public Παναγή, Περσεφόνη Ν. Δημητρίου, για τον εφεσείοντα. Γ. Σταύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-02-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο M. Χ. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2021, 4/2/2022 Δικαστική Απόφαση
ECLI:CY:AD:2022:D51
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2021)
4 Φεβρουαρίου, 2022
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. Χ.,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
------------
Ν. Δημητρίου, για τον εφεσείοντα.
Γ. Σταύρου για Γενικό Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
---------------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, 23 ετών τότε, αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορίες με βάση τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014 (Ν. 91(Ι)/2014), για πράξεις σεξουαλικής φύσεως («στοματικός έρωτας») στις οποίες παραδεκτά συμμετέσχε με16χρονο πρόσωπο, ήτοι, παιδί (αγόρι) που δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης, η οποία καθορίζεται στο Νόμο ως η ηλικία των 17 ετών.
Οι πράξεις του αυτές έτυχαν νομικής κατάταξης στο κατηγορητήριο ως ακολούθως:
(α) Ως αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(3) του Νόμου (κατηγορίες 1, 4, 7 και 8) και
(β) Ως αδικήματα κατά παράβαση του σοβαρότερου Άρθρου 6(4)(γ) του ίδιου Νόμου (κατηγορίες 2, 5, 9 και 10).
Κοινό συστατικό στοιχείο των δύο προνοιών είναι η συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί το οποίο δεν έχει φθάσει στην ηλικία συναίνεσης. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στη δεύτερη περίπτωση η συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί γίνεται με την χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής. Εξ ου και η διαφορετική προβλεπόμενη ποινή (20 χρόνια φυλάκιση για το πρώτο αδίκημα και φυλάκιση δια βίου για το δεύτερο αδίκημα).
Ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε τις παραπάνω κατηγορίες.
Παραδέχθηκε όμως κάποιες λιγότερο σοβαρές κατηγορίες (κατηγορίες 3 και 6), ήτοι της άσεμνης επίθεσης εναντίον άντρα, κατά παράβαση του Άρθρου 152 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (θωπείες σε διάφορα μέρη του σώματος) (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 5 έτη).
Κατά την ακρόαση αναφορικά με τις κατηγορίες που ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε, έδωσε μαρτυρία ο παραπονούμενος, αναφερόμενος σε εξαναγκασμό, βία και απειλές. Ο παραπονούμενος δεν αντεξετάστηκε και το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ως αληθή.
Η όλη αμυντική προσπάθεια της υπεράσπισης πρωτοδίκως περιορίστηκε αποκλειστικά σε σχέση με το κατά πόσο είχαν τηρηθεί τα δικαιώματα του εφεσείοντα κατά τη σύλληψη και την ανάκριση του. Επρόκειτο για παράδοξο εγχείρημα, εφόσον είχε προηγηθεί η κατάθεση ως τεκμήριο (τεκμ.3) της κατάθεσης του εφεσείοντα προς την Αστυνομία, όχι μόνο χωρίς ένσταση, αλλά και με δήλωση του δικηγόρου του ότι «αυτά», δηλαδή το περιεχόμενο της κατάθεσης, δεν αμφισβητούνται.
Με την κατάθεση του εφεσείοντα είχε δεχθεί ότι προέβαινε στις σεξουαλικές πράξεις που του αποδόθηκαν με τον 16χρονο, πλην όμως ήταν η θέση του ότι δεν άσκησε βία αλλά ότι «εθέλαν το τζιαι οι δκυο». Βέβαια συναίνεση εκ μέρους του 16χρονου εκ του Νόμου δεν νοείται. Ό,τι όμως έχει σημασία από τη θέση αυτή του εφεσείοντα είναι ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε εξαναγκασμός, βία ή απειλή.
Αφ' ης στιγμής δεν ηγέρθη ένσταση κατά τον χρόνο που είχε επιχειρηθεί η κατάθεση του τεκμ.3, αλλά αντίθετα εκδηλώθηκε από το δικηγόρο του η εμμονή του εφεσείοντα στο περιεχόμενο της, διερωτόμαστε πραγματικά προς τι να αναλωθεί η διαδικασία και μάλιστα να γίνει, υποτίθεται, ανάγκη να κληθεί ως μάρτυρας η αστυνομικός η οποία συνέλαβε τον εφεσείοντα, για ένα θέμα το οποίο δεν ήταν σχετικό με τα επίδικα θέματα και δεν βοηθούσε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση.
Μάλιστα, εν όψει της δήλωσης του δικηγόρου του ότι δεν αμφισβητείτο το περιεχόμενο της ομολογίας, έστω και αν δεν είχε γίνει τυπική παραδοχή στις αντίστοιχες κατηγορίες, είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου η θέση του εφεσείοντα ότι διέπραξε τις σεξουαλικές πράξεις με τον 16χρονο. Ως εκ τούτου η κατάθεση του στην Αστυνομία παρέμενε πλέον ως αθωωτική εξήγηση για τα σοβαρότερα αδικήματα. Συνεπώς, ακόμα και στον κατάλληλο χρόνο δεν θα χωρούσε ένσταση και δίκη εντός δίκης.
Όφειλε το δικαστήριο να ελέγξει τη διαδικασία και να περισώσει τον πολύτιμο δικαστικό χρόνο, αντί να αφεθεί στην παραδοξότητα μιας διαδικασίας που τα μέρη προκάλεσαν και απλώς να καταλήξει στο τέλος πλέον, στην τελική του απόφαση, ότι επρόκειτο για θέματα άσχετα, λέγοντας ότι δεν υπήρχε καμιά ένσταση σε σχέση με την κατάθεση της οποίας η θεληματικότητα δεν αμφισβητήθηκε. Παρά ταύτα, προέβη τελικά σε αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με τη λήψη της κατάθεσης και σε ευρήματα.
Επίδικο ζήτημα ήταν το κατά πόσο υπήρχε άσκηση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής ώστε να κατατάσσεται η συμπεριφορά του εφεσείοντα στις σοβαρότερες πρόνοιες του Άρθρου 6(4)(γ). Αφ' ης δε στιγμής είχε παραδεχθεί τις σεξουαλικές πράξεις με τον 16χρονο, αρνούμενος μόνο τη χειρότερη εκδοχή, το αναμενόμενο θα ήταν να είχε παραδεχθεί τις αντίστοιχες κατηγορίες 1, 4, 7 και 8, σε σχέση με τις οποίες τελικά με ρητή δήλωση του δικηγόρου του δεν προώθησε την έφεση.
Ως προς το επίδικο αυτό θέμα, έχουμε ήδη σημειώσει ότι ο παραπονούμενος δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με την εκδοχή του ότι ο εφεσείων τον χτυπούσε και τον απειλούσε. Με την έφεση όμως υποβάλλεται ότι το δικαστήριο είχε εξίσου ενώπιον του - και πάλι χωρίς αντεξέταση - την αντίθετη εκδοχή του εφεσείοντα. Αυτό είναι γεγονός το οποίο διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Τούτο διότι ο εφεσείων υιοθέτησε ενόρκως την εν λόγω κατάθεση του με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Παρά ταύτα, ούτε ο εφεσείων αντεξετάστηκε για την εκδοχή του αυτή.
Ο τρόπος με τον οποίο υιοθετήθηκε η κατάθεση μας εισάγει στο δεύτερο παράδοξο της υπόθεσης, εφόσον η αθωωτική, σε σχέση με τις σοβαρότερες κατηγορίες, εκδοχή του εφεσείοντα έλαβε τη μορφή μαρτυρίας, όχι με ενέργεια του δικηγόρου του, ο οποίος όταν τον εξέταζε ως μάρτυρα δεν του ζήτησε όπως υιοθετήσει το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του, ώστε τούτο να αποτελέσει την κυρίως εξέταση του ή μέρος αυτής, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Η υιοθέτηση της γραπτής κατάθεσης προέκυψε με ευθεία ερώτηση κατά την αντεξέταση κατά πόσο την αναγνωρίζει και υιοθετεί το περιεχόμενο της, οπότε ο εφεσείων απάντησε καταφατικά. Μέχρι σε εκείνο το στάδιο η κατάθεση του εφεσείοντα στην Αστυνομία είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου ως τεκμήριο 3, υπό την έννοια ότι αποτελούσε την εκδοχή του εφεσείοντα προς την Αστυνομία, περιλαμβάνουσα ομολογία για τα αδικήματα του Άρθρου 6(1)(3). «Για το τι ο κατηγορούμενος είπε», όπως το έθεσε εκείνη τη στιγμή ο δικηγόρος του, και όπως διευκρινίστηκε ρητά από το δικαστήριο «πρόκειται για την εκδοχή του». Με το να ζητηθεί η υιοθέτηση της από το δικηγόρο της άλλης πλευράς, κατέστη μαρτυρία ο περαιτέρω ισχυρισμός του, αθωωτικός για τα αδικήματα του Άρθρου 6(4)(γ). Παρέμεινε δε χωρίς αντεξέταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι η κατάθεση του εφεσείοντα κατέστη μαρτυρικό υλικό ενώπιον του και αξιολόγησε την υπόθεση επί της μαρτυρίας του παραπονούμενου και μόνο, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη ότι δεν αντεξετάστηκε και δεν του υποβλήθηκαν οι θέσεις της υπεράσπισης. Αλλά προκειμένου για τον εφεσείοντα είχε την εσφαλμένη αντίληψη ότι αυτός δεν είχε προωθήσει την εκδοχή του με μαρτυρία και ότι απλώς αναγνώρισε την κατάθεση του. Πιο συγκεκριμένα, αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα κατέγραψε τα εξής:
«Τέλος προχωρώ σε εξέταση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος δίδοντας μαρτυρία δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με τις ίδιες τις κατηγορίες που του αποδίδονται. Αναγνώρισε την κατάθεση του κατά την αντεξέταση του. Με την κατάθεση του αποδέχεται το γεγονός ότι έκανε στοματικό έρωτα στον παραπονούμενο και ότι ο παραπονούμενος του έκανε στοματικό έρωτα, πλην όμως ισχυρίζεται ότι ήταν με τη θέληση του παραπονούμενου και ότι δεν τον χτύπησε ή πίεσε. Πρόκειται δε για εκδοχή την οποία αφενός μεν δεν προώθησε ούτε με την κυρίως εξέταση του αφετέρου δε δεν τέθηκε στον παραπονούμενο προκειμένου να τοποθετηθεί.»
Και παρακάτω:
«Ό,τι αμφισβήτησε σαν γεγονός ο κατηγορούμενος είναι εάν του δόθηκαν τα δικαιώματα του πριν δώσει ανακριτική κατάθεση.»
Όμως η εκδοχή του εφεσείοντα είχε προωθηθεί ενόρκως ενώπιον του δικαστηρίου και παρέμεινε - και αυτή - χωρίς αντεξέταση, εφόσον μετά που ο δικηγόρος που τον αντεξέταζε προκάλεσε ώστε η κατάθεση να υιοθετηθεί ενόρκως, στη συνέχεια σε ουδεμία αντεξέταση τον υπέβαλε σε σχέση με το επίδικο ζήτημα και ουδόλως του υπέβαλε την εκδοχή του παραπονούμενου. Η αντεξέταση περιορίστηκε στο ζήτημα των συνθηκών σύλληψης και κράτησης του εφεσείοντα και στο κατά πόσο τηρήθηκαν τα δικαιώματα του ως ύποπτος.
Συνεπώς είναι βάσιμη η έφεση ότι το έργο της αξιολόγησης ήταν πλημμελές και θα πρέπει η καταδίκη στις σοβαρότερες κατηγορίες να παραμεριστεί. Μας έχει προβληματίσει το ενδεχόμενο επανεκδίκασης. Λαμβάνουμε όμως αφενός υπόψη ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2016 και αφετέρου ότι το αποτέλεσμα της έφεσης δεν θα είναι η απαλλαγή και η απελευθέρωση του εφεσείοντα αλλά η μείωση της τιμωρίας του, στα πλαίσια των αδικημάτων τη διάπραξη των οποίων εξαρχής δεν αρνήθηκε. Υπ' αυτές τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η επανεκδίκαση για τις σοβαρότερες κατηγορίες αντενδείκνυται.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 48 μηνών, μόνο στις σοβαρότερες κατηγορίες, ήτοι στις κατηγορίες 2, 5, 9 και 10. Δεν επέβαλε ποινές στις άλλες κατηγορίες, περιλαμβανομένων αυτών που είχε παραδεχθεί (κατηγορίες 3 και 6), επειδή προέκυπταν από τα ίδια γεγονότα. Ο παραμερισμός της καταδίκης στις κατηγορίες όπου επιβλήθηκαν ποινές, συμπαρασύρει και τις επιβληθείσες για τις κατηγορίες αυτές ποινές. Συνεπώς, η έφεση κατά της ποινής είναι άνευ αντικειμένου. Όμως θα πρέπει να επιβληθούν ποινές από το παρόν δικαστήριο στις κατηγορίες 1, 4, 7 και 8. Έχουμε υπόψη μας τους μετριαστικούς παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, αγορεύοντας στα πλαίσια του λόγου έφεσης κατά της ποινής.
Καταρχάς, αναμφίβολα κρίσιμη είναι η διαφορετική προσέγγιση του νομοθέτη αναφορικά με τη σοβαρότητα των δύο περιπτώσεων. Δεδομένη είναι η σοβαρότητα των κακουργημάτων του Άρθρου 6(1)(3) αλλά η απαξία, νομική, κοινωνική, και ανθρωπιστική των αδικημάτων του Άρθρου 6(4)(γ), αδιαμφισβήτητα καθιστά τα κακουργήματα αυτά ακόμα πιο σοβαρά. Συνεπώς, δικαιολογείται διαφορετική προσέγγιση αναφορικά με τα κακουργήματα του Άρθρου 6(1)(3). Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας κάλεσε περαιτέρω να λάβουμε υπόψη τον χρόνο που παρήλθε, ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου, ότι στο μεταξύ εφεσείων και παραπονούμενος παραμένουν φίλοι. Ισχυρίστηκε επίσης ότι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι εξαρχής είχε παραδεχθεί τη διάπραξη των σεξουαλικών πράξεων και ότι δεν αντεξετάστηκε ο παραπονούμενος. Περαιτέρω, έγινε αναφορά στις οικογενειακές του περιστάσεις και ελέχθη ότι είναι ο μοναδικός προστάτης της οικογένειας του. Εν τέλει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι πέραν της μείωσης της ποινής είναι κατάλληλη περίπτωση και για αναστολή εκτέλεσης της.
Δεν παραβλέπουμε τους μετριαστικούς παράγοντες στους οποίους έγινε αναφορά. Δεν παραβλέπουμε την καθυστέρηση, το λευκό ποινικό μητρώο και κάθε άλλο μετριαστικό παράγοντα. Ιδιαίτερη βεβαίως σημασία έχει το γεγονός ότι θα επιβληθεί ποινή με το δεδομένο ότι δεν υπήρξε εξαναγκασμός, βία ή απειλή. Επίσης ελλείπει ο επιβαρυντικός παράγοντας της μεγάλης διαφοράς ηλικίας δράστη-θύματος (Σ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 155/2019, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57). Όμως τα αδικήματα αυτής της φύσης είναι, εν πάση περιπτώσει, ιδιαιτέρως σοβαρά, προκαλούν κοινωνική αποστροφή και διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα. Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι επιβεβλημένη.
Υπό όλες τις περιστάσεις θα επιβάλουμε στις κατηγορίες 1, 4, 7 και 8 ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε μια ορίζοντας ότι οι ποινές θα συντρέχουν.
Η αναστολή εκτέλεσης των ποινών χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος θα έδιδε το λανθασμένο μήνυμα και θα εξουδετέρωνε τη διαπιστωθείσα ανάγκη για αποτρεπτική λειτουργία της ποινής.
Η καταδίκη και οι ποινές στις κατηγορίες 2, 5, 9 και 10 παραμερίζονται και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες αυτές.
Επιβάλλονται στον εφεσείοντα ποινές φυλάκισης 2 ετών στις κατηγορίες 1, 4, 7 και 8. Οι ποινές να συντρέχουν.
Π. Παναγή, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο