ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Deep Raman Kumar ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 2876
Ευριπίδου Γιώργος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337
Τσεκκούρα Χρίστος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32
Νικήτα Χριστόδουλος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54
Καλλής Στέλιος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 429, ECLI:CY:AD:2015:B437
KUMAR RAMAN DEEP, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 72/2016, 20/12/2016, ECLI:CY:AD:2016:D561
Τasev Georgi ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 ΑΑΔ 416, ECLI:CY:AD:2016:B256
ΑΡΓΥΡΗ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 195/2020, 23/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:B451
ΚΑΣΣΙΡ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 146/2021, 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:B431
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2022:B120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 50/2022)
18 Μαρτίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
1. xxx TSONEV,
2. xxx TSONEVA,
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Α. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Σιαπανή (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΟΘΕΙΣΑ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ)
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ποινική υπόθεση η οποία περιλαμβάνει δώδεκα κατηγορίες, ήτοι συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απόπειρας εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και απόπειρας απάτης.
Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τον περασμένο μήνα, σε τρεις περιπτώσεις, ανυποψίαστες γυναίκες, έλαβαν τηλεφώνημα από άγνωστο άντρα, ο οποίος παριστάνοντας ότι ήταν διευθυντής νοσοκομείου στην πρώτη περίπτωση και γιατρός στις άλλες δύο, τις πληροφορούσε ότι συγγενικό τους πρόσωπο είχε τραυματιστεί σοβαρά και τους ζητούσε να καταβάλουν συγκεκριμένα ποσά, δίδοντάς τους οδηγίες ως προς τον τρόπο που θα τα κατέβαλλαν. Στις πρώτες δύο περιπτώσεις οι γυναίκες συμμορφώθηκαν και κατέβαλαν τα χρήματα. Στην τελευταία περίπτωση ηγέρθηκαν υποψίες και, κατά την παράδοση των χρημάτων, η γυναίκα που θα τα παρέδιδε συνοδευόταν από την Αστυνομία. Τα χρήματα παραλήφθηκαν στο χώρο όπου είχε διευθετηθεί η συνάντηση από τον εφεσείοντα 1, οπόταν και επενέβη η Αστυνομία. Ο εφεσείων 1 αναγνωρίστηκε ως το πρόσωπο που είχε παραλάβει τα χρήματα και στις δύο πρώτες περιπτώσεις. Η εφεσείουσα 2, μητέρα του εφεσείοντα 1, βρισκόταν και αυτή στο χώρο παράδοσης στην τελευταία περίπτωση και πλησίασε τους αστυνομικούς ζητώντας τους να αφήσουν ελεύθερο τον εφεσείοντα 1.
Οι εφεσείοντες δεν αρνούνται ότι έλαβαν τα ποσά στις πρώτες δύο περιπτώσεις. Περαιτέρω, δεν αρνούνται ότι τα μετέφεραν στη Βουλγαρία.
Με στόχο την εξασφάλιση της παρουσίας τους στη δίκη το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την κράτησή τους στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση με ένα λόγο έφεσης. Προβάλλουν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι, σύμφωνα με το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του, υπήρχε η αναγκαία πιθανολόγηση καταδίκης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι απουσιάζει ουσιαστική μαρτυρία για όλα τα αδικήματα και, συγκεκριμένα, ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες προέβηκαν σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, ούτε μαρτυρία ότι τα επίδικα ποσά κατέληξαν στην κυριότητά τους. Αναπτύσσοντας το λόγο έφεσης ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να μπορεί να αποδείξει εξ αντικειμένου τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των κατηγοριών και, ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει ούτε πιθανότητα καταδίκης. Αναφερόταν στην απουσία σύνδεσης των εφεσειόντων με τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, χωρίς όμως να αμφισβητεί τη διάπραξη των αδικημάτων με θύματα τις τρεις παραπονούμενες γυναίκες. Ούτε αμφισβήτησε τις ενέργειες των εφεσειόντων στα περιστατικά των υποθέσεων. Συγκεκριμένα, δεν αρνείται ότι στις δύο περιπτώσεις ο εφεσείων 1 παρέλαβε τα χρήματα και θα τα παραλάμβανε και στην τρίτη εάν δεν μεσολαβούσε η σύλληψη. Ούτε ότι ο ίδιος, όπως και η εφεσείουσα 2, προέβησαν σε ενέργειες για τη μεταφορά του στη Βουλγαρία. Στην απουσία γνώσης τους για τη διάπραξη των αδικημάτων και στη βάση των εξηγήσεων που δόθηκαν από αυτούς, θεωρεί την εμπλοκή τους αθώα. Ουσιαστικά επικαλείται την απουσία άμεσης μαρτυρίας που να καταδεικνύει τη γνώση τους. Εφόσον δεν γνώριζαν τον παράνομο σκοπό, δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι ίδιοι προέβησαν στις ψευδείς παραστάσεις προς τις παραπονούμενες και δεν απέσπασαν τα χρήματα, αφού αυτά δεν κατέληξαν στην κυριότητά τους.
Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ΄ εξαίρεση. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί εφόσον διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 103/2020 και 104/2020, ημερομηνίας 3.9.2020).
Με βάση πάγια νομολογία ο κίνδυνος φυγοδικίας εκτιμάται στη βάση των τριών αντικειμενικών κριτηρίων, σοβαρότητας αδικήματος, πιθανότητας καταδίκης και ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων του υποδίκου και των δεσμών του με την Κύπρο, χωρίς όμως αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της δικαιοσύνης.
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που αμφισβητείται από τους εφεσείοντες είναι, ως προαναφέρθηκε, η πιθανότητα καταδίκης.
Στην υπόθεση Κασσίρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 146/2021, ημερομηνίας 21.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:B431, είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε τη νομολογία ως προς αυτό το ζήτημα:
«Να υπενθυμίσουμε ότι στο στάδιο εξέτασης του ζητήματος της πιθανολόγησης της καταδίκης ενός κατηγορούμενου δεν προσφέρεται για μια σε βάθος ανάλυση της ολότητας του μαρτυρικού υλικού, ούτε τίθεται ζήτημα τελικής διαπίστωσης γεγονότων ή εξαγωγής συμπερασμάτων αφού το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του (Τσεκκούρα v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 32, Νικήτα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54, Ευριπίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Κουννάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 790, Καλλή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 114/2015, ημερ. 19/6/2015, ECLI:CY:AD:2015:B437, Κουτσούδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 131/2020 και 132/2020, ημερ. 20/8/2020 και Αργύρη v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 195/2020, ημερ. 23/12/2020).
Όπως είναι δε νομολογημένο «κατ' εξοχή .. να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (Georgi Tasev v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 72/2016, ημερ. 25/6/2016).»
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς την εκτίμηση της πιθανότητας καταδίκης. Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου των εφεσειόντων παραγνωρίζει τη δυναμική της περιστατικής μαρτυρίας που προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό. Οι εφεσείοντες παραδεκτά παρέλαβαν και χειρίστηκαν τα χρήματα. Οι ισχυρισμοί τους ως προς την αθώα εμπλοκή τους είναι ζητήματα που άπτονται της υπεράσπισής τους. Είναι κατά την ακρόαση της υπόθεσης που θα αξιολογηθούν τα στοιχεία αυτά και το Δικαστήριο θα καταλήξει σε τελικά ευρήματα. Από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, εξεταζόμενο στην όψη του, διαπιστώνεται η απαιτούμενη στο στάδιο αυτό πιθανότητα καταδίκης.
Συνακόλουθα, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι καταδεικνύεται πιθανότητα καταδίκης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εντός των ορθών πλαισίων, αιτιολογώντας την απόφασή του επαρκώς.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ