ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D80
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/20)
10 Φεβρουαρίου, 2022
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
xxx ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------
Ε. Ευσταθίου για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα.
Αντ. Αντωνίου με Γ. Μάρκου (κα) και Μ. Μιχαηλίδη, ασκούμενους δικηγόρους, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
---------------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο, μετά από παραδοχή του, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης από τρεις μήνες μέχρι δέκα χρόνια, ως ακολούθως:
1. Παράνομη κατοχή καννάβεως (5 κιλά και 950,3 γρ.) με σκοπό την προμήθεια, ποινή φυλάκισης 10 ετών.
2. Πλαστοπροσωπία, ποινή φυλάκισης ενός έτους.
3. Πλαστογραφία, ποινή φυλάκισης 1½ έτους.
4. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, ποινή φυλάκισης 1½ έτους.
5. Επίθεση εναντίον αστυνομικού, με σκοπό τη ματαίωση νόμιμης σύλληψης και κράτησης, ποινή φυλάκισης ενός έτους.
6. Άρνηση παραχώρησης δειγμάτων γραφής, ποινή φυλάκισης τριών μηνών.
To Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, αλλά και την παραδοχή του εφεσείοντα ως στοιχείο έμπρακτης μεταμέλειας.
Επίσης έλαβε υπόψη του τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, όπως τέθηκαν από την υπεράσπιση, ότι δηλαδή ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους στην υπόθεση των ναρκωτικών και ότι εκτελούσε χρέη μεταφορέα των ναρκωτικών, τα οποία δεν ανήκαν σε αυτόν, αλλά σε τρίτους. Σημείωσε προς τούτο τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι οι έμποροι ναρκωτικών εκμεταλλευόμενοι τον εθισμό του στα ναρκωτικά και την οικονομική του δυσπραγία, του υποσχέθηκαν να του προσφέρουν το ποσό των €200 προς εξασφάλιση της δόσης του για την επίδικη μεταφορά, καθιστώντας τον υποχείριο και πειθήνιο όργανο τους.
Σε ότι αφορά τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του εφεσείοντα επί τη βάσει έκθεσης κοινωνικής έρευνας. Είναι ηλικίας 34 ετών. Είναι συστηματικός χρήστης ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ από την ηλικία των 15 ετών. Προσπάθησε πολλές φορές να ακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Από σχέση που διατηρούσε απέκτησε ένα παιδί ηλικίας 2½ ετών, με το οποίο δεν φαίνεται να διατηρεί επαφή. Με την πρώην συμβία του διαζεύχθηκαν πριν από δύο έτη. Ο αδελφός του, ηλικίας 30 ετών, ενεπλάκη σε δυστύχημα με αποτέλεσμα να καταστεί παραπληγικός. Η μητέρα του δεν εργάζεται και λαμβάνει κρατικό επίδομα, έχει υποστεί και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι ο εφεσείων βαρύνεται με τρεις προηγούμενες καταδίκες:
1. Ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για το κακούργημα της ληστείας (ημερομηνία καταδίκης: 14.7.2004), στην οποία λήφθηκε υπόψη και άλλη υπόθεση για τρεις διαρρήξεις.
2. Συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι τεσσάρων ετών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών τάξεως Α (ημερομηνία καταδίκης: 11.12.2007).
3. Συντρέχουσες ποινές φυλάκισης μέχρι τεσσάρων ετών για μεταφορά πυροβόλου όπλου (πιστολιού) και άλλα αδικήματα (ημερομηνία καταδίκης: 21.12.2010).
Σε ότι αφορά στις προηγούμενες καταδίκες το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η μία εξ αυτών αφορούσε σε παρόμοια αδικήματα, αλλά και πως γενικότερα οι προηγούμενες αυτές καταδίκες είναι ενδεικτικές της στάσης του εφεσείοντα έναντι του νόμου, χωρίς να σημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί η εντύπωση πως θα τιμωρηθεί για δεύτερη φορά ή ότι θα πρέπει να επιβληθεί ποινή πέραν εκείνης που επιβάλλει η σοβαρότητα των γεγονότων της υπό κρίση τώρα υπόθεσης.
Η ποινή εφεσιβάλλεται ως εκδήλως υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του εφεσείοντος (λόγος έφεσης αρ.1). Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι ο προηγούμενος εγκλεισμός του εφεσείοντα στη φυλακή για πάρα πολλά χρόνια δεν οδήγησε στην αναμόρφωση του και κατ' ουσία η επιβληθείσα τώρα ποινή της δεκαετούς φυλάκισης θα έχει μόνο τιμωρητικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια του, της οποίας οι περιστάσεις είναι ιδιάζουσες, παρά αναμορφωτικό για τον εφεσείοντα. Αναφέρεται επίσης ότι η μακρά φυλάκιση εκφεύγει του διττού σκοπού της ποινής και ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι συνέπειες στους τρίτους, στην οικογένεια του.
Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης σχετίζεται με την αποτυχία του συστήματος να αναμορφώσει τον εφεσείοντα, δια της επιβολής ποινών στερητικών της ελευθερίας, όπως έγινε στο παρελθόν. Απέδωσε στο Κακουργιοδικείο σφάλμα, διότι έλαβε τις προηγούμενες καταδίκες ως επιβαρυντικό παράγοντα και όχι ως έλλειψη μετριαστικού παράγοντα. Παρέπεμψε δε στην αναφορά από το σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, G.M. Pikis, 2nd ed., 2007, σελ.60, ότι «Ιn a good number of cases, the Supreme Court took pains to stress that in no circumstances can previous convictions provide justification for passing a heavier sentence than the gravity of the case warrants.» Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι το δικαστήριο παρέλειψε να προσδώσει την απαραίτητη βαρύτητα στις προσωπικές του συνθήκες και ειδικά στο γεγονός ότι η ποινή η οποία επεβλήθη ήταν σκληρή προς τρίτους, μέλη της οικογένειας του, η οποία ουσιαστικώς έχει τραυματιστεί μετά το βαρύτατο τραυματισμό του αδελφού του, τον οποίο ο ίδιος φροντίζει και είχε υπό την προστασία και φύλαξη του.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης εγείρεται ζήτημα ανισότητας της ποινής εφόσον ο εφεσείων δεν ήταν ο μόνος αδικοπραγείσας και πίσω από αυτόν υπήρχαν άλλα πρόσωπα τα οποία διέφυγαν της τιμωρίας. Στην αιτιολογία αναφέρεται πως ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά εκτελούσε χρέη μεταφορέα ως υποχείριο των εμπόρων ναρκωτικών. Παρά το ότι τα πιο πάνω αναδείκνυαν την εμπλοκή τρίτων προσώπων, αυτή δεν προσμέτρησε ως μετριαστικός παράγοντας για τον εφεσείοντα. Αγορεύοντας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι ναι μεν σημειώθηκε ο δευτερεύων ρόλος του εφεσείοντα στη διάπραξη του αδικήματος σε σχέση με τα ναρκωτικά, πλην όμως στην ουσία δεν αξιολογήθηκε κατά την επιμέτρηση της ποινής, με αποτέλεσμα αυτή να μην αντικατοπτρίζει τον περιορισμένο του ρόλο.
Ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα απάντησε καταρχάς ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της αιτιολογίας στο δικόγραφο της έφεσης και στην επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης στο διάγραμμα αγόρευσης του, με την οποία ό,τι προωθήθηκε ήταν ο ισχυρισμός πως οι προηγούμενες καταδίκες λήφθηκαν ως επιβαρυντικός παράγοντας και όχι υπό την έννοια της «έλλειψης μετριαστικού παράγοντα». Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε σωστά το ζήτημα των προηγούμενων καταδικών. Σε ότι αφορά την επίδραση στην οικογένεια του, αντέτεινε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε δεόντως υπόψη τις οικογενειακές περιστάσεις.
Σε ότι αφορά στο δεύτερο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα εισηγήθηκε ότι η αναφορά σε άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα ήταν γενική και αόριστη και δεν υπήρχε μαρτυρία εναντίον συγκεκριμένων προσώπων. Ο ίδιος μάλιστα ο εφεσείων, κατά το ανακριτικό στάδιο, σε καμιά περίπτωση δεν έκαμε αναφορά σε κανένα άλλο πρόσωπο.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρείται ασάφεια ως προς το παράπονο του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, η παρέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν η ποινή θεωρείται έκδηλα, δηλαδή εξ αντικειμένου, υπερβολική. Η έννοια της υπερβολής έχει επεξηγηθεί επιγραμματικά στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525:
«.Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:-
(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και
(2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείριση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου. Το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγκλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.»
Σκοπός της έφεσης δεν είναι ο επανακαθορισμός της ποινής (Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13, 5.10.2016, Κυπρίζογλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 53/17 κ.α., 15.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465).
Σε περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικής ποινής, έστω και αν η υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη δεν ατονεί, δεν πρέπει η εξατομίκευση να εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος ή την ανάγκη αποτροπής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603).
Σε ότι τις προηγούμενες καταδίκες το Κακουργιοδικείο τις έλαβε υπόψη στην ορθή τους διάσταση, ήτοι ως επιβαρυντικό παράγοντα υπό την έννοια ότι το βεβαρημένο ποινικό μητρώο μειώνει τα περιθώρια επιείκειας (Τσαπατσάρης ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 451). Ό,τι δεν είναι επιτρεπτό είναι η επιβολή τέτοιας ποινής ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος τιμωρείται για δεύτερη φορά και κατά τρόπο αυστηρότερο απ' ότι η συγκεκριμένη περίπτωση θα επέτρεπε. Στο σύγγραμμα που η υπεράσπιση έχει επικαλεστεί, Sentencing in Cyprus, G.M. Pikis, σελ.59, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Previous convictions are an aggravating factor, in the sense that they justify the withholding of leniency that might otherwise be extended by reference to the facts surrounding the case and the circumstances of the accused, leading to the imposition of a severer punishment than would otherwise by the case. But in no way can they justify the imposition of a severer sentence than the gravity of the offence warrants. To do so would be tantamount to punishing the offender twice over for a crime or crimes committed in the past.»
Σε ότι αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος δημόσιος κατήγορος για τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με συγκεκριμένα πρόσωπα ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι δεν διώχθηκαν κατά τρόπο που να δικαιολογούσε να ληφθεί τούτο υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα.
Δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
/φκ