ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363
Χατζηιωάννου Μάρω ν. Δημήτρη Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ 62
Γιωργαλλίδης Φοίβος ν. Δήμου Λάρνακος (2001) 2 ΑΑΔ 789
CORINA SNACKS LIMITED ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, Ποινική Έφεση αρ. 212/2015, 29/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:B258
CORINA SNACKS LIMITED ν. ΟΡΦΑΝΙΔΗ, Ποινική Έφεση Αρ. 212/2015, 15/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B502
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:B63
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 179/2021)
15 Φεβρουαρίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS LTD
Εφεσείοντες
ν.
xxx ΚΑΖΑΜΙΑ
Εφεσίβλητου
____________________
Φρ. Βαρκάρης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Κώστα (κα) για Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αθωώσει και απαλλάξει τον Εφεσίβλητο από επτά κατηγορίες για έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως έχει τροποποιηθεί.
Επρόκειτο για ισάριθμες επιταγές της Σ.Π.Ε. Αλληλεγγύης Λτδ, η Σ.Π.Ε., που είχαν εκδοθεί έναντι του λογαριασμού του Εφεσίβλητου. Δικαιούχος τους ήταν η πρώην συγκατηγορούμενη 2 η οποία, αφού τις οπισθογράφησε, τις παρέδωσε στο δικηγόρο της Εφεσείουσας, παραπονούμενης εταιρείας. Οι επιταγές κατατέθηκαν σε λογαριασμό της Εφεσείουσας στην Τράπεζα Κύπρου και επιστράφηκαν απλήρωτες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχαν αποδειχτεί, στον απαιτούμενο βαθμό, δύο συστατικά στοιχεία του αδικήματος των κατηγοριών. Η έκδοση των επιταγών από τον Εφεσίβλητο και η παρουσίαση τους για πληρωμή στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν, δηλαδή στη Σ.Π.Ε.
Οι δύο επιμέρους κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλονται με τους λόγους έφεσης 1 και 2 αντίστοιχα.
Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας υποστήριξε ενώπιον μας ότι μαρτυρία που αποδείκνυε αμφότερα τα συστατικά στοιχεία είχε δοθεί από τη μάρτυρα τραπεζική υπάλληλο, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι η μαρτυρία του μόνου άλλου μάρτυρα που είχε καλέσει προς απόδειξη των κατηγοριών, του υπάλληλου του λογιστηρίου της Εφεσείουσας, δεν είχε κάτι ουσιαστικό να προσφέρει προς την κατεύθυνση αυτή.
Η τραπεζική υπάλληλος εργαζόταν στην ΚΕΔΙΠΕΣ, όπως μετονομάστηκε η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα. Δεν εξηγήθηκε η διασύνδεση με τη Σ.Π.Ε. Αλληλεγγύης Λτδ, όμως υπήρχε μαρτυρία που συνέδεε τη μάρτυρα με αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μάρτυρας εργαζόταν στη Σ.Π.Ε. και επί του προκειμένου δεν υπάρχει αντέφεση.
Στην κύρια εξέταση της, η μάρτυρας ρωτήθηκε σε σχέση με τις επίδικες επιταγές: «Έχουν παρουσιαστεί στην τράπεζά σας, στο κατάστημα σας;» και απάντησε: «Πρέπει να έχουν παρουσιαστεί, υπάρχει και η σφραγίδα μας πάνω.» και στη συνέχεια: «Οι σφραγίδες σε όλες τις επιταγές, λέει η πρώτη σφραγίδα είναι να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα, και μετά σφραγίζονται λογαριασμοί, παγοποιήθηκε Κ.Α.Π.».
Σε σχέση με την υπογραφή στη θέση του εκδότη, είπε ότι κατά την παρουσίαση κάθε επιταγής στην τράπεζα, αυτή ελέγχεται με το δείγμα υπογραφής του δικαιούχου του λογαριασμού και μετά τίθεται η σφραγίδα της τράπεζας. Για τις επίδικες επιταγές απάντησε ότι: «Πρέπει να έγιναν οι έλεγχοι». Ο έλεγχος, εξήγησε, συνίσταται σε σύγκριση με το αντίγραφο δείγματος της υπογραφής του δικαιούχου του λογαριασμού που η τράπεζα διατηρεί «σκαναρισμένο» στους ηλεκτρονικούς της υπολογιστές και που έχει λάβει από τον πελάτη της κατά το άνοιγμα του λογαριασμού του. Κατά την αντεξέταση της, είπε πως δεν γνώριζε κατά πόσο ο υπάλληλος της τράπεζας ενώπιον του οποίου η κάθε επιταγή είχε παρουσιαστεί για να πληρωθεί, είχε γνώσεις ειδικού για να προβεί στη σύγκριση και στη συνέχεια απάντησε ότι αυτός δεν έχει γνώσεις γραφολογίας. Επίσης, ότι η ίδια δεν ήταν παρούσα όταν ανοίχτηκε ο επίδικος λογαριασμός και δόθηκε το δείγμα υπογραφής.
Θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης 2, γιατί ο όποιος έλεγχος της υπογραφής θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον η επιταγή είχε παρουσιαστεί στην Σ.Π.Ε.
Η υπάλληλος της τράπεζας είχε κάμει καλή εντύπωση ως μάρτυρας στο πρωτόδικο Δικαστήριο που ωστόσο έκρινε ότι: «οι ισχυρισμοί της που είναι σχετικοί με τα κρίσιμα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης δεν έχουν την απαραίτητη βεβαιότητα. Κατά την κυρίως εξέτασή της δεν απάντησε με βεβαιότητα κατά πόσο οι επίδικες επιταγές παρουσιάστηκαν στην τράπεζα που εργάζεται. Η απάντηση που έδωσε δεν φανερώνει βεβαιότητα αλλά πιθανότητα αφού χρησιμοποίησε τις λέξεις «πρέπει να έχουν παρουσιαστεί». Ισχυρίστηκε επίσης ότι στις εν λόγω επιταγές υπάρχει και η σφραγίδα της τράπεζας στην οποία εργάζεται αλλά αυτός ο ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται από τις σφραγίδες που τέθηκαν στις εν λόγω επιταγές. Η εν λόγω σφραγίδα είναι ίδια σε 6 από τις 7 επίδικες επιταγές και διαφέρει μόνο η ημερομηνία της και έχει ως εξής: «BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD - DALI BRANCH (0119)». Σε μια άλλη από τις 7 επίδικες επιταγές υπάρχει η σφραγίδα «BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD - DHASOUPOLIS BRANCH (0106) STROVOLOS - NICOSIA». Στις επίδικες επιταγές δεν τοποθετήθηκε άλλη σφραγίδα που να υποδηλώνει ότι αυτές πράγματι παρουσιάστηκαν στη Σ.Π.Ε. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ αλλά ούτε και υπέδειξε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να αποδεικνύει με σαφήνεια και ξεκάθαρα κατά πόσο αυτό πράγματι έγινε, και εάν έγινε, πότε και με ποιο τρόπο παρουσιάστηκαν στη Σ.Π.Ε. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ».
Οι επίδικες επιταγές φέρουν τρεις σφραγίδες η κάθε μία. Υπάρχει μία σφραγίδα της Τράπεζας Κύπρου, με το όνομα της: «BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD», που επιμαρτυρεί την ημερομηνία κατάθεσης της και το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στο οποίο έγινε η κατάθεση. Οι άλλες δύο σφραγίδες δεν περιλαμβάνουν όνομα τράπεζας. Η μια αναφέρει «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα» και η άλλη ότι ο «ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΠΑΓΟΠΟΙΗΘΗΚΕ - ΚΑΠ». Παρατηρείται ότι σε κάθε επιταγή η ημερομηνία στις δύο τελευταίες σφραγίδες είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας στην πρώτη σφραγίδα.
Ήταν πρόδηλο ότι η μάρτυρας αναφερόταν στις δύο σφραγίδες, που δεν φέρουν το όνομα της τράπεζας που τις σφράγισε. Τις είχε αναγνωρίσει ως σφραγίδες της τράπεζας όπου εργαζόταν. Οι σφραγίδες είχαν ημερομηνίες συμπληρωμένες χειρόγραφα με κόκκινο μελάνι, κάθε φορά μεταγενέστερη της ημερομηνίας της σφραγίδας με το όνομα της Τράπεζας Κύπρου. Η θέση της μάρτυρος δεν είχε αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση της. Αυτό δεν ήταν βέβαια καθοριστικό. Αν ο Εφεσίβλητος δεν είχε ιδία γνώση, δικαίως δεν υπέβαλε οτιδήποτε περί του αντιθέτου. Εναπόκειτο, σε κάθε περίπτωση, στην Εφεσείουσα να πείσει το Δικαστήριο με θετική μαρτυρία ότι οι επιταγές είχαν όντως παρουσιαστεί στη Σ.Π.Ε.
Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε την ορθή διάσταση στη μαρτυρία της υπαλλήλου της τράπεζας. Δεν ήταν ζήτημα εκτίμησης της μάρτυρος κατά πόσο οι επιταγές είχαν παρουσιαστεί στην Σ.Π.Ε. Η πεμπτουσία της μαρτυρίας της συνίστατο στην αναγνώριση των δύο άλλων σφραγίδων ως σφραγίδων της Σ.Π.Ε. Εναπόκειτο πλέον στο εκδικάζον Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο η μαρτυρία αυτή καταδείκνυε με βεβαιότητα ότι οι επιταγές, που έφεραν τις σφραγίδες αυτές, είχαν παρουσιαστεί στη Σ.Π.Ε. Το ζήτημα, η εξάλειψη δηλαδή της λογικής αμφιβολίας, κρίνεται με βάση την ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέφρασε αμφιβολία ως προς την εντιμότητα της μάρτυρος και την από μέρους της θετική αναγνώριση των σφραγίδων στις οποίες αναφερόταν. Εφόσον οι σφραγίδες αναγνωρίστηκαν από τη μάρτυρα και η μαρτυρία της έγινε πιστευτή, το αναπόδραστο εύρημα θα έπρεπε να ήταν ότι οι επιταγές είχαν παρουσιαστεί στη Σ.Π.Ε.
Ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει. Για να ανατραπεί όμως το αθωωτικό αποτέλεσμα θα πρέπει να στεφθεί με επιτυχία και ο λόγος έφεσης 1.
Το πρώτο ζήτημα που έθιξε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας είναι ότι ζήτημα μη απόδειξης του συστατικού στοιχείου της έκδοσης των επιταγών δεν είχε αναφερθεί στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τότε αθωώσει και απαλλάξει τον Εφεσίβλητο στη βάση ότι δεν αποδεικνυόταν εξ αντικειμένου η παρουσίαση των επιταγών στη Σ.Π.Ε., με την απόφαση του να ανατρέπεται κατ' έφεση (OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS LTD ν. Καζαμία κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ. 218/2020, ημερ.9.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:B245) και να διατάσσεται η συνέχιση της διαδικασίας, όπως και έγινε.
Δεν βρίσκουμε πως οτιδήποτε θα μπορούσε να εμποδίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στην επιμέρους προσβαλλόμενη κατάληξη του. Όταν είχε αποφασίσει να μην καλέσει τον Εφεσίβλητο σε απολογία, ήταν αρκετή η διαπίστωση του ότι δεν αποδεικνυόταν εξ αντικειμένου ένα συστατικό στοιχείο του αδικήματος των κατηγοριών. Δεν απαιτείτο να είχε αποφανθεί και επί άλλου.
Για την απόδειξη της έκδοσης των επίδικων επιταγών από τον Εφεσίβλητο, ήταν απαραίτητο να αποδειχτεί ότι τις είχε υπογράψει. Στις περιστάσεις της υπόθεσης, η απόδειξη θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από αξιόπιστη μαρτυρία σύγκρισης των υπογραφών στις επιταγές με επιβεβαιωμένο δείγμα της υπογραφής του.
Σημειώνουμε και εδώ ότι η μη υποβολή στους μάρτυρες κατηγορίας ότι η υπογραφή στις επιταγές δεν ήταν του Εφεσείοντα δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, αφού κανένας μάρτυρας δεν ανάφερε ότι επρόκειτο για την υπογραφή του. Ο υπάλληλος του λογιστηρίου της Εφεσείουσας τις παρέλαβε από τον δικηγόρο του Εφεσίβλητου υπογραμμένες, η δε υπάλληλος της τράπεζας περιορίστηκε στο να εκθέσει τη συνήθη διαδικασία που ακολουθείται στη Σ.Π.Ε. όταν μια επιταγή παρουσιάζεται προς πληρωμή. Δηλαδή ότι ελέγχεται με την μέθοδο της σύγκρισης με το δείγμα που έχουν.
Ακόμα και εάν, στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί σε εύρημα ότι έγινε έλεγχος από κάποιο υπάλληλο της Σ.Π.Ε., τα μόνα στοιχεία σε σχέση με την ποιότητα και αξιοπιστία του ελέγχου αυτού, ήταν μάλλον αρνητικά παρά θετικά. Δεν δόθηκε καμιά πληροφόρηση ως προς τη διαδικασία της σύγκρισης, παρά μόνο ότι αυτή διενεργείται από μη γραφολόγο και χωρίς επιβεβαίωση ότι αυτός έχει συναφείς γνώσεις ειδικού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε μεταξύ άλλων στη μνημειώδη υπόμνηση στην Λοΐζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365-6, ότι: «Η απόδειξη της κατηγορίας, και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ' ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη». Υπόμνηση που συνδράμει αυτό που καταγράφεται στο σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 1η έκδ. 2014, 244, ότι το τεκμήριο της κανονικότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί για να αποδείξει συστατικό στοιχείο ποινικού αδικήματος. Γίνεται αναφορά στην αγγλική υπόθεση Dillon v. R. [1982] 1 All E.R. 1017, η οποία μνημονεύεται και στην Γιωργαλλίδης ν. Δήμου Λάρνακας (2001) 2 Α.Α.Δ. 789, 792. Παρέπεμψε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Χ''Ιωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62, 64, όπου αναφέρθηκε σε σχέση με την έκδοση επιταγής ότι: «ο κατήγορος όφειλε να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, την πατρότητα της υπογραφής».
Ήταν η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «ο ισχυρισμός που προέβαλε κατά την κυρίως εξέτασή της αναφορικά με τον έλεγχο της υπογραφής που γίνεται όταν μια επιταγή παρουσιάζεται στην τράπεζα για πληρωμή και κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση έγινε ο ως άνω έλεγχος διαπιστώνω πως ούτε για αυτό το θέμα ήταν βέβαιη αφού απάντησε λέγοντας ότι «πρέπει να έγιναν» κάτι το οποίο κατά την κρίση μου δεν είναι απόδειξη βεβαιότητας αλλά πιθανότητας. Επίσης όσα ισχυρίστηκε σε σχέση με την ως άνω διαδικασία που ακολουθείται κρίνω ότι δεν εμπίπτουν σε κανένα από τους νομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης της πατρότητας μιας υπογραφής που αναφέρθηκαν πιο πάνω και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός».
Προκύπτει ότι η αιτιολογία ήταν διττή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι πράγματι είχε διενεργηθεί έλεγχος, αλλά ακόμα και να είχε γίνει δεν θα είχε ικανοποιηθεί ότι ήταν της ποιότητας εκείνης που θα του παρείχε ασφάλεια για να αποφανθεί ότι οι υπογραφές στις επίδικες επιταγές ήταν του Εφεσίβλητου.
Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της από την περίπτωση στην Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. Αρ.212/2015, ημερ.29.5.2018, όπου, παρά την απουσία τόσο αυτόπτη μάρτυρα της υπογραφής των επίδικων επιταγών όσο και μαρτυρίας γραφολόγου, το Εφετείο κατέληξε ότι η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί ήταν αρκετή για να αποδειχτεί, πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι ο εφεσίβλητος είχε υπογράψει τις επίδικες επιταγές.
Σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, είχε δοθεί μαρτυρία από δύο πρόσωπα που είχαν προβεί σε συγκρίσεις των επίδικων υπογραφών. Ο εμπορικός διευθυντής της εφεσείουσας, παραπονούμενης εταιρείας, ήταν εξοικειωμένος με την υπογραφή του εφεσίβλητου από προηγούμενη αλληλογραφία και σύγκρινε τις επίδικες υπογραφές με υπογραφές σε επιστολές, που όμως δεν ήταν παρών όταν υπογράφτηκαν. Περαιτέρω, υπάλληλος της τράπεζας επί της οποίας είχαν εκδοθεί, είχε συγκρίνει την υπογραφή στις επίδικες επιταγές με δείγμα που υπήρχε στην τράπεζα το οποίο όμως δεν είχε ληφθεί στην παρουσία του. Ανάφερε το Εφετείο ότι η μαρτυρία αυτή θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί σε συνδυασμό με τις ενδείξεις με βάση τις οποίες οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες, ως προς την αλήθεια των οποίων το Άρθρο 305Α(3) του Κεφ.154[1] δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το λόγο για τον οποίο δεν πληρώθηκε μια επιταγή. Με παραπομπή στην VBH (Cyprus) Ltd v. Windoors UPVC Systems Ltd κ.ά., Ποιν. Έφ. Αρ.204/2014, ημερ.28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B428, αναφέρθηκε ότι με τη ρύθμιση αυτή του νόμου καθιερώθηκε μαχητό τεκμήριο κανονικότητας ως προς την εσωτερική διαδικασία μιας τράπεζας η οποία απολήγει σε εκ πρώτης όψεως αποδοχή της αναφοράς επί της επιταγής. Σημειώθηκε, ωστόσο, ότι αυτά δεν αναφέρονταν ως καθοριστικά, από μόνα τους, για το ζήτημα της απόδειξης της υπογραφής, αλλά μπορούσαν να συνεκτιμηθούν μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας ως περιστατική μαρτυρία σε σχέση με την πατρότητα και τη γνησιότητα της επιταγής, ως εγγράφου. Και στην περίπτωση εκείνη οι επιταγές είχαν συνδεθεί με χρέη εταιρείας που ήταν μέλος ομίλου εταιρειών με εκτελεστικό διευθυντή τον εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει τις επιταγές της εταιρείας. Αναφέρθηκε, ακόμα, ότι δεν ήταν σε κανένα στάδιο η θέση της υπεράσπισης ότι οι επιταγές είχαν πλαστογραφηθεί, ούτε και ο εφεσίβλητος, που προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση, άφησε ανοικτό τέτοιο ενδεχόμενο. Αντίθετα είχε αναφέρει ότι, αν έστω περνούσε από το μυαλό του ότι υπήρχε ακόμα και η ελάχιστη πιθανότητα να μην τιμηθεί κάποια επιταγή, ο ίδιος δεν θα υπέγραφε.
Στην προκειμένη περίπτωση το πρόσωπο που προέβηκε στον όποιο έλεγχο, αν πράγματι είχε γίνει έλεγχος δεν παρουσιάστηκε ως μάρτυρας στη δίκη. Κατά την αντεξέταση του υπαλλήλου του λογιστηρίου της Εφεσείουσας υποβλήθηκαν ερωτήσεις ώστε να επιβεβαιωθεί ότι ο μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή τους, ενώ κατά την αντεξέταση της υπαλλήλου της τράπεζας τέθηκε υπό αμφισβήτηση η κατάρτιση του όποιου υπαλλήλου της Σ.Π.Ε. που είχε ελέγξει την γνησιότητα της υπογραφής του εκδότη. Και ο Εφεσίβλητος τήρησε σιωπή χωρίς να έχει, έστω και εμμέσως παραδεχτεί οτιδήποτε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες και δεν διαμόρφωσε την απαραίτητη βεβαιότητα στη σκέψη του για την ενοχή του Εφεσίβλητου. Η εκτίμηση του ήταν δικαιολογημένη στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του. Η κατάληξη του παραμένει άτρωτη. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει ως προς το λόγο έφεσης 2 και αποτυγχάνει ως προς το λόγο έφεσης 1. Η πρωτόδικη απόφαση παραμένει ισχυρή.
Η άνευ ουσίας επιτυχία ενός λόγου έφεσης, χωρίς να ανατρέπεται η απόφαση αθώωσης και απαλλαγής του Εφεσίβλητου, η ουσιαστική δηλαδή αποτυχία του σκοπού της έφεσης, μας οδηγεί στο να επιδικάσουμε τα έξοδα της έφεσης υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας, μειωμένα όμως σε €500 πλέον το Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1] Σε περίπτωση επιστροφής απλήρωτης επιταγής, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει σε αυτήν τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασής της προς πληρωμή, και η σφράγιση, καθώς και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου:
Νοείται ότι η σφραγίδα και ή η σημείωση του πιστωτικού ιδρύματος, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή δυνάμει του παρόντος εδαφίου, καθώς και η καταχώριση της ημερομηνίας εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή αποτελούν μαχητό τεκμήριο του αληθούς του περιεχομένου τους: