ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56
Καλλής Ξενάκης και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 677
Δημητρίου Iωσήφ και Άλλοι ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 549
Tσακαρίδης Eλαντίν ν. Aστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 396
Αντωνίου Αγαμέμνων ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240
Αριστοδήμου Θεόδωρος και Άλλη ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 667, ECLI:CY:AD:2014:B710
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2022:B44
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 23/2022)
27 Ιανουαρίου 2022
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]
χχχ SARKISIDIS,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Σιαηλή (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ε. Μανώλη (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 21/2/2022 ενώ μέλη του Κλιμακίου διαρρήξεων του ΤΑΕ και του ΟΠΕ Πάφου διενεργούσαν εξετάσεις προς εντοπισμό καταζητούμενου προσώπου για υποθέσεις που αφορούσαν διαρρήξεις κτηρίων και κλοπών, εντόπισαν σε χώρο στάθμευσης πολυκατοικίας αυτοκίνητο και τον Εφεσείοντα έξω από αυτό να κρατά το κλειδί του αυτοκινήτου. Αφού ρωτήθηκε και ανέφερε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο του ανήκει, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του διενεργήθηκε σε αυτό έρευνα. Από την έρευνα προέκυψε ότι εντός αυτού υπήρχαν διάφορα αντικείμενα και τιμαλφή όπως, εργαλεία, κατσαβίδια, φανάρια, κλειδιά, γάντια μιας χρήσης, πένσες, κολλητική ταινία, μάλλινος σκούφος, μεταλλικό ρόπαλο, μαχαίρια, γυαλιά, τσάντα πλάτης με είδη ένδυσης, ρολόγια, πένες μάρκας Mont Blanc και διάφορα άλλα. O Εφεσείων δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις όταν του ζητήθηκε αναφορικά με την προέλευση των εν λόγω αντικειμένων. Συνελήφθη για τα αυτόφωρα αδικήματα της παράνομης κατοχής περιουσίας, μαχαιροφορίας και κατοχής επιθετικού οργάνου και την ίδια ημέρα παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στο πλαίσιο αίτησης της Αστυνομίας για κράτηση του. Κατόπιν αιτήματος του Εφεσείοντα για αναβολή λόγω ασθένειας του δικηγόρου του, η αίτηση ορίστηκε στις 24/1/2022 και το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του μέχρι τότε.
Στις 24/1/2022 το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία του Λοχία της Αστυνομίας που λάμβανε μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης, ο οποίος και αντεξετάστηκε επί μακρώ από τη δικηγόρο του Εφεσείοντα, διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντα για τέσσερις ημέρες σε σχέση με τα αδικήματα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της νύκτας, παράνομης κατοχής περιουσίας, μαχαιροφορίας και κατοχής επιθετικού οργάνου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία που δόθηκε από το Λοχία της Αστυνομίας στη βάση και των όσων ο ίδιος ανέφερε ή δέχθηκε μέσα από την αντεξέταση, εξετάζοντας τη συνδρομή των παραγόντων που η νομολογία έχει καθορίσει αναφορικά με έκδοση διαταγμάτων αυτής της φύσεως, ήτοι να υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι διαπράχθηκε αδίκημα, η μαρτυρία να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο ύποπτος εμπλέκεται, οι αστυνομικές ανακρίσεις να βρίσκονται σε εξέλιξη και η κράτηση να είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων.
Ειδικότερα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του, ότι υπήρχαν στοιχεία που καταδείκνυαν τη διάπραξη των εξεταζόμενων αδικημάτων. Έκρινε ακόμη ότι προέκυπταν εύλογες και γνήσιες υπόνοιες για ανάμειξη του Εφεσείοντα στα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα. Στη συνέχεια, αφού βρήκε ότι υπήρχε ανακριτικό έργο που έπρεπε να διεκπεραιωθεί, αποφάσισε ότι η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν αναγκαία στη βάση του κίνδυνου επηρεασμού μαρτύρων. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τη φύση του ανακριτικού έργου, έκρινε ότι το αίτημα της Αστυνομίας για κράτηση του Εφεσείοντα για περίοδο τεσσάρων ημερών συνιστούσε εύλογο χρόνο και, ως εκ τούτου, ενέκρινε το σχετικό αίτημα.
Ο Εφεσείων με πέντε Λόγους Έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και της νομολογίας, εκδίδοντας το αιτηθέν διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο τεσσάρων ημερών, χωρίς να υπάρχει εναπομείναν ανακριτικό έργο και χωρίς να υπάρχει αναγκαιότητα κράτησης του υπόπτου.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία που δόθηκε προς υποστήριξη του αιτήματος ότι ήταν γνήσια, εύλογη και αξιόπιστη, ενώ ήταν φανερό από το μάρτυρα της Αστυνομίας που κατέθεσε ότι η Αστυνομία είχε αλλότριους σκοπούς.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, ήταν εσφαλμένη και αβάσιμη με βάση τη δοθείσα μαρτυρία.
Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το πώς η Αστυνομία ανάλωσε το χρόνο της στο διάστημα που μεσολάβησε από τη σύλληψη του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο, χωρίς να επιχειρήσει να λάβει καταθέσεις από το συγγενικό του περιβάλλον.
Με τον πέμπτο και τελευταίο Λόγο Έφεσης προβάλλεται γενικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αυθαίρετα συμπεράσματα και ευρήματα τα οποία δεν συνάδουν με τη δοθείσα μαρτυρία, με αποτέλεσμα η Απόφαση του να είναι αναιτιολόγητη και ακροσφαλής.
Να υπενθυμίσουμε ότι τα επίδικα θέματα αίτησης για προσωποκράτηση περιορίζονται στη γνησιότητα και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας και την αναγκαιότητα της κράτησης για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων (Δημητριάδης v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ 312).
Μέσω των Λόγων Έφεσης 1 και 3 ο Εφεσείων διατείνεται ότι δεν ήταν αναγκαία η κράτηση του πάνω σε δύο βάσεις. Αφενός, γιατί δεν είχε τεθεί από τον αστυνομικό εξεταστή θέμα επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων και αφετέρου γιατί, αν και ο αστυνομικός εξεταστής δέχτηκε τη θέση της Υπεράσπισης ότι υπήρχε ανακριτικό έργο το οποίο δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στην ανάλογη μείωση της περιόδου που ζητείτο η κράτηση.
Είναι σαφές ότι σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων στο πλαίσιο της οποίας ως επιμέρους στοιχείο έχει σημασία ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ή επέμβαση σε τεκμήρια χωρίς, ωστόσο, να εξαντλείται το θέμα σε αυτά (Αριστοδήμου ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 667, ECLI:CY:AD:2014:B710).
Στην υπό εξέταση περίπτωση είχε προσφερθεί μαρτυρία ότι αναμένετο η λήψη από την Αστυνομία αριθμού καταθέσεων από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον του Εφεσείοντα, γεγονός που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, δημιουργείτο βάσιμος κίνδυνος επηρεασμού των προσώπων αυτών σε περίπτωση απόλυσης του Εφεσείοντα.
Η εν λόγω θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το σχετικό κριτήριο ήταν εύλογη. Ό,τι πρέπει να υπάρχει είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων (Καλλής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 677, 686) και δεν χρειάζεται η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων να θεμελιωθεί με οποιαδήποτε ουσιαστική μαρτυρία. Στην υπόθεση Δημητρίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ 549, το γεγονός ότι η Αστυνομία θα λάμβανε καταθέσεις από συγγενικά πρόσωπα των υπόπτων και από πρώην συναδέλφους τους, θεωρήθηκε ότι ορθά δημιουργούσε βάσιμο κίνδυνο επηρεασμού των προσώπων αυτών εάν οι ύποπτοι αφήνονταν ελεύθεροι.
Όσον αφορά το επιχείρημα ότι με δεδομένο ότι υπήρχε ανακριτικό έργο που δεν μπορούσε ο Εφεσείων να επηρεάσει, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εγκρίνει το αίτημα κράτησης για περίοδο τεσσάρων ημερών, θεωρούμε ότι αυτό δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Ο χρόνος κράτησης ενός υπόπτου συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο και λαμβάνεται ειδικότερα υπόψη η φύση και η έκταση της αναμενόμενης έρευνας όπως αυτή διαπιστώνεται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης. Έτσι και στην προκείμενη περίπτωση, ο χρόνος κράτησης των τεσσάρων ημερών συναρτήθηκε με ανακριτικό έργο που δυνητικά μπορούσε να επηρεάσει ο Εφεσείων.
Ούτε και ο ισχυρισμός ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν προϊόν πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε, θεώρησε αρκετό ότι ο εξεταστής είχε αναφέρει αριθμητικά ομάδες προσώπων από τα οποία θα λαμβάνονταν καταθέσεις, ενώ ο εξεταστής δεν ήταν σε θέση να πει την κατεύθυνση των ερευνών, έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Εξέταση της προσαχθείσας μαρτυρίας ουδόλως υποστηρίζει την πιο πάνω θέση, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει τον κατάλογο των ομάδων προσώπων από τους οποίους η Αστυνομία θα λάμβανε κατάθεση, καθώς και ονομαστικό κατάλογο από το συγγενικό περιβάλλον του Εφεσείοντα, επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τις θέσεις του εξεταστή. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κινούμενο εντός των ορθών πλαισίων, αποτύπωσε με ακρίβεια, στη βάση της προσφερθείσας μαρτυρίας, το εναπομείναν ανακριτικό έργο.
Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3 είναι αβάσιμοι και, συνεπώς, απορρίπτονται.
Μέσω του τέταρτου Λόγου Έφεσης, ο οποίος παρά το ότι δεν έχει αιτιολογία, αυτή προκύπτει από το σώμα του, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το πώς χρησιμοποιήθηκε το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη σύλληψη του Εφεσείοντα μέχρι την παρουσίαση του για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο και το ότι η Αστυνομία ανάλωσε το χρόνο της χωρίς να επιδιώξει τη λήψη καταθέσεων από το συγγενικό περιβάλλον του Εφεσείοντα.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε το γεγονός ότι στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει η Αστυνομία έλαβε αριθμό καταθέσεων, εξ' ου και το αίτημα της περιορίστηκε σε τέσσερις ημέρες, ορθά κατέληξε ότι με αυτό τον τρόπο είχε αξιοποιηθεί το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα με τον περιορισμό της έκτασης του ανακριτικού έργου. Ό,τι ενείχε εν προκειμένω σημασία ήταν η διεκπεραίωση μέρους του ανακριτικού έργου και όχι η προέλευση των καταθέσεων. Εν πάση περιπτώσει, δεν τέθηκε κατά την αντεξέταση του Λοχία της Αστυνομίας και ούτε διαφάνηκε να υπήρχε οποιαδήποτε σκοπιμότητα όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του ανακριτικού έργου για να μπορεί να έχει την όποια σημασία η θέση του Εφεσείοντα.
Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μαρτυρία που δόθηκε προς στήριξη του αιτήματος κράτησης ήταν γνήσια, ισχυριζόμενος ότι ήταν φανερό από τη στάση του μάρτυρα ότι η Αστυνομία είχε αλλότριους σκοπούς.
Είναι αυτονόητο ότι το αίτημα της Αστυνομίας πρέπει να γίνεται καλόπιστα και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για αλλότριους σκοπούς. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, αποφασίζεται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης (Τσακαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 396, 399).
Στο πλαίσιο αιτιολογίας του πιο πάνω Λόγου Έφεσης η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, αναφορές του Λοχία της Αστυνομίας ότι κατά τη σύλληψη του Εφεσείοντα πιθανόν να ήταν μαζί του και ο καταζητούμενος αδελφός του και ότι ο Εφεσείων εμπλέκεται και σε αδικήματα διαρρήξεων άλλων από τα υπό διερεύνηση.
Αναφορικά με το πρώτο, με βάση τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι όποιες αναφορές έγιναν στον αδελφό του Εφεσείοντα, είναι φανερό ότι έγιναν στο πλαίσιο περιγραφής των συνθηκών κάτω από τις οποίες είχε εντοπισθεί ο Εφεσείων σε συγκεκριμένο χώρο, ήτοι ενώ γίνονταν εξετάσεις προς εντοπισμό του αδελφού του ο οποίος καταζητείτο.
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι όποιες αναφορές του μάρτυρα σε αδικήματα τα οποία ενδεχομένως να έχουν προκύψει από τη διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης ή άλλα αδικήματα τα οποία διερευνώνται και αφορούν διαρρήξεις και κλοπές, δεν αφορούσαν την παρούσα υπόθεση αλλά άλλες διαδικασίες οι οποίες δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι το ανακριτικό έργο αφορούσε μόνο τα τέσσερα υπό διερεύνηση αδικήματα που περιλαμβάνονταν στην αίτηση της Αστυνομίας.
Με βάση δε το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, όπως προέκυπτε από την προσφερθείσα μαρτυρία, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διαπίστωσε η Αστυνομία να έχει προβεί στο αίτημα κράτησης οδηγούμενη από αλλότρια κίνητρα, ήταν καθόλα εύλογη.
Σε ό,τι αφορά το Λόγο Έφεσης 5, διαπιστώνεται ότι αυτός δεν συνοδεύεται από αιτιολογία, το δε περιεχόμενο του δεν παραπέμπει σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που θα μπορούσε να εξεταστεί. Ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε αίτημα για προσωποκράτηση ασκείται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, υπό το φως της μαρτυρίας και των στοιχείων που τίθενται ενώπιον του, δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου. Τέτοια επέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί εφόσον καταδειχθεί ότι στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου λήφθηκαν υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα (Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56) ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία (Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240).
Είναι, συνεπώς, η κατάληξη μας ότι κανένας λόγος δεν έχει καταδειχθεί στην προκείμενη υπόθεση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε του αιτήματος.
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.