ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:B29
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 59/2020)
26 Ιανουαρίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείουσας
ν.
ΧΧΧ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσίβλητου
Προφορικό Αίτημα ημερ.19.1.2022
Θ. Παπακυριακού (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα.
Ε. Ευσταθίου με K. Χατζηδημήτρη, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
____________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με απόφαση του Εφετείου ημερ.27.5.2021 ανατράπηκε η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση και ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ποσότητας κάνναβης. Η προσαγωγή του ενώπιον του Εφετείου για να του επιβληθεί ποινή επιτεύχθηκε μόλις την 5.1.2022, μετά τη σύλληψη του την προηγούμενη ημέρα. Δόθηκε χρόνος στο δικηγόρο του για να προετοιμαστεί, όπως είχε ζητήσει. Κατά την προηγούμενη δικάσιμο, μας κάλεσε να παραμερίσουμε την καταδικαστική μας απόφαση.
Το ζήτημα φαίνεται να είχε απασχολήσει το δικηγόρο του Εφεσίβλητου από πιο πριν αφού την 29.11.2021 απέστειλε σχετική επιστολή προς τον Γενικό Εισαγγελέα.
Το αίτημα του Εφεσίβλητου εδράζεται στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας (πλειοψηφίας) στην Χατζηιωάννου κ.ά., Πολ. Αιτ. Αρ.97/2018 κ.ά., ημερ.27.10.2021, όπου κρίθηκε ότι τα άρθρα του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμος του 2007, Ν.183(Ι)/2007, που περιλαμβάνουν πρόνοιες για τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, δεν είναι συμβατά με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002, Άρθρο 15, παρ. 1, όπως έχει ερμηνευθεί από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε.
Σύμφωνα με την εισήγηση, η μαρτυρία που αφορούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του Εφεσίβλητου με άλλο εμπλεκόμενο στα γεγονότα της υπόθεσης πρόσωπο, που παρουσιάστηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αναδεικνύεται, στη βάση της πιο πάνω απόφασης ότι δεν ήταν νομικά ορθά αποδεχτή, στη δε απουσία της, δεν είναι βέβαιο ότι το Εφετείο θα κατέληγε στην ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και στην καταδίκη του Εφεσίβλητου.
Δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει κατά πόσο η σχετική μαρτυρία θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως της Χατζηιωάννου. Ούτε να εκτιμήσουμε κατά πόσο η μαρτυρία αυτή συνέδραμε και αν ναι, σε ποιο βαθμό στην καταδίκη του Εφεσίβλητου από το Εφετείο. Και τούτο γιατί η κατάληξη μας είναι ότι η Χατζηιωάννου δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα, ακόμα και αν η καταδίκη του Εφεσίβλητου είχε βασιστεί εξολοκλήρου στη μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων (που δεν είναι η περίπτωση), που θα είχαν διατηρηθεί δυνάμει των διατάξεων του Ν.183(Ι)/2007, που κρίθηκαν στην Χατζηιωάννου ως ασυμβίβαστες με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ.
Είναι μόνο για να μην δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και αβάσιμα συναισθήματα πικρίας στον Εφεσίβλητο που παραθέτουμε, χωρίς σχολιασμό, το απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση με την οποία καταδικάστηκε:
«Η μαρτυρία του Δρα Καριόλου, ορθά εκτιμούμενη, καταδεικνύει με βεβαιότητα ότι σε χρόνο προγενέστερο της σύλληψης του Ρ.Μ. ο εφεσίβλητος είχε στη φυσική κατοχή του τα ναρκωτικά. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να τεκμηριώσει την εκ μέρους του κατοχή και λόγω της ποσότητας των ναρκωτικών και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια. Η κατάληξη αυτή υποστηρίζεται έτι περαιτέρω από την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.»
Η αποδεχτότητα (admissibility) της μαρτυρίας κρίνεται από το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση και στο στάδιο που επιχειρείται η προσκόμιση και ένταξη της στο μαρτυρικό υλικό. Εάν η επιμέρους αυτή απόφαση είναι εσφαλμένη, είτε γιατί δεν έγινε αποδεχτή μαρτυρία που θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεχτή, είτε γιατί έγινε αποδεχτή μαρτυρία που δεν έπρεπε, όπως είναι εδώ η εισήγηση, η κρίση αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης, με την συμπερίληψη σχετικού λόγου. Στην απουσία τέτοιου λόγου έφεσης ή αντέφεσης, μαρτυρία που είχε γίνει αποδεχτή και κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τα γεγονότα της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Εφεσίβλητου έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο και εντάχθηκε στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης, χωρίς ένσταση από πλευράς του Εφεσίβλητου, που εκπροσωπείτο και στην πρωτόδικη διαδικασία από τον δικηγόρο του.
Με αυτό το υπόβαθρο κρίθηκε η έφεση. Ενώπιον του Εφετείου δεν είχε αμφισβητηθεί από τον Εφεσίβλητο με αντέφεση η ορθότητα της αποδοχής της μαρτυρίας των τηλεφωνημάτων. Το Εφετείο δεν εξέτασε τέτοιο ζήτημα και δεν υπάρχει πεδίο διαπίστωσης οποιουδήποτε σφάλματος στην απόφαση του να λάβει υπόψη του τη σχετική μαρτυρία. Αντίθετα, σφάλμα θα ήταν να μην συνυπολογίσει μαρτυρία που είχε γίνει αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αποδοχή της οποίας δεν προσβαλλόταν ως εσφαλμένη με την έφεση ή με αντέφεση και δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει οδός για ανατροπή του αποτελέσματος.
Δεν έχει σημασία ότι η διαδικασία της έφεσης δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι η καταδικαστική απόφαση έχει ήδη εκδοθεί και δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, η αποδεχτότητα της μαρτυρίας των τηλεφωνημάτων.
Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου επικαλέστηκε την Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1060 σε μια προσπάθεια να εντάξει την περίπτωση του στο πεδίο που η αυθεντία καλύπτει ή έστω να την παραλληλίσει με αυτή. Στην περίπτωση εκείνη, είχε παραμεριστεί η απόφαση της Ολομέλειας επειδή η αναθεωρητική έφεση δεν είχε επιδοθεί σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αποτέλεσμα αυτό να μην ακουστεί, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Τόσο στην Πουλλή, όσο και σε άλλες αποφάσεις που την ακολούθησαν (Αδάμου κ.ά. ν. Ιωάννου κ.ά. (Αρ.2)(2015) 3 Α.Α.Δ. 528, ECLI:CY:AD:2015:C686, 533 και Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd v. Πιτσιλλίδης, Πολ. Έφ. Αρ.245/2018, ημερ.17.7.2020) είχε διαπιστωθεί ζήτημα που προέκυπτε κατά τη διαδικασία της έφεσης που δεν μπορούσε να διορθωθεί δεδομένης της ανυπαρξίας τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας. Με τη διαδικασία που εισήγαγε η Πουλλή, μπορούσε να θεραπευτεί η αδικία που προέκυπτε.
Στην Πιτσιλλίδης εξηγείται πότε μπορεί να παραμεριστεί μια εφετειακή απόφαση και σε ποια βάση:
«Έχει κατ΄ επανάληψη λεχθεί και αποτελεί πλήρως αποκρυσταλλωμένη αρχή ότι στην Κύπρο, όπου δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοσύνης, δεν παρέχεται εξουσία αναθεώρησης, επανεκδίκασης ή επανακρόασης, με σκοπό τον παραμερισμό ή τη διόρθωση της, οποιαδήποτε απόφασης του Εφετείου περιλαμβανομένης της απόφασης για την απόρριψη έφεσης, όπως ρητώς ελέχθη στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2000) 3 ΑΑΔ 151, 156. Αντίθετα, αναγνωρίστηκε ως θεμελιακή αρχή η ανάγκη για διασφάλιση της τελεσιδικίας (Orphanides v. Michaelides (1968) 1 CLR 295). Ο σεβασμός της τελεσιδικίας εμπεριέχεται στην έννοια του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (Kehaya and Others v. Bulgaria, Appl. No. 47797/99 and 68698/2001, 12.4.2006).
Έχουν όμως αναγνωριστεί[1] περιορισμένα περιθώρια παραμερισμού μιας τελεσίδικης απόφασης στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις όπου ενεργοποιούνται οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου ως «δικαστηρίου της δικαιοσύνης» (court of law). Τούτο προϋποθέτει πως η διεξαχθείσα δίκη είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν λειτουργεί προς αναθεώρηση προηγούμενης απόφασης του, αλλά αναγνωρίζει και διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφαση του είναι άκυρη και προχωρεί στην ακύρωση της ως χρέος προς την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (ex debito justitiae). Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμερισμού απόφασης ως άκυρης υπ΄ αυτή την έννοια, παρά την τελεσιδικία, παρέχει η υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 στην οποία παραμερίστηκε απόφαση της Ολομέλειας επειδή η αναθεωρητική έφεση δεν είχε επιδοθεί σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αποτέλεσμα τούτο να μην ακουστεί στην ακρόαση της.
Πρόκειται για εξουσία που ασκείται με φειδώ, όταν η περίπτωση κρίνεται κατάλληλη (appropriate) (Αναφορικά με την Αίτηση Κλεάνθους, Πολ. Αιτ. 145/15, ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D578), εφόσον οι εγγενείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία του, αλλά εξυπακούονται από τη φύση του ως δικαστήριο της δικαιοσύνης, χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και προς αποτροπή κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών (Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724).
Υπ΄ αυτό το πρίσμα δεν έγινε ποτέ δεκτή η διόρθωση ή ο παραμερισμός απόφασης για κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στη θεώρηση του νόμου ή στα γεγονότα σε εφετειακές αποφάσεις[2] παρά μόνο, ως άνω, στις περιπτώσεις που το λάθος είναι τέτοιας φύσεως ώστε η διεξαχθείσα δίκη να καθίσταται αδιαμφισβήτητα άκυρη.
[1] Πέραν της προβλεπόμενης περίπτωσης διόρθωσης γραφικού λάθους που προκύπτει από τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη (Δ.25 κ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών κανονισμών («slip rule»)).
[2] Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις (1997) 1 ΑΑΔ 302, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 339, Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.2) (1999) 1 ΑΑΔ 1772, Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 226, Βογαζιάνος κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου (Αρ2) (2011) 1 ΑΑΔ 1577, Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 ΑΑΔ 2023, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Αιτ. 15/19, 23.10.2019 Ντ. Ν. ν. ΝΝ, Έφεση Αρ. 3/05 και 9/05, 14.4.2020.»
Ό,τι ουσιαστικά μας καλεί ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου είναι να καθιερώσουμε μια νέα δικαιοδοσία, χωρίς προηγούμενο, στα πλαίσια της οποίας θα είναι δυνατή η παρέμβαση σε εφετειακή απόφαση προς ανατροπή του αποτελέσματος της, έξω από τους περιορισμένους λόγους της Πουλλή και των αποφάσεων που την ακολούθησαν και χωρίς να διαπιστώνεται οτιδήποτε στη διαδικασία της έφεσης ή την ίδια την εφετειακή απόφαση που αφ' εαυτού θα έχρηζε διόρθωσης. Ουσιαστικά θα επρόκειτο για μια υπερεξουσία, πέραν και από τη συνήθη δικαιοδοσία τρίτου βαθμού, αν υπήρχε, αφού το εγειρόμενο ζήτημα δεν θα ήταν λόγος για ανατροπή της εφετειακής απόφασης καταδίκης του Εφεσίβλητου, αφού κατά την έφεση δεν είχε καν εγερθεί ζήτημα εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Εφεσίβλητου.
Μάλιστα, όπως προβλήθηκε και υποστηρίχτηκε το αίτημα του Εφεσίβλητου, αποσκοπεί στην ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης, χωρίς εισήγηση ως προς το τι θα πρέπει να ακολουθήσει. Ακόμα όμως και αν επρόκειτο για αίτημα επανανοίγματος της έφεσης με σκοπό την προβολή θέσεων προς διαφοροποίηση του υπόβαθρου της εφετειακής κρίσης, αυτό δεν θα ήταν δυνατό.
Το ζήτημα συζητείται ενδελεχώς στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, 234-42 με σαφή διάκριση της Πουλλή όπου, όπως προειπώθηκε, η δίκη ήταν άκυρη γιατί η αναθεωρητική έφεση είχε ολοκληρωθεί χωρίς όμως να είχε επιδοθεί η έφεση και αντέφεση στα ενδιαφερόμενα μέρη ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί από την Ολομέλεια αφού δέχθηκε την αντέφεση.
Στην Χριστοδούλου άλλως Ρόπας απορρίφθηκε αίτημα για επανάνοιγμα της ποινικής έφεσης του εφεσείοντα που είχε απορριφθεί, «ενόψει της νέας ανακαλυφθείσας μαρτυρίας που καθιστά την καταδίκη του Αιτητή επισφαλή και/ή άδικη». Συζητήθηκαν εξαντλητικά, με αναφορές στη νομολογία, τα όρια των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, αναφέρθηκε ότι η βασική εκδήλωση της σύμφυτη εξουσίας είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Τονίστηκε συγχρόνως ότι έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Αναφέρθηκε ακόμα ότι η Ολομέλεια στην περίπτωση εκείνη, δεν είχε εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανόμενης απόφασης για την απόρριψη έφεσης και ότι ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που, αποτελεί βαθμίδα δικαιοδοσίας άγνωστη στο Σύνταγμα και το νόμο. Στην Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302, αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν έχει σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του, με σκοπό την επανασυζήτηση της, ενώ στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, όπου ο αποτυχών εφεσείων καταχώρησε αίτηση για την επανακρόαση της αναθεωρητικής έφεσης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι αποδοχή του αιτήματος του, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Στην Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235, αναφέρθηκε ότι το κατάλοιπο εξουσίας, δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ του μηδενός νέες ατραπούς στο δίκαιο και μάλιστα θεμελιακές.
Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα επέμβασης μας στο αποτέλεσμα της έφεσης, όπως εκφράστηκε με την απόφαση του Εφετείου ημερ.27.5.2021.
Το αίτημα απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.