούμενος 2, να κριθεί ότι ήταν αναξιόπιστος ή τουλάχιστο ότι δεν θα μπορούσε το Κακουργιοδικείο να βασιστεί με ασφάλεια στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του;
Την εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 με την υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής και τα όσα άκουσε για τον ρόλο που θα είχε ένας φρουρός του Καλοψιδιώτη, αποκάλυψε ο Μ.Κ.39 σε ανακριτική κατάθεση που είχε δώσει την 30.6.2016, τρείς ημέρες μετά τη σύλληψη του που έγινε την 27.6.2016. Είχε προηγηθεί κατάθεση του την 26.6.2016, πριν συλληφθεί, στην οποία δεν παραδεχόταν την δική του εμπλοκή και επομένως δεν θα ήταν αντικειμενικά εφικτό, στο στάδιο εκείνο, να είχε εμπλέξει τον οποιοδήποτε. Όμως, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν είχε προσπαθήσει να αποπροσανατολίσει τις ανακριτικές αρχές. Αντίθετα, υπήρξε βοηθητικός αναφερόμενος στην έπαυλη στην Αγ. Νάπα όπου είχε διαμείνει ο ένας εκτελεστής. Κατά δε την έρευνα στην κατοικία του την 27.6.2016, όταν ανευρέθηκε κομμένη κάρτα τηλεφώνου, είχε πει: «έκοψα την κάρτα για να ξηκόψω που λλόου τους. Θέλω να γυρίσω σελίδα». Περαιτέρω, την 28.6.2016 είχε, προφορικά, αποκαλύψει το δικό του ρόλο και εμπλέξει τον Μπένη. Ανάφερε λοιπόν στην κατάθεση που είχε δώσει την 30.6.2016 ότι:
«Τώρα που εθυμήθηκα που είμασταν στην 1η βίλλα μια νύχτα επία με τον Μπένη τζαι ήβραμε ένα φίλο του στην Αγία Νάπα που εκράτα ένα Suzuki Swift νομίζω ήταν γαλαζούι τζαι ήσιε φυμέ τζάμια. Τούτος έδειξε μας ένα δρομολόγιο για να φύουμε που το εστιατόριο τζιαι να φκούμε στο highway που εν ήσιε κάμερες. Τούτον τον άθρωπο έμαθα μετά που τον Μπένη ότι έσιει το ΤΟΚΑ ΤΟΚΑ. Εμένα μετά ο Μπένης είπε μου ότι θέλουν να φαν τον Καλοψιθκιώτη τζιαι ότι έσιει ένα φρουρό του που εννα μας ειδοποιήσει τζιαι τζήνος εννά μεστο αποχωρητήριο τζιν την ώρα. Την νύκτα που εγινήκαν οι πυροβολισμοί ήμασταν ούλλοι στον Πρωταρά. Έπιαεν ένα μήνυμα ο Μπένης τζιαι έδικσε μας που έγραφε ΟΚ1».
Ότι στην κατάθεση του της 26.6.2016 δεν ενέπλεκε τους κατηγορούμενους 2 ή 3 συνιστούσε αντίφαση σε σχέση με την κατάθεση του της 30.6.2016. Το Κακουργιοδικείο δεν το παραγνώρισε. Αναφέρθηκε στην απόφαση του στην Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Έφ. Αρ.12/2015 κ.ά., ημερ.4.7.2017 και στην υπόμνηση ότι: «προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις, καθώς και προεκτάσεις τους, συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Όμως δεν δεσμευόταν στο να μην αποδεχτεί τη μαρτυρία του με την οποία υιοθέτησε την δεύτερη του κατάθεση (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 197). Γίνεται ακόμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου παραπομπή στη Τεβλετιάν κ.ά. ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512, 520, όπου μνημονεύεται η Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, 524-5, όπου παρατηρήθηκε πως τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους που οδηγούν στην προβολή διιστάμενων θέσεων και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος. Το τελικό κριτήριο, αναφέρθηκε, είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια.
Στην Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, 234 εξηγείται ότι:
«Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Νοουμένου ότι το δικαστήριο ικανοποιείται από τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας γιατί να μην πει από την αρχή την αλήθεια, είναι επιτρεπτό για το δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία εκείνη που συνάδει με τη νέα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο κατάθεση όπως αυτή υποστηρίζεται ενόρκως από το μάρτυρα».
Υποδεικνύεται από μέρους του κατηγορούμενου 3 ότι ο Μ.Κ.39 συνελήφθηκε τέσσερις ημέρες μετά το έγκλημα και είχε στο ενδιάμεσο τη δυνατότητα να πληροφορηθεί από δημοσίευμα στο διαδίκτυο ότι ο φρουρός του Καλοψιδιώτη ήταν κατά την ώρα του φονικού στην τουαλέτα και θεωρείτο ως ύποπτος. Επομένως, μπορούσε να κατασκευάσει το ανάλογο σενάριο.
Δεν διαφάνηκε ότι ο Μ.Κ.39 είχε αποκτήσει τέτοια πληροφόρηση από τα μέσα ενημέρωσης, σημειώνεται όμως ότι ο κατηγορούμενος 3 θεωρήθηκε ως ύποπτος από την Αστυνομία και συνελήφθηκε στη βάση της κατάθεσης του Μ.Κ.39 της 30.6.2016.
Υποδεικνύεται περαιτέρω ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των όσων σχετικά με τον κατηγορούμενο 3 ανάφερε ο Μ.Κ.39 στην κατάθεση του και των όσων μαρτύρησε στη δίκη. Στη μαρτυρία του είχε αναφέρει πως ό,τι του είχε πει ο Μπένης ήταν ότι ο φρουρός θα ειδοποιούσε τον κατηγορούμενο 2 και ο τελευταίος τον ίδιο. Όμως και στην κατάθεση του, χωρίς να το έχει διευκρινίσει, δεν είπε κάτι το αντιφατικό. Η αναφορά «έσιει ένα φρουρό του που εννα μας ειδοποιήσει», δεν εξυπακούει ότι ο φρουρός θα ειδοποιούσε κατ' ευθεία τον Μπένη. Το Κακουργιοδικείο είχε επί του προκειμένου αποδεχτεί και τη μαρτυρία του εξεταστή Μ.Κ.45 ότι η εκδοχή που ο Μ.Κ.39 του είχε αναφέρει ήταν αυτή που υποστήριξε κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του.
Υποδεικνύεται ακόμα ότι, για την εμπλοκή του φρουρού, η τελευταία εκδοχή του Μ.Κ.39 στη δίκη, ήταν ότι του μίλησε τόσο ο Μπένης όσο και ο κατηγορούμενος 2. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι στον Μ.Κ.39 μίλησε τόσο ο Μπένης όσο και ο Μπένης μαζί με τον κατηγορούμενο 2, δεχόμενο ως αληθινές αντιφατικές, κατά τον κατηγορούμενο 3, εκδοχές.
Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε ότι πέραν της αρχικής πληροφόρησης τόσο από τον Μπένη όσο και από τον κατηγορούμενο 2 για την εμπλοκή του φρουρού κατά την υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής, να επαναλήφθηκε η αναφορά από τον Μπένη κατά την επιστροφή τους στη Λευκωσία και έδωσε και εξηγήσεις γιατί κάτι τέτοιο μπορούσε πράγματι να είχε γίνει. Επρόκειτο για μια εύλογη κατάληξη στην οποία δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης από το Εφετείο.
Υποστηρίχτηκε περαιτέρω ότι ο Μ.Κ.39 είπε ψέματα γιατί είχε παραμείνει κενό ως προς το τί θα γινόταν στην περίπτωση που το μήνυμα θα ήταν «ΟΚ2», δηλαδή ο Καλοψιδιώτης να βρισκόταν στο εστιατόριο Ελληνάδικο. Ο Μ.Κ.39 δεν γνώριζε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Ότι αυτό που γνώριζε ήταν κάποιο μέρος του σχεδιασμού, δεν οδηγούσε σε συμπέρασμα ότι έλεγε ψέματα.
Η αναφορά του Μ.Κ.39 ότι μετά την υπόδειξη της διαδρομής, καθ' οδόν προς Λευκωσία ο Μπένης του είπε ότι ο στόχος ήταν ο Καλοψιδιώτης, θεωρήθηκε από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2 ότι ανέτρεπε οιονδήποτε συμπέρασμα ότι ο ίδιος γνώριζε ποιος θα ήταν ο στόχος. Ο συλλογισμός της υπεράσπισης δεν είναι ορθός. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη θέση του Μ.Κ.39 ότι κατά την υπόδειξη της διαδρομής, αντιλήφθηκε από τις συνομιλίες του Μπένη με τον κατηγορούμενο 2 ότι ο στόχος ήταν ο Καλοψιδιώτης και μάλιστα ότι ο κατηγορούμενος 2 είχε υποδείξει και σχετικό βίντεο του περιστατικού αντιπαράθεσης που είχε μαζί με τον Καλοψιδιώτη έξω από το κέντρο του, το Toga-Toga, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος 2, όπως διηγήθηκε, είχε πει στον Καλοψιδιώτη «ήρθε η ώρα σου και θα σε κανονίσω».
Σε σχέση με το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου 2, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής, αποδίδεται από τους Εφεσείοντες βαρύνουσα σημασία στο ότι ο Μ.Κ.39 είπε, στην κατάθεση του της 30.6.2016, για το χρώμα του «νομίζω ήταν γαλαζιούι». Το χρώμα του ήταν γκρίζο. Ωστόσο, ο Μ.Κ.39 ήταν ορθός ως προς την μάρκα και μοντέλο, Suzuki Swift, ότι τα τζάμια του ήταν «φιμέ» και τα «ριμς» του χαρακτηριστικά.
Το Κακουργιοδικείο απέδωσε την εσφαλμένη αναφορά που έγινε στο χρώμα του αυτοκινήτου σε διαφορετική αντίληψη του χρώματος του, χαρακτηρίζοντας την αναφορά παντελώς επουσιώδη που δεν επηρέαζε την αξιοπιστία του Μ.Κ.39. Ήταν καθόλα επιτρεπτό για το Κακουργιοδικείο, στα πλαίσια των ενώπιον του δεδομένων, να εκτιμήσει τη σχετική μαρτυρία με τον τρόπο αυτό. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την επιμέρους κατάληξη του ως εσφαλμένη. Αντίθετα τη βρίσκουμε δικαιολογημένη.
Διαφάνηκε ότι η αναφορά του Μ.Κ.39 ότι χρειάστηκε τέσσερα λεπτά για να οδηγήσει τους εκτελεστές από την έπαυλη όπου βρίσκονταν μέχρι το Stone Garden ήταν εσφαλμένη. Ο χρόνος που απαιτείτο ήταν αρκετά περισσότερος. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι δεν επρόκειτο για εσκεμμένο ψέμα αλλά για λάθος, που δεν επηρέαζε την αξιοπιστία του Μ.Κ.39. Οι Εφεσείοντες φαίνεται να αποδίδουν σκοπιμότητα στη βάση ότι η επιμέρους αναφορά του Μ.Κ.39 έγινε στην προσπάθεια να επιτύχει σύγκλιση με τις μαρτυρίες που αφορούσαν τις κινήσεις του κατηγορούμενου 3. Εκλαμβάνεται, ενδεχομένως, ως μέρος της υπόθεσης της κατηγορίας ότι ο κατηγορούμενος 3 απέστειλε το καθοδηγητικό μήνυμα από την τουαλέτα του εστιατορίου, ενώ επρόκειτο για δύο διακριτά στοιχεία. Ότι ο φρουρός του Καλοψιδιώτη θα ειδοποιούσε με μήνυμα από κινητό τηλέφωνο και ότι κατά τον χρόνο της επίθεσης θα ήταν στην τουαλέτα, προδήλως για δική του προστασία.
Αποδίδεται ακόμα στον Μ.Κ.39 ότι είπε ψέματα για τον αριθμό των εκτελεστών. Ότι ήταν τρείς και όχι δύο. Μάλιστα σε συνάρτηση με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μ.Κ.39, ότι δηλαδή κατέβηκαν τρεις και επέστρεψαν δύο. Ακόμη ότι κατά την ώρα της επίθεσης το αυτοκίνητο ήταν άδειο, ότι και αν αυτό μπορεί να υπονοεί. Ωστόσο, γεγονότα που έγιναν παραδεχτά επιβεβαίωναν τη θέση του Μ.Κ.39. Ήταν παραδεχτό ότι τους εκτελεστές, δηλαδή όλους, μετέφερε ο Μ.Κ.39, ότι τους ανέμενε στο χώρο στάθμευσης του εστιατορίου και ότι μετά το έγκλημα παρέλαβε μόνο ένα και διέφυγαν. Η θέση του Μ.Κ.39 υποστηριζόταν και από τη μαρτυρία της φίλης του Μπένη (Μ.Κ.37) που τους είδε να αναχωρούν για το έγκλημα και ήταν η οδηγός του ενός από τα δύο αυτοκίνητα που παρέλαβαν τον Μ.Κ.39 και τον ένα εκτελεστή αφότου εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιηθεί για το έγκλημα. Η αποδοχή της Μ.Κ.37 ως αξιόπιστης μάρτυρος δεν αμφισβητείται με τις εφέσεις.
Έχοντας αναφερθεί στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας του Μ.Κ.39, στα οποία οι Εφεσείοντες επικεντρώθηκαν υπενθυμίζουμε ότι αυτός ήταν συνεργός στο έγκλημα. Στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.175/2016, ημερ.23.11.2018, με παραπομπή σε αγγλική βιβλιογραφία, αναφέρθηκε ότι:
«Η ανάγκη για προειδοποίηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ένας συνεργός πιθανόν να επιθυμεί να αποενοχοποιήσει τον εαυτό του ή να επιδιώκει να τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την κατηγορούσα αρχή βοηθώντας την να καταδικάσει άλλους συμμετέχοντες στο αδίκημα και σε αυτή την προσπάθεια δυνατό να υπερβάλλει ως προς την ευθύνη των υπολοίπων ή ακόμη και να εμπλέξει αθώα μέρη. Είναι εύκολο για τον συνεργό που είναι γνώστης των γεγονότων του εγκλήματος να κατασκευάσει μαρτυρία για την ανάμειξη άλλων προσώπων που θα είναι δύσκολο να αποδειχθεί μη πειστική. Και βεβαίως ένας συνεργός είναι εκ προοιμίου και με ομολογία δική του εγκληματίας, ούτως ώστε η αξιοπιστία του είναι, κατ΄ ελάχιστον, ανοικτή σε αμφισβήτηση.»
Με την κατάθεση του για την εμπλοκή των Εφεσείοντων ο Μ.Κ.39 δεν διαφάνηκε να είχε κάτι να κερδίσει σε σχέση με τη δική του συμμετοχή, ότι δηλαδή ήταν μικρότερης σημασίας, ούτε κάποιο άλλο σκοπό να εξυπηρετήσει. Ότι δεν αναδεικνυόταν από τα γεγονότα της υπόθεσης κίνητρο για τον Μ.Κ.39 να εμπλέξει ψευδώς είτε τον κατηγορούμενο 2, είτε τον κατηγορούμενο 3, τους οποίους δεν γνώριζε, εκλήφθηκε από την υπεράσπιση των Εφεσειόντων ότι συνιστούσε, εκ μέρους του Κακουργιοδικείου αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Αυτό δεν έγινε. Ασφαλώς και δεν εναπόκειτο στους Εφεσείοντες να καταδείξουν ότι ο Μ.Κ.39 είχε συγκεκριμένο κίνητρο για να ψευδολογήσει, όμως ότι τέτοιο κίνητρο δεν διαπιστωνόταν ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί και ορθά σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο.
Ο Μ.Κ.39 προέβηκε σε άμεση παραδοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου και του επιβλήθηκε τέσσερις φορές η δια βίου φυλάκιση. Είχε τεθεί σε σχέδιο προστασίας μαρτύρων και κατά τους χρόνους που έδιδε μαρτυρία στην υπόθεση αυτή ήταν ενταγμένος σε τέτοιο σχέδιο.
Η μεταχείριση του Μ.Κ.39 διασυνδέεται από τους Εφεσείοντες με την διάθεση του να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση. Δεν συνδέεται με την κατάθεση που έδωσε την 30.6.2016.
Είναι όμως το τελευταίο που ενδιέφερε. Κατά πόσο δηλαδή είχε λάβει υποσχέσεις για να εμπλέξει ψευδώς τους Εφεσείοντες και όχι αν έλαβε τις όποιες υποσχέσεις για να μαρτυρήσει όσα είχε ήδη αποκαλύψει με την κατάθεση του της 30.6.2016. Η χρονική αλληλουχία των γεγονότων ήταν σημείο ύψιστης σημασίας. Αποσύνδεε το κατά πόσο η μαρτυρία του Μ.Κ.39 περίγραφε την αλήθεια, από τις όποιες ενέργειες ή μεθοδεύσεις θα μπορούσαν να αποδοθούν στην Κατηγορούσα Αρχή για να επιτύχει την παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, που τοποθετούνται σε μεταγενέστερο της κατάθεσης χρόνο.
Όπως υπογραμμίστηκε στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά., 652:
«Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού».
Πρόσφατα, στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.38 και 50/2019, ημερ.20.1.2022, έγινε αναφορά στην πολυσυζητημένη τελευταίως απόφαση του ΕΔΑΔ στην Adamco v. Slovakia, Appl. No. 45084/2014, ημερ.12/2/2020. Τα ουσιώδη γεγονότα της περιγράφονται στην Γεωργίου :
«Στην υπόθεση εκείνη ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος ενώ είχε δώσει αρχικά την εκδοχή του σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια τη διαφοροποίησε ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Όχι μόνο δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα αλλά, ενώ αρχικά αντιμετώπιζε και ο ίδιος το αδίκημα του φόνου και κρατείτο εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα αφέθη ελεύθερος και η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του ολοκληρώθηκε. Ο προσφεύγων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη για το λόγο ότι ο συνεργός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσης του, αφού αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Υπό αυτά τα δεδομένα το ΕΔΑΔ κατέληξε στη διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ».
Στην Γεωργίου αναφέρθηκε ότι τα γεγονότα στην Adamco διέφεραν ουσιωδώς γιατί στην Γεωργίου ο μάρτυρας συναυτουργός είχε δώσει εξαρχής την εκδοχή του με την οποία ενέπλεξε τόσο τον εαυτό του και τον εφεσείοντα, προτού τεθεί ζήτημα «ανταλλαγμάτων», είχε διωχτεί για την υπόθεση και του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 13 ετών.
Και στην παρούσα περίπτωση, η κατάδοση των Εφεσείοντων έγινε σε χρονικό στάδιο πολύ πιο πριν και ασύνδετο με οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρέμβαση προς τον Μ.Κ.39, που διώχτηκε και καταδικάστηκε και του επιβλήθηκαν ουσιαστικά οι ίδιες ποινές όπως και στους Εφεσείοντες.
Καταλήγουμε ότι η μαρτυρία του δεν έπρεπε και δεν θα μπορούσε εκ προοιμίου να αποκλειστεί στη βάση ότι είχε τεθεί σε σχέδιο προστασίας μαρτύρων και κατά τους χρόνους που έδιδε μαρτυρία στην υπόθεση ήταν ενταγμένος σε σχέδιο προστασίας.
Περαιτέρω, καταλήγουμε ότι το Κακουργιοδικείο μπορούσε να αποδεχτεί, όπως και αποδέχτηκε, ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ.39, απόφαση την οποία αιτιολόγησε με λογικές εξηγήσεις. Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε ότι είχε εντοπίσει στη μαρτυρία του Μ.Κ.39 σημεία που, εκ πρώτης όψεως, παρουσίαζαν αδυναμίες. Αυτό επιβεβαιώνει ότι δεν διέλαθαν της προσοχής του, ούτε και τις παραγνώρισε. Είχε όμως τις εξηγήσεις του και δικαιολόγησε γιατί δεν τις κατάταξε ως έχουσες τη δυναμική να ανατρέψουν την εικόνα της αξιοπιστίας του Μ.Κ.39, υπενθυμίζοντας ότι μια αντίφαση ή ανακρίβεια πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλαδή να πλήττει καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνει τη διάθεση του να ψευσθεί (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, 101).
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, αναφέρεται ότι:
«Στο δικό µας σύστηµα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των µαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους µάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συµπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεµβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός µάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισµό ευρηµάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται µόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεµβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασµα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραµµίζεται ότι το πλεονέκτηµα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο µε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους µάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αµφισβητεί τα ευρήµατα του δικαστηρίου που σχετίζονται µε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλµένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).»
Στη μεταγενέστερη Baloise Ins. Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:
«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470 ότι:
«επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Και στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:B335 ότι:
«Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Ανδρέας Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεόδωρος Κώστας Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, [(2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 161, ECLI:CY:AD:2015:B251]).»
Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει ουσιαστικό πεδίο που να επιτρέπει στο Εφετείο να παρέμβει στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ.Κ.39, τα οποία ήταν καθόλα επιτρεπτά και δικαιολογημένα.
Καταλήγουμε ακόμα ότι το Κακουργιοδικείο μπορούσε, στις περιστάσεις της υπόθεσης να αισθάνεται, όπως και αισθάνθηκε την απαραίτητη ασφάλεια να βασιστεί στη μαρτυρία του Μ.Κ.39, παρά την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.
(iii) Η αναγνώριση του κατηγορούμενου 2 από τον Μ.Κ.39:
Εγείρεται από μέρους του κατηγορούμενου 2 ζήτημα εσφαλμένης εφαρμογής των αρχών που διέπουν την αναγνώριση προσώπου, σε σχέση με την αναγνώριση του από τον Μ.Κ.39.
Θα πρέπει κατ' αρχάς να εξηγηθεί ότι τέτοιο ζήτημα εξετάζεται με δεδομένο ότι υπήρχε δεύτερο πρόσωπο μαζί με τον Μπένη στο αυτοκίνητο κατά την υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής που είπε τα όσα του καταλόγισε ο Μ.Κ.39 και ό,τι τίθεται είναι ζήτημα ασφαλούς ταυτοποίησης ή αναγνώρισης του. Αν ήταν ζήτημα ψευδούς μαρτυρίας του Μ.Κ.39 που κακόπιστα ενέπλεξε τον κατηγορούμενο 2, η μαρτυρία του θα ανατρεπόταν εκ θεμελίων και δεν θα χρειαζόταν να υπεισέλθουμε στις περιστάσεις της ταυτοποίησης ή αναγνώρισης του δεύτερου προσώπου. Το ζήτημα που εδώ εξετάζεται είναι κατά πόσο ο Μ.Κ.39 υπέπεσε σε εσφαλμένη αναγνώριση και όχι κατά πόσο εσκεμμένα ψευδόταν για την εμπλοκή του κατηγορούμενου 2.
Ο Μ.Κ.39 δεν γνώριζε το δεύτερο πρόσωπο στο αυτοκίνητο. Τον πρωτοείδε κατά την περίσταση εκείνη. Ούτε το όνομα του γνώριζε. Στη συνέχεια έμαθε από τον Μπένη ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του Toga-Toga. Το όνομα του το έμαθε μετά τη σύλληψη του. Ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο ιδιοκτήτης του υποστατικού με την ονομασία Toga-Toga ήταν κοινό έδαφος.
Ο Μ.Κ.39 αναγνώρισε το άτομο που ήταν μαζί του και με τον Μπένη στο αυτοκίνητο κατά την υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής στο πρόσωπο του κατηγορούμενου 2 στο εδώλιο του κατηγορουμένου, όταν ο ίδιος μαρτυρούσε. Προηγήθηκε ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου που επέτρεψε την αναγνώριση, παρά την ένσταση της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 2, η οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη. Επικαλείται ο κατηγορούμενος 2 αναφορά στο σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη, «Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η Έκδ. σελ.408, όπου με παραπομπές σε αγγλική νομολογία (Edwards v. The Queen (Jamaica) [2006] UKPC 23 και R. v. Tido [2011] 2 Cr. App. R. 336) αναφέρεται ότι η αναγνώριση κατηγορούμενου από μάρτυρα κατηγορίας για πρώτη φορά στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ενώ βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορούμενου, θεωρείται γενικώς ανεπιθύμητη και δεν πρέπει να επιτρέπεται εκτός μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Ο λόγος είναι πρόδηλος και αφορά στον κίνδυνο που ελλοχεύει να θεωρήσει ο μάρτυρας ότι για να βρίσκεται το πρόσωπο στο εδώλιο του κατηγορούμενου και να ερωτάται ο ίδιος κατά πόσο τον αναγνωρίζει, αυτός θα πρέπει να ήταν.
Η επίδικη περίπτωση δεν ήταν η κλασσική περίπτωση αναγνώρισης δράστη εγκλήματος, στην οποία αναφέρεται η νομολογία και οι αρχές που διέπουν το ζήτημα. Ο Μ.Κ.39 ήταν για περίπου 20 λεπτά συνοδηγός στο αυτοκίνητο που οδηγούσε το δεύτερο πρόσωπο. Είχε συνομιλία μαζί του και λάμβανε οδηγίες. Η περίσταση δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Η συνεύρεση και οι οδηγίες αφορούσαν στην εκτέλεση ενός σοβαρότατου εγκλήματος. Το ίδιο πρόσωπο είχε αναγνωρίσει και σε προηγούμενη περίσταση, όταν όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν κατηγορηθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η τελευταία περίσταση δεν είχε βαρύνουσα σημασία, γιατί και σε εκείνη την περίπτωση οι ελλοχεύοντες κίνδυνοι ήταν οι ίδιοι, όμως οι περιστάσεις που αφορούσαν τα γεγονότα της υπόδειξης της διαδρομής, δικαιολογούσαν την κατάληξη του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει στον Μ.Κ.39 να επιχειρήσει να αναγνωρίσει το δεύτερο πρόσωπο στα πρόσωπα των κατηγορούμενων στο εδώλιο του κατηγορούμενου.
Οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς την αναγνώριση προσώπων όπως καθορίστηκαν στην αγγλική υπόθεση R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549, που υιοθετήθηκε σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rossides ν. Republic (1983) 2 Α.Α.Δ. 391 και Καττής ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 438) δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια σειρά λογικών κριτηρίων, που αναδεικνύουν την ποιότητα της αναγνώρισης.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε την αναγνώριση του δεύτερου προσώπου στο αυτοκίνητο από τον Μ.Κ.39 στο πρόσωπο του κατηγορούμενου 2 και την κατάληξη του βρίσκουμε απόλυτα δικαιολογημένη στις περιστάσεις της υπόθεσης.
(iv) Εξ ακοής μαρτυρία:
Ενώ η μαρτυρία του Μ.Κ.39 με την οποία ενέπλεξε τον κατηγορούμενο 2 ήταν πρωτογενής, αυτή με την οποία ενέπλεξε τον κατηγορούμενο 3 ήταν εξ' ακοής. Ο Μ.Κ.39 ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας της υπόδειξης της διαδρομής διαφυγής από τον κατηγορούμενο 2, που συνιστούσε παροχή βοήθειας για το έγκλημα, ενώ ότι ο κατηγορούμενος 3 ήταν συνεργός και θα ειδοποιούσε με σχετικό τηλεφωνικό του μήνυμα για το πού θα βρισκόταν το θύμα, το είπε στον Μ.Κ.39 ο Μπένης και ο κατηγορούμενος 2.
Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας και ειδικά οι παράμετροι που αναφέρονται στο εδάφιο (2). Σύμφωνα με το εδάφιο (3) λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε. Στην προκειμένη περίπτωση η συζήτηση περιορίστηκε βέβαια στον Μπένη.
Το Κακουργιοδικείο δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο Μ.Κ.39 μετέφερε επακριβώς τη δήλωση του Μπένη. Επομένως, το ζήτημα εξετάζεται με δεδομένη πλέον την αξιοπιστία του Μ.Κ.39 και την αποδοχή ότι αληθώς ειπώθηκαν τα όσα μαρτύρησε σε σχέση με τον φρουρό του Καλοψιδιώτη και ότι μεταφέρθηκαν με ακρίβεια. Αυτό που κρίνεται είναι κατά πόσο τα όσα πράγματι ειπώθηκαν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Ουσιαστικά το Κακουργιοδικείο είχε να κρίνει το αξιόπιστο των λεχθέντων από τον Μπένη και όχι πλέον από τον Μ.Κ.39. Επομένως, αυτό που συζητήθηκε με αναφορά στην αξιοπιστία του Μ.Κ.39, ότι θα μπορούσε να είχε ενημερωθεί πριν την 30.6.2016 ότι ένας φρουρός του Καλοψιδιώτη ήταν κατά την ώρα της επίθεσης στην τουαλέτα και θεωρείτο ως ύποπτος, δεν ισχύει για την περίπτωση του Μπένη ο οποίος προέβηκε στη δήλωση την 15.6.2021 πριν δηλαδή το έγκλημα. Η αξιοπιστία της δήλωσης του Μπένη με την οποία εμπλέκεται ο κατηγορούμενος 3 εδράζεται στο γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά του εγκλήματος και προκύπτει από αυτό ότι ο Μπένης όχι μόνο γνώριζε για την εμπλοκή του, αλλά ήταν και ειλικρινής όταν περίγραφε την εμπλοκή αυτή του φρουρού στο Μ.Κ.39. Δεν θα χωρούσε στη λογική ο Μπένης να ενέπλεκε κακόπιστα και ψευδώς το φρουρό του Καλοψιδιώτη αναφέροντας ότι θα ήταν στην τουαλέτα κατά την επίθεση και να ήταν σύμπτωση ότι ο κατηγορούμενος 3 μετέβηκε πράγματι στην τουαλέτα λίγα λεπτά πριν την εκδήλωση της φονικής επίθεσης και να συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που διαφάνηκε ότι ενήργησε, όπως διαπιστώνεται στη συνέχεια.
Σε σχέση με το κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε, δηλαδή να παρουσιάσει τον Μπένη ως μάρτυρα κατηγορίας, σχετική ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.45 που έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο, επιμέρους κρίση που επίσης προσβάλλεται με την έφεση του κατηγορούμενου 3.
Ο Μ.Κ.45, λοχίας αστυνομικός, μέλος της ανακριτικής ομάδας, είχε επισκεφθεί τον Μπένη μετά την καταδίκη του στις Κεντρικές Φυλακές για να διερευνήσει το ενδεχόμενο συνεργασίας του με τις ανακριτικές αρχές. Ο Μπένης ζητούσε ανταλλάγματα τα οποία δεν μπορούσε να γίνουν αποδεχτά, οπόταν ήταν απρόθυμος να βοηθήσει. Είναι στη βάση αυτής της μαρτυρίας την οποία το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε, που κρίθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε με τη μαρτυρία του Μ.Κ.39 προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, αφού δεν ήταν ούτε εύλογο ούτε εφικτό, όπως αναφέρθηκε, να κλητεύσει τον Μπένη.
Με αναφορά σε όλο το εύρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.45, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι αυτός είχε απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί χωρίς δισταγμό και υπεκφυγές και ότι η μαρτυρία του δεν είχε σε κανένα της σημείο κλονιστεί κατά την αντεξέταση του. Κατέγραψε ότι την αποδεχόταν ανεπιφύλακτα στο σύνολο της.
Δεν βρίσκουμε το παραμικρό έρεισμα που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στο εύρημα αξιοπιστίας του Μ.Κ.45 από το Κακουργιοδικείο και στη συνακόλουθη διαπίστωση του ότι, δοθείσης της απροθυμίας του Μπένη να μαρτυρήσει, η εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Κ.39 ήταν η καλύτερη δυνατή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, μαρτυρία για το ζήτημα της εμπλοκής του κατηγορούμενου 3. Σημειώθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ούτε και η υπεράσπιση, του κατηγορούμενου 3 ή του κατηγορούμενου 2 χρησιμοποίησε τη δυνατότητα που παρέχεται από το Άρθρο 26(1) του Κεφ.9 για να κλητεύσει για να αντεξετάσει τον Μπένη ή να τον κλητεύσουν ως μάρτυρα υπεράσπισης για οποιαδήποτε πτυχή της υπόθεσης.
Καθ' όσον αφορά το κάψιμο του αυτοκινήτου διαφυγής, εφόσον το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε ότι σε αυτό αναφέρθηκε και ο κατηγορούμενος 2 πέραν του Μπένη, ό,τι ουσιαστικά μετέφερε ο Μ.Κ.39 ήταν ομολογία του κατηγορούμενου 2 για πρόθεση περαιτέρω συνδρομής μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, που επιβεβαιώθηκε με το κάψιμο του αυτοκινήτου στο χώρο που υποδείχθηκε από τον κατηγορούμενο 2 και σε χρόνο αμέσως μετά την εγκατάλειψη του.
Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καθιστά αδικαιολόγητη την κατάληξη του Κακουργιοδικείου να αποδώσει βαρύτητα και να αποδεχτεί ως ακριβή και αξιόπιστη την εξ ακοής μαρτυρία που περιεχόταν στη μαρτυρία του Μ.Κ.39 και να εξάγει από αυτή σχετικά ευρήματα.
Οι λόγοι έφεσης 1 σε αμφότερες τις εφέσεις, στην έκταση που αναφέρονται στον Μ.Κ.39 απορρίπτονται. Το πρώτο μέρος του λόγου έφεσης 6 της έφεσης του κατηγορούμενου 3 επίσης απορρίπτεται.
Η αξιοπιστία των αυτοπτών μαρτύρων Μ.Κ.22 και Μ.Κ.38:
O M.K.22, αστυνομικός στη Μ.Μ.Α.Δ. και κουμπάρος του Καλοψιδιώτη, είναι ένα από τα πρόσωπα που συνέτρωγαν μαζί του κατά την ώρα της φονικής επίθεσης. Η πτυχή της μαρτυρίας του που ενδιαφέρει αφορά στην περιγραφή της κίνησης του κατηγορούμενου 3, που σηκώθηκε από το διπλανό τραπεζάκι όπου καθόταν, με το τηλέφωνο στο αυτί και κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του εστιατορίου. Μετά από πέντε λεπτά εκδηλώθηκε η φονική επίθεση.
Στην αιτιολογία του σχετικού λόγου έφεσης του κατηγορούμενου 3, αναφέρεται ότι ο Μ.Κ.22 ήταν προκατειλημμένος εναντίον του και το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη την απάντηση του σε υποβολή της υπεράσπισης ότι δεν είχε το τηλέφωνο στο αυτί όταν κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του εστιατορίου.
Στο Μ.Κ.22 καταλογίζεται προκατάληψη γιατί, όπως αποδέχτηκε, είχε ενημερωθεί ότι ακουγόταν ότι ο κατηγορούμενος 3 είχε ειδοποιήσει τους εκτελεστές και ότι αυτό δεν του άρεσε και τον θύμωσε. Η αντίδραση του Μ.Κ.22, που ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη, δεν οδηγεί χωρίς άλλο σε συμπέρασμα ότι μαρτύρησε με προκατάληψη εναντίον του κατηγορούμενου 3 και ορθά δεν διαπιστώθηκε εκ μέρους του προκατάληψη από το Κακουργιοδικείο.
Στο διάγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων του κατηγορούμενου 3 αναπτύσσονται περισσότερα σημεία από όσα στην αιτιολογία του λόγου έφεσης. Ότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το τηλέφωνο που είπε ότι είδε και ότι δεν τον πρόσεξε να συνομιλεί με την θυγατέρα του ιδιοκτήτη του εστιατορίου, δεν θα μπορούσε να έχει σημασία αναφορικά με την αξιοπιστία του. Το κυριότερο είναι ότι σε ημερολόγιο ενεργείας, λοχίας της Αστυνομίας που του μίλησε στο Νοσοκομείο όπου βρισκόταν, κατέγραψε ότι του είχε πει ότι ο κατηγορούμενος 3 μιλούσε στο κινητό κατευθυνόμενος στο εσωτερικό του εστιατορίου.
Το Κακουργιοδικείο καταπιάστηκε με το επιμέρους ζήτημα και έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο θέσεων δεν έπληττε την αξιοπιστία του Μ.Κ.22, ο οποίος του είχε κάμει «εξαιρετικά θετική εντύπωση». Η ουσία της μαρτυρίας ήταν, όπως σημείωσε, η μεταφορά του τηλεφώνου και όχι κατά πόσο ο κατηγορούμενος 3 μιλούσε.
Ήταν εύστοχη και δικαιολογημένη η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου. Η ουσία ήταν ότι το τηλέφωνο μεταφέρθηκε, με τη δυνατότητα να εξαφανιστεί στη συνέχεια. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει έδαφος που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην κρίση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία του Μ.Κ.22.
O M.K.38, που ήταν ο άλλος φρουρός του Καλοψιδιώτη, καθόταν σε διπλανό τραπεζάκι κατά την ώρα της δολοφονικής επίθεσης. Προτού ο κατηγορούμενος 3 μεταβεί στην τουαλέτα καθόταν μαζί του. Σημείο τριβής στη μαρτυρία του ήταν η θέση του ότι προτού ακουστεί εισερχόμενο μήνυμα από το κινητό τηλέφωνο που ο κατηγορούμενος 3 είχε σε τσαντάκι εφαρμοσμένο στο πόδι του, είχε δεχτεί τηλεφωνική κλήση και απάντησε και συνομίλησε σε άλλο τηλέφωνο του, μάρκας «Alcatel» που είχε στο τραπεζάκι. Ο Μ.Κ.38 τον άκουσε να λέει: «Where are you?» και στη συνέχεια: «I am here, OK». Δεν αποδόθηκε στην τηλεφωνική αυτή συνομιλία σχέση με το έγκλημα, ήταν όμως ασυμβίβαστη με την εκδοχή του κατηγορούμενου 3. Η θέση του τελευταίου ήταν ότι είχε πάρει ένα μήνυμα από άγνωστο του αριθμό και ο ίδιος κάλεσε τον αριθμό για να διαπιστώσει ποιος ήταν. Επρόκειτο για μια γνωστή του, την Αναστασία. Η εξέταση του τηλεφώνου της Αναστασίας επιβεβαίωσε την επιμέρους θέση του κατηγορούμενου 3, στην έκταση ότι τηλεφώνησε στην Αναστασία. Το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε την επιβεβαίωση αυτής της θέσης του κατηγορούμενου 3, ωστόσο σημείωσε ότι αυτό δεν απέκλειε και αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.38 ότι ο κατηγορούμενος 3 είχε δεχτεί τηλεφώνημα σε άλλο τηλέφωνο. Έκρινε ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 3 παρέδωσε στην Αστυνομία τρία τηλέφωνα στα οποία δεν εντοπιζόταν η κλήση στην οποία αναφέρθηκε ο Μ.Κ.38 δεν διέψευδε τον τελευταίο, αφού τα τηλέφωνα παραδόθηκαν αρκετές ώρες μετά το έγκλημα και ο κατηγορούμενος 3, που είχε εγκαταλείψει την σκηνή μετά το έγκλημα, είχε την ευκαιρία να αποκρύψει το τηλέφωνο στο οποίο είχε δεχτεί την κλήση και αυτό που σχετιζόταν με το έγκλημα, αν επρόκειτο για άλλο.
Με τον λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αντινομική η αποδοχή ως αξιόπιστης μαρτυρίας συνέντευξης του Μ.Κ.38 σε σχέση με το έγκλημα, σε τηλεοπτικό σταθμό. Δεν είχε γίνει αποδεχτή η συνέντευξη. Ό,τι έγινε αποδεχτό ήταν η δια ζώσης μαρτυρία του Μ.Κ.38 ότι οι δράστες ήταν δύο. Ο Μ.Κ.38 ενώ ήταν στο νοσοκομείο τραυματίας είχε δώσει τρεις καταθέσεις στις οποίες αναφερόταν σε τρεις δράστες. Στη συνέντευξη του είχε αναφέρει ότι οι δράστες ήταν δύο και στη δια ζώσης μαρτυρία του υποστήριξε το ίδιο, εικόνα που είχε, όπως ανάφερε, ξεκαθαρίσει στο μυαλό του. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη θέση του ότι ήταν δύο, σημειώνοντας ότι η θέση του αυτή ταυτιζόταν με την επί του προκειμένου θέση πέντε άλλων μαρτύρων κατηγορίας. Δεν είχε άμεση σημασία για τους κατηγορούμενους 2 και 3 κατά πόσο οι δράστες ήταν δύο ή τρεις. Σκοπός ήταν να πληγεί η αξιοπιστία του Μ.Κ.38. Κρίνουμε ότι οι αναφορές στις τρεις καταθέσεις του Μ.Κ.38 ότι οι δράστες ήταν τρεις μπορούσαν να δικαιολογηθούν στις περιστάσεις τις υπόθεσης, χωρίς να πλήττεται η αξιοπιστία του μάρτυρα, όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο. Δεν διαγνώστηκε κανένας λόγος για να πει ο Μ.Κ.38 σκόπιμα ψέματα και ότι η πραγματικότητα ήταν ότι οι δράστες ήταν δύο προέκυπτε και από τα παραδεκτά γεγονότα, όπως εξηγείται στη συνέχεια. Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 4 της έφεσης του κατηγορούμενου 3 απορρίπτεται.
Η αξιοπιστία μελών της ανακριτικής ομάδας:
Ο Μ.Κ.36 είναι λοχίας της Αστυνομίας που συνέδραμε στο ανακριτικό έργο. Με τους λόγους έφεσης εγείρονται δύο ζητήματα σχετικά με τη μαρτυρία του. Το πρώτο αφορά στη θέση του ότι ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε για τις φωτογραφίες της οθόνης του κινητού της Αναστασίας που επιβεβαίωναν την επιμέρους εκδοχή του κατηγορούμενου 3 ότι της είχε τηλεφωνήσει μετά που η ίδια του έστειλε μήνυμα και τελικά διαψεύστηκε από τον αστυνομικό, Μ.Κ.48, επίσης μέλος της ανακριτικής ομάδας. Το γεγονός καταδεικνύει, κατά τον κατηγορούμενο 3 την προσέγγιση που είχε ο Μ.Κ.36 προς το πρόσωπο του.
Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε το τηλέφωνο μάρκας Samsung που ανευρέθηκε στη σκηνή του εγκλήματος. Αναπτύχθηκε σε σχέση με αυτό σε έκταση επιχειρηματολογία από το δικηγόρο του κατηγορούμενου 3 και αποδόθηκε τόσο στο Μ.Κ.36, όσο και στο Μ.Κ.40, επίσης ανακριτή, ότι, ενώ γνώριζαν ότι το τηλέφωνο ανήκε στο Μ.Κ.38, ανέκριναν σχετικά τον κατηγορούμενο 3, αφήνοντας του να νοηθεί ότι σχετιζόταν με την υπόθεση. Ο κατηγορούμενος 3 γνώριζε ότι ανήκε στο Μ.Κ.38 και γι' αυτό ανάφερε αυτά που γνώριζε για το Μ.Κ.38 για να βοηθήσει τις ανακριτικές αρχές και όχι για να του επιρρίψει ευθύνες. Είναι σαφές, συνεχίζει η επιχειρηματολογία, ότι οι ανακριτές του είχαν αποκρύψει την αλήθεια ώστε να παραμείνει εκτεθειμένος ότι προσπάθησε να επιρρίψει ευθύνες στον Μ.Κ.38.
Η κατάθεση του Μ.Κ.38 ότι το συγκεκριμένο τηλέφωνο του ανήκε, δεν εμπόδιζε τους ανακριτές από του να διερευνήσουν το ζήτημα περαιτέρω και αναγνωρίζεται και από την πλευρά του κατηγορούμενου 3 ότι ήταν ιδιαίτερα πιεστικοί και όταν ανέκριναν το Μ.Κ.38 σε σχέση με αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε την επιμέρους θέση του κατηγορούμενου 3, παραπέμποντας στις καταθέσεις που του είχαν ληφθεί, με ειδική αναφορά στην κατάθεση του της 5.7.2016, και στο γεγονός ότι δεν προέκυπτε ότι είχε ανακριθεί σχετικά με το συγκεκριμένο τηλέφωνο. Γι' αυτό και είπε ότι η επιμέρους εκδοχή του αποτελούσε «ένα υστερόβουλο και ψευδές κατασκεύασμα» και την απέρριψε.
Ό,τι ανάφερε ο κατηγορούμενος 3 για τον Μ.Κ.38 και τη σχέση του με τον Καλοψιδιώτη δεν αποκτούσε άλλη υπόσταση ακόμα και αν είχε προηγηθεί αναφορά στο συγκεκριμένο τηλέφωνο και το Κακουργιοδικείο εύλογα μπορούσε να αχθεί στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος 3 προσπάθησε να επιρρίψει ευθύνες στον Μ.Κ.38.
Η μαρτυρία του Μ.Κ.36 έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο, που τον χαρακτήρισε ως αντικειμενικό και αμερόληπτο, επισημαίνοντας ότι η μαρτυρία του, ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης δεν έγινε κατορθωτό να κλονιστεί ή να προκληθεί οποιαδήποτε ρωγμή σε οποιοδήποτε ουσιώδες της σημείο. Βρίσκουμε ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μ.Κ.36 ήταν εύλογη και δεν παρέχεται κανένα περιθώριο για παρέμβαση εκ μέρους του Εφετείου.
Ο Μ.Κ.42 είναι αστυνομικός, μέλος της ανακριτικής ομάδας. Η πτυχή της μαρτυρίας του που αμφισβητείται αφορά στην αναζήτηση του αυτοκινήτου Suzuki Swift του κατηγορούμενου 2. Αυτό ανευρέθηκε από την Αστυνομία την 9.7.2016 στο χώρο στάθμευσης πίσω από το Toga-Toga. Ο Μ.Κ.42 είχε μαρτυρήσει ότι ο κατηγορούμενος 2 του έδωσε την πληροφορία για το πού βρισκόταν το αυτοκίνητο αυτό την 9.7.2016, μέσα στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, κατά την επιστροφή τους στον σταθμό από το Δικαστήριο μετά το διάταγμα ανανέωσης της προφυλάκισης του και χωρίς να έχει προς τούτο ερωτηθεί. Η Αστυνομία ανάφερε έψαχνε το αυτοκίνητο αυτό από την 30.6.2016 και ο κατηγορούμενος 2 ήταν περί τούτου ενήμερος από 1.7.2016.
Η μαρτυρία του έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο, που τον χαρακτήρισε ως αντικειμενικό και αμερόληπτο, επισημαίνοντας ότι, ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης, δεν έγινε κατορθωτό να κλονιστεί η μαρτυρία του ή να προκληθεί οποιαδήποτε ρωγμή σε οποιοδήποτε ουσιώδες της σημείο. Άλλωστε η πιο πάνω θέση του είχε επιβεβαιωθεί από άλλο αστυνομικό που ήταν μαζί του στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, το Μ.Κ.47 η θετική κρίση της αξιοπιστίας του οποίου δεν αμφισβητείται με τις εφέσεις.
Η θέση του κατηγορούμενου 2 ότι δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός γιατί οι ανακριτικές αρχές δεν εξέτασαν το άλλοθι του κατά την ώρα του φονικού, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεχτή. Ο κατηγορούμενος 2 είχε επικαλεστεί ότι ήταν στο κέντρο που διατηρεί και οι αρχές δεν εξέτασαν το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υποστατικού σε σχέση με την ώρα του εγκλήματος. Κατά πρώτο λόγο η τυχόν παράλειψη των αρχών δεν θα μπορούσε υπό τας περιστάσεις να καταστήσει το Μ.Κ.42 αναξιόπιστο, ενώ δόθηκε και εξήγηση γιατί δεν εξετάστηκε, αφού η διερευνώμενη εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 αφορούσε σε ενέργειες του σε προγενέστερο χρόνο.
Η εξέταση του κλειστού κυκλώματος του Toga-Toga θα είχε σημασία, ίσως και καταλυτική, όπως εξελίχθηκε η ακρόαση της υπόθεσης, εάν υπήρχε κάμερα που κάλυπτε το χώρο όπου είχαν, κατά το Μ.Κ.39, σταθμεύσει οι επιβαίνοντες το αυτοκίνητο Suzuki Swift μετά την υπόδειξη της διαδρομής διαφυγής και υπήρχαν αποθηκευμένα πλάνα για τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα. Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.29, λοχία της Αστυνομίας, που έλαβε μέρος στη διερεύνηση, η αξιοπιστία του οποίου δεν προσβάλλεται με τις εφέσεις, ότι ο κατηγορούμενος 2 δεν ανάφερε ότι θα μπορούσε να εξεταστεί το κύκλωμα για προηγούμενες ημερομηνίες, επισημαίνοντας ότι όταν ο κατηγορούμενος 2 ζήτησε από τον Μ.Υ.4, που ήταν το πρόσωπο που είχε εγκαταστήσει και ήταν ο υπεύθυνος του κλειστού κυκλώματος του Toga-Toga, να ετοιμάσει πλάνα, περιορίστηκε στις 23.6.2019 και η λήψη δεν αφορούσε το χώρο που προσδιόρισε ο Μ.Κ.39.
Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχτηκε την μαρτυρία του Μ.Υ.4 ότι υπήρχε εγκαταστημένη κάμερα που κάλυπτε το χώρο που είχε υποδείξει ο Μ.Κ.39 ότι στάθμευσαν την ημέρα της υπόδειξης της διαδρομής διαφυγής. Αιτιολόγησε την κατάληξη του ότι ο Μ.Υ.4 παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να εξυπηρετήσει τον κατηγορούμενο 2 και όχι την αλήθεια, με ισχυρότερο το επιχείρημα, το οποίο βρίσκουμε καταλυτικό, ότι εάν υπήρχε κάμερα που κάλυπτε το χώρο και μπορούσε να ανευρεθεί πλάνο της ημερομηνίας και ώρας, ο κατηγορούμενος 2 που είχε το σύστημα στην κατοχή του και τη συνδρομή του ειδικού Μ.Υ.4, θα έδινε οδηγίες να ετοιμαστεί και παρουσιαστεί προς υπεράσπιση του. Εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς, το παράπονο του είναι αδικαιολόγητο.
Η εισήγηση ότι υπήρχε σύγκρουση της μαρτυρίας του Μ.Κ.42 με τη μαρτυρία της Μ.Κ.44 σε σχέση με τι του ανάφερε στην κατάθεση της, υποβαθμίζει το ουσιώδες, ότι δηλαδή η Μ.Κ.44, χορεύτρια στο κέντρο του κατηγορούμενου 2, έλαβε από τον κατηγορούμενο 2 το κλειδί διαμερίσματος στο οποίο διέμεινε από 25.6.2016 (δύο ημέρες μετά το έγκλημα) μέχρι 1.7.2016 και επρόκειτο για το διαμέρισμα στο οποίο είχαν καταλύσει οι δύο εκτελεστές από την 18 μέχρι την 20.6.2016. Ενοικιαστής του διαμερίσματος ήταν κάποιος υπάλληλος του κατηγορούμενου 2. Καμιά σημασία δεν θα μπορούσε να έχει ότι η Μ.Κ.44 αρνήθηκε ότι είπε στην κατάθεση της επουσιώδεις λεπτομέρειες.
Η αξιοπιστία του Μ.Κ.30:
Ο Μ.Κ.30 είναι αδελφότεκνος του Καλοψιδιώτη. Στην περιθωριακής σημασίας μαρτυρία του κατονόμασε τον κατηγορούμενο 2 ως ένα από τα πρόσωπα από τα οποία κινδύνευε ο θείος του. Η αξιοπιστία του προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο 2 στη βάση ότι σε κατάθεση του σύντομα μετά το έγκλημα είχε αναφέρει ότι ο θείος του προσωπικά δεν του είχε αναφέρει κατά πόσο φοβόταν για οτιδήποτε. Ο Μ.Κ.30 έδωσε την εξήγηση ότι άλλο είναι να φοβάσαι και άλλο να κινδυνεύεις και το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Η υπόδειξη της υπεράσπισης δεν διέλαθε της προσοχής του Κακουργιοδικείου που τη συζήτησε, αναφέροντας ότι η παράλειψη του Μ.Κ.30 να εξειδικεύσει από τι θα έπρεπε να προσέχει, όπως του είχε αναφέρει ο Καλοψιδιώτης, ουδόλως επηρέαζε την αξιοπιστία του. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην κρίση της αξιοπιστίας του Μ.Κ.30. Όπως άλλωστε υπέδειξε το Κακουργιοδικείο, η σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.30 ταυτιζόταν με την επί του προκειμένου μαρτυρία του Μ.Κ.38 και του Μ.Κ.20, η αξιοπιστία του οποίου δεν προσβάλλεται με τις εφέσεις. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Καλοψιδιώτης κινδύνευε. Άλλωστε γι' αυτό διακινείτο με αλεξίσφαιρο αυτοκίνητο και εργοδοτούσε σωματοφύλακες.
Η εξ ακοής μαρτυρία των Μ.Κ.31, 32, 35 και 50:
Η Μ.Κ.31 ήταν υπάλληλος στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και οι Μ.Κ.32, 35 και 50 αστυνομικοί που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Μαρτύρησαν για τις περιστάσεις εισόδου του κατηγορούμενου 3 στη Δημοκρατία και ότι είχε παραμείνει παράνομα στην Κύπρο μετά την εκπνοή, από 19.5.2016, προσωρινής άδειας παραμονής που του είχε χορηγηθεί ως επισκέπτη.
Κατά τον κατηγορούμενο 3 ήταν παράλειψη να μην κληθεί ως μάρτυρας ο αρμόδιος λειτουργός του αεροδρομίου για να δώσει διευκρινίσεις σε σχέση με την προσωρινή άδεια παραμονής που του είχε χορηγηθεί. Ο κατηγορούμενος 3 είχε μετά το έγκλημα συλληφθεί για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, ενώ ως ύποπτος για το έγκλημα την 30.6.2016, μετά την κατάθεση του Μ.Κ.39. Διατείνεται ότι οι ανακριτές κινήθηκαν μεθοδευμένα για να επιτύχουν την κράτηση του.
Δεν βρίσκουμε κανένα έρεισμα στο επί μέρους παράπονο του κατηγορούμενου 3. Και το δεύτερο μέρος του λόγου έφεσης 6 της έφεσης του κατηγορούμενου 3 απορρίπτεται.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 3:
Η βασική θέση του κατηγορούμενου 3 ήταν ότι η μετάβαση του στην τουαλέτα και ότι βρισκόταν εκεί κατά τη δολοφονική επίθεση, ήταν σύμπτωση. Δεν είχε μαζί του στην τουαλέτα τηλέφωνο. Δύο τηλέφωνα του βρίσκονταν στο τσαντάκι του που είχε αφήσει στο τραπεζάκι όπου καθόταν προηγουμένως.
Ο κατηγορούμενος 3 μαρτύρησε ότι, βρισκόμενος στην τουαλέτα, εξέλαβε ως πυροτεχνήματα τους πυροβολισμούς που άκουσε, θέση την οποία το Κακουργιοδικείο απόρριψε αναφέροντας: «Αδυνατούμε να δεχθούμε ότι στη μακρόχρονη εμπειρία του ως επαγγελματίας φρουρός, δεν ήταν σε θέση να διακρίνει τα πυροτεχνήματα από τους πυροβολισμούς, έχοντας κατά νου ότι και τη δεδομένη στιγμή τα καθήκοντα του ήταν η προστασία και φύλαξη του θύματος 1». Επί τούτου, καταλογίζει στο Κακουργιοδικείο ότι τελούσε υπό πλάνη και προκατάληψη εναντίον του και ότι κατέστησε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα.
Καθόλου. Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο διάκρινε την ουσία του ζητήματος, που ήταν ότι όταν κάποιος εργοδοτείται για να φρουρεί ως σωματοφύλακας πρόσωπο που κινδυνεύει να δολοφονηθεί, οποιοσδήποτε τέτοιος θόρυβος τον θέτει χωρίς άλλο σε εγρήγορση και άμεση κινητοποίηση για την προστασία του προσώπου που φρουρεί. Γι' αυτό και το Κακουργιοδικείο συνέχισε αναφέροντας ότι θα ήταν λογικά αναμενόμενο να εξέλθει αμέσως από την τουαλέτα και να προστρέξει για την προστασία του Καλοψιδιώτη. Και δεν ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος 3 παρουσίασε τον εαυτό του ως ανυποψίαστο, αφού μετά που άκουσε τους κρότους έπλυνε και τα χέρια του προτού να εξέλθει από την τουαλέτα. Δεν υπάρχει έδαφος για να διαπιστώσουμε προκατάληψη του Κακουργιοδικείου, το οποίο δεν πλανήθηκε, όπως του καταλογίζεται, αλλά αντίθετα εντόπισε το καίριο σημείο στο ζήτημα, αποδίδοντας του τη σημασία που έπρεπε.
Ο κατηγορούμενος 3 επικαλέστηκε τη «μαρτυρία» του γκαρσονιού του εστιατορίου για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Εξερχόμενος της τουαλέτας, αντιλήφθηκε έντρομο το γκαρσόνι να κινείται σχεδόν έρποντας και να του λέει «shoot, shoot». Ήταν άοπλος και η αντίδραση του ήταν να παραμείνει πίσω από ένα τοίχο για προστασία. Πρόβαλε και τη θέση ότι, σκόπιμα και για να παραμείνει εκτεθειμένος, δεν περιλήφθηκε στο μαρτυρικό υλικό και δεν του διατέθηκε το ημερολόγιο ενεργείας στο οποίο είχε καταγραφεί η δήλωση του γκαρσονιού για τα γεγονότα, που υποστήριζε τη δική του εκδοχή και ότι έτσι υπέστηκε βλάβη στην υπεράσπιση του.
Καμιά βλάβη δεν υπέστηκε αφού το ημερολόγιο ενεργείας παρουσιάστηκε και άλλωστε, η δήλωση του γκαρσονιού δεν αφορούσε την κρίσιμη στιγμή που ο κατηγορούμενος 3 άκουσε τους πυροβολισμούς και δεν αντέδρασε όπως θα αναμενόταν.
Αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος 3 πράγματι τηλεφώνησε στην Αναστασία ενώ βρισκόταν στο Stone Garden. Στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα δεν παρουσιαζόταν προγενέστερο μήνυμα από την Αναστασία. Διαφάνηκε ωστόσο ότι υπήρχε τέτοιο μήνυμα μετά από εξέταση του τηλεφώνου της Αναστασίας και φωτογράφηση της οθόνης του. Έτσι η επιμέρους εκδοχή του κατηγορούμενου 3 ότι έλαβε μήνυμα από άγνωστο αριθμό και τηλεφώνησε για να διαπιστώσει την προέλευση του και διαπίστωσε ότι επρόκειτο για την Αναστασία, επιβεβαιώθηκε. Η επιβεβαίωση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 3 επί του προκειμένου δεν καθιστούσε χωρίς σημασία το γεγονός ότι σε κατάθεση του στην Αστυνομία την 5.7.2016 είχε δώσει άλλη εκδοχή. Το Κακουργιοδικείο δεν αντιμετώπισε ως ψευδή τη δια ζώσης εκδοχή του, αλλά σχολίασε τις δικαιολογίες του για την εκδοχή που έδωσε στην κατάθεση του. Ότι η δια ζώσης εκδοχή του δεν περιλάμβανε κάτι το επιλήψιμο, ώστε να αποδοθεί σκοπιμότητα στη διαφορετική θέση που έδωσε στην κατάθεση του, είχε τη σημασία του, δεν εμπόδιζε όμως το Κακουργιοδικείο να σχολιάσει το γεγονός και περισσότερο τις αβάσιμες δικαιολογίες που είχε δώσει για την εσφαλμένη αναφορά στην κατάθεση του.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην κατάθεση που έδωσε ο κατηγορούμενος 3 στην Αστυνομία την 24.6.2016, η οποία είναι κατάσπαρτη από ψέματα. Ο κατηγορούμενος 3 δεν αρνήθηκε ότι είπε ψέματα, επικαλούμενος ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αστυνομία γιατί και ο Καλοψιδιώτης δεν την εμπιστευόταν. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε τα ψέματα. Κάποια αφορούσαν και τις περιστάσεις του υπό εξέταση εγκλήματος, αλλά και τις ενέργειες του αφότου εγκατέλειψε το χώρο του εγκλήματος. Ήταν εύλογη η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι είχε αρχικά προσπαθήσει να αποκρύψει από την Αστυνομία γεγονότα και να μην εμπλέξει καθόλου τον εαυτό του στα όσα τραγικά διαδραματίστηκαν το επίδικο βράδυ. Διαφοροποίησε τη θέση του στη μεταγενέστερη κατάθεση του ημερ.5.7.2016, όταν προφανώς, αναφέρεται, αντιλήφθηκε ότι κάποια χονδρά ψέματα του δεν μπορούσαν πλέον να γίνουν πιστευτά. Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται αναφορά σε πολλά επιμέρους σημεία, τα οποία και σχολιάζονται. Τα έχουμε διέλθει ένα προς ένα. Στη βάση όλων των στοιχείων μπορούσε να δικαιολογηθεί η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ότι η εκδοχή που ο κατηγορούμενος 3 είχε προβάλει ενώπιον του δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή.
Ο κατηγορούμενος 3 πρόβαλε ότι το Κακουργιοδικείο διακατεχόταν από προκατάληψη εναντίον του, στη βάση ότι χαρακτήρισε την εκδοχή του ως «ένα άγαρμπο κατασκεύασμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να λεχθεί ότι προκαλεί τη νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου».
Τα Δικαστήρια πρέπει να αποδίδουν ευθαρσώς την κρίση τους (Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 271, 293) και οι λέξεις δεν υποδηλούν προκατάληψη, εκτός όπου η χρησιμοποίηση τους δεν αρμόζει στις διαπιστώσεις που γίνονται. Οι τελευταίες είναι που έχουν σημασία, κατά πόσο δηλαδή δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι χαρακτηρισμοί του Κακουργιοδικείου δεν ήταν άτοποι και επέδιδαν την δικαιολογημένη εικόνα που οι Δικαστές του είχαν αποκομίσει.
Εν κατακλείδι, δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο που να επιτρέπει στο Εφετείο να παρέμβει στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιοπιστία της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 3, τα οποία ήταν καθόλα επιτρεπτά και δικαιολογημένα.
Ο μάρτυρας 15 επί του κατηγορητηρίου:
Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1 στην έφεση του κατηγορούμενου 2, εγέρθηκε και ζήτημα ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες υπεράσπισης. Το ζήτημα αυτό δεν προωθήθηκε στο διάγραμμα των δικηγόρων του κατηγορούμενου 2.
Υπάρχει μια άλλη αναφορά στον ίδιο λόγο έφεσης, που αφορά στη θέση ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα ενέκρινε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για να αφαιρέσει το Μ.Υ.2 από τον κατάλογο μαρτύρων του κατηγορητηρίου. Ο Μ.Υ.2 ήταν μάρτυρας 15 στο κατηγορητήριο και ζητήθηκε από την υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2 να της προσφερθεί για αντεξέταση. Η υπεράσπιση ήθελε να βασιστεί στη θέση που ο μάρτυρας, μάγειρας σε παρακείμενο εστιατόριο, είχε αναφέρει στην κατάθεση του στην Αστυνομία, ότι δηλαδή από το αυτοκίνητο αποβιβάστηκαν τρία πρόσωπα και μετά τους πυροβολισμούς επέστρεψαν δύο, για να διαψεύσει τον Μ.Κ.39 και να πλήξει την αξιοπιστία του γενικότερα.
Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του, με παραπομπές στην Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, 667-70, απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 2. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή.
Ο μάρτυρας, που παρουσιάστηκε τελικά ως Μ.Υ.2, επιβεβαίωσε ενόρκως τα όσα είχε επικαλεστεί η Κατηγορούσα Αρχή για να μην τον καλέσει ως μάρτυρα ή να τον προσφέρει. Ανάφερε ότι όταν τον επισκέφθηκε η Αστυνομία είχε αρνηθεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και είχε αναφέρει ότι, εφόσον εξαναγκαζόταν, θα έλεγε ότι δεν θυμόταν οτιδήποτε. Κατά την μαρτυρία του, δεν επικαλέστηκε έλλειψη θύμησης και μαρτύρησε ότι από το αυτοκίνητο αποβιβάστηκαν τρία πρόσωπα και μετά τους πυροβολισμούς επέστρεψαν δύο. Δεν έγινε όμως αποδεχτή η θέση του. Δεν του αποδόθηκε σκοπιμότητα, αλλά ότι έκαμε λάθος, με αναφορά και σε άλλες ανακρίβειες του που ενδεχομένως να οφείλονταν στον περιορισμένο φωτισμό. Άλλωστε, όπως επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, η θέση του ήταν ασυμβίβαστη με παραδεχτά γεγονότα, ότι δηλαδή τους εκτελεστές ανέμενε στο χώρο στάθμευσης του εστιατορίου ο Μ.Κ.39 και ότι μετά το έγκλημα παρέλαβε μόνο ένα και διέφυγαν. Στην Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, 452, αναφέρθηκε ότι: «η άρνηση των παραδεκτών γεγονότων και η προβολή αντιφατικών εκδοχών σε σχέση με ουσιώδες μέρος των γεγονότων δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως προσφυγή στο ψεύδος». Πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο απέρριψε το ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του.
Η συνωμοσία όλων των κατηγορουμένων και των δύο εκτελεστών μεταξύ τους για να φονεύσουν τον Καλοψιδιώτη:
Το παράπονο του κατηγορούμενου 2 ότι εσφαλμένα καταδικάστηκε στο αδίκημα της συνωμοσίας για να φονευθεί ο Καλοψιδιώτης, αιτιολογήθηκε στην έφεση με αναφορά, κατά κύριο λόγο, στο αξιόπιστο της μαρτυρίας στην οποία βασίστηκε το εύρημα ενοχής του. Καταλογίστηκε περαιτέρω στο Κακουργιοδικείο ότι, για να καταλήξει σε απόφαση ενοχής, προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα επί των γεγονότων κατά τρόπο ανεπίτρεπτο σε ποινική υπόθεση. Το πραγματικό υπόβαθρο ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.39, την οποία έχουμε ήδη καταλήξει ότι το Κακουργιοδικείο μπορούσε να κάμει αποδεχτή και την αποδέχτηκε.
Αναφέρθηκαν, λοιπόν, οι δικηγόροι του στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας, με παραπομπές στην κυπριακή και ξένη νομολογία και ανέπτυξαν τις θέσεις τους με αναφορά στα περιστατικά της υπόθεσης. Κατά την εισήγηση τους δεν υπήρχε μαρτυρία για στοιχειοθέτηση πρόθεσης του κατηγορούμενου 2 να συμμετάσχει στη συνωμοσία για το φόνο. Το στοιχείο της γνώσης, αναφέρουν, θα έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο το Κακουργιοδικείο, στο οποίο καταλογίζουν ότι «εξηύρε ενοχή στη βάση προθέσεως υπό όρους πράγμα απαράδεκτο». Προτάσσουν ερωτηματικά, τί θα γινόταν εάν ο Καλοψιδιώτης δεν μετέβαινε στο Stone Garden και πώς συμφώνησαν ότι θα χρησιμοποιείτο και στη συνέχεια θα καιγόταν αυτοκίνητο το οποίο δεν είχε ακόμα κλαπεί. Αναφέρουν ακόμα ότι ελλείπει μαρτυρία για κοινό όφελος των συνωμοτών και ελατήριο, ώστε να μπορούσε το Κακουργιοδικείο να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα για την εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 ως συνεργού. Καταλήγουν ότι η υπόδειξη δρομολογίου διαφυγής, έντεκα ημέρες πριν τη διάπραξη των αδικημάτων «χωρίς οποιοδήποτε σχεδιασμό απλώς και μόνο», δεν είναι ούτε συνωμοσία, ούτε συνέργεια.
Το αδίκημα της συνωμοσίας δυνάμει του Άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154[1] συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν φόνο (Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, 670-1, Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134, 142-3, Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.96/2016, 100/2016 και 101/2016, ημερ.28.11.2017 και Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.53/2017, 64/2017, 66/2017 και 69/2017, ημερ.15.12.2017[2]). Απαιτείται η απόδειξη συμπληρωμένης συμφωνίας, ζήτημα πραγματικό, που εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Περαιτέρω, απαιτείται και η απόδειξη της ένοχης σκέψης (mens rea) του κάθε συνωμότη, που συνίσταται στην πρόθεση εκτέλεσης του παράνομου σκοπού (Λαζάρου με παραπομπή στην R. v. Thompson, 50 Cr. App. R. 1).
Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι δεν είχε ενώπιον του άμεση μαρτυρία για τη συνωμοσία και κατέφυγε στην περιστατική μαρτυρία, όπως την είχε αποδεχτεί, με την υπόμνηση ότι αυτή θα έπρεπε να οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 συμφώνησαν με άλλα πρόσωπα να διαπράξουν το φόνο του Καλοψιδιώτη. Θα περιοριστούμε στον κατηγορούμενο 2 που ο λόγος έφεσης αφορά, αν και τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση του κατηγορούμενου 3. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην υπόδειξη από τον κατηγορούμενο 2 στο Μ.Κ.39 του δρομολογίου διαφυγής, του σημείου όπου θα εγκατέλειπε το αυτοκίνητο διαφυγής για να το κάψουν οι δικοί του και την αναφορά του στην εμπλοκή του φρουρού του Καλοψιδιώτη. Αυτές οι περιστάσεις και η πραγματοποίηση της φονικής επίθεσης με δράστες τους δύο εκτελεστές, οδηγούσαν, σύμφωνα με την κρίση του Κακουργιοδικείου, σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι δηλαδή όλοι οι αναφερόμενοι είχαν πριν την ημερομηνία της δολοφονίας συμφωνήσει μεταξύ τους να φονεύσουν τον Καλοψιδιώτη.
Η πλευρά του κατηγορούμενου 2 προσέγγισε μικροσκοπικά το ζήτημα, παραλείποντας να εκτιμήσει σφαιρικά την εικόνα που αναδυόταν από τις περιστάσεις. Όπως εξηγείται στον Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice, 44η Έκδ., 1992, Τομ.2, παρ.33-47, με αναφορά στην αγγλική νομολογία: «Απόδειξη της ύπαρξης μιας συνωμοσίας γενικά είναι ένα 'ζήτημα συμπεράσματος που συνάγεται από ορισμένες εγκληματικές πράξεις των κατηγορούμενων, που διαπράττονται προς ευόδωση ενός πρόδηλου εγκληματικού σκοπού κοινού μεταξύ τους'».[3] Ο κατηγορούμενος 2 δεν εντάχθηκε στο συνομολογημένο πλάνο κατά το περιστατικό της υπόδειξης του δρομολογίου, όπως η πλευρά του φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής. Το περιστατικό για το οποίο μαρτύρησε ο Μ.Κ.39 συνιστούσε, όπως ορθά εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, περιστατική μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2 είχε από προηγουμένως προσχωρήσει στη συνωμοσία για τη θανάτωση του Καλοψιδιώτη. Δεν μπορούσε να υποβόσκει η παραμικρή λογική αμφιβολία ότι το πρόσωπο που υπέδειξε τη διαδρομή διαφυγής και ανάλαβε να καταστρέψει καίοντας το αυτοκίνητο διαφυγής σε συγκεκριμένο χώρο και που επίσης υπέδειξε και που γνώριζε για την εμπλοκή και το ρόλο άλλου συμμετέχοντα στη συνωμοσία, του κατηγορούμενου 3, ήταν και αυτός μέρος της συνωμοσίας για την επίτευξη του σκοπού της συνωμοσίας τον οποίο γνώριζε. Και ότι δεν υπήρξε ασφαλής κατάληξη για το δικό του ελατήριο συμμετοχής, δεν θα μπορούσε να διαταράξει το εύρημα του Κακουργιοδικείου για τη συμμετοχή του στη συνωμοσία, υπό το βάρος της πιο πάνω μαρτυρίας, που το Κακουργιοδικείο είχε αποδεχτεί ως αληθή. Δεν είναι αναγκαίο ένας συνωμότης να είναι ο εμπνευστής ή δημιουργός του σχεδίου και μπορεί να έχει συνενωθεί με τους άλλους συνωμότες σε κατοπινό του αρχικού σχεδιασμού χρόνο. Ούτε ήταν ανάγκη να είχε ο κατηγορούμενος 2 συνευρεθεί με όλους τους συνωμότες. Είναι αρκετό να διαφαίνεται, κατά τρόπο ασφαλή, ότι ο κατηγορούμενος συμμετείχε σε κάποιο κοινό σχεδιασμό με άλλο ή άλλα πρόσωπα, γνωρίζοντας ότι υφίστατο και ευρύτερο σχέδιο, στο οποίο συνέδεε τον εαυτό του. Επομένως, ορθά καταδικάστηκε για συνωμοσία με τους υπόλοιπους καταδικασθέντες (όπως αναφέρεται στη σχετική κατηγορίας 1), που συμμετείχαν στον κοινό σχεδιασμό, έστω και στην απουσία μαρτυρίας ότι είχε συνευρεθεί με κάποιους από αυτούς.
Πέραν της συνωμοσίας, η εμπλοκή του κατηγορούμενου 2 εκφράστηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, με δύο ενέργειες. Την υπόδειξη στον Μ.Κ.39 της διαδρομής διαφυγής και του σημείου όπου θα εγκατέλειπε το αυτοκίνητο διαφυγής για να το κάψουν οι δικοί του και της αποστολής του μηνύματος «ΟΚ1», που είχε λάβει από τον κατηγορούμενο 3, στον Μπένη. Επομένως, ορθά το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε την ενοχή του στον εκ προμελέτης φόνο του Καλοψιδιώτη (κατηγορία 2) στη βάση του Άρθρου 20(β) και (γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Το πρώτο μέρος του λόγου έφεσης 1 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 απορρίπτεται.
Η φόνευση των τριών άλλων προσώπων πέραν του Καλοψιδιώτη:
Με το λόγο έφεσης 2 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες που αφορούσαν τη φόνευση εκ προμελέτης των υπολοίπων τριών θυμάτων πέραν του στόχου (κατηγορίες 3-5).
Ότι δεν αποδείχτηκε προμελέτη για την θανάτωση οιουδήποτε άλλου προσώπου πέραν του Καλοψιδιώτη είναι δεδομένο. Άλλωστε η μόνη σχετική κατηγορία της συνωμοσίας για φόνο αφορούσε στη θανάτωση του Καλοψιδιώτη και μόνο. Αυτή είναι η βάση της επιχειρηματολογίας του κατηγορούμενου 2 για την ανατροπή των καταδικών του στις σχετικές κατηγορίες. Παρέπεμψε στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, 569, όπου εξηγήθηκε ότι: «Η πρόκληση θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφεαυτής προμελέτη. Η προμελέτη δεν εξομοιώνεται αλλά αντίθετα διακρίνεται από την πρόθεση πρόκλησης θανάτου». Υποστήριξε ακόμα ότι οι συνθήκες θανάτωσης των άλλων τριών θυμάτων, πέραν του Καλοψιδιώτη, είχαν παραμείνει αδιευκρίνιστες.
Το Κακουργιοδικείο βάσισε την καταδίκη του κατηγορούμενου 2 στις κατηγορίες του φόνου εκ προμελέτης των τριών άλλων θυμάτων, στη βάση ότι όταν οι δύο εκτελεστές εισήλθαν στο Stone Garden με πρόθεση να σκοτώσουν τον Καλοψιδιώτη «παρόλο που προφανώς αντιλήφθηκαν το[ν Καλοψιδιώτη] να συντρώγει με τα θύματα 2 και 3, τα δύο ανήλικα παιδιά τους και τον ΜΚ22 και παρόλο που εισερχόμενοι στο εστιατόριο από παρακείμενο σκοτεινό διάδρομο, είχαν και το χρόνο και την ευκαιρία να προβούν σε ψύχραιμο αναλογισμό της πράξης τους ως και τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα επέφερε η εν λόγω αποτρόπαια πράξη τους και στα υπόλοιπα άτομα που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με το[ν Καλοψιδιώτη], εντούτοις, κατά τρόπο ψυχρό και αδίστακτο, προχώρησαν στη ρήψη πυροβολισμών . με αποτέλεσμα να επιφέρουν τον τραγικό θάνατο και των θυμάτων 2 και 3». Στη συνέχεια κατέληξε ότι ο ένας δράστης επέφερε το θάνατο του άλλου «Κάτω από τα ίδια δεδομένα».
Το Κακουργιοδικείο παράπεμψε στη νομολογία (R. v. Halil Shaban, 8 C.L.R. 82, Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43, Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402, Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556 και Ζαρή ν. Δημοκρατία (2015) 2 (B) A.A.Δ. 766) και παράθεσε εκτενή αποσπάσματα όπου αναλύεται το συστατικό στοιχείο της προμελέτης. Δεν εξήγησε όμως σε ποια νομική βάση καταδίκασε τον κατηγορούμενο 2 για φόνο εκ προμελέτης σε σχέση με τα υπόλοιπα θύματα πλην του Καλοψιδιώτη, για τα οποία δεν υπήρχε προμελέτη για τη θανάτωση τους.
Ακόμα και αν μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι όταν οι δράστες αντιλήφθηκαν ότι ο Καλοψιδιώτης ήταν με το ζεύγος και τα δύο παιδιά τους διαμόρφωσαν πρόθεση θανάτωσης τους, που δεν βρίσκουμε ότι αποδεικνυόταν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία στη βάση της μαρτυρίας που είχε δοθεί, αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να αναγάγει τη θανάτωση του ζεύγους σε φόνο εκ προμελέτης. Πιο πιθανή παρουσιάζεται η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ότι δεν προβληματίστηκαν για τις συνέπειες της ρίψης πυροβολισμών ενώ άλλα πρόσωπα ήταν κοντά. Η αδιαφορία αυτή, εγκληματική όσο και αν ήταν, δεν στοιχειοθετούσε πρόθεση θανάτωσης πολύ περισσότερο εκ προμελέτης. Περαιτέρω, σε σχέση με το θάνατο του ενός δράστη, δεν αποδείχτηκε ότι ο άλλος δράστης, από τα πυρά του οποίου σκοτώθηκε, επιδίωξε το θάνατο του.
Εφαρμογή στις περιστάσεις της υπόθεσης είχε η νομική αρχή του μεταφερόμενου δόλου, πιο ευρέως γνωστή στην αγγλική ως «transferred malice». Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 1992, 44η Έκδ., Τομ.2, παρ.17-29, εξηγείται ότι εάν κάποιος από λάθος προκαλέσει βλάβη σε πρόσωπο άλλο από το πρόσωπο εναντίον του οποίου στόχευε η επίθεση του, είναι ένοχος στον ίδιο βαθμό όπως αν είχε επιτύχει τον σκοπό του. Είναι προϋπόθεση για την επίκληση της αρχής ότι η βλάβη που προκαλείται είναι του ιδίου είδους με την βλάβη που ήταν η πρόθεση του δράστη να προκαλέσει. Δεν υπάρχει καμιά διαφοροποίηση στην αρχή επειδή η βλάβη στο πρόσωπο που στόχευε η επίθεση συντελείται (R. v. Mitchell [1983] QB 741 και R. v. Latimer (1886) 17 QBD 359) ότι δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση ο Καλοψιδιώτης δέχτηκε πυρά και απεβίωσε. Περαιτέρω, η αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις συνεργών, όπως ήταν στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος 2, νοουμένου ότι η πράξη που διαπράττεται από τον αυτουργό δεν ήταν ουσιωδώς διαφορετική από τη πράξη που επεδίωκε και μπορούσε να προβλέψει ο συνεργός (Gnango [2011] UKSC 59, [2012] 1 AC 827 και Grant [2014] EWCA Crim 143).
Η εγκληματική ενέργεια που οι συνωμότες είχαν συμφωνήσει ήταν να προσεγγιστεί ο Καλοψιδιώτης και να φονευθεί. Η θανάτωση του ήταν κατόπιν προμελέτης. Εφόσον κατά τη ρίψη των πυροβολισμών προκλήθηκε ο θάνατος και άλλων προσώπων, η ένοχη διάνοια για τη θανάτωση του Καλοψιδιώτη, περιλαμβανομένου του στοιχείου της προμελέτης, μεταφέρεται και καλύπτει και τους φόνους των υπολοίπων θυμάτων, έτσι ώστε να καθίστανται ποινικά υπόλογοι για τη με προμελέτη θανάτωση τους, τόσο τα πρόσωπα που έριξαν τους πυροβολισμούς όσο και οι υπόλοιποι συνωμότες, περιλαμβανομένου του κατηγορούμενου 2.
Κατά συνέπεια, ο λόγος έφεσης 2 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 απορρίπτεται.
Άλλα αδικήματα στα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος 2:
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν τα υπόλοιπα εγκλήματα στα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος 2, κατά τον ίδιο εσφαλμένα.
Ο λόγος έφεσης 3 αφορά τις καταδίκες σε σχέση με τους Μ.Κ.22 και Μ.Κ.38, για απόπειρα φόνου (κατηγορίες 6 και 7) και πράξεις που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (κατηγορίες 8 και 9). Άλλες τέσσερις κατηγορίες αφορούσαν στην κατοχή των πυροβόλων όπλων και των πυρομαχικών τους, με τα οποία διαπράχθηκαν τα άλλα εγκλήματα (κατηγορίες 10-13). Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου 2 στη βάση των συμπερασμάτων του ως προς τη συμμετοχή του στις δολοφονίες και ότι τα όπλα και πυρομαχικά ήταν εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για τις δολοφονίες.
Είναι η θέση του κατηγορούμενου 2 ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να τον συνδέει με τα αδικήματα αυτά και ότι οι συνθήκες τραυματισμού των Μ.Κ.22 και Μ.Κ.38 παρέμειναν αδιευκρίνιστες. Οι δικηγόροι του απλά παρέπεμψαν στην απαιτούμενη ένοχη διάνοια για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων.
Η πρόθεση θανάτωσης, που είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόπειρας φόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 214(α) του Κεφ.154 (Pefkos and Others v. The Republic (1961) C.L.R. 340) δεν μπορεί να συνυπάρχει με την πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, που είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 228(α) του Κεφ.154. Το ζήτημα αναπτύσσεται ενδελεχώς στη Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 446, 464-5:
«Πρόκειται για δύο χωριστά αδικήματα για τη θεμελίωση των οποίων, μεταξύ άλλων, αντιστοίχως απαιτείται η απόδειξη της ύπαρξης συγκεκριμένης (ειδικής) πρόθεσης. Το στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) των εν λόγω αδικημάτων είναι διαφορετικό. Η διαπίστωση ύπαρξης της απαιτούμενης συγκεκριμένης πρόθεσης (specific intent) που αφορά στο ένα αδίκημα, σαφώς αποκλείει την ύπαρξη ταυτοχρόνως της απαιτούμενης συγκεκριμένης πρόθεσης που αφορά και στο άλλο αδίκημα και αντιστρόφως. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του έπρεπε να είχε προσδιορίσει ποια ήταν η συγκεκριμένη πρόθεση της εφεσείουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο. Αν διαπιστωνόταν συγκεκριμένη πρόθεση διάπραξης του ενός αδικήματος έπρεπε να είχε ακολουθήσει η χωρίς άλλο απαλλαγή και αθώωση της εφεσείουσας στην κατηγορία που αφορούσε το άλλο αδίκημα εφόσον η απόδειξη ειδικής πρόθεσης διάπραξης του ενός, αποκλείει την ταυτόχρονη ύπαρξη ειδικής πρόθεσης για τη διάπραξη του άλλου. Βλ. Panayiotis Chr. Andreou v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 81».
Ισχύουν τα όσα αναφέραμε με αναφορά στους φόνους των τριών θυμάτων πέραν του Καλοψιδιώτη. Η αρχή του μεταφερόμενου δόλου εφαρμόζεται και στην περίπτωση τους. Ότι τραυματίστηκαν, ευτυχώς όχι θανάσιμα, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Εφόσον λοιπόν αποδίδεται σε σχέση με τους τραυματισμούς των Μ.Κ.22 και 38 (μεταφερόμενη) πρόθεση θανάτωσης, ήταν ορθή η καταδίκη του κατηγορούμενου 2 στις κατηγορίες της απόπειρας φόνου, όμως, οι κατηγορίες 8 και 9, δυνάμει του του Άρθρου 228(α) του Κεφ.154, θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί.
Σε σχέση με τα όπλα και τα πυρομαχικά, ήταν αδιάφορο κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε για τον τύπο των πυροβόλων όπλων που θα χρησιμοποιούνταν ή την ποσότητα των πυρομαχικών τους που θα μεταφέρονταν για την υλοποίηση της δολοφονίας του Καλοψιδιώτη ή κατά πόσο τα είχε ποτέ αγγίξει ή καν δει. Δεν ήταν απαραίτητο για το Κακουργιοδικείο να διαπιστώσει κατοχή ή έλεγχο τους από τον κατηγορούμενο 2, όπως υποδεικνύουν οι δικηγόροι του. Ούτε να είχε προμηθεύσει με τα όπλα ή τα πυρομαχικά τους εκτελεστές ή να τους παροτρύνει να τα μεταφέρουν. Η διαπιστωθείσα εμπλοκή του στο προσχεδιασμένο έγκλημα τον καθιστούσε ποινικά υπόλογο και στα αδικήματα αυτά. Οι σχετικές καταδίκες του στοιχειοθετήθηκαν με την κατοχή των όπλων και των πυρομαχικών από τους εκτελεστές στη βάση της μεταξύ τους συνέργειας για τη σκοπούμενη δολοφονία και τη συνδρομή που ο κατηγορούμενος 2 είχε δώσει για την τέλεση του εγκλήματος.
Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 επιτυγχάνει μερικώς και ο κατηγορούμενος 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 8 και 9. Η γενικότητα του λόγου έφεσης 1 στην έφεση του κατηγορούμενου 3, μας επιτρέπει να ενεργήσουμε ανάλογα και για την περίπτωση του. Επομένως και ο κατηγορούμενος 3 αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 8 και 9. Στις κατηγορίες αυτές δεν τους είχαν επιβληθεί ποινές.
Ο λόγος έφεσης 4 αφορά την καταδίκη για το αδίκημα του εμπρησμού του αυτοκινήτου διαφυγής. Το αναπόδραστο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος 2 ενεχόταν στον εμπρησμό εδραζόταν σε περιστατική μαρτυρία. Ο κατηγορούμενος 2 είχε δώσει οδηγίες στον Μ.Κ.39 πού να το εγκαταλείψει για να το κάψουν οι δικοί του. Ο Μ.Κ.39 το εγκατέλειψε στο ακριβές σημείο και σύντομα μετά το αυτοκίνητο ανευρέθηκε εκεί καμένο από την Αστυνομία. Δεν είχε καμιά σημασία ότι κατά το χρονικό στάδιο που ο κατηγορούμενος 2 ανάφερε ότι θα το έκαιγαν οι δικοί του, το αυτοκίνητο δεν είχε ακόμα κλαπεί και ενδεχομένως δεν είχε ακόμα προσδιοριστεί ποιο συγκεκριμένο αυτοκίνητο θα ήταν. Βρίσκουμε ότι η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι ο κατηγορούμενος 2 ενεχόταν στον εμπρησμό πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ήταν απόλυτα ορθή. Με βάση την ανθρώπινη λογική και εμπειρία, υπήρχε βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν υπόλογος.
Το Κακουργιοδικείο προχώρησε να προσδιορίσει την εμπλοκή του, στη βάση του Άρθρου 20(δ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, ότι δηλαδή προήγαγε και παρότρυνε άλλους να το κάψουν. Ίσως το πιο πιθανό. Όμως, το ίδιο το Κακουργιοδικείο δεν εξέφρασε βεβαιότητα ότι έτσι είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα. Αντίθετα, σημείωσε ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία ότι «ο κατηγορούμενος 2 παράνομα έθεσε φωτιά στο αυτοκίνητο . ή ότι κατόπιν οδηγιών του, άλλα πρόσωπα έθεσαν φωτιά σ' αυτό». Δεν ήταν απαραίτητο για το Κακουργιοδικείο να προσδιορίσει τον ακριβή του ρόλο. Ο κατηγορούμενος 2 εμπλεκόταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μπορούσε να καταδικαστεί στην κατηγορία. Ο λόγος έφεσης 4 στην έφεση του κατηγορούμενου 2 απορρίπτεται.
Ο χειρισμός της υπεράσπισης πρωτόδικα από τους δικηγόρους του κατηγορούμενου 2:
Δικηγόροι του κατηγορούμενου 2 στη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν άλλοι από τους δικηγόρους που τον εκπροσωπούν στην έφεση. Με το λόγο έφεσης 5 τους καταλογίζεται ότι: (1) Συμβούλευσαν τον κατηγορούμενο 2 να μην δώσει κατάθεση και (2) επέμειναν να μην καταθέσει ενόρκως, (3) δεν ζήτησαν από το Δικαστήριο να κάνει τη διαδρομή που υποτίθεται έκαναν οι εκτελεστές από και προς το Stone Garden και (4) να διενεργήσει επί τόπου εξέταση, (5) απέτυχαν να παρουσιάσουν υλικό από κάμερες το οποίο θα αντέστρεφε γεγονότα και (6) καταγγέλθηκαν από μάρτυρα ότι προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν μέσω της οικογένειας του για να μην μιλήσει και παρόλα αυτά δεν αποσύρθηκαν από δικηγόροι του κατηγορούμενου 2.
Στην ενώπιον μας αγόρευση τους οι νυν δικηγόροι του δεν αναφέρθηκαν στον επιμέρους λόγο (4) τον οποίο θεωρούμε ότι εγκαταλείπουν, ενώ καταγράφονται και άλλα σημεία που, πλην ενός στο οποίο θα αναφερθούμε ειδικά στη συνέχεια, αφορούν γενική συμπεριφορά και όχι κάτι το συγκεκριμένο. Επικαλούνται ότι οι δικηγόροι τους είχαν δεχτεί παρατήρηση από το Κακουργιοδικείο για τη συμπεριφορά τους, ότι η γραμμή υπεράσπισης που ακολούθησαν ήταν άστοχη και όχι κατανοητή, ότι έκαναν ασαφείς υποβολές, απέτυχαν να παρουσιάσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και να αντεξετάσουν σε ουσιώδη σημεία και ότι έρχονταν σε φραστικές αντιπαραθέσεις με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Σε σχέση με τα επιμέρους ζητήματα που εγέρθηκαν με το λόγο έφεσης, τίποτε το συγκεκριμένο δεν αναφέρθηκε, ούτε και εξηγήθηκε γιατί συγκεκριμένος χειρισμός ήταν εσφαλμένος και ακόμη κι' αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν, κατά πόσο αναδείκνυε έκδηλα ανίκανη δικηγορία, ποιά ήταν η επιζήμια επίδραση που είχε στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου 2 και κατά πόσο είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης (Βύρωνος ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 275, 280-1 Κωνσταντίνου άλλως Γιαλλούρης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 282, 291 και Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402, 441[4]). Αναφορά, εκτός της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, έγινε και στον τρόπο που προσέγγισαν το ζήτημα του κατά πόσο είχε εγερθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου 2. Χαρακτηρίζεται η σχετική αγόρευση τους περιεχομένου που δεν ανταποκρινόταν στη σοβαρότητα της υπόθεσης, αναδεικνύουσα επιπολαιότητα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει εισήγηση για τον χειρισμό που ενδεικνυόταν υπό τις περιστάσεις, δεδομένου μάλιστα ότι στο τέλος η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής κρίθηκε ικανοποιητική για την καταδίκη του κατηγορούμενου 2.
Το ζήτημα στο οποίο επιφυλαχθήκαμε να αναφερθούμε ειδικά, αφορά στη θέση ότι οι τότε δικηγόροι του κατηγορούμενου 2 είχαν στην κατοχή τους έγγραφη δήλωση του Μπένη που απάλλασσε τον κατηγορούμενο 2 και δεν την παρουσίασαν, παρά τις πιέσεις του κατηγορούμενου 2 να την παρουσιάσουν και να κλητεύσουν τον Μπένη για να μαρτυρήσει. Η θέση, που δεν προβάλλεται με τον ίδιο το λόγο έφεσης, εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι είναι αλήθεια ότι οι δικηγόροι του κατηγορούμενου 2 είχαν στην κατοχή τους τέτοια μαρτυρία, κάτι που «υποστηρίζεται» μόνο από την τοποθέτηση στην αγόρευση των νυν δικηγόρων του κατηγορούμενου 2.
Επομένως, και ο λόγος έφεσης 5 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 απορρίπτεται.
Δίκαια δίκη - Καλόπιστη διερεύνηση της υπόθεσης - Καλόπιστη παρουσίαση της:
«Το θέμα της δίκαιης δίκης, αποτιμάται από το πρωτόδικο δικαστήριο στο τέλος της δίκης μετά από θεώρηση της δίκης στο σύνολό της. Ο ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται in abstracto αλλά συγκεκριμένα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του» (Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 505, 511, με αναφορά στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104).
Τα επιμέρους παράπονα είναι πολυάριθμα. Προσπαθήσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε. Κάποια ζητήματα που οι Εφεσείοντες εντάσσουν σε αυτή την ενότητα έχουν ήδη συζητηθεί στα πλαίσια άλλων λόγων έφεσης.
Το κυριότερο αφορούσε στην μη κλήση του Μπένη ως μάρτυρα κατηγορίας στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Η επίκληση της ΧΧΧ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.177/2017, ημερ.20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550, όπου αποφασίστηκε ότι η μη παρουσίαση συγκεκριμένων μαρτύρων από την κατηγορούσα αρχή είχε πλήξει το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, δεν βοηθά την υπόθεση των Εφεσείοντων. Η υπόθεση εκείνη είχε κριθεί στη βάση ότι καμιά εξήγηση δεν είχε δοθεί από την κατηγορούσα αρχή, σε αντίθεση με την παρούσα όπου έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί ο συγκεκριμένος ως μάρτυρας, αλλά ήταν απρόθυμος, εφόσον δεν θα λάμβανε τα ανταλλάγματα που ζητούσε.
Οι Εφεσείοντες παρουσιάζουν ως δεδομένο ότι ο Μπένης, εφόσον μαρτυρούσε στη δίκη τους θα ανέτρεπε τη μαρτυρία του Μ.Κ.39. Δεν έχει επιτραπεί επί του προκειμένου μαρτυρία κατά την έφεση. Ό,τι μετά την καταδίκη του είχε αναφέρει στον Μ.Κ.45, ήταν ότι: «Έχετε τον Πένταυκα μέσα που δεν έχει καμιά σχέση», αλλά και ότι: «Εκείνα που είπε ο Π. είναι αλήθεια», δηλαδή ο Μ.Κ.39, επιδεικνύοντας μια αλλοπρόσαλλη προσέγγιση. Βρίσκουμε το επιμέρους παράπονο ανυπόστατο.
Μια άλλη ενότητα παραπόνων αφορά στη διερεύνηση σε σχέση με κάμερες κλειστών κυκλωμάτων, τόσο κατά μήκος της διαδρομής διαφυγής, όσο και στο Toga-Toga. Σε σχέση με τη διαδρομή διαφυγής, το έργο ανατέθηκε στους αστυνομικούς Μ.Κ.19 και Μ.Κ.40. Ο Μ.Κ.19 εξέτασε το χώρο όπου είχε βρεθεί καμένο το αυτοκίνητο διαφυγής και δεν εντόπισε κάποια κάμερα. Κλειστό κύκλωμα που εντοπίστηκε σε κατάστημα κοντά στο χώρο, ήταν εκτός λειτουργίας για πολύ καιρό. Ο Μ.Κ.40 εξέτασε προς τούτο την διαδρομή διαφυγής. Εντόπισε κάποιες κάμερες τριών κλειστών κυκλωμάτων. Στην μια περίπτωση η κάμερα δεν ήταν ενωμένη με καταγραφέα. Σε άλλη η τελευταία καταγραφή είχε γίνει την 23.5.2016, ενώ στην τρίτη περίπτωση η κάμερα απείχε από το δρόμο και πλάνο που εξασφαλίστηκε αναφορικά με το βράδυ του εγκλήματος δεν ήταν καθόλου βοηθητικό.
Καθ' όσον αφορά το Toga-Toga το κλειστό κύκλωμα που διέθετε δεν είχε παραληφθεί από την Αστυνομία. Αυτό ήταν στην κατοχή του κατηγορούμενου 2 και στην περίπτωση που υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο υποβοηθητικό για την υπεράσπιση ή που να ανατρέπει θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής μπορούσε να παρουσιαστεί. Άλλωστε παρουσίασε ο κατηγορούμενος 2 τον Μ.Υ.4, που δεν επέδειξε οτιδήποτε το βοηθητικό.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε την μαρτυρία τόσο του Μ.Κ.19, όσο και του Μ.Κ.40 χωρίς καμιά επιφύλαξη και ανάφερε ότι δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν απέκρυψαν ούτε παραποίησαν οτιδήποτε είχε περιέλθει στην αντίληψη τους σε σχέση με τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να παρέμβουμε στην κρίση αυτή του Κακουργιοδικείου. Κρίνουμε, επομένως, ότι τα επιμέρους παράπονα δεν δικαιολογούνται.
Ένα άλλο παράπονο αφορά στο ότι δεν εξετάστηκαν τεκμήρια που είχαν παραληφθεί από την Αστυνομία από την οικία του Μ.Κ.39, κατά κύριο λόγο κινητά τηλέφωνα, ώστε να διαφανεί κατά πόσο ο Μ.Κ.39 είχε δεχτεί κλήση ή μήνυμα από τον κατηγορούμενο 2 ή άλλο εμπλεκόμενο πρόσωπο και κατά πόσο είχε στις μέρες που ακολούθησαν το έγκλημα και μέχρι τη σύλληψη του συνδεθεί με το διαδίκτυο και λάβει ενημέρωση για τις εξετάσεις της Αστυνομίας και ότι ο κατηγορούμενος 3 θεωρείτο ύποπτος γιατί την ώρα του φονικού βρισκόταν στην τουαλέτα.
Δεν ήταν κανενός η θέση ότι ο Μ.Κ.39 και ο κατηγορούμενος 2 ή ο 3 αντάλλαξαν κλήσεις ή μηνύματα, όσον δε αφορά πληροφόρηση του Μ.Κ.39 για το πού βρισκόταν ο κατηγορούμενος 3 κατά την ώρα της φονικής επίθεσης, επρόκειτο για επιχειρηματολογία της υπεράσπισης του κατηγορούμενου 3, εδραζόμενη σε εικασίες. Ούτε αυτό το παράπονο βρίσκουμε δικαιολογημένο.
Ο κατηγορούμενος 3 παραπονείται ότι δεν του δόθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό. Αναφέρεται σε κάποιο πόρισμα του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τη διαφθορά στην Αστυνομία και σε μέρος των σχετικών τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Ακόμα, το παράπονο του αφορά μαρτυρικό υλικό που, όπως διατείνεται, σχετιζόταν με τον Μ.Κ.36 και έτσι δεν μπόρεσε να τον αντεξετάσει σχετικά.
Οι αναφορές του δικηγόρου του στην ενώπιον μας αγόρευση του, χωρίς παραπομπή σε σχετική μαρτυρία, δεν ανέδειξαν τη σχέση ή σημασία του αναφερόμενου πορίσματος με την υπό εκδίκαση υπόθεση, όσον δε αφορά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, απλά επαναλαμβάνεται η γενική τοποθέτηση και κάποιες επιμέρους θέσεις που δεν οδηγούν κάπου. Ούτε το ότι το Κακουργιοδικείο επέμενε όπως συγκεκριμένα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα κατατεθούν για περιορισμένο σκοπό μόνο σε ό,τι αφορούσε τον Μ.Κ.38, αλλά μετά επέτρεψε την κατάθεση τους χωρίς περιορισμό, όπως ήθελε ο κατηγορούμενος 3, δικαιολογεί κάποιο παράπονο. Εκφράστηκε ακόμα παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο επέμενε να καταθέσει ο Μ.Κ.22, παρά το ότι η υπεράσπιση του κατηγορούμενου 3 δεν είχε τα σχετικά τηλεπικοινωνιακά δεδομένα για να τον αντεξετάσει. Όμως ο Μ.Κ.22 δεν μαρτύρησε την ημέρα εκείνη και η υπεράσπιση είχε στη διάθεση της τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, όταν αυτός μαρτύρησε την επόμενη δικάσιμο.
Παραπονείται ακόμα ο κατηγορούμενος 3 ότι το Κακουργιοδικείο ήταν πιεστικό και δεν του παραχώρησε χρόνο, μετά τη δική του μαρτυρία για να κλητεύσει μάρτυρες υπεράσπισης με αποτέλεσμα, υπό πίεση, να συμφωνήσει στην κατάθεση κάποιων εγγράφων ως παραδεχτών. Απουσιάζει, υποστηρίζει, από τα πρακτικά ολόκληρη η σχετική συζήτηση ή και είναι αλλοιωμένη.
Εξηγήσαμε κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι δεν μπορεί να οικοδομείται επιχειρηματολογία σε αυτή τη βάση. Τα πρακτικά συνιστούν το μόνο οδηγό ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και τι διαμείφθηκε και ανάγνωση τους δεν δικαιολογεί το παράπονο του κατηγορούμενου 3. Αντίθετα, προκύπτει ότι, μετά το πέρας της μαρτυρίας του κατηγορούμενου 3, ο δικηγόρος του δήλωσε: «ενδεχομένως να μην χρειαστεί να φέρουμε και άλλους μάρτυρες». Είχαν ήδη ακουστεί τέσσερις μάρτυρες υπεράσπισης που είχε καλέσει ο κατηγορούμενος 2. Στη συνέχεια, σε σχετική ερώτηση του Κακουργιοδικείου, ο δικηγόρος του κατηγορούμενου 3 απάντησε ότι δεν είχε μάρτυρα και ότι θα κλήτευε μια δημοσιογράφο, που όμως του είπε ότι δεν επιθυμούσε να μαρτυρήσει γιατί φοβόταν. Σε κανένα σημείο δεν ζητήθηκε αναβολή για να παρουσιαστούν μάρτυρες υπεράσπισης για τον κατηγορούμενο 3. Το επιμέρους παράπονο του είναι εντελώς ανυπόστατο.
Ο κατηγορούμενος 2 διατείνεται ότι το Κακουργιοδικείο καταλόγισε εναντίον του ότι δεν έδωσε εξηγήσεις κατά την ανάκριση, παραβιάζοντας το δικαίωμα του να παραμείνει σιωπηρός. Η θέση αναπτύχθηκε σε σχέση με τις έρευνες των ανακριτικών αρχών για την ανεύρεση του αυτοκινήτου μάρκας Suzuki Swift.
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 ανάφερε που βρισκόταν το συγκεκριμένο αυτοκίνητο την 9.7.2016 και δεδομένης της θέσης του ότι δεν είχε νωρίτερα ερωτηθεί προς τούτο, το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τη διαπίστωση του ότι είχε ενημερωθεί κατά τη σύλληψη του την 1.7.2016 ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο αναζητείτο, ενώ του υποβλήθηκαν και σχετικές ερωτήσεις κατά την ανάκριση του την 7.7.2016, χωρίς να δώσει την όποια πληροφόρηση, είτε την πρώτη είτε τη δεύτερη φορά. Η αναφορά έγινε για να φανεί ότι η θέση του κατηγορούμενου 2 ότι δεν γνώριζε ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο αναζητείτο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Επομένως, ούτε αυτό το παράπονο του κατηγορούμενου 2 ευσταθεί.
Οι αποδιδόμενες στις ανακριτικές αρχές παραλείψεις με αναφορά σε ονόματα τα οποία ακούστηκαν κατά τη δίκη και που δεν είχαν συλληφθεί, εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο που εξήγησε στην κάθε περίπτωση γιατί η σύλληψη είτε δεν δικαιολογείτο, είτε δεν ήταν εφικτή και σε κάθε περίπτωση ασύνδετη με την εμπλοκή του κατηγορούμενου 2, που είχε διατυπώσει τα σχετικά παράπονα. Καθ' όσον αφορά τον υπάλληλο του κατηγορούμενου 2 που ενοικίαζε το διαμέρισμα στο οποίο είχαν καταλύσει για δύο βράδια οι εκτελεστές, ανάφερε ότι τα στοιχεία δεν δικαιολογούσαν τη σύλληψη του και πως ο κατηγορούμενος 2 ο οποίος λίγες μέρες μετά το έγκλημα παρέδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος στην Μ.Κ.44 μπορούσε να επικαλεστεί οιαδήποτε στοιχεία, αν υπήρχαν, που επηρέαζαν την υπεράσπιση του.
Έχουμε εξετάσει όλες τις επιμέρους παραμέτρους που εγείρονται με τους συναφείς λόγους έφεσης. Τον κάθε ένα ξεχωριστά και ως προς το συνολικό αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν στη διαδικασία της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Καταλήγουμε ότι δεν αναδεικνύεται παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαια δίκη των Εφεσειόντων, ούτε ότι υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της υπόθεσης ή ότι η υπόθεση δεν παρουσιάστηκε καλόπιστα.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 5 της έφεσης του κατηγορούμενου 3 και το δεύτερο μέρος του λόγου έφεσης 1 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 απορρίπτονται.
Οι επιβληθείσες ποινές στον κατηγορούμενο 2 για τις απόπειρες φόνου και τον εμπρησμό:
Οι ποινές φυλάκισης 15 χρόνων που επιβλήθηκαν, αφορούσαν στις κατηγορίες της απόπειρας φόνου των Μ.Κ.22 και Μ.Κ.38, που βρίσκονταν στο εστιατόριο Stone Garden κατά τη δολοφονική επίθεση, η δε ποινή φυλάκισης των 7 χρόνων, τον εμπρησμό του αυτοκινήτου διαφυγής, που ήταν κλεμμένο και περιουσία αθώου τρίτου προσώπου.
Ενδεχομένως γιατί επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 2 τέσσερις φορές η δια βίου φυλάκιση, το Κακουργιοδικείο ήταν λακωνικό στην απόφαση του για τις πιο πάνω ποινές που επέβαλε και ουδέν ανέφερε για τις επιλογές του.
Είναι πρόδηλο πως ό,τι έλαβε υπόψη του το Κακουργιοδικείο ήταν τις περιστάσεις των εγκλημάτων, όπως τις αποδέχτηκε στην καταδικαστική του απόφαση. Ο εμπρησμός ήταν μέρος του σχεδιασμού μιας καλά οργανωμένης δολοφονικής επίθεσης, με την εμπλοκή πολλών συνωμοτών και πληρωμένων εκτελεστών που ήρθαν στην Κύπρο για το σκοπό αυτό και η ποινή για αυτή την πτυχή του εγκλήματος δεν μπορούσε παρά να αντανακλά αυτή την διάσταση. Σε σχέση με τις απόπειρες φόνου, τα θύματα δέχθηκαν πυρά από τους εκτελεστές και τραυματίστηκαν σοβαρά. Παρά το ότι δεν ήταν στόχοι της επίθεσης, οι περιπτώσεις τους δεν θα μπορούσαν να αποσυνδεθούν από το τόσο σοβαρό έγκλημα στα πλαίσια του οποίου διαπράχθηκαν και οι ποινές για τις απόπειρες εναντίον τους θα έπρεπε να ήταν ανάλογα σοβαρές.
Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, 691 και Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, 47).
Δεν διαπιστώνουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στις πιο πάνω ποινές που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο 2 από το Κακουργιοδικείο. Ο λόγος έφεσης 6 της έφεσης του κατηγορούμενου 2 απορρίπτεται.
Κατάληξη:
Η έφεση του κατηγορούμενου 3 επιτυγχάνει μερικώς με τη μερική επιτυχία του λόγου έφεσης 1, με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του στις κατηγορίες 8 και 9.
Η έφεση του κατηγορούμενου 2 επιτυγχάνει μερικώς με τη μερική επιτυχία του λόγου έφεσης 3, με αποτέλεσμα την αθώωση και απαλλαγή του στις κατηγορίες 8 και 9.
Στην υπόλοιπη τους έκταση, αμφότερες οι εφέσεις απορρίπτονται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] Όποιος συνωμοτεί με άλλο να φονεύσει άλλο πρόσωπο, είτε αυτό το πρόσωπο βρίσκεται στη Δημοκρατία ή αλλού, είναι ένοχος κακουργήματος, και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
[2] Όλες αναφέρονται σε συνωμοσία κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Κεφ.154.
[3] «Proof of the existence of a conspiracy is generally a 'matter of inference deduced from certain criminal acts of the parties accused, done in pursuance of an apparent criminal purpose in common between them'»
[4] «Συνεκτιμώντας τις αρχές γύρω από την προβολή της υπεράσπισης σε ποινική υπόθεση, σε σχέση με τη θέση του δικηγόρου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης καταλήγουμε ότι ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του.
Το βάθρο της υπεράσπισης καθορίζεται από τις οδηγίες του κατηγορούμενου αλλά ο δικηγόρος φέρει την ευθύνη για τη δικανική διαμόρφωση και προβολή της υπεράσπισης στο πλαίσιο της δίκης, η δε διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου στον τομέα αυτό είναι ευρυτάτη.
Η νομολογία επίσης υποστηρίζει ότι η καταδίκη μπορεί να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης μόνο όταν ο χειρισμός του δικηγόρου αποκαλύπτει έκδηλα ανίκανη δικηγορία (flagrantly incompetent advocacy) η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κακή απονομή της δικαιοσύνης, ή ότι το όλο θέμα δημιουργεί αμφιβολίες, έκδηλες ή υποβόσκουσες».