ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Σταματίου, Κατερίνα Μαλαχτός, Χάρης Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Π. Σταύρου με Λ. Κάρνο, για τον Εφεσείοντα. Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-03-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο A. D. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 177/2021, 16/3/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:B96

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 177/2021)

 

 

 16 Μαρτίου, 2022

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

XXX A. D.,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Π. Σταύρου με Λ. Κάρνο, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων, ως αποτέλεσμα δικής του παραδοχής, καταδικάστηκε σε 20 Κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 6(3)(7) του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν. 91(Ι)/2014 (Κατηγορίες 1-3, 7-9, 13-15, 19, 25-27, 31-33, 37-39 και 43) και 12 Κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 4(1)(2)(φ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου, Ν. 119(Ι)/2000 και του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 21-24 και 45-52). Θύματα των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης και της κοινής επίθεσης ήταν οι ανήλικες Μ.M. και Ν.N., ενώ των αδικημάτων της κοινής επίθεσης η ανήλικη Α.A. και οι τρεις κόρες της συμβίας του Εφεσείοντα.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως είχαν τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, οι ανήλικες Μ.M., Ν.N. και Α.A. μετά το χωρισμό των γονέων τους διέμεναν μαζί με τη μητέρα τους και τον επίσης ανήλικο αδελφό τους Δ.Δ. Όταν η μητέρα τους γνώρισε τον Εφεσείοντα και δημιούργησε μαζί του δεσμό, αυτός μετακόμισε στην οικία της και διέμενε μαζί με την ίδια και τα παιδιά της.

 

Από το 2017 που ο Εφεσείων πλέον διέμενε στην ίδια οικία μαζί τους ως συμβίος της μητέρας τους, σε δέκα περιπτώσεις συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με την ανήλικη Μ.Μ., δηλαδή την χαΐδευε τόσο στο στήθος όσο και στα οπίσθια. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά του Εφεσείοντα λάμβανε χώρα σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού και παρόλο που η ανήλικη προσπάθησε να μιλήσει στη μητέρα της για όσα συνέβαιναν, δεν βρήκε ανταπόκριση. Η κακοποιητική συμπεριφορά του Εφεσείοντα προς την ανήλικη ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 2017, όταν αυτή ήταν 10 ετών και τερματίστηκε Φεβρουάριο του 2020, όταν έγινε η καταγγελία και αφού η ανήλικη ήταν πλέον 13 ετών. Όταν ο Εφεσείων προέβαινε σε αυτές τις πράξεις εις βάρος της εκείνη προσπαθούσε να τον απωθήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τον ένιωθε να τρίβεται πάνω της και να ακουμπά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ανήλικη, «κάτι σαν το σκουπόξυλο» (Κατηγορίες 1-3, 7-9, 13-15 και 19).

 

Κατά την ίδια περίοδο, δηλαδή μεταξύ Ιανουαρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2020, σε διάφορες περιπτώσεις, ο Εφεσείων επιτέθηκε στην ανήλικη, κτυπώντας την με τα χέρια του σε διάφορα σημεία του σώματος της (Κατηγορίες 21-24).

 

Οι πιο πάνω άνομες πράξεις του Εφεσείοντα διαπράχθηκαν κατά την περίοδο των τριών ετών που αυτός διέμενε με την ανήλικη, τα αδέλφια και τη μητέρα της.

 

Η ανήλικη Ν.Ν. κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου 2017, που ήταν                  11 ετών και μέχρι το Φεβρουάριο του 2020, που η ανήλικη ήταν πια                  14 ετών, υπήρξε και αυτή θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων σε δέκα περιπτώσεις κατά την πιο πάνω περίοδο συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις μαζί της, δηλαδή την χαΐδευε στο στήθος και στα οπίσθια (Κατηγορίες 25-27, 31-33, 37-39 και 43).

Κατά την ίδια περίοδο ο Εφεσείων σε τέσσερις περιπτώσεις κτύπησε την ανήλικη σε διάφορα σημεία του σώματος της (Κατηγορίες 45-48).

 

Σωματική βία ο Εφεσείων ασκούσε και στην ανήλικη Α.Α. Συγκεκριμένα, μεταξύ Ιανουαρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2020 σε τέσσερις περιπτώσεις ο Εφεσείων επιτέθηκε στην ανήλικη, κτυπώντας την με το χέρι σε διάφορα σημεία του σώματος της (Κατηγορίες 49-52).

 

Οι ανήλικες παραπέμφθηκαν για ψυχολογική αξιολόγηση από κλινικούς ψυχολόγους του Σπιτιού του Παιδιού. Όπως προέκυψε, τα αγγίγματα του Εφεσείοντα προς την ανήλικη Μ.Μ. της προκάλεσαν ψυχικά ενοχλήματα και τα έχει βιώσει ως σωματική παραβίαση. Η ανήλικη παρουσιάζει προβλήματα με όλες τις καταστάσεις που έχει βιώσει στο σπίτι της και έχει γίνει σύσταση για ατομική της θεραπεία για να μπορέσει να διαχειριστεί τις ψυχοσυναισθηματικές της δυσκολίες.

 

Η ανήλικη Ν.Ν. παρουσιάζει προφίλ χρόνια κακοποιημένου και παραμελημένου παιδιού. Τα αγγίγματα από τον Εφεσείοντα της έχουν προκαλέσει ψυχικά ενοχλήματα και τα έχει βιώσει ως παραβίαση του σώματος της, κάτι που επιδείνωσε την αυτοεκτίμηση της. Έγινε σύσταση για ατομική της θεραπεία με ψυχολόγο, ώστε να διαχειριστεί τις ψυχοσωματικές της δυσκολίες.

 

Η ανήλικη Α.Α. εμφάνιζε ψυχοσυναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες που πιθανό να συνδέονταν με τα περιστατικά ψυχολογικής και σωματικής κακοποίησης που έχει βιώσει.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 5 ετών στις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (Κατηγορίες 1-3, 7-9, 13-15, 19, 25-27, 31-33, 37-39 και 43) και συντρέχουσα ποινή φυλάκισης 6 μηνών στις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της κοινής επίθεσης (Κατηγορίες 21-24 και 45-52).

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 5 ετών είναι έκδηλα υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων, των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα, καθώς επίσης και του μέτρου της ποινής που θέτει η νομολογία.

 

Εξετάσαμε το Λόγο Έφεσης και τα όσα ανέφεραν τόσο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα, όσο και η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη ως προς το ύψος της ποινής, έχοντας υπόψη ότι το δύσκολο έργο της επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της.

 

Οι βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της εξουσίας επέμβασης του Εφετείου σε ποινές που επέβαλε πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5/10/2016[1], όπου λέχθηκαν τα εξής: 

 

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686XXX Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και XXX Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:B779)

 

 

Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, όπως αυτή προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, αλλά και από την ίδια τη φύση τους η οποία, ως ορθώς επεσήμανε, επιτάσσει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Επισημαίνεται ότι όταν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης διαπράττεται σε βάρος παιδιού ηλικίας κάτω των 13 ετών, η προνοούμενη κατά ανώτατο όριο ποινή είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης.[2] Δεν παρέλειψε δε να τονίσει την αυξητική τάση στη διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης όπως αυτή αναγνωρίζεται τόσο από τη νομολογία όσο και από τον όγκο υποθέσεων που τίθενται καθημερινά ενώπιον των Δικαστηρίων. Όπως δε εύστοχα το Κακουργιοδικείο επεσήμανε, «εύλογα, πλέον, υποθέσεις αυτής της φύσης μπορούν να χαρακτηριστούν ως μάστιγα για την κοινωνία, η οποία αμήχανη διαπιστώνει τη συχνότητα τέλεσης τέτοιων αδικημάτων. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιβεβλημένη.»

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης, αφού επεσήμανε ότι αυτή εντάσσεται στην κατηγορία της επαφής δια του αγγίγματος στο σώμα του θύματος, χωρίς να υπάρχει επαφή σε γυμνό σημείο, υπογράμμισε, με αναφορά στις περιστάσεις της περίπτωσης, ότι βαρύνουσα σημασία είχε το γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν σεβάστηκε τις δύο ανήλικες Παραπονούμενες, ούτε έλεγξε τις γενετήσιες επιθυμίες του, αλλά τις κακοποίησε σεξουαλικά σε δέκα διαφορετικές περιπτώσεις, σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού τους. Δεν διέφυγαν δε της προσοχής του Κακουργιοδικείου οι προσπάθειες της ανήλικης Μ.Μ. να απωθήσει τον Εφεσείοντα, χωρίς δυστυχώς αποτέλεσμα, εφόσον αυτός συνέχισε τις άνομες πράξεις του. Τονίστηκε, ακόμη, ότι η επαναλαμβανόμενη αυτή έκνομη συμπεριφορά του διήρκησε για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2017 μέχρι το Φεβρουάριο του 2020 και σε περίοδο που τα θύματα είχαν ηλικία μικρότερη των 13 ετών, στοιχείο που προσέδιδε στην υπόθεση ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ως επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα το Κακουργιοδικείο επεσήμανε το γεγονός ότι οι πράξεις του Εφεσείοντα στρέφονταν εναντίον των παιδιών της συμβίας του, προς τις οποίες ενείχε θέση πατέρα.

 

Παραθέτουμε πιο κάτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Αντί, λοιπόν, οι δύο παραπονούμενες να εισπράττουν φροντίδα και στήριξη από τον κατηγορούμενο, αναγκάζονταν να υποστούν τις απαράδεκτες ενέργειες του κατηγορούμενου και τα ολέθρια αποτελέσματα που αυτές επέφεραν στο ψυχικό τους κόσμο. Απαξία και αποτροπιασμό είναι που προκαλούν οι ενέργειες του κατηγορούμενου.»

 

Από την άλλη, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του προς όφελος του Εφεσείοντα και στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής, το λευκό ποινικό του μητρώο, καθώς επίσης και τη μεταμέλεια του ως εκφράστηκε από το συνήγορο του και ως συνάγετο από την παραδοχή του, έστω και στο χρόνο που τέθηκε στο Δικαστήριο, ήτοι στο αρχικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1.

 

Όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, η παραδοχή αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, ευπρόσδεκτη ενέργεια η οποία πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, αφού μια τέτοια εξέλιξη οδηγεί στο να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων (Χαρτούμπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Ιδιαιτέρως, όμως, σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, συνιστά σημαντικό στοιχείο το οποίο αντικατοπτρίζεται στην ποινή, αφού με αυτό τον τρόπο τα θύματα δεν χρειάζεται να επαναβιώσουν τα τραυματικά γεγονότα δίδοντας μαρτυρία προς απόδειξη των αδικημάτων (Σ.Κ. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2010) 2 Α.Α.Δ. 304 και F. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2019, ημερ. 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D412).

 

Δεν παρέλειψε, επίσης, το Κακουργιοδικείο να λάβει υπόψη του και τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα.

 

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής το Κακουργιοδικείο άντλησε λανθασμένη καθοδήγηση από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες βασίστηκε για να καταλήξει στο μέτρο της ποινής, ενώ τα πραγματικά περιστατικά των εν λόγω αποφάσεων ήταν εμφανώς πιο επιβαρυντικά από εκείνα της υπό κρίση υπόθεσης. Παρέπεμψε συγκεκριμένα στις υποθέσεις Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 51/2020, ημερ. 3/12/2020 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν., Ποινική Έφεση Αρ. 69/2017, ημερ. 5/12/2017.

 

Σε ό,τι αφορά την παραπομπή του Κακουργιοδικείου σε προηγούμενες υποθέσεις, όπως ορθά επισημάνθηκε, έγινε για να υπάρχει, κατά το δυνατό, κοινή προσέγγιση στην αντιμετώπιση των παραβατών. Ορθά επίσης υπογραμμίστηκε ότι οι ποινές που έχουν, κατά καιρούς, επιβληθεί σε παρόμοιες υποθέσεις ποικίλουν ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί ότι τέτοιες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση, δεδομένου ότι πολύ σπάνια εντοπίζεται ταυτοσημία στο βαθμό που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς ως προς την επιβολή παρόμοιας ποινής. Κατά συνέπεια, η αναφορά σε ποινές που έχουν επιβληθεί σε άλλες περιπτώσεις για το ίδιο ή συναφές αδίκημα μπορεί να είναι χρήσιμη εφόσον τα γεγονότα προσομοιάζουν (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και Σ.Γ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Aρ. 109/2020, ημερ. 10/3/2021).

 

Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012)                    2 Α.Α.Δ. 100, στην οποία παρέπεμψε και το Κακουργιοδικείο, «δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως των προηγούμενων αποφάσεων. Η κάθε υπόθεση εξετάζεται στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων που υπάρχουν και η κρίση της ορθότητας μιας ποινής, εάν δηλαδή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι συναρτάται με τα περιστατικά της υπόθεσης, την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή και τις προσωπικές συνθήκες εκάστου εφεσείοντα».

 

Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Πατούρη (ανωτέρω) ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Τα γεγονότα αφορούσαν δύο διαφορετικά, πλην όμως παρόμοια περιστατικά, τα οποία συνέβησαν σε δύο διαδοχικές ημερομηνίες. Στη μια περίπτωση ο Εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν σύντροφος της μητέρας της παραπονούμενης, τράβηξε τη φανέλα που φορούσε η παραπονούμενη, ηλικίας 13½ ετών και την έπιασε από το στήθος, σφίγγοντας την ταυτόχρονα. Το ίδιο περιστατικό συνέβηκε και την επόμενη ημέρα, μόνο που τη δεύτερη φορά ο Εφεσίβλητος «έγλειψε» την παραπονούμενη στο στήθος και τη φίλησε στο στόμα. Πρωτοδίκως του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, η οποία κατ' έφεση αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν. (ανωτέρω) ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε δύο κατηγορίες, η μία για το αδίκημα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και η άλλη για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης. Τα γεγονότα της υπόθεσης αφορούσαν ένα περιστατικό όπου ο Εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν σύντροφος της μητέρας της παραπονούμενης, έβαλε το χέρι του μέσα από το φόρεμα της ανήλικης, ηλικίας 6½ ετών και κάτω από το εσώρουχο της και «έτριψε τα γεννητικά της όργανα». Η ποινή των 18 μηνών που πρωτοδίκως είχε επιβληθεί ανατράπηκε κατ' έφεση και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθώς επεσήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, τα γεγονότα της υπόθεσης διέφεραν από εκείνα των πιο πάνω αποφάσεων, τόσο σε σχέση με τον αριθμό κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο δράστης, όσο και σε σχέση με τον αριθμό των θυμάτων. Επιπλέον, ουσιαστικό διαφοροποιητικό στοιχείο αποτελούσε το γεγονός ότι στην υπό κρίση περίπτωση η έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντα είχε διαρκέσει για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα, ήτοι για τρία και πλέον χρόνια και μάλιστα σε μία χρονική περίοδο όπου τα θύματα είχαν ηλικία μικρότερη από εκείνη των 13 ετών. Επιπλέον επιβαρυντικό στοιχείο, το οποίο υπήρχε στην παρούσα υπόθεση και δεν υπήρχε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν. (ανωτέρω) με βάση τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 19(γ) του Ν. 91(Ι)/2014[3], ήταν και το ότι οι πράξεις του Εφεσείοντα στρέφονταν εναντίον των παιδιών της συζύγου του προς τις οποίες αυτός ενείχε θέση πατέρα. Όλα τα πιο πάνω ορθώς αναδείχθησαν και λήφθησαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο καθορισμού των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιβαρυντικών της στοιχείων. Επιπλέον, το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι όλα αυτά συνέβαιναν εντός των διαφόρων δωματίων του σπιτιού των Παραπονουμένων, που υποτίθεται, προσθέτουμε εμείς, θα έπρεπε να είναι ένας χώρος όπου αυτές θα ένοιωθαν απόλυτα ασφαλείς και προστατευμένες. Δεν ήταν, επίσης, άνευ σημασίας, αλλά αντιθέτως ακόμη ένα επιβαρυντικό στοιχείο σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των επίδικων αδικημάτων και το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες της ανήλικης Παραπονούμενης Μ.Μ. να απωθήσει τον Εφεσείοντα όταν εκείνος προέβαινε στις άνομες πράξεις του, αυτές δεν ήταν ικανές να τον εμποδίσουν από του να προχωρήσει σε  τέτοιες πράξεις.

 

Οι αποφάσεις στις οποίες το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε είναι, επομένως ενδεικτικές.

 

Προβλήθηκε ακόμη από πλευράς του Εφεσείοντα ότι δεν προσμέτρησε από το Κακουργιοδικείο στην επιμέτρηση της ποινής ο παράγων της παραδοχής του, παρά μόνο φραστικά, ενώ καθόσον αφορά τις προσωπικές του περιστάσεις ούτε και σε αυτές αποδόθηκε η παραμικρή βαρύτητα παρά το ότι καταγράφονται «μηχανιστικά» στην πρωτόδικη απόφαση.

Από τη θεώρηση της πρωτόδικης Απόφασης διαπιστώνεται ότι το Κακουργιοδικείο, πριν να επιβάλει τη σχετική ποινή, έχει ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη, δίδοντας τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και στους ελαφρυντικούς και έχοντας ταυτόχρονα κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. Προσέγγισε δε ορθά την επιμέτρηση της με αναφορά στην αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα.

 

Κρίνουμε στο σημείο αυτό σκόπιμο να επαναλάβουμε τα όσα σχετικά ειπώθηκαν στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 178/2017, ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B457:

 

«Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

Επιβαλλόταν συνεπώς η ποινή, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του Εφεσείοντα, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες (Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση                     Αρ. 59/2016, ημερ. 23/3/2017).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Α.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση                     Αρ. 55/2019, ημερ. 12/4/2021, σε αδικήματα στα οποία ο πατέρας ή, στην προκείμενη περίπτωση, εκείνος που έχει τη θέση του πατέρα, αντί να είναι ο προστάτης των ανήλικων τέκνων της συμβίας του, γίνεται ο εφιάλτης τους προκαλώντας τους διάφορα ψυχικά ενοχλήματα, οι προσωπικές περιστάσεις και τα άλλα ελαφρυντικά που εδώ λήφθηκαν υπόψη, δεν μπορούν να έχουν καταλυτική επίδραση στην επιβολή της ποινής. 

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις η ποινή φυλάκισης των 5 ετών που του επιβλήθηκε δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η Έφεση πρέπει να αποτύχει.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                    Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                   Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Δέστε, επίσης, Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 53/2017, ημερ. 15/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, χχχ Bora v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 110/2019, ημερ. 29/9/2020.

[2] Δέστε εδάφια (3) και (7) του Άρθρου 6 του Ν. 91(Ι)/2014 του περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, που έχουν ως εξής:

 

(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος συμμετέχει σε σεξουαλική πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη.

 

(7) Όποιος διαπράττει οποιοδήποτε από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου και το θύμα είναι παιδί το οποίο, κατά την διάπραξη του αδικήματος, ήταν ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.

 

[3] 19. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9 και 15 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:

(α) .........

(β) ............

(γ) το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, από πρόσωπο που συγκατοικεί με το θύμα ή από πρόσωπο που έχει κάνει κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας·

(δ) ..........

(ε) ..........

(στ) ..........

(ζ) ............

(η)............

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο