ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
"Χ""Δημητρίου" ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45
Kωνσταντινίδης Kώστας Eυστρατίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109
Σιακαλλή Xαράλαμπος Kυριάκου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130
Θεοχάρους Κρίνος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48
Adnan Fuat ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 183
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λουκά Σιδερένιου και Άλλων (2008) 2 ΑΑΔ 319
Παρασκευά Αργύρης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 607
Δημητρίου Χρίστος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 130
Κρασοπούλης Αναστάσιος και άλλοι ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 450
Τουμάζου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, ECLI:CY:AD:2014:B93
DYDI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 103/2020, 104/2020, 3/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:B293
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:B220
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 104/2022)
(σχ. με 105/2022)
31 Μαΐου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
v.
G. YENIGUN,
Εφεσίβλητου.
____________________
(Ποινική Έφεση Αρ. 105/2022)
(σχ. με 104/2022)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
v.
G. KAPLAN,
Εφεσίβλητου.
____________________
Θ. Παπανικολάου, Ανώτερος Δημόσιος Κατήγορος εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χριστοδουλίδης με Π. Κίτρου, για τους Εφεσίβλητους.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι στις δύο εφέσεις παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λάρνακα στις 8.6.2022 αντιμέτωποι με τις κατηγορίες της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, του βιασμού, της σεξουαλικής κακοποίησης δια διείσδυσης, της απαγωγής με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε παρά φύση ορέξεις, απαγωγής και άσεμνης επίθεσης. Όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν την 1.5.2022 στην Αγία Νάπα.
Ζητήθηκε η κράτηση και των δύο στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας στην οποία έφεραν ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που αναγνωρίζει η νομολογία και δημιουργούν τον κίνδυνο φυγοδικίας, ήτοι ότι πρόκειται για σοβαρά αδικήματα, υπάρχει πιθανότητα καταδίκης και επιβολής σοβαρών ποινών, προχώρησε και εξέτασε τους υποκειμενικούς παράγοντες, δηλαδή τις προσωπικές τους συνθήκες και τους δεσμούς που αυτοί έχουν με τον τόπο αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνω ότι οι Κατηγορούμενοι είναι κύπριοι πολίτες αφού κατέχουν Δελτίο Ταυτότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διαφαίνεται επίσης από τα όσα μου έχουν αναφερθεί ότι είναι γονείς ανηλίκων τέκνων . 2 ο 1ος Κατηγορούμενος και 1ος και ο 2ος Κατηγορούμενος. Προκύπτει συνεπώς ότι υπάρχει ουσιαστικός δεσμός με τα εδάφη τουλάχιστον της Κυπριακής Δημοκρατίας που δημιουργούν δεσμούς γεωγραφικά τουλάχιστον. Τούτων λεχθέντων όμως δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι οι δεσμοί που υπάρχουν με την Δημοκρατία είναι ισχυρότεροι με τις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η κυβέρνηση και οι Αρχές της χώρας δεν έχουν έλεγχο ένεκα της συνεχιζόμενης κατοχής. Τυχόν διαφυγή των Κατηγορουμένων στις κατεχόμενες περιοχές θα καθιστούσε τον εντοπισμό τους εξαιρετικά δύσκολο αν όχι παντελώς αδύνατο. Παραταύτα δεν μπορεί να παραγνωριστεί το ότι αυτοί είναι αναγνωρισμένοι κύπριοι πολίτες. Σταθμίζοντας τούτα τα δεδομένα και έχοντας κατά νου ότι όπου μπορούν να τεθούν τέτοιοι όροι που μπορούν να εξασφαλίσουν την παρουσία των Κατηγορουμένων στην δίκη καθώς και ότι η αξίωση του Κατηγορουμένου να μένει ελεύθερος είναι συνυφασμένο με το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, καταλήγω όπως διατάξω οι Κατηγορούμενοι αφεθούν ελεύθεροι νοουμένου ότι πληρωθούν οι ακόλουθοι όροι σωρευτικά.»
Οι όροι που τέθηκαν περιλαμβάνουν την κατάθεση σε μετρητά €13.000 ως εγγύηση, το όνομα τους να τεθεί στον κατάλογο των ατόμων που απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία, τη παράδοση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων περιλαμβανομένων και των εγγράφων που εκδόθηκαν από την λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», να υπογράφουν καθημερινώς σε αστυνομικό σταθμό, καθώς και όπως δηλώσουν μόνιμη κατοικία διαμονής εντός των ελεγχομένων από τη Δημοκρατία περιοχών, με την ταυτόχρονη παρουσίαση ενοικιαστηρίου εγγράφου και με υποχρέωση να ενημερώνουν αμέσως την Αστυνομία σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσης κατοικίας τους. Περαιτέρω εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται σε αυτούς να μεταβούν στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Με δύο λόγους έφεσης η Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πως η πρωτόδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, προσδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες των εφεσιβλήτων. Δεν έλαβε υπόψη τις ευθυγραμμισμένες αρχές της νομολογίας, σύμφωνα με τις οποίες οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου δεν μπορούν να επενεργούν ως ασπίδα γι αυτόν ώστε να υπερφαλαγγίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία εμπλέκεται και το δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο μόνιμος τόπος διαμονής και εργασίας των εφεσιβλήτων είναι οι κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, έκρινε ότι υπάρχουν «γεωγραφικοί δεσμοί» με τη Δημοκρατία οι οποίοι καθιστούν τον έλεγχο από τις Αρμόδιες Αρχές «εξαιρετικά δύσκολο, όχι όμως παντελώς αδύνατο», εύρημα που αντιστρατεύεται τη λογική και την αδυναμία τέλεσης συγκεκριμένων ενεργειών που αφορούν στις κατεχόμενες περιοχές. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι αντινομικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα έγγραφα του ψευδοκράτους αποτελούν ταξιδιωτικά έγγραφα, ικανά να χρησιμοποιηθούν ως τέτοια και αποδεχόμενο την παράδοση αυτών ως όρο για την εξασφάλιση της παρουσίας τους στη δίκη τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία βεβαίως την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση είναι μέτρο κατ΄εξαίρεση. Eπέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (DYDI κ.ά. ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. Αρ. 103/2020 κά ημερ. 3.9.2020).
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά. Ποιν. Έφ. Αρ. 206/2021 ημερ. 28.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:B593 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την κράτηση υποδίκου λόγω κινδύνου φυγοδικίας:
«Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορουμένου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).»
Οι εφεσίβλητοι αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρές κατηγορίες, μια εκ των οποίων, ο βιασμός, επισύρει ποινή δια βίου φυλάκισης. Σε τέτοιου είδους σοβαρές υποθέσεις όπου ενδέχεται, σε περίπτωση καταδίκης, να επιβληθούν ποινές πολυετούς φυλάκισης, το κίνητρο φυγοδικίας είναι πολύ πιο μεγάλο. Συνεπώς απαιτούνται ιδιαίτερα ισχυροί παράγοντες για να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος φυγοδικίας.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι κατοικούν και εργάζονται στις κατεχόμενες περιοχές. Είναι διαζευγμένοι και έχουν ανήλικα τέκνα. Προκύπτει λοιπόν ότι οι δεσμοί τους είναι με τις κατεχόμενες περιοχές όπου οι αρχές της Δημοκρατίας δεν διατηρούν οποιονδήποτε έλεγχο. Με αυτό ως δεδομένο, οι εφεσίβλητοι μπορούν να φυγοδικήσουν με το να μεταβούν στην οικία και τον τόπο εργασίας τους, συνεχίζοντας την καθημερινότητά τους, χωρίς να εγκαταλείψουν την οικογένεια ή την εργασία τους, χωρίς έξοδα και ταλαιπωρίες, και τούτο ενώ οι αρχές της Δημοκρατίας δεν έχουν τη δυνατότητα να τους εντοπίσουν και να τους προσαγάγουν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κυπριακή υπηκοότητα δεν παρέχει αφ΄ εαυτής δικαίωμα για ευνοϊκή μεταχείριση. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές δεν έχει την έννοια ότι τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης διότι είναι Τουρκοκύπριοι, αλλά συνδέεται με τη δυσκολία να εξασφαλιστεί η παρουσία τους στο Δικαστήριο, αν αποφασίσουν να μην προσέλθουν στη δίκη τους (βλ. Adnan v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 183). Όλοι έχουν την ίδια αντιμετώπιση από το νόμο. Είναι οι δεσμοί που η υπηκοότητα μπορεί να επισύρει που έχουν σημασία. Οι δεσμοί με τις κατεχόμενες περιοχές όπου η Αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ασκήσουν τις εξουσίες τους, δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας έστω και αν οι εφεσίβλητοι είναι Κύπριοι πολίτες. Ούτε οι όροι που τέθηκαν από το Δικαστήριο μπορούν να καλύψουν το κενό που δημιουργείται. Τέτοιες επιβαλλόμενες διευθετήσεις, με τις οποίες οι εφεσίβλητοι μπορούν πρόσκαιρα να συμμορφωθούν, δεν ενέχουν τις εγγενείς περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τους πραγματικούς δεσμούς.
Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε λανθασμένα τα ενώπιόν του δεδομένα. Ως αποτέλεσμα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί λανθασμένου υποβάθρου, γι΄ αυτό απαιτείται η επέμβαση του Εφετείου. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και καθορίζει και την επιτυχία της έφεσης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος μόνο θεωρητική σημασία θα είχε.
Ενόψει των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Διατάσσεται η κράτηση των εφεσιβλήτων μέχρι την 8.6.2022.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ