ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B97
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 27/2021)
16 Μαρτίου, 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
Μ. ΓΙΩΡΚΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Ι. Ιωάννου (κα) και Κ. Σοφοκλέους (κα), για Ηλία Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Φρ. Κακούρη, Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1)(4) του Ν. 119(Ι)/2000 (1η Κατηγορία) και το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Κεφ. 154 (2η Κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης Κατηγορίας, ο Εφεσείων στις 9/5/2020 επιτέθηκε εναντίον της συζύγου του Α. Γιώρκα και της προκάλεσε σωματική βλάβη.
Όσον αφορά τη 2η Κατηγορία, με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος καταλογίζετο στον Εφεσείοντα ότι κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η Κατηγορία, εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε ζημιά σε δύο γλάστρες ύψους €20 περιουσία της Α. Γιώρκα.
Κατά τη δίκη η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε πέντε μάρτυρες. Συγκεκριμένα κατέθεσαν τρεις αστυνομικοί μάρτυρες, ο Μ.Κ.1, ο οποίος κατηγόρησε γραπτώς τον Εφεσείοντα, ο Μ.Κ.2, ο οποίος έλαβε την καταγγελία της Παραπονούμενης, ο Μ.Κ.6, ο οποίος ήτο ο εξεταστής της υπόθεσης, η Παραπονούμενη, Μ.Κ.3, η κόρη της, Μ.Κ.5 και η κυβερνητική γιατρός που εξέτασε την Παραπονούμενη, Μ.Κ.4. Όταν ο Εφεσείων κλήθηκε σε απολογία επέλεξε το δικαίωμα της σιωπής, χωρίς να κλητεύσει οποιοδήποτε μάρτυρα Υπεράσπισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων Κατηγορίας και τα ευρήματα του βασίστηκαν στη μαρτυρία αυτών. Από αυτή προέκυψε ότι όταν η Παραπονούμενη επέστρεψε σπίτι έχοντας αγοράσει τέσσερις γλάστρες από ανθοπωλείο, συνάντησε το σύζυγο της στην μπροστινή αυλή. Αφού έγινε μεταξύ τους μια συνομιλία, ο Εφεσείων προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να την κλωτσήσει, καθ'ην στιγμή η Παραπονούμενη προσπαθούσε να μεταφέρει από το αυτοκίνητο τις πρώτες δύο γλάστρες, κτυπώντας με το πόδι του τις γλάστρες οι οποίες έπεσαν στο έδαφος και έσπασαν. Ακολούθως ο Εφεσείων την έσπρωξε με τα χέρια του στην ωμοπλάτη της, με αποτέλεσμα εκείνη να μετακινηθεί μπροστά χάνοντας την ισορροπία της και κτυπώντας με το πρόσωπο πάνω στο σιδερένιο κάγκελο της αυλής της.
Με ένα εκτενές Εφετήριο 47 συνολικά σελίδων στο οποίο εκτίθενται 26 Λόγοι Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του.
Οι Λόγοι Έφεσης υποστηρίχτηκαν μέσω ενός ογκοδέστατου Διαγράμματος Αγόρευσης αποτελούμενου από 108 σελίδες.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντινομικά τον καταδίκασε στην Κατηγορία 1 σε αδίκημα το οποίο δεν εκτίθετο στο Κατηγορητήριο. Μεταξύ άλλων προβλήθηκε ότι το Δικαστήριο προέβη σε καταδίκη για το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, αδίκημα το οποίο δεν εκτίθετο στο Κατηγορητήριο, χωρίς την τροποποίησή του. Προβλήθηκε από μέρους του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσιάζει «ως φυσιολογική την καταδίκη στο αδίκημα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη με τον συνδυασμό των άρθρων 242 του ποινικού κώδικα και του 4(2)(ιβ) του περί βίας στην οικογένεια νόμου» ενώ κανένα από τα δύο αυτά άρθρα δεν εμπεριέχονται στο Κατηγορητήριο.
Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες Αδικήματος της Κατηγορίας 1 ο Εφεσείων κατηγορείτο ότι «την 9η Μαίου 2020 στην Λακατάμεια της Επαρχίας Λευκωσίας, επιτέθηκε εναντίον της συζύγου του Α. Γιώρκα από την Λευκωσία και της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη».
Στην Έκθεση Αδικήματος αναγράφετο «Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4), 15, 16, 22 και 23 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 212/04.»
Το Άρθρο 3(4) του Ν. 119(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί διαλαμβάνει τα εξής:
«(4) Οποιοσδήποτε ασκεί βία με βάση το εδάφιο (1) διαπράττει αδίκημα δυνάμει του Νόμου αυτού, που τιμωρείται, εκτός από την περίπτωση της κοινής επίθεσης που τιμωρείται με δύο χρόνια φυλάκιση και στην περίπτωση που σε άλλο ή στον παρόντα Νόμο προβλέπεται αυστηρότερη ποινή, με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο ποινές.»
Με βάση δε το εδάφιο (1) του Άρθρου 3:
«Βία, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σημαίνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του.»
Όπως προκύπτει, οι λεπτομέρειες του αδικήματος της πιο πάνω Κατηγορίας δεν είναι διατυπωμένες με βάση τη διατύπωση του αδικήματος ως έχει στο εδάφιο (4) του Άρθρου 3. Συμφώνως των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 39(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η κατηγορία σ' ένα κατηγορητήριο θα πρέπει να περιγράφει το αδίκημα με το οποίο ο Κατηγορούμενος κατηγορείται σε συντομία και σε απλή κοινή γλώσσα, αποφεύγοντας, όσο το δυνατό, τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και χωρίς, κατ' ανάγκη, να αναφέρονται όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε στην προκείμενη περίπτωση η διατύπωση του Άρθρου 3(4) δεν επηρεάζει δυσμενώς την Υπεράσπιση, νοουμένου ότι οι λεπτομέρειες που καταγράφονται αποκαλύπτουν το αδίκημα που το εν λόγω εδάφιο δημιουργεί. Η επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη συνιστά βία στην έννοια του Άρθρου 3(1) και συνακόλουθα αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (4) του ιδίου Άρθρου.
Δεν παραβλέπουμε ότι κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της Κατηγορίας 1 το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή προκύπτει από το συνδυασμό του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα και του Άρθρου 4(2)(ιβ) του Ν. 119(Ι)/2000. Η λανθασμένη αυτή προσέγγιση, ωστόσο, δεν φαίνεται στο τέλος να επηρέασε την κατάληξη του ως προς τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος εφόσον, με βάση τα ευρήματα του, διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων άσκησε εναντίον της Παραπονούμενης πραγματική βία η οποία είχε ως αποτέλεσμα αυτή να κτυπήσει με το πρόσωπο της πάνω στο σιδερένιο κάγκελο της οικίας της και να τραυματισθεί.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.
Μέσω των Λόγων Έφεσης 9 και 10 ο Εφεσείων διατείνεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ήταν το πρόσωπο που διέπραξε τα επίδικα αδικήματα, καθώς και ότι ήταν ο σύζυγος της Παραπονούμενης.
Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε σε έκταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εν πρώτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι ο Εφεσείων κατά το στάδιο απάντησης στο Κατηγορητήριο, το οποίο είχε ως κατηγορούμενο πρόσωπο το Μ. Γιώρκα, απάντησε μη παραδοχή χωρίς, κατά το στάδιο αυτό, να αμφισβητηθεί είτε από τον ίδιο, είτε από την Υπεράσπιση, ότι αυτός είναι πράγματι ο Μ. Γιώρκας.
Παρά δε το γεγονός ότι δεν είχε τεθεί ευθέως οποιαδήποτε ερώτηση από την Κατηγορούσα Αρχή σε οποιοδήποτε μάρτυρα κατά πόσο ο Μ. Γιώρκας, δηλαδή το άτομο που βρίσκετο στο εδώλιο του κατηγορούμενου είναι ο σύζυγος της Παραπονούμενης και εκείνος που, κατά τον ισχυρισμό της, της επιτέθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε αποσπάσματα από τα πρακτικά τα οποία οδηγούσαν στο συμπέρασμα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο Εφεσείων, Μ. Γιώρκας, ήταν το πρόσωπο για το οποίο υπήρχε ισχυρισμός ότι επιτέθηκε στην Παραπονούμενη σύζυγο του. Η ίδια η Παραπονούμενη στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης της αναφέρθηκε τόσο στο όνομα του συζύγου της, όσο και στο δελτίο ταυτότητάς του, καθώς και στη διεύθυνση που διαμένουν, που είναι τα στοιχεία που καταγράφονται στο Κατηγορητήριο, ενώ στη μαρτυρία της απάντησε σε ερωτήσεις που αφορούσαν τον Κατηγορούμενο. Παρομοίως η Μ.Κ.5, κόρη της Παραπονούμενης, στη μαρτυρία της αναφέρθηκε στους γονείς της ονομαστικά και στη διεύθυνση που διαμένει μαζί τους, που είναι η οδός του Κατηγορούμενου με βάση το Κατηγορητήριο. Χαρακτηριστικό σε σχέση με το ότι η μάρτυς μιλούσε για το άτομο που βρισκόταν στο εδώλιο του κατηγορούμενου, δηλαδή τον Εφεσείοντα, είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ε. ″Θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι η προηγούμενη διαδικασία ήταν λίγο ψυχοφθόρα″;
Α. ″Και για τη μάμα μου και για εμένα και για τον παπά εν ψυχοφθόρα να θωρεί την κόρη του και τη γυναίκα του ναν δαμέ″.»
Κατά τον ίδιο τρόπο αποκαλυπτικό σε σχέση με το ότι οι μάρτυρες Κατηγορίας ομιλούσαν για το άτομο που βρισκόταν στο εδώλιο του κατηγορούμενου, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του Μ.Κ.6:
«Ε. ″Η ερώτηση μου είναι αν εσείς″.
Α. ″Με το προσωπικό τηλέφωνο δεν επικοινωνώ με κανέναν. Επικοινώνησε ο κύριος Γιώρκας, έτον τζιαμέ να σας πει, κατά πόσο επικοινώνησε ή όχι με τον Μ. Κυνηγό από την οικεία του″.»
Επιπλέον, ο ίδιος ο Εφεσείων στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, αφού αποδέχεται ότι διαμένει στην οδό Κ. xx στη Λακατάμια, που είναι η οδός που αναγράφεται στο Kατηγορητήριο, αλλά και η διεύθυνση που η Παραπονούμενη κατέθεσε ότι είναι ο τόπος που διαμένουν, καθώς και ότι αυτός είναι παντρεμένος με την Παραπονούμενη Α. Γιώρκα, έρχεται και δίδει τη δική του εκδοχή για το πώς έλαβαν χώρα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, καθώς και του γεγονότος ότι η Υπεράσπιση ουδέποτε αμφισβήτησε τα ανωτέρω, ώστε το θέμα της ταυτότητας του Εφεσείοντα να αποτελέσει στοιχείο υπό αμφισβήτηση στην υπόθεση, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το πρόσωπο που βρισκόταν στο εδώλιο του κατηγορούμενου ήταν ο Μ. Γιώρκας, σύζυγος της Παραπονούμενης Α. Γιώρκα, ήταν απολύτως ορθή.
Έπεται ότι οι Λόγοι Έφεσης 9 και 10 είναι άνευ ερείσματος και, ως εκ τούτου, απορρίπτονται.
Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη στη διαδικασία αξιολόγησης του κατά πόσο οι μαρτυρίες των Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 αποτελούσαν πρώτο παράπονο ή εξ' ακοής μαρτυρία. Συναφής με τον Λόγο αυτό είναι και ο Λόγος Έφεσης 3 με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αξιολόγησε την εξ΄ακοής μαρτυρία.
Επισημαίνεται, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του πιο πάνω Λόγου Έφεσης, ότι ο Μ.Κ.2 είναι ο Αστυνομικός στον οποίο έγινε η καταγγελία της Παραπονούμενης και ο οποίος της παρέδωσε σχετικό έντυπο με σκοπό αυτή να εξεταστεί από Κυβερνητικό γιατρό, η Μ.Κ.4 είναι Παθολόγος στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (ΤΑΕΠ) και αυτή που εξέτασε την Παραπονούμενη, ενώ η Μ.Κ.5 είναι η κόρη της Παραπονούμενης η οποία, όπως κατέθεσε, δεν είδε τον πατέρα της να κτυπά την Παραπονούμενη.
Στο πλαίσιο προώθησης του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα εκλαμβάνει ότι οι μαρτυρίες των πιο πάνω μαρτύρων Κατηγορίας, ως προς τα γεγονότα και το τι ακριβώς έγινε, είχαν ως κοινή πηγή γνώσης την ίδια την Παραπονούμενη (Μ.Κ.3). Πρόκειται για παντελώς λανθασμένη αντίκριση της μαρτυρίας που δόθηκε, εφόσον ο κάθε μάρτυρας κατέθεσε ό,τι είχε να κάνει με τις δικές του ενέργειες στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης και το ό,τι αυτός γνώριζε. Ειδικότερα σε σχέση με τον Αστυνομικό, Μ.Κ.2 και τη γιατρό, Μ.Κ.4, η μαρτυρία τους αφορούσε στις ενέργειες που αυτοί προέβησαν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους και μόνο. Όσον δε αφορά τη Μ.Κ.5 και αυτή περιέγραψε στο Δικαστήριο υπό ποίες περιστάσεις διαπίστωσε την Παραπονούμενη να βρίσκεται κάτω στο έδαφος, δίπλα από τα κάγκελα της εξωτερικής αυλής του σπιτιού τους και τον πατέρα της σε μικρή απόσταση από τη μητέρα της χωρίς, ωστόσο, να υποπέσει στην αντίληψη της ίδιας οποιαδήποτε από τις πράξεις που αποδίδονται στον Εφεσείοντα με βάση το Κατηγορητήριο.
Δεν τίθετο και δεν υπήρξε στην παρούσα περίπτωση ζήτημα πρώτου παραπόνου για να χρειαστεί να γίνει η οποιαδήποτε διεργασία αξιολόγησης τέτοιου είδους μαρτυρίας. Ούτε και υπήρξε ζήτημα αποδοχής από το Δικαστήριο εξ' ακοής μαρτυρίας προερχόμενη από τους πιο πάνω μάρτυρες, για να χρειάζεται να γίνει στη συνέχεια η διεργασία της αξιολόγησης της βαρύτητας της με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, ως έχει τροποποιηθεί.
Ειδικότερα σε σχέση με τη Μ.Κ.5 δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει στηριχτεί σε εξ' ακοής μαρτυρία, ήτοι το τι της είχε πει η μητέρα της σε σχέση με το επίδικο επεισόδιο, αλλά μόνο στα όσα η ίδια η μάρτυρας διαπίστωσε υπό τις περιστάσεις που περιέγραψε. Συγκεκριμένα, τη μητέρα της να κάθεται κάτω στο έδαφος κοντά σε δύο σπασμένες γλάστρες και μέρος της μύτης της να είναι κόκκινο.
Ούτε έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να αξιολογεί μαρτυρία η οποία ήταν, όπως προβάλλεται, «αυτοεξυπηρετική» της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, ως προβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 4. Ως αυτοεξυπηρετική μαρτυρία η πλευρά του Εφεσείοντα θεωρεί τις μαρτυρίες που, όπως ισχυρίζεται, είχαν ως πηγή την ίδια την Παραπονούμενη.
Έχουμε ήδη πιο πάνω επισημάνει ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε, σε ό,τι αφορά το τι καταλογίζετο εναντίον του Εφεσείοντα, η εκδοχή της ίδιας της Παραπονούμενης και μόνο, ενώ η μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων Κατηγορίας αφορούσε σε άλλα ζητήματα είτε σχετικά με ενέργειες που προέβησαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, είτε σε διαπιστώσεις τους, όπως π.χ. ιατρική εξέταση που διενήργησε η Μ.Κ.4 στην Παραπονούμενη με τα συνεπακόλουθα ευρήματά της, καθώς και το τι ο Μ.Κ.2 διαπίστωσε στο πρόσωπο της Παραπονούμενης, όταν η τελευταία ήλθε στον Αστυνομικό Σταθμό για να καταγγείλει την υπόθεση.
Οι Λόγοι Έφεσης 2, 3 και 4 απορρίπτονται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή υπαγωγή των γεγονότων στο νόμο και τις αρχές που καθιερώνει η νομολογία ως προς το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας. Συναφής με αυτό τον Λόγο είναι και ο Λόγος Έφεσης 6 με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η μαρτυρία των Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 ενισχύει τη μαρτυρία της Παραπονούμενης, καθώς και ο Λόγος Έφεσης 7 όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή υπαγωγή των γεγονότων στο νόμο και τις αρχές που η νομολογία καθιερώνει ως προς το ζήτημα της υποστηρικτικής μαρτυρίας. Ειδικότερα στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης 7 αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσιάζει τις μαρτυρίες των μαρτύρων Κατηγορίας πλην της Παραπονούμενης, ήτοι των Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, ως ενισχυτικές των λεγομένων της χωρίς, όμως, να τις αξιολογεί ως προς τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για να αποφασίσει κατά πόσο είναι ή όχι ενισχυτική μαρτυρία.
Συναφής, επίσης, με τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης είναι και ο Λόγος Έφεσης 23 στην αιτιολογία του οποίου, μεταξύ άλλων, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε διεργασία να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία ως απαιτείται από το Άρθρο 16 του σχετικού Νόμου, αλλά ούτε και στη διεργασία να κρίνει κατά πόσο υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να καταδικάσει χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 16 του Νόμου 119(Ι)/2000 το οποίο προνοεί ότι, «Το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη την κατάθεση του θύματος εφόσον δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία» και ορθά διαπίστωσε ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα απαιτείται καταρχάς το Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία. Αφού επεσήμανε ότι στην προκείμενη περίπτωση η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ήταν αυτή που προέρχετο από την ίδια την Παραπονούμενη και δεν υφίστατο οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε ότι θα μπορούσε να κρίνει ένοχο τον Εφεσείοντα με μόνη τη μαρτυρία της Παραπονούμενης συζύγου του. Στο πλαίσιο αυτό, αφού αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης είχε κριθεί καθόλα αξιόπιστη και ότι υπήρχε και υποστηρικτική μαρτυρία της Μ.Κ.5 και της Μ.Κ.4, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε νομικό κώλυμα να καταδικάσει τον Εφεσείοντα.
Η πιο πάνω διεργασία που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή και συνάδει και με τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην υπόθεση A.G. v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 119/2020, ημερ. 16/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:B147.
Είναι, επομένως, σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε την ύπαρξη οποιασδήποτε ενισχυτικής της Παραπονούμενης μαρτυρίας και βασίστηκε μόνο στη δική της την οποία είχε κρίνει αξιόπιστη. Δεν χρειάζετο, επομένως, να ασχοληθεί με τα κριτήρια της ενισχυτικής μαρτυρίας, όπως διατείνεται η πλευρά του Εφεσείοντα. Τα όσα δε ανέφερε σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5, ήτοι ότι αυτή ήτο υποστηρικτική της Παραπονούμενης μαρτυρία, δεν πρέπει να συγχέονται με την έννοια της ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο Εφεσείων (Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31), ενώ υποστηρικτική μαρτυρία (supportive evidence), είναι η μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα - στην προκείμενη περίπτωση της Παραπονούμενης - ως προς τα επίδικα ζητήματα (Hadjisavva alias Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 10/2018, ημερ. 9/11/2018 και Σ.Σ. κ.ά. (ανωτέρω)).
Δεν παραβλέπουμε ότι σε κάποια σημεία της Απόφασης του ατυχώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η εκδοχή της Παραπονούμενης «ενισχύεται» και από τη μαρτυρία της Μ.Κ.4 αλλά και εκείνη της Μ.Κ.5. Εξέταση, ωστόσο, του συνόλου της Απόφασης αποκαλύπτει ότι εκείνο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς εννοούσε ήταν ότι οι μαρτυρίες των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 ήταν υποστηρικτικές εκείνης της Παραπονούμενης. Αυτό κατέγραψε εξάλλου στο σημείο που ασχολείται ειδικά με το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας, όπου ακριβώς καταλήγει στο ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω ενισχυτική μαρτυρία αλλά μόνο αυτή του θύματος και ορθά στη συνέχεια χαρακτηρίζει τη μαρτυρία των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 ως υποστηρικτική.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 5, 6, 7 και 23 απορρίπτονται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 8 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5 ως υποστηρικτική της εκδοχής της Παραπονούμενης. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας που στηρίζει τον πιο πάνω Λόγο Έφεσης, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «ακόμα το λεχτικό που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο για να δικαιολογήσει την μαρτυρία της Μ.Κ.5 ως υποστηρικτική είναι λανθασμένο αφού προβάλει ότι η εν λόγω μαρτυρία τεκμηριώνει και στηρίζει την μαρτυρία της ίδιας της Παραπονούμενης ως προς τα επίδικα θέματα». Η θέση αυτή είναι παντελώς ανεδαφική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιλήφθηκε και ανέδειξε με τις σχετικές αναφορές του την έννοια της υποστηρικτικής μαρτυρίας.
Ο Λόγος Έφεσης 8 απορρίπτεται.
Μέσω των Λόγων Έφεσης 18, 19 και 20 προβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης (Μ.Κ.3), της Μ.Κ.5 και του Μ.Κ.2.
Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξαρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ. Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που αποκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 2/2016, ημερ. 28/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B134:
«Η έφεση δεν αποτελεί ευκαιρία για αναθεώρηση της μαρτυρίας στα χαρτιά. Η μαρτυρία κρίνεται από το εκδικάζον Δικαστήριο μέσα από την άμεση εικόνα του κάθε μάρτυρα, του λόγου του, των αντιδράσεων και της όλης συμπεριφοράς του. Ευχέρεια παρέμβασης του Εφετείου υπάρχει μόνο όταν διαπιστώνεται ότι το έργο της αξιολόγησης, κρινόμενο εξ αντικειμένου, κατέληξε σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία και δεν θα μπορούσαν να είναι ευλόγως επιτρεπτά.»
Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016, ECLI:CY:AD:2016:B470). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου αυτές δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Πρέπει δε να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα εξετάσουμε τα όσα η συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, προκειμένου να προσβάλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Προβλήθηκε από πλευράς του Εφεσείοντα ότι, «παρόλο που το Δικαστήριο ανέφερε λεχτικά ότι η Μ.Κ.3 (Παραπονούμενη) άφησε σε γενικές γραμμές θετικές εντυπώσεις και ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει την αλήθεια, εκ των πραγμάτων διαφαίνεται στην απόφαση ότι προβαίνει στη χρήση και άλλων Μαρτύρων Κατηγορίας για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα της και ως εκ τούτου να την κρίνει αξιόπιστη.» Προβάλλεται, ακόμη, ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης από μόνη της δεν μπορεί να κριθεί ως αξιόπιστη, λόγω του ότι παρουσιάζει σημαντικές και ουσιώδεις αντιφάσεις τόσο κατά την ένορκη της μαρτυρία όσο και με την κατάθεση της. Γίνεται εν προκειμένω αναφορά στον τρόπο περιγραφής του επίδικου συμβάντος μέσω της παραπομπής σε σχετικά αποσπάσματα για να καταδειχθεί η ύπαρξη σημαντικών, όπως χαρακτηρίζονται, αντιφάσεων.
Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε η δικηγόρος του Εφεσείοντα και που χαρακτήρισε ως αντιφάσεις και αντιθέσεις σε ουσιαστικά σημεία τόσο στη μαρτυρία της Παραπονούμενης, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και των άλλων μαρτύρων Κατηγορίας. Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τα όσα σχετικά με το κάθε επιμέρους ζήτημα ανέφερε η Παραπονούμενη στο πλαίσιο του συνόλου της προσφερθείσας μαρτυρίας και του τρόπου που σε κάθε περίπτωση εκφράστηκε. Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε επιμέρους ζήτημα, ή και όλα μαζί, ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση ώστε να έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία της. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης ήταν τέτοια που επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την, να κρίνει ότι οι όποιες διαφορές και ασυμφωνίες της μαρτυρίας της με άλλη μαρτυρία ή με προγενέστερες δικές της αναφορές, δεν άπτοντο ζητημάτων ουσίας και δεν επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία της. Τα όσα η δικηγόρος του Εφεσείοντα αναφέρει στην αγόρευσή της περί λανθασμένης ή πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας αφορούν επουσιώδη θέματα, τα οποία ουδόλως μεταβάλλουν την ουσία της υπόθεσης. Όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο σε σχέση με τις διαφορές αυτές, «οι οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις ήταν δευτερεύουσας σημασίας, δεν είχαν άμεση σχέση και ήταν έξω από το βασικό ερώτημα που το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή κατά πόσο η παραπονούμενη, πράγματι, δέκτηκε επίθεση από τον σύζυγο της». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε μόνο στην εντύπωση που του προκάλεσε η Παραπονούμενη κατά τη μαρτυρία της. Όπως προκύπτει από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης έγινε σύμφωνα με ό,τι επιτάσσει η νομολογία, ήτοι αξιολογήθηκε σφαιρικά, όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο της και την ποιότητα της, αλλά σε συνάρτηση και σύγκριση και με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας της αλλά αντιπαραβλήθηκε στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε μαρτυρία η οποία ήτο υποστηρικτική της εκδοχής της Παραπονούμενης όπως, για παράδειγμα, η ιατρική μαρτυρία της Μ.Κ.4 η οποία κατά την ιατρική εξέταση που διενήργησε στην Παραπονούμενη διαπίστωσε ήπιο οίδημα στο μέτωπο, καθώς και ότι μετακινήθηκε ελαφρά το πρόσθιο δεξιό δόντι της. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και η οποία αφορούσε υπόθεση για διάπραξη αδικήματος επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, «Η ιατρική μαρτυρία σε τέτοιες υποθέσεις είναι πολύ ζωτικής σημασίας. Αποτελεί και πραγματική μαρτυρία η οποία συνιστά αξιόπιστο βοήθημα και σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων (Βλ. Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, 1010, Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51).» Κατά ανάλογο τρόπο υποστηρικτική θεωρήθηκε στην υπόθεση Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ 640 στη μαρτυρία του παραπονούμενου, ότι ο κατηγορούμενος τον είχε κτυπήσει στις παλάμες των χεριών με ξύλινη κουτάλα κουζίνας, η μαρτυρία του γιατρού που τον εξέτασε μετά το συμβάν και ο οποίος είχε διαπιστώσει εκχυμώσεις στη δεξιά παλάμη και καρπό του παραπονούμενου. Η αναφορά από μέρους της δικηγόρου του Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα προέβη στην χρήση των άλλων μαρτύρων Κατηγορίας για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα της Παραπονούμενης και, ως εκ τούτου, να την κρίνει αξιόπιστη, φαίνεται να οφείλεται σε πιθανή παρανόηση ως προς τη σημασία που η υποστηρικτική μαρτυρία ενέχει ως μαρτυρία η οποία τείνει να τεκμηριώσει και στηρίξει τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα ως προς το σύνολο ή μέρος των επίδικων λεπτομερειών.
Ο Λόγος Έφεσης 19 αφορά στη θέση του Εφεσείοντα περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.5, κόρης της Παραπονούμενης. Προβάλλεται ότι αντί το Δικαστήριο να κρίνει τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 από μόνη της και να καταλήξει στο θετικό αποτέλεσμα ότι είναι αξιόπιστη μάρτυρας, προβαίνει σε αρνητικό συλλογισμό θεωρώντας ότι λέει την αλήθεια επειδή δεν είπε ψέματα ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της Μ.Κ.5, δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό αλλά έδωσε πειστικούς λόγους για την κατάληξη του ως προς το εύρημα για την αξιοπιστία της που αφορούσαν τόσο την εντύπωση που του προκάλεσε η ΜΚ.5 κατά τη μαρτυρία της, όσο και το περιεχόμενο και η ποιότητα της μαρτυρίας της.
Η πλευρά του Εφεσείοντα παραπονείται ότι «το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε σχολίασε ότι τα γεγονότα που ανέφερε η Μ.Κ.5 είχαν ως μοναδική πηγή γνώσης την Παραπονούμενη» και ότι «ήταν εξακοής μαρτυρία». Όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω στο πλαίσιο άλλου Λόγου Έφεσης, δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει στηριχτεί σε εξ' ακοής μαρτυρία, ήτοι το τι της είχε πει η μητέρα της σε σχέση με το επίδικο επεισόδιο, αλλά μόνο στα όσα η ίδια η μάρτυρας διαπίστωσε υπό τις περιστάσεις που περιέγραψε. Εξέταση δε των πρακτικών της υπόθεσης αποδεικνύει ότι η Μ.Κ.5 στην κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία και υιοθέτησε ενώπιον του Δικαστηρίου ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, δεν αναφέρθηκε στο τι της είχε πει η μητέρα της σχετικά με το επίδικο περιστατικό και οι όποιες αναφορές της στη μαρτυρία της για το ζήτημα αυτό έγιναν στο πλαίσιο εξιστόρησης των γεγονότων που ακολούθησαν μετά που η ίδια αντιλήφθηκε αυτά που ανέφερε. Είναι δε η ίδια η Υπεράσπιση που επεδίωξε, όπως αποκαλύπτεται από τα πρακτικά, να εκμαιεύσει από τη μάρτυρα τι ακριβώς της είχε πει η μητέρα της στο ερώτημα της Μ.Κ.5 για το τι είχε συμβεί και στο πλαίσιο αυτό προσπάθησε, μέσω των απαντήσεων της Μ.Κ.5, να οικοδομήσει επιχείρημα περί ύπαρξης αντιφάσεων.
Έχοντας εξετάσει όλα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα χαρακτήρισε ως αντιφάσεις και διαφοροποιήσεις σε ουσιαστικά σημεία τόσο στη μαρτυρία της Μ.Κ.5, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της και των άλλων μαρτύρων Κατηγορίας ήταν τέτοια που επέτρεπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τα, να κρίνει ότι «δεν ήταν ικανά να ανατρέψουν την πολύ θετική εικόνα που το Δικαστήριο αποκόμισε για αυτήν.» Τα όσα δε η πλευρά του Εφεσείοντα ισχυρίστηκε περί ύπαρξης αμφιβολιών για το κατά πόσο η Μ.Κ.5 είπε στο Δικαστήριο όλη την αλήθεια και αμερόληπτα, εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του τόσο τη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, αλλά και το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, δίδοντας πειστικούς λόγους, κατέληξε σε εύρημα αξιοπιστίας σε σχέση με αυτή.
Ο Λόγος Έφεσης 20 αφορά στη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε αξιόπιστο τον Αστυνομικό Μ.Κ.2. Μεταξύ άλλων προβάλλεται ότι υπήρχαν αντιφάσεις τόσο στη μαρτυρία του, όσο και με την υπόλοιπη μαρτυρία σε σχέση με το κοκκίνισμα που διαπίστωσε ότι υπήρχε στη μύτη της Παραπονούμενης, όσο και σε σχέση με τις γλάστρες που του υπέδειξε η Παραπονούμενη δίπλα από το κάγκελο της μπροστινής αυλής της οικίας της. Τα όσα η δικηγόρος του Εφεσείοντα αναφέρει στην αγόρευσή της περί λανθασμένης ή πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας, αφορούν εντελώς επουσιώδη θέματα τα οποία ουδόλως μεταβάλλουν την ουσία της υπόθεσης. Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι οποιοδήποτε από τα πιο πάνω επιμέρους ζητήματα, ή και όλα μαζί, ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση ώστε να έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία του. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι και στην περίπτωση αυτή η μαρτυρία του Μ.Κ.2 ήταν τέτοια που επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την, να κρίνει ότι οι όποιες διαφορές και/ή ασυμφωνίες της μαρτυρίας του με άλλη μαρτυρία ή με προγενέστερες δικές του αναφορές, δεν άπτοντο ζητημάτων ουσίας και δεν επηρέαζαν αρνητικά την αξιοπιστία του.
Οι Λόγοι Έφεσης 18, 19 και 20 απορρίπτονται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 21 προβάλλεται ότι λόγω συνοπτικής και ημιτελούς παράθεσης των λεγομένων τους στο στάδιο της προσαχθείσας μαρτυρίας, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους Μ.Κ.3, 4 και 5.
Προς υποστήριξη του πιο πάνω Λόγου αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια περιληπτική και παραπλανητική αποτύπωση των λεχθέντων των μαρτύρων Κατηγορίας προσθέτοντας σχόλια, αλλά και προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη αποτύπωση των γεγονότων που παρουσίασε ο κάθε μάρτυρας, παραλείποντας ταυτόχρονα να επισημάνει σημαντικά γεγονότα που ανέφεραν οι μάρτυρες και τα οποία επηρέαζαν το αποτέλεσμα. Η κατά τον Εφεσείοντα πλημμελής, λανθασμένη και αποσπασματική παράθεση των λεχθέντων και συνολικά της μαρτυρίας η οποία συνιστούσε μια λανθασμένη και αντινομική διεργασία, ήτο καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση των μαρτύρων, αλλά και της καταδίκης.
Παρόλο που το ζήτημα φαίνεται να αφορά τη δομή της υπό κρίση Απόφασης, στην πραγματικότητα εκείνο το οποίο ο Εφεσείων διατείνεται είναι ότι η μη ορθή, κατά τον ίδιο, αποτύπωση της μαρτυρίας που προσήχθη στο κείμενο της απόφασης είναι αποκαλυπτική της λανθασμένης, αντινομικής αλλά ακόμα και μεροληπτικής διεργασίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε για να αξιολογήσει τους μάρτυρες και να καταλήξει στην επίδικη καταδίκη.
Εν πρώτοις είναι σαφές ότι δεν απαιτείται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Έπειτα, όπως διαπιστώνεται, οι πιο πάνω ισχυρισμοί από πλευράς Εφεσείοντα παρέμειναν στη σφαίρα της γενικότητας και της αοριστίας εφόσον δεν έχουν με κανένα τρόπο εξειδικευθεί και συγκεκριμενοποιηθεί και δε θα μπορούσαν, επομένως, να εξεταστούν in abstracto. Με άλλα λόγια, ο Εφεσείων δεν έχει παραπέμψει σε οποιαδήποτε απόσπασμα της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο οποίο, κατά τη θέση του, η αποτύπωση της μαρτυρίας είναι λανθασμένη και δεν συνάδει με τη μαρτυρία που προσήχθη.
Εν πάση περιπτώσει, έχοντας διεξέλθει των πρακτικών της υπόθεσης καθώς και των Τεκμηρίων που έχουν κατατεθεί, δεν έχουμε διαπιστώσει η θέση περί λανθασμένης αποτύπωσης της μαρτυρίας στο κείμενο της προσβαλλόμενης Απόφασης να έχει οποιοδήποτε έρεισμα.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 21 απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 11 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα χρησιμοποίησε την ανακριτική κατάθεση του Μ. Γιώρκα, η οποία κατατέθηκε, ως υποστηρίζεται, ως η κατάθεση που λήφθηκε από αυτόν και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της, ως ενισχυτική της εκδοχής της Παραπονούμενης. Συναφής με το Λόγο αυτό είναι και ο Λόγος Έφεσης 12 μέσω του οποίου ο Εφεσείοντας διατείνεται ότι λανθασμένα αξιολογήθηκε η ανακριτική κατάθεση του.
Εν πρώτοις πρέπει να διευκρινισθεί ότι η κατάθεση του Εφεσείοντα κατατέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή κατά το στάδιο προσκόμισης της μαρτυρίας της και στο πλαίσιο του καθήκοντος της να δώσει ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης (Γ. Ε. v. Χ. Κωνσταντίνου (1989) 2 Α.Α.Δ. 99).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού αξιολογήσει τη γραπτή κατάθεση του Εφεσείοντα, επεσήμανε ότι διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορούμενου και να απορρίψει άλλο, ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Όπως υπογράμμισε, είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορούμενου. Είναι, όμως, το Δικαστήριο ελεύθερο, όπως σημείωσε, να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμα να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις.
Η πιο πάνω καθοδήγηση ως προς τον τρόπο αξιολόγησης γραπτής κατάθεσης κατηγορούμενου είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με τη σχετική επί του θέματος νομολογία (Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109).
Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι:
«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή.
Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan [Findlay Duncan 73 Crim. App R.359] αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.»
Η θέση που προβλήθηκε από πλευράς Εφεσείοντα ότι η ανακριτική κατάθεση του Εφεσείοντα είχε κατατεθεί για περιορισμένο σκοπό, ήτοι ως η κατάθεση που λήφθηκε από τον ίδιο και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της είναι εσφαλμένη. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η ανακριτική κατάθεση του Εφεσείοντα κατατέθηκε χωρίς ένσταση και οποιαδήποτε επιφύλαξη από μέρους της Υπεράσπισης.
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την κατάθεση του Εφεσείοντα αποδέχτηκε εν πρώτοις τα όσα αρχικά καταγράφονται σε αυτή αναφορικά με τη σχέση που έχει με την Παραπονούμενη, ήτοι ότι είναι η σύζυγος του, καθώς και τις αναφορές του που είχαν ως αποτέλεσμα να τοποθετήσει τον εαυτό του στο χρόνο και τόπο που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον αυτά συνείδαν και με τα όσα είχαν κατατεθεί από την Παραπονούμενη. Στη συνέχεια απέδωσε βαρύτητα στην παραδοχή του Εφεσείοντα ότι ο ίδιος είχε κλωτσήσει τις γλάστρες και ότι η Παραπονούμενη είχε χάσει την ισορροπία της. Και τούτο με δεδομένο ότι επρόκειτο για αναφορά που συνιστούσε παραδοχή. Δεν αποδέχτηκε, ωστόσο, τις αναφορές του ως προς τον τρόπο που η Παραπονούμενη έχασε την ισορροπία της και οι οποίες ως τέτοιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξηγήσεις ή δικαιολογίες για εκ πρώτης όψεως αξιόποινες πράξεις.
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο αξιολόγησης της εν λόγω κατάθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να δώσει, όπως αυτό κρίνει ότι επιβάλλεται, διαφορετική βαρύτητα σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης ή και μικρότερη σημασία ή και να απορρίψει ένα ή περισσότερα μέρη αυτής. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εκτίμηση κατάθεσης είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης που επιβάλλεται.
Οι Λόγοι Έφεσης 11 και 12 απορρίπτονται.
Μέσω των Λόγων Εφεσης 13 και 14 ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την επιλογή του στο δικαίωμα της σιωπής, χρησιμοποιώντας την επιβαρυντικά και εις βάρος του αναφέροντας ότι με το να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής δεν έδωσε εξηγήσεις και κυρίως για το ποια ήταν η δική του εκδοχή ως προς τον τρόπο που η Παραπονούμενη υπέστη σωματικές βλάβες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στην επιλογή του Εφεσείοντα να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και ορθά επεσήμανε ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξάξει συμπεράσματα ενοχής, ούτε να εκλάβει την επιλογή του ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του (Themistocleous v. The Police (1981) 2 C.L.R. 200).
Ο Εφεσείων επιλέγοντας το δικαίωμα της σιωπής - το οποίο αναμφιβόλως είχε - διέτρεχε τον κίνδυνο να παραμείνει η εκδοχή που είχε θέσει μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων Κατηγορίας μετέωρη και ατεκμηρίωτη (Nikiforos Technologies Ltd v. Στυλιανού Γ. Χρήστου (Αρ. 1) (2014) 2 Α.Α.Δ. 287, ECLI:CY:AD:2014:B270 και Ihab Im Sbaih v. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 188/2014, ημερ. 17/7/2015, ECLI:CY:AD:2015:B528). Είναι με αυτή την έννοια που θα πρέπει να ιδωθεί η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι με το να ασκήσει ο Εφεσείων το δικαίωμα της σιωπής δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η εκδοχή του ως προς τον τρόπο που η Παραπονούμενη υπέστη σωματικές βλάβες και όχι υπό την έννοια ότι στην προκείμενη περίπτωση αναμένετο αυτός να δώσει εξηγήσεις.
Όπως προέκυψε, στην υπό εξέταση περίπτωση υπήρχε όλο το υπόβαθρο για την ασφαλή καταδίκη του Εφεσείοντα ο οποίος δεν έδωσε οποιαδήποτε ένορκη μαρτυρία, ούτε και κάλεσε μάρτυρες εκ μέρους του, όπως ήταν, βέβαια, απόλυτο του δικαίωμα, λαμβάνοντας, όμως, ταυτόχρονα τον κίνδυνο η εκδοχή που υπέβαλε μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής να παραμείνει χωρίς τεκμηρίωση.
Στη βάση των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 13 και 14 δεν είναι βάσιμοι και, επομένως, απορρίπτονται.
Με το Λόγο Έφεσης 24 προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη. Όπως αναφέρεται, αυτό προκύπτει από την πλημμελή και λανθασμένη αποτύπωση της προσαχθείσας μαρτυρίας, την αξιολόγηση της, την έλλειψη σαφών και ξεκάθαρων ευρημάτων, το ζήτημα που τέθηκε ως προς την ταυτότητα του Εφεσείοντα αλλά και τη πλημμελή ανάλυση και διεργασία ως προς τη νομική πτυχή των αδικημάτων. Επιπλέον αναφέρεται ότι «κομμάτι, της επαρκούς αιτιολόγησης θα έπρεπε να ήταν και η ανάλυση και απάντηση σε ζητήματα που έθεσε η ίδια η Υπεράσπιση σε ολόκληρη την ακροαματική διαδικασία και ειδικά στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων».
Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αυτό διασφαλίζεται και από το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος το οποίο επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής λειτουργίας.[1] Η αιτιολόγηση βασίζεται κατά κανόνα στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση που λαμβάνει η ανάλυση ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο και τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.
Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd and another v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει: (σελ.541)
«(α) ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων
(β) διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων, και
(γ) σαφή δικαστική απόφαση»
Η λεπτομερής παράθεση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων και η ανάλυση και αξιολόγηση τους, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται, κυρίως, στα βασικά στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα. Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (Ανδρόνικου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).
Εξέταση της πρωτόδικης Απόφασης αναδεικνύει ότι αυτή έχει όλα τα γνωρίσματα μιας ορθής αιτιολόγησης, ήτοι προσδιορισμό με ορθό τρόπο των επίδικων θεμάτων, σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, αξιολόγηση της και διατύπωση ευρημάτων, καθώς και υπαγωγή των ευρημάτων στο νομικό καθεστώς της υπόθεσης[2]. Όλα τα βασικά στοιχεία που αναμένονται σε μια απόφαση είναι καταγραμμένα με αποτέλεσμα να καταδεικνύεται, μέσω αυτής, σαφής δικαστική κρίση η οποία επιτρέπει τον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο κατ' έφεση.
Ο Λόγος Έφεσης 24 απορρίπτεται.
Μέσω του Λόγου Έφεσης 25 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων λόγω της αυθαίρετης παρεμβατικότητας του Δικαστηρίου στην ακροαματική διαδικασία. Στο πλαίσιο υποστήριξης του πιο πάνω ισχυρισμού έγινε παραπομπή σε ορισμένα σημεία στα πρακτικά σε μια προσπάθεια κατάδειξης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε, είχε παρέμβει προβαίνοντας «σε ερωτήσεις καίρια σημασίας για την υπεράσπιση εκμαιεύοντας μαρτυρία, την οποία εν τέλει χρησιμοποίησε για την καταδίκη.»
Ο Δικαστής δικαιούται να υποβάλλει στους μάρτυρες οποιεσδήποτε ερωτήσεις θεωρεί αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Κατά κανόνα όμως, το δικαίωμα τούτο πρέπει να περιορίζεται σε θέματα που βγαίνουν από την ίδια τη μαρτυρία και που χρειάζονται επεξήγηση. Η τακτική αυτή δεν απαγορεύεται αλλά αντίθετα ενθαρρύνεται σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η επεξήγηση ενός σημείου που παραμένει αδιευκρίνιστο.[3] Ωστόσο εκείνο που δεν είναι σωστό για το Δικαστή να πράττει είναι να εισάγει μαρτυρία, υποβάλλοντας ερωτήσεις σε ένα μάρτυρα, για ζητήματα που δεν ηγέρθησαν κατά την κυρίως εξέταση ή αντεξέταση.
Στην υπό εξέταση περίπτωση έχοντας εξετάσει τα πρακτικά της υπόθεσης και τα όσα η πλευρά του Εφεσείοντα επεσήμανε, δεν έχουμε εντοπίσει οι όποιες ερωτήσεις υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο να υπονόμευσαν την αποτελεσματικότητα της αντεξετάσεως και γενικά να προκάλεσαν οποιαδήποτε δυσμένεια στην Υπεράσπιση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτέλεσαν ανεπίτρεπτη παρέμβαση και μάλιστα σε βαθμό που να δίνει την εντύπωση ότι το Δικαστήριο εγκατέλειψε το διαιτητικό του ρόλο. Πλείστες ερωτήσεις αποσκοπούσαν στην διασαφήνιση και διευκρίνιση ζητημάτων που προέκυπταν στη μαρτυρία.
Ως εκ των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 25 απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 22 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα, ενώ παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα ως προς τα επίδικα ζητήματα. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας αναφέρεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να προβεί σε εύρημα ως προς τον τρόπο που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό.
Η εν λόγω θέση είναι λανθασμένη. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο καταγραφής των ευρημάτων του περιέγραψε με λεπτομέρεια τις συνθήκες και τον τρόπο που επεσυνέβη το επίδικο περιστατικό.
Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 22 δεν είναι βάσιμος και απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 17 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε καταδίκη στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και στις δύο κατηγορίες.
Η αιτιολογία επί της οποίας βασίζεται ο πιο πάνω Λόγος αναφέρεται σε ζητήματα που εγέρθηκαν και εξετάστηκαν στο πλαίσιο του Λόγου Έφεσης 1 και δεν θα χρειαστεί, επομένως, να μας απασχολήσουν εκ νέου. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε και στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης 9 και 10 σχετικά με το αν απεδείχθη ή όχι ότι το πρόσωπο που ευρίσκετο στο εδώλιο ως κατηγορούμενος, ήταν ο σύζυγος της Παραπονούμενης. Ούτε η θέση ότι δεν απεδείχθη η επίθεση είναι βάσιμη, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε.
Ο Λόγος Έφεσης 17 απορρίπτεται.
Η θέση ότι δεν απεδείχθη το συστατικό στοιχείο της πραγματικής σωματικής βλάβης που προβάλλεται δια του Λόγου Έφεσης 16 δεν είναι βάσιμη. Όπως προκύπτει, στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιλαμβάνεται η καταγραφή ότι η Παραπονούμενη παρουσίασε ήπιο οίδημα στο μέτωπο, ενώ το πρόσθιο δεξιό δόντι της είχε κτυπήσει και μετακινηθεί ελαφρά.
Μπορεί να μην γίνεται ρητή αναφορά στο πλαίσιο εξέτασης της νομικής πτυχής της υπόθεσης, στο ότι η Παραπονούμενη υπέστη σωματική βλάβη, ενδεχομένως λόγω της μη ορθής καταγραφής από το πρωτόδικο Δικαστήριο των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της πρώτης Κατηγορίας, ωστόσο στην Απόφαση του το Δικαστήριο διατύπωσε εύρημα σε σχέση με το τι η Παραπονούμενη υπέστη ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Όπως, τελικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε: «Είναι φανερό από τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος άσκησε εναντίον της παραπονούμενης πραγματική βία, δηλαδή επίθεση, η οποία εκδηλώθηκε εκ μέρους του με πρόθεση, προφανώς παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση της παραπονούμενης, η οποία εξαιτίας όσων βίωσε έχασε την ισορροπία της και κτύπησε».
Η λεπτομέρεια στην Έκθεση Αδικήματος στη λέξη «πραγματική» δεν απαιτείτο να αποδειχθεί, εφόσον δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος στο οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε. Αρκούσε η ύπαρξη σωματικής βλάβης που προδήλως η Παραπονούμενη υπέστη.
Ο Λόγος Έφεσης 16 απορρίπτεται.
Με το Λόγο Έφεσης 26 ο Εφεσείων διατείνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κατάφερε να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου προβάλλεται ότι το σύνολο και η ποιότητα της μαρτυρίας της Παραπονούμενης ήταν τέτοια, που δεν μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε ασφαλές συμπέρασμα ενοχής του Εφεσείοντα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Έχουμε ήδη εξετάσει όλα όσα αφορούσαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης στο πλαίσιο εξέτασης του Λόγου Έφεσης 18 και, συνεπώς, τα όσα καταγράφηκαν εκεί απαντούν και τα πιο πάνω, χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Ο Λόγος Έφεσης 26 απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Με το Λόγο Έφεσης 15 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε διαπίστωση ευρημάτων και «προαποφάσισε» από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως για το θέμα του κατά πόσο το άτομο στο εδώλιο του κατηγορούμενου ήταν το πρόσωπο που διέπραξε τα επίδικα αδικήματα.
Εξέταση της εκ πρώτης όψεως απόφασης αποκαλύπτει ότι το τι ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα είναι ότι, «υπάρχει εκ πρώτης όψεως άμεση και περιστατική μαρτυρία που να ταυτίζει τον κατηγορούμενο με το πρόσωπο το οποίο διέπραξε τα αδικήματα», σημειώνοντας παράλληλα ότι «η αξιολόγηση της θα γίνει στο τέλος της δίκης και δεν είναι επί του παρόντος».
Στη βάση των πιο πάνω, ο Λόγος Έφεσης 15 απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd and another v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320.
[2] Δέστε Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, 667:
«Η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται βεβαίως στον ίδιο τον Δικαστή. Χρήσιμο όμως είναι αυτή να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς.»
[3] Δέστε Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ.320.