ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Deep Raman Kumar ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 2876
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ SEKHRI, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 43/2021, 26/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:D205
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 131/2021, 27/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:D483
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 7
"Χ""Δημητρίου" ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45
Kωνσταντινίδης Kώστας Eυστρατίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109
Σιακαλλή Xαράλαμπος Kυριάκου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130
Θεοχάρους Κρίνος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48
Τσαπατσάρης Ζαννέτος ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 600
Ευριπίδου Γιώργος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337
Μαλά Στέλλα ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 135
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λουκά Σιδερένιου και Άλλων (2008) 2 ΑΑΔ 319
Παρασκευά Αργύρης ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 607
Νικολάου Νίκος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790
Τσεκκούρα Χρίστος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32
Νικήτα Χριστόδουλος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54
Δημητρίου Χρίστος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 130
Κρασοπούλης Αναστάσιος και άλλοι ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 450
Τουμάζου Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, ECLI:CY:AD:2014:B93
Καλλής Στέλιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 429, ECLI:CY:AD:2015:B437
KUMAR RAMAN DEEP, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 72/2016, 20/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:D561
Τasev Georgi ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 ΑΑΔ 416, ECLI:CY:AD:2016:B256
ΑΡΓΥΡΗ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, 23/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:B451
AΣΤΥΝΟΜΙΑ v. ΒΟΥΡΚΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 43/2021, 17/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:B262
ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, 1/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:B380
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:B218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 101/2022)
31 Μαΐου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ- ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΥΨΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________________________
Θ. Αναστασιάδης για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαλοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, τον Κατηγορούμενο 1 (εφεξής Κ1) και τον Κατηγορούμενο 3, έξι συνολικά κατηγορίες για αδικήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, εισαγωγή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια και προμήθεια ναρκωτικών ουσιών που αφορούν σε ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β και συγκεκριμένα ποσότητας 23 κιλών, περίπου, ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.
Εμφανιζόμενος στις 3/5/2022 ενώπιον του Κακουργιοδικείου απάντησε μη παραδοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 24/6/2022. Μετά από αυτή την εξέλιξη ζητήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής η κράτηση του Εφεσείοντα στη βάση του κίνδυνου της φυγοδικίας.
Το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε ότι ο πιο πάνω λόγος ευσταθούσε, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του κατά την ορισθείσα ημερομηνία ακρόασης.
Ο Εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πιο πάνω Απόφαση την οποία και προσέβαλε καταχωρώντας την παρούσα Έφεση, στην οποία προβάλλονται οχτώ συνολικά Λόγοι Έφεσης.
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 8 αφορούν στην απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο του αιτήματος του Εφεσείοντα σε κατ' οίκον περιορισμό μέχρι τη δίκη, ενώ με τους Λόγους Έφεσης 3, 4, 5 και 6 καταλογίζεται ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους κρίνοντας ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης, χωρίς να εξετάσει την αντικειμενική ισχύ της μαρτυρίας εναντίον του. Ο Λόγος Έφεσης 8 τελικώς δεν προωθήθηκε ενόψει του ότι είναι ταυτόσημος με το Λόγο Έφεσης 2.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη Απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων όπως αυτές αναπτύχθηκαν ενώπιον μας στις αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων.
Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021).
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη μπορεί να ασκηθεί, εφόσον εκτιμήσει ότι συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας, διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Πρόκειται για τους τρεις αυτοτελείς λόγους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν, αλλά είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί για έναν από αυτούς (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93).
Όπως είναι νομολογημένο ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας λαμβανομένων, όμως, σοβαρώς υπόψη και άλλων σχετικών παραγόντων που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, Παρασκευά v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 130 και Τουμάζου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 70, ECLI:CY:AD:2014:B93). Η σημασία, βεβαίως, της ύπαρξης δεσμών με τη χώρα στην οποία διώκεται ένας Κατηγορούμενος, έγκειται στο ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής του Κατηγορούμενου στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη. Οι δεσμοί αυτοί από μόνοι τους δεν επενεργούν, ωστόσο, ως ασπίδα για τον Κατηγορούμενο ώστε να υπερφαλαγγιστεί ο κίνδυνος που πηγάζει από τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται. Ό,τι εξετάζεται είναι πάντοτε η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης του Κατηγορούμενου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319 και Κρασοπούλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450).
Αναφορικά με τα αντικειμενικά κριτήρια, δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Ενδεικτικό της σοβαρότητας τους είναι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές με μέγιστο όριο τη δια βίου φυλάκιση. Ούτε αμφισβητείται ότι, σε περίπτωση καταδίκης, αναμένεται η επιβολή πολυετών ποινών φυλάκισης. Ό,τι αμφισβητείται μέσω των Λόγων Έφεσης 3, 4 και 6 είναι ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε λανθασμένα και ελλιπώς το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του και ότι δεν εξέτασε την αντικειμενική του ισχύ για σκοπούς καταδίκης.
Να υπενθυμίσουμε ότι το στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων, αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Όπως είναι δε νομολογημένο, «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (xxx Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).
Η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της πιθανότητας καταδίκης ήταν ορθή. Αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία, προσέγγισε το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του στη βάση των αρχών που προέκυπταν από αυτή.
Τα όσα δε προέβαλε ο Εφεσείων σε σχέση με τον τρόπο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.
Η κατάθεση του Κ1 ενέπλεκε τον Εφεσείοντα στα επίδικα αδικήματα. Πέραν τούτου, ο ίδιος ο Εφεσείων στην κατάθεση του, αφού επεξήγησε το λόγο που μετέβη στην Ισπανία όπου βρισκόταν ο Κ1 αναφέροντας ότι αυτό έγινε κατόπιν παρότρυνσης του τελευταίου ότι θα του βρει δουλειά, παραδέχτηκε ότι μαζί με τον Κ1 καλλιεργούσε σε διαμέρισμα που διέμεναν φυτά κάνναβης τα οποία και οι δύο τους συσκεύασαν σε σακούλες και τα έβαλαν σε βαλίτσες και, ακολούθως, ο Κ1 τα παρέδωσε στο πρόσωπο που τα εισήγαγε στην Κύπρο. Ο Εφεσείων ανάφερε και το ποσό που πληρώθηκε σε σχέση με τις ενέργειες του.
Ορθά το Κακουργιοδικείο περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού χωρίς να «υπεισέρχεται σε έλεγχο αξιοπιστίας ή/και βαρύτητας της μαρτυρίας του ενός ή του άλλου μάρτυρα, ούτε αποφαίνεται για τη θεληματικότητα των όποιων ενοχοποιητικών δηλώσεων του κατηγορούμενου, και πολύ περισσότερο.. στη διαμόρφωση οποιωνδήποτε ευρημάτων ως προς τα γεγονότα...». Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δικαιολογημένα αποφάνθηκε ότι ικανοποιούνταν τα τρία αντικειμενικά κριτήρια που καθορίζει η Νομολογία για σκοπούς κράτησης του Εφεσείοντα μέχρι τη δίκη.
Ορθά δε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες του Εφεσείοντα και στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Αφού αναγνώρισε ότι ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Κύπριος πολίτης, έχει στενούς δεσμούς με τη χώρα μας, έκρινε ότι «δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών 1 έως 6, της πιθανότητας καταδίκης που υπάρχει σε ό,τι αφορά τον Κατηγορούμενο 2 και των αυστηρότατων ποινών που ενδέχεται να υποστεί αν καταδικαστεί, αυτός είναι ευλόγως πιθανό να θελήσει να φυγοδικήσει».
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι απόλυτα ορθή και ευθυγραμμισμένη με τη σχετική νομολογία. Όσο πιο σοβαρό είναι ένα αδίκημα ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορουμένου να αποφύγει τη δίκη του (Τσαπατσάρης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600 και Νικολάου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790). Η υπό κρίση υπόθεση, όπως προειπώθηκε, αφορούσε σε αδικήματα εισαγωγής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια, προμήθειας και συνομωσίας προς διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων σε σχέση με μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, ήτοι πέραν των 23 κιλών ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.
Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 3, 4, 5 και 6 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 7 προβάλλεται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα παραγνώρισε ότι δεν υπήρχε καμία μαρτυρία ότι τα αδικήματα που κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν στην Ισπανία είναι όντως αδικήματα στην Ισπανία.
Με δεδομένο ότι στον Εφεσείοντα και σε άλλα πρόσωπα καταλογίζονταν αδικήματα που διαπράχθηκαν εκτός Δημοκρατίας, το ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση αφορούσε στην αρμοδιότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν τέτοια αδικήματα. Με βάση δε τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 5(1)(ε) (iv) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ. 154, o Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από οποιοδήποτε πρόσωπο αν το αδίκημα αφορά, μεταξύ άλλων, σε παράνομη εμπορία επικίνδυνων φαρμάκων, όπως ήταν η υπό κρίση περίπτωση.
Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 7 απορρίπτεται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 βάλλεται ως λανθασμένη η ερμηνεία από το Κακουργιοδικείο του Άρθρου 21Β του περί Φυλακών Νόμου του 1996, Ν.62(Ι)/1996 η οποία οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος του Εφεσείοντα για κράτηση του σε κατ' οίκον περιορισμό.
Το μέτρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική παρακολούθηση κατόπιν εφαρμογής ηλεκτρονικής συσκευής εισήχθη με το Νόμο 116(Ι)/2008, δια του οποίου τροποποιήθηκε ο περί Φυλακών Νόμος με την προσθήκη του Άρθρου 21Β με τίτλο «΄Εκτιση μέρους ποινής με κατ' οίκον περιορισμό». Όπως ορθά υπεδείχθη από το Κακουργιοδικείο με παραπομπή στην υπόθεση Αστυνομία v. Βούρκα, Ποινική Έφεση Αρ. 43/2021, ημερ. 17/6/2021, «δεν υπάρχει μέχρι σήμερα σε νόμο σχετική πρόνοια που να παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να επιβάλει τέτοιο μέτρο σε σχέση με υπόδικους». Στην εν λόγω υπόθεση τονίσθηκε ότι ο Κύπριος νομοθέτης επέλεξε όπως το μέτρο του κατ' οίκον περιορισμού περιοριστεί στην απελευθέρωση υπό τους όρους που θέτει ο περί Φυλακών Νόμος και αφορά σε πρόσωπα που εκτίουν ποινή φυλάκισης.
Ο Εφεσείων παραπονείται μέσω, κυρίως, των Λόγων Έφεσης 2 και 8 ότι η πιο πάνω προσέγγιση δημιουργεί διάκριση μεταξύ κατάδικων και υπόδικων και συνιστά μη εφαρμογή της νομολογίας του ΕΔΑΔ και, ειδικότερα, της υπόθεσης Varnas v. Lithuania, 42615/2006, ημερ. 9/7/2013.
Στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε ότι οι πρόνοιες του νόμου της Λιθουανίας σύμφωνα με τις οποίες δεν επιτρεπόταν σε υπόδικο να έχει επισκέψεις και επαφές με τη σύζυγο του (conjugal visits), ενώ τέτοια δυνατότητα παρέχετο στους καταδικασθέντες και χωρίς να προκύπτει στα περιστατικά της υπόθεσης οποιοσδήποτε κίνδυνος σε σχέση με την διερεύνηση της υπόθεσης από τέτοιες επισκέψεις ή επαφές, παραβίαζαν την αρχή της ισότητας με βάση το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.
Στην υπό εξέταση περίπτωση έχοντας κατά νου και την αιτιολογική έκθεση που συνόδευε τον τροποποιητικό Νόμο 116(Ι)/2008 το μέτρο του κατ' οίκον περιορισμού αναφορικά με κατάδικους είχε ως σκοπό την επανένταξη των καταδίκων στην κοινωνία μετά την αποφυλάκιση τους και την έγκαιρη τακτοποίηση των κοινωνικών και επαγγελματικών τους υποθέσεων. Πρόκειται δε για μέτρο που αποτελεί τρόπο έκτισης μέρους της ποινής φυλάκισης. Δεν ισχύει, ασφαλώς, κάτι ανάλογο στην περίπτωση των υποδίκων. Η αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην προστασία της αυθαίρετης μεταχείρισης σε παρόμοιες περιπτώσεις. Δεν απαγορεύει διακρίσεις στη μεταχείριση που θεμελιώνονται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων.
Η θέση η οποία προβάλλεται δια του Λόγου Έφεσης 2 ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εφαρμόσει το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, δεν είναι αντιληπτό πώς έχει οποιαδήποτε εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση. Ουδεμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης, η οποία μάλιστα είναι αντίθετη από την εθνική διάταξη μας, έχει επισημανθεί ούτως ώστε να ισχύσει η αρχή ότι το εθνικό Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχουσα άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (C-752/2018, Deutsche Umwelthilfe eV. v Freistaat Bayern, ημερ. 19/12/2019)[1].
Ως αποτέλεσμα των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, θεωρούμε ότι η θέση που προωθήθηκε ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε τη νομολογία του ΕΔΑΔ και, ειδικότερα, την υπόθεση Varnas (ανωτέρω) δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] «42. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, αν δεν μπορεί να ερμηνεύσει εθνική ρύθμιση σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, έχει ως όργανο κράτους μέλους την υποχρέωση να αφήσει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που είναι αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχουσα άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 21, καθώς και της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61).»